Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (456-491)

ΧΟ. ἀλλ᾽ οἵδε χέρας δεσμοῖς δίδυμοι
συνερεισθέντες χωροῦσι, νέον
πρόσφαγμα θεᾶς· σιγᾶτε, φίλαι.
τὰ γὰρ Ἑλλήνων ἀκροθίνια δὴ
460 ναοῖσι πέλας τάδε βαίνει·
οὐδ᾽ ἀγγελίας ψευδεῖς ἔλακεν
βουφορβὸς ἀνήρ.
ὦ πότνι᾽, εἴ σοι τάδ᾽ ἀρεσκόντως
πόλις ἥδε τελεῖ, δέξαι θυσίας,
465 ἃς ὁ παρ᾽ ἡμῖν νόμος οὐχ ὁσίας
[Ἕλλησι διδοὺς] ἀναφαίνει.
ΙΦ. εἶεν·
τὰ τῆς θεοῦ μὲν πρῶτον ὡς καλῶς ἔχῃ
φροντιστέον μοι. μέθετε τῶν ξένων χέρας,
ὡς ὄντες ἱεροὶ μηκέτ᾽ ὦσι δέσμιοι.
470 ναοῦ δ᾽ ἔσω στείχοντες εὐτρεπίζετε
ἃ χρὴ ᾽πὶ τοῖς παροῦσι καὶ νομίζεται.
φεῦ·
τίς ἆρα μήτηρ ἡ τεκοῦσ᾽ ὑμᾶς ποτε
πατήρ τ᾽; ἀδελφή τ᾽, εἰ γεγῶσα τυγχάνει…
οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν
475ἀνάδελφος ἔσται. — τὰς τύχας τίς οἶδ᾽ ὅτῳ
τοιαίδ᾽ ἔσονται; πάντα γὰρ τὰ τῶν θεῶν
ἐς ἀφανὲς ἕρπει, κοὐδὲν οἶδ᾽ οὐδεὶς κακόν
ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ᾽ ἐς τὸ δυσμαθές.
πόθεν ποθ᾽ ἥκετ᾽, ὦ ταλαίπωροι ξένοι;
480 ὡς διὰ μακροῦ μὲν τήνδ᾽ ἐπλεύσατε χθόνα,
μακρὸν δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων χθονὸς ἔσεσθ᾽ ἀεὶ κάτω.
ΟΡ. τί ταῦτ᾽ ὀδύρῃ, κἀπὶ τοῖς μέλλουσι νῷν
κακοῖσι λυπεῖς, ἥτις εἶ ποτ᾽, ὦ γύναι;
οὔτοι νομίζω σοφόν, ὃς ἂν μέλλων κτενεῖν
485 οἴκτῳ τὸ δεῖμα τοὐλέθρου νικᾶν θέλῃ,
οὐχ ὅστις Ἅιδην ἐγγὺς ὄντ᾽ οἰκτίζεται
σωτηρίας ἄνελπις· ὡς δύ᾽ ἐξ ἑνὸς
κακὼ συνάπτει, μωρίαν τ᾽ ὀφλισκάνει
θνῄσκει θ᾽ ὁμοίως· τὴν τύχην δ᾽ ἐᾶν χρεών.
490 ἡμᾶς δὲ μὴ θρήνει σύ· τὰς γὰρ ἐνθάδε
θυσίας ἐπιστάμεσθα καὶ γιγνώσκομεν.

***
Έρχεται ο γελαδάρης οδηγώντας τον Ορέστη και τον Πυλάδη δεμένους· ακολουθούν δύο φύλακες. Τους πρωτοβλέπει η κορυφαία. Αμέσως έπειτα ξαναβγαίνει από το ναό η Ιφιγένεια.

ΚΟΡ. Αλλά νά, με τα χέρια δεμένα σφιχτά,
οι δυο νέοι προχωρούν, της θεάς
τα καινούργια σφαχτάρια· καλές μου, σιωπή!
Για θυσίας προσφορά, της Ελλάδας ανθοί,
460 νά, σιμώνουνε πια στο ναό·
και δεν ήτανε ψέματ᾽ αυτά που ο βοσκός
των γελάδων μάς είπε.
Αν σου αρέσουν των ντόπιων, θεά, οι τελετές,
δέξου αυτές τις θυσίες, που ανόσιες ο νόμος σ᾽ εμάς
τις λογιάζει, κι αλάργα από τέτοιες κρατά
των Ελλήνων τα χέρια.
ΙΦΙ. Αρκεί·
Η πρώτη μου φροντίδα πρέπει να είναι
καλά να γίνουν τα ιερά· τα χέρια
των ξένων λύστε· αφού είναι πια δοσμένοι
στη θεά, δεμένοι να μην είναι.

Οι δυο φύλακες λύνουν τα χέρια των δυο νέων και μένουν κοντά τους· ο γελαδάρης φεύγει. Η Ιφιγένεια μιλεί έπειτα στους δυο υπηρέτες του ναού που την είχαν βοηθήσει στις χοές και που είναι και τώρα κοντά της.

Μπείτε
470 εσείς μες στο ναό κι εκεί ετοιμάστε
όσα απαιτούνε το έθιμο κι η ανάγκη.
Αλί!
Ποιά μάνα να σας έκαμε, ποιός τάχα
πατέρας; Κι η αδερφή σας τί λεβέντες
—αν έχετε αδερφή— θα χάσει, κι έρμη
θα μείνει! Ποιόν θα βρει μια τέτοια τύχη
κανείς δεν ξέρει· η θεία βουλή βαδίζει
στα σκοτεινά· και το κακό κανένας
δεν το μαντεύει· η τύχη εκεί το φέρνει
που δεν το νιώθεις. Άμοιροί μου ξένοι,
πούθε έρχεστε; Μεγάλο το ταξίδι
που κάματε ως εδώ· ο καιρός που θα είστε
480 μακριά από την πατρίδα σας, στον κάτω
κόσμο, πολύς θα ᾽ναι και εκείνος, αιώνιος.
ΟΡΕ. Κυρά μου, όποια και να ᾽σαι, τί τις θέλεις
αυτές τις κλάψες, και προσθέτεις λύπες
σ᾽ όσα μας περιμένουνε; Δεν το ᾽χω
για φρόνιμο, ένας που είναι για να σφάξει
να θέλει του χαμού το φόβο μέσα
στη σπλαχνιά να τον πνίξει· το ίδιο, αν ένας
το θάνατο θρηνεί που στέκει εμπρός του
χωρίς να υπάρχει ελπίδα σωτηρίας·
έτσι το ένα κακό διπλό το κάνει:
και για άμυαλος περνά και δε γλιτώνει·
αυτά στην τύχη ας μείνουν. Και για μας
490 μην κλαις· γιατί για τις εδώ θυσίες
τα ᾽χουμε μάθει και γνωστές μάς είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου