Προοίμιο
[17a] Ὅτι μὲν ὑμεῖς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πεπόνθατε ὑπὸ τῶν ἐμῶν κατηγόρων, οὐκ οἶδα· ἐγὼ δ᾽ οὖν καὶ αὐτὸς ὑπ᾽ αὐτῶν ὀλίγου ἐμαυτοῦ ἐπελαθόμην, οὕτω πιθανῶς ἔλεγον. καίτοι ἀληθές γε ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδὲν εἰρήκασιν. μάλιστα δὲ αὐτῶν ἓν ἐθαύμασα τῶν πολλῶν ὧν ἐψεύσαντο, τοῦτο ἐν ᾧ ἔλεγον ὡς χρῆν ὑμᾶς εὐλαβεῖσθαι μὴ ὑπ᾽ ἐμοῦ ἐξαπατηθῆτε
[17b] ὡς δεινοῦ ὄντος λέγειν. τὸ γὰρ μὴ αἰσχυνθῆναι ὅτι αὐτίκα ὑπ᾽ ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ, ἐπειδὰν μηδ᾽ ὁπωστιοῦν φαίνωμαι δεινὸς λέγειν, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι, εἰ μὴ ἄρα δεινὸν καλοῦσιν οὗτοι λέγειν τὸν τἀληθῆ λέγοντα· εἰ μὲν γὰρ τοῦτο λέγουσιν, ὁμολογοίην ἂν ἔγωγε οὐ κατὰ τούτους εἶναι ῥήτωρ. οὗτοι μὲν οὖν, ὥσπερ ἐγὼ λέγω, ἤ τι ἢ οὐδὲν ἀληθὲς εἰρήκασιν, ὑμεῖς δέ μου ἀκούσεσθε πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν — οὐ μέντοι μὰ Δία, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κεκαλλιεπημένους γε λόγους, ὥσπερ οἱ τούτων,
[17c] ῥήμασί τε καὶ ὀνόμασιν οὐδὲ κεκοσμημένους, ἀλλ᾽ ἀκούσεσθε εἰκῇ λεγόμενα τοῖς ἐπιτυχοῦσιν ὀνόμασιν —πιστεύω γὰρ δίκαια εἶναι ἃ λέγω— καὶ μηδεὶς ὑμῶν προσδοκησάτω ἄλλως· οὐδὲ γὰρ ἂν δήπου πρέποι, ὦ ἄνδρες, τῇδε τῇ ἡλικίᾳ ὥσπερ μειρακίῳ πλάττοντι λόγους εἰς ὑμᾶς εἰσιέναι. καὶ μέντοι καὶ πάνυ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι· ἐὰν διὰ τῶν αὐτῶν λόγων ἀκούητέ μου ἀπολογουμένου δι᾽ ὧνπερ εἴωθα λέγειν καὶ ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν, ἵνα ὑμῶν πολλοὶ ἀκηκόασι, καὶ ἄλλοθι, μήτε
[17d] θαυμάζειν μήτε θορυβεῖν τούτου ἕνεκα. ἔχει γὰρ οὑτωσί. νῦν ἐγὼ πρῶτον ἐπὶ δικαστήριον ἀναβέβηκα, ἔτη γεγονὼς ἑβδομήκοντα· ἀτεχνῶς οὖν ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως. ὥσπερ οὖν ἄν, εἰ τῷ ὄντι ξένος ἐτύγχανον ὤν, συνεγιγνώσκετε δήπου ἄν μοι εἰ ἐν ἐκείνῃ τῇ φωνῇ τε καὶ τῷ τρόπῳ [18a] ἔλεγον ἐν οἷσπερ ἐτεθράμμην, καὶ δὴ καὶ νῦν τοῦτο ὑμῶν δέομαι δίκαιον, ὥς γέ μοι δοκῶ, τὸν μὲν τρόπον τῆς λέξεως ἐᾶν —ἴσως μὲν γὰρ χείρων, ἴσως δὲ βελτίων ἂν εἴη— αὐτὸ δὲ τοῦτο σκοπεῖν καὶ τούτῳ τὸν νοῦν προσέχειν, εἰ δίκαια λέγω ἢ μή· δικαστοῦ μὲν γὰρ αὕτη ἀρετή, ῥήτορος δὲ τἀληθῆ λέγειν.
***
[17a] Ποιά εντύπωση σας έκαναν, εσάς, ω άνδρες Αθηναίοι, τα λόγια των κατηγόρων μου δεν το ξέρω· εγώ λίγο έλειψε να ξεχάσω κι ο ίδιος ποιός είμαι. Τόσο πειστικά μιλούσανε. Μολονότι, έτσι να πούμε, δεν είπαν τίποτε αληθινό. Ένα όμως θαύμασα προπάντων από τα πολλά ψέματά τους: τούτο που σας είπαν, να φυλαχθείτε μήπως σας γελάσω
[17b] με τη ρητορική μου. Γιατί το να μην ντραπούν πως αμέσως τώρα, ο ίδιος εγώ, με τα πράγματα θα τους βγάλω ψεύτες, όταν φανώ πως καθόλου δεν είμαι τρομερός στα λόγια, αυτό μου φάνηκε η μεγαλύτερή τους αναισχυντία· εκτός αν ίσως αυτοί ονομάζουν τρομερό στα λόγια εκείνον που λέει την αλήθεια. Γιατί αν αυτό λένε, τότε κι εγώ ίσως τ᾽ ομολογήσω πως είμαι ρήτορας, όχι όμως με τον δικό τους τον τρόπο. Αυτοί λοιπόν, όπως είπα, τίποτε σχεδόν αληθινό δεν είπαν· εσείς όμως θ᾽ ακούσετε από μένα όλη την αλήθεια, μά τον Δία, ω άνδρες Αθηναίοι· όχι δηλαδή ομιλίες καλοειπωμένες σαν τις δικές τους,
[17c] με φράσεις και λέξεις όμορφες, ούτε καλοστολισμένες, μόνο θ᾽ ακούσετε λόγια απλά, με όποια λέξη μού τύχει· γιατί πιστεύω πως όσα λέω είναι δίκαια και κανείς σας ας μην τα περιμένει αλλιώτικα. Γιατί δεν ταιριάζει, βέβαια, ω άνδρες Αθηναίοι, σε τέτοιαν ηλικία να παρουσιάζομαι μπροστά σας σαν κανένα παιδάριο, που τορνεύει τα λόγια του. Και γι᾽ αυτό πολύ σας παρακαλώ και σας το ζητώ για χάρη, ω άνδρες Αθηναίοι, αν μ᾽ ακούσετε ν᾽ απολογούμαι με τα ίδια τα λόγια που συνηθίζω να μιλώ στην αγορά, μπροστά στα τραπέζια των κολλυβιστών, κι αλλού, όπου πολλοί από σας μ᾽ έχετε ακουσμένον, να μην
[17d] ξαφνισθείτε και να μη θορυβήσετε. Ο λόγος είν᾽ αυτός. Πρώτη φορά τώρα, που είμαι εβδομήντα χρόνων, παρουσιάζομαι μπροστά σε δικαστήριο· αληθινά λοιπόν δε γνωρίζω καθόλου τη γλώσσα που μιλούν εδώ μέσα. Όπως λοιπόν, αν ήμουν στ᾽ αλήθεια ξένος και μιλούσα με τη γλώσσα και τον τρόπο
[18a] που είχα ανατραφεί, θα με συχωρούσατε, έτσι και τώρα σας ζητώ ένα πράγμα, δίκαιο κατά τη γνώμη μου, να μην κοιτάξετε τον τρόπο που μιλώ, καλόν ή κακό, αλλά μόνο να προσέξετε αν αυτά που λέω είναι δίκαια ή όχι· γιατί έτσι πρέπει στον δικαστή, όπως πρέπει στον ρήτορα, να λέει την αλήθεια.
[17a] Ὅτι μὲν ὑμεῖς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πεπόνθατε ὑπὸ τῶν ἐμῶν κατηγόρων, οὐκ οἶδα· ἐγὼ δ᾽ οὖν καὶ αὐτὸς ὑπ᾽ αὐτῶν ὀλίγου ἐμαυτοῦ ἐπελαθόμην, οὕτω πιθανῶς ἔλεγον. καίτοι ἀληθές γε ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδὲν εἰρήκασιν. μάλιστα δὲ αὐτῶν ἓν ἐθαύμασα τῶν πολλῶν ὧν ἐψεύσαντο, τοῦτο ἐν ᾧ ἔλεγον ὡς χρῆν ὑμᾶς εὐλαβεῖσθαι μὴ ὑπ᾽ ἐμοῦ ἐξαπατηθῆτε
[17b] ὡς δεινοῦ ὄντος λέγειν. τὸ γὰρ μὴ αἰσχυνθῆναι ὅτι αὐτίκα ὑπ᾽ ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ, ἐπειδὰν μηδ᾽ ὁπωστιοῦν φαίνωμαι δεινὸς λέγειν, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι, εἰ μὴ ἄρα δεινὸν καλοῦσιν οὗτοι λέγειν τὸν τἀληθῆ λέγοντα· εἰ μὲν γὰρ τοῦτο λέγουσιν, ὁμολογοίην ἂν ἔγωγε οὐ κατὰ τούτους εἶναι ῥήτωρ. οὗτοι μὲν οὖν, ὥσπερ ἐγὼ λέγω, ἤ τι ἢ οὐδὲν ἀληθὲς εἰρήκασιν, ὑμεῖς δέ μου ἀκούσεσθε πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν — οὐ μέντοι μὰ Δία, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κεκαλλιεπημένους γε λόγους, ὥσπερ οἱ τούτων,
[17c] ῥήμασί τε καὶ ὀνόμασιν οὐδὲ κεκοσμημένους, ἀλλ᾽ ἀκούσεσθε εἰκῇ λεγόμενα τοῖς ἐπιτυχοῦσιν ὀνόμασιν —πιστεύω γὰρ δίκαια εἶναι ἃ λέγω— καὶ μηδεὶς ὑμῶν προσδοκησάτω ἄλλως· οὐδὲ γὰρ ἂν δήπου πρέποι, ὦ ἄνδρες, τῇδε τῇ ἡλικίᾳ ὥσπερ μειρακίῳ πλάττοντι λόγους εἰς ὑμᾶς εἰσιέναι. καὶ μέντοι καὶ πάνυ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι· ἐὰν διὰ τῶν αὐτῶν λόγων ἀκούητέ μου ἀπολογουμένου δι᾽ ὧνπερ εἴωθα λέγειν καὶ ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν, ἵνα ὑμῶν πολλοὶ ἀκηκόασι, καὶ ἄλλοθι, μήτε
[17d] θαυμάζειν μήτε θορυβεῖν τούτου ἕνεκα. ἔχει γὰρ οὑτωσί. νῦν ἐγὼ πρῶτον ἐπὶ δικαστήριον ἀναβέβηκα, ἔτη γεγονὼς ἑβδομήκοντα· ἀτεχνῶς οὖν ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως. ὥσπερ οὖν ἄν, εἰ τῷ ὄντι ξένος ἐτύγχανον ὤν, συνεγιγνώσκετε δήπου ἄν μοι εἰ ἐν ἐκείνῃ τῇ φωνῇ τε καὶ τῷ τρόπῳ [18a] ἔλεγον ἐν οἷσπερ ἐτεθράμμην, καὶ δὴ καὶ νῦν τοῦτο ὑμῶν δέομαι δίκαιον, ὥς γέ μοι δοκῶ, τὸν μὲν τρόπον τῆς λέξεως ἐᾶν —ἴσως μὲν γὰρ χείρων, ἴσως δὲ βελτίων ἂν εἴη— αὐτὸ δὲ τοῦτο σκοπεῖν καὶ τούτῳ τὸν νοῦν προσέχειν, εἰ δίκαια λέγω ἢ μή· δικαστοῦ μὲν γὰρ αὕτη ἀρετή, ῥήτορος δὲ τἀληθῆ λέγειν.
***
[17a] Ποιά εντύπωση σας έκαναν, εσάς, ω άνδρες Αθηναίοι, τα λόγια των κατηγόρων μου δεν το ξέρω· εγώ λίγο έλειψε να ξεχάσω κι ο ίδιος ποιός είμαι. Τόσο πειστικά μιλούσανε. Μολονότι, έτσι να πούμε, δεν είπαν τίποτε αληθινό. Ένα όμως θαύμασα προπάντων από τα πολλά ψέματά τους: τούτο που σας είπαν, να φυλαχθείτε μήπως σας γελάσω
[17b] με τη ρητορική μου. Γιατί το να μην ντραπούν πως αμέσως τώρα, ο ίδιος εγώ, με τα πράγματα θα τους βγάλω ψεύτες, όταν φανώ πως καθόλου δεν είμαι τρομερός στα λόγια, αυτό μου φάνηκε η μεγαλύτερή τους αναισχυντία· εκτός αν ίσως αυτοί ονομάζουν τρομερό στα λόγια εκείνον που λέει την αλήθεια. Γιατί αν αυτό λένε, τότε κι εγώ ίσως τ᾽ ομολογήσω πως είμαι ρήτορας, όχι όμως με τον δικό τους τον τρόπο. Αυτοί λοιπόν, όπως είπα, τίποτε σχεδόν αληθινό δεν είπαν· εσείς όμως θ᾽ ακούσετε από μένα όλη την αλήθεια, μά τον Δία, ω άνδρες Αθηναίοι· όχι δηλαδή ομιλίες καλοειπωμένες σαν τις δικές τους,
[17c] με φράσεις και λέξεις όμορφες, ούτε καλοστολισμένες, μόνο θ᾽ ακούσετε λόγια απλά, με όποια λέξη μού τύχει· γιατί πιστεύω πως όσα λέω είναι δίκαια και κανείς σας ας μην τα περιμένει αλλιώτικα. Γιατί δεν ταιριάζει, βέβαια, ω άνδρες Αθηναίοι, σε τέτοιαν ηλικία να παρουσιάζομαι μπροστά σας σαν κανένα παιδάριο, που τορνεύει τα λόγια του. Και γι᾽ αυτό πολύ σας παρακαλώ και σας το ζητώ για χάρη, ω άνδρες Αθηναίοι, αν μ᾽ ακούσετε ν᾽ απολογούμαι με τα ίδια τα λόγια που συνηθίζω να μιλώ στην αγορά, μπροστά στα τραπέζια των κολλυβιστών, κι αλλού, όπου πολλοί από σας μ᾽ έχετε ακουσμένον, να μην
[17d] ξαφνισθείτε και να μη θορυβήσετε. Ο λόγος είν᾽ αυτός. Πρώτη φορά τώρα, που είμαι εβδομήντα χρόνων, παρουσιάζομαι μπροστά σε δικαστήριο· αληθινά λοιπόν δε γνωρίζω καθόλου τη γλώσσα που μιλούν εδώ μέσα. Όπως λοιπόν, αν ήμουν στ᾽ αλήθεια ξένος και μιλούσα με τη γλώσσα και τον τρόπο
[18a] που είχα ανατραφεί, θα με συχωρούσατε, έτσι και τώρα σας ζητώ ένα πράγμα, δίκαιο κατά τη γνώμη μου, να μην κοιτάξετε τον τρόπο που μιλώ, καλόν ή κακό, αλλά μόνο να προσέξετε αν αυτά που λέω είναι δίκαια ή όχι· γιατί έτσι πρέπει στον δικαστή, όπως πρέπει στον ρήτορα, να λέει την αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου