Στις αρχές του 14ου αιώνα εμφανίζεται στην Ευρώπη ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Το κίνημα της Αναγέννησης, που έφερε στο προσκήνιο τις ιδέες και τα καλλιτεχνήματα της αρχαίας Ελλάδας, θα επηρεάσει βαθύτατα τη συγκρότηση των δυτικών κρατών. Παράλληλα, μεγιστάνες του πλούτου, οι μαικήνες, θα στραφούν προς την χρηματοδότηση των τεχνών και των επιστημονικών ερευνών προωθώντας την ανάδυση του ουμανισμού. Με κέντρο τις πόλεις της βορείου Ιταλίας το ουμανιστικό πνεύμα θα εξαπλωθεί στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης και θα επιδράσει βαθύτατα στην εμφάνιση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η μελέτη της αρχαιότητας είναι αυτή που δίνει στους ουμανιστές τα πρότυπα σκέψης και δράσης.
Ειδικά η μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων θα δημιουργήσει μια τάση ελληνολατρίας μεταξύ των εστεμμένων της Ευρώπης, που θα διαγκωνίζονται από τούδε και εξής για το ποιος έχει περισσότερα καλλιτεχνήματα και αρχαία συγγράμματα να επιδείξει ως απόδειξη της ευρυμάθειας και της καλλιτεχνικής του καλλιέργειας. Η εποχή των σκοτεινών αιώνων με τους αιματοβαμμένους, πολεμοχαρείς και εν πολλοίς άξεστους ηγεμόνες έδωσε την θέση της στο πρότυπο του βασιλιά που είναι, εκτός από ικανός στον πόλεμο, και πεφωτισμένος. Η μόρφωση των βασιλοπαίδων περιλαμβάνει πλέον την μελέτη των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων καθώς και μια συνολικότερη παιδεία, σε μεγάλο βαθμό εκκοσμικευμένης. Η σταδιακή γνωριμία με τα δημιουργήματα του κλασσικού παρελθόντος θα εκτοξεύσει την αρχαιογνωσία και θα θέσει τις βάσεις για την ανάδειξη της αρχαιολογίας.
Η πρώιμη, όμως, εποχή της αρχαιολογίας ήταν ιδιαίτερα σκληρή για τα ίδια τα αρχαία τεχνουργήματα… Η πλειοψηφία των «αρχαιολόγων» ήταν αυτοδίδακτοι αρχαιοδίφες, στην καλύτερη περίπτωση, ή απλώς πλιατσικολόγοι και τυχοδιώκτες που διέβλεψαν στην μανία των πλουσίων για αρχαία μια επικερδή επιχείρηση.
Ο Κυρ. Σιμόπουλος αναφέρει για τις επιχειρήσεις αυτές:
«Σιγά σιγά ωστόσο εξαφανίζονται τα όρια μεταξύ αρχαιολογίας και αρχαιοκαπηλίας. Το κυνήγι των αρχαιολογικών θησαυρών παίρνει μυθιστορηματικό και συχνά άγριο χαρακτήρα. Οι απεσταλμένοι, εφοδιασμένοι με άφθονο χρήμα, σουλτανικά φιρμάνια, ακόμα και πλαστά διαβατήρια, επιστρατεύουν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Αναζητούν μοναστηριακές βιβλιοθήκες με παλαιά χειρόγραφα. Καταφεύγουν στην εξαγορά των καλογέρων για να τις λεηλατήσουν. Επιστρατεύουν συχνά τον δόλο και την απάτη. Η μανία της αρχαιοθηρίας φθάνει σε παροξυσμό, ακόμα και σε βανδαλικές εκδηλώσεις».
Από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με την συλλογή αρχαίων τεχνουργημάτων ήταν ο Cyriaco de Pizicolli από την Αγκώνα της Καλαβρίας. Γεννημένος στα 1391, γιός μεγαλέμπορα, σπουδασμένος και πολυταξιδεμένος ανέπτυξε από τα παιδικά του χρόνια ένα έντονο ενδιαφέρον για τα ελληνορωμαϊκά ερείπια. Ένα από τα χόμπι του ήταν και η αντιγραφή αρχαίων επιγραφών και από αυτό προσπάθησε να πλουτίσει. Διατηρούσε σχέσεις με όλους τους εστεμμένους της εποχής του, ενώ λίγο πριν από την εκπόρθηση της Βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς βρισκόταν στο στρατόπεδο του Μωάμεθ Β΄ διαβάζοντας στον Σουλτάνο αρχαίους συγγραφείς. Με επίκεντρο την Χίο, όπου είχε στενές σχέσεις με τον κυβερνήτη του νησιού Γιουστινιάνι, έκανε πλήθος εξορμήσεων στην ανατολική Μεσόγειο για αγάλματα, νομίσματα, επιγραφές και άλλα αρχαία ευρήματα. Πάντως, από τις σημειώσεις του φαίνεται ένα γνήσιο ενδιαφέρον για την αρχαιολογία. Για την Ακρόπολη αναφέρει:
«Το πιο αξιοθαύμαστο μνημείο βρίσκεται στην Ακρόπολη. Είναι ο μεγαλόπρεπος, ο αξιοθαύμαστος μαρμαρένιος ναός της Παλλάδος, το θεϊκό έργο του Φειδία, με τους 58 περίλαμπρους κίονες. Είναι καταστόλιστος από τα ευγενικότερα ανάγλυφα που σμίλεψε ποτέ η υψηλότερη τέχνη του γλύπτη».
Για την Σπάρτη, όπου βρίσκεται το φθινόπωρο του 1437, γράφει:
«Είδαμε τα ερείπια της μεγάλης πολιτείας, περιφανή αγάλματα, μαρμαρένιους κίονες και επιστύλια εδώ κι εκεί στους αγρούς. Από τα μέγιστα και επιφανέστατα κτίρια απόμειναν το γυμναστήριο από λείο μάρμαρο και πολλά μαρμαρένια βάθρα αγαλμάτων».
Για τον ιστορικό Ferdinand Gregorovius ο Cyriaco de Pizicolli ήταν «ο θεμελιωτής της αρχαιολογικής επιστήμης». Ο W.Miller τον χαρακτηρίζει «Παυσανία του Μεσαίωνος» και τονίζει ότι «διαπνεόταν από φλογερό πάθος για τα μνημεία της κλασσικής Ελλάδας», ενώ και ο Ιω. Γεννάδιος τον χαρακτηρίζει «γνήσιο φιλάρχαιο περιηγητή».
Στα 1624 φθάνει στον ελλαδικό χώρο ο William Petty, ως απεσταλμένος του Thomas Howard, δεύτερου κόμη του Arundel. Ο κόμης θεωρείται ο πρώτος από τους Άγγλους συλλέκτες που κατάρτισαν ιδιωτική συλλογή με αρχαία. Αναφέρεται για τον κόμη ότι φιλοδόξησε «να μεταφέρη εις την Αγγλίαν την αρχαίαν Ελλάδα». Είχε αγγαρέψει τον Άγγλο πρεσβευτή αλλά και ταξιδιώτες στο Αιγαίο να αναζητούν αρχαιολογικούς θησαυρούς και να τους στέλνουν σε αυτόν. Ο Petty κατόρθωσε να αποκτήσει το Πάριο Χρονικό, ένα επιγραφικό κείμενο σε επιτύμβια στήλη που εξιστορεί γεγονότα του ελλαδικού χώρου από το 1581 π. Χ. μέχρι και το 264 π. Χ. και να το στείλει στον κόμη Arundel. Ο Ιω. Γεννάδιος αναφέρει για την αποστολή του Petty:
«Είχε δε μισθώσει και τινα Έλληνα, ίνα ούτος διέλθη όλην την Πελοπόννησον συλλέγων αρχαιότητας και αποστέλλων αυτάς προς φόρτωσιν εις Πάτρας».
Όσον αφορά στην συλλογή του κόμητα ο Ιω. Γεννάδιος είναι αποκαλυπτικός:
«Ούτω δια των εξ Ελλάδος λαφύρων και των εκ Ρώμης προσκτήσεων ο κόμης Arundel είχε συγκεντρώσει τριάκοντα επτά αγάλματα, εκατόν είκοσι και τρεις προτομάς, περί τας 250 επιγραφάς και άλλα τινά καταστήσας την οικίαν του (Arundel House) αληθές μουσείον, εις ο συνήρχοντο πάντες οι τότε λόγιοι και ερασιτέχναι και ο ετίμησε δια της επισκέψεώς του ο βασιλεύς Κάρολος Α’ μετά της βασιλίσσης».
Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στα 1673 διορίζεται στην Κων/πολη ως πρεσβευτής της Γαλλίας ο Francois Olier marquis de Nointel. Αποστολή του η βελτίωση των ταραγμένων σχέσεων Γαλλίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκτός, όμως, από την διπλωματική του ιδιότητα ο Nointel ήταν και αρχαιολάτρης. Ήταν ο τελευταίος περιηγητής που είδε το Παρθενώνα ακέραιο, πριν τον βομβαρδίσει ο Μοροζίνι. Στόχος του ήταν να πραγματοποιήσει έρευνες στον ελλαδικό χώρο για αρχαιότητες τις οποίες θα προσέφερε στον βασιλιά του Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ο ίδιος αναφέρει για τις αρχαιότητες:
«Η θέση τους είναι στα γραφεία και στις αίθουσες της Μεγαλειότητός Σας. Εκεί θα είχαν την προστασία του μεγάλου Μονάρχη που τιμά τις επιστήμες και τις τέχνες».
Αγάλματα, ανάγλυφα, επιγραφές, αρχαία χειρόγραφα συγκεντρώνονται από ντόπιους παπάδες, καλόγερους, ναυτικούς, χωρικούς και φορτώνονται στο καράβι του. Παράλληλα, θέτει υπό την προστασία του δυτικούς πειρατές οι οποίοι φροντίζουν να τον προμηθεύουν με αρχαιότητες που πλιατσικολογούσαν από τα νησιά του Αιγαίου. Έτερος Γάλλος περιηγητής και αρχαιοθήρας που καταφθάνει στο Αιγαίο στα 1687 ήταν και ο Corneille Le Brun. Στους στόχους του ταξιδιού του, που κάλυψε όλη την διαδρομή από Κων/πολη ως την Καλκούτα, ήταν και η συλλογή αρχαίων λειψάνων. Στην Δήλο είδε το ακρωτηριασμένο άγαλμα του Απόλλωνα και γράφει σχετικά:
«Όσοι πέρασαν από εδώ έκοβαν κι ένα κομμάτι. Έκοψα λοιπόν κι εγώ ένα και το πήρα για ενθύμιο»…
Στα χνάρια των προηγούμενων Γάλλων περιηγητών- αρχαιοθήρων βάδισε και ο τελευταίος των απεσταλμένων του Λουδοβίκου ΙΔ’, Paul Lucas.
Γράφει ο Κ. Σιμόπουλος για τον Lucas:
«Έμπορος, αρχαιοθήρας, αρχαιοκάπηλος και πανούργος τυχοδιώκτης, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ανατολή και απόχτησε φήμη με τρία βιβλία του, που όμως τα έγραψαν άλλοι. Ήταν απαίδευτος άλλα είχε ανήσυχη ιδιοσυγκρασία και ερευνητικό μυαλό. Σπάνιες αφομοιωτικές ικανότητες και όσφρηση λαγωνικού. Και στην εποχή του αναδείχτηκε ο μεγαλύτερος κυνηγός αρχαιοτήτων».
Ως βασιλικός απεσταλμένος στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1704 θα ξεκινήσει έρευνες σε Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά και θα επισκεφτεί και την Αθήνα. Οι οδηγίες που δίνονται στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κων/πολη Ferriol για τον Lucas ήταν σαφείς:
«Εννοείται πως αν στείλη κάτι εξαιρετικό, η αμοιβή του θα είναι μεγαλύτερη. Αν μάλιστα κατορθώση να αγοράση κάτι σπουδαίο σε φτηνή τιμή, θα εξασφαλίση την εμπιστοσύνη του βασιλιά. Και, προσοχή, να μη λέη πουθενά πως η αποστολή του είναι να αγοράζη αρχαιότητες για το παλάτι, γιατί αυτό θα ανεβάσει τις τιμές».
Στην Θεσσαλονίκη ο Lucas «μεταμορφώνεται» σε γιατρό, χωρίς να έχει, βέβαια, καμία σχέση με το επάγγελμα:
«Πήγαινα μόνο σε όμορφες άρρωστες. Και προσέφερα τις υπηρεσίες μου, με την προϋπόθεση ότι θα με πλήρωναν με αρχαία νομίσματα. Έτσι πέρασα ευχάριστα και πέτυχα τον σκοπό μου».
Στα 1714, στην τελευταία του περιήγηση στον ελλαδικό χώρο, αναφέρει το πραγματικό σκοπό του ταξιδιού του: «η εκτέλεση των διαταγών του βασιλιά για την αναζήτηση μεταλλίων, ενεπίγραφων μαρμάρων και άλλων μνημείων».
Τον Οκτώβριο του 1727 φθάνουν στην Πόλη δυο διαπρεπείς Γάλλοι επιστήμονες, ο αββάς Francois Sevin βασιλικός βιβλιοθηκάριος και ο «πολύς» Michel Fourmont καθηγητής στο κολέγιο της Γαλλίας, βασιλικός υποβιβλιοθηκάριος, διερμηνέας ανατολικών γλωσσών και εταίρος της Ακαδημίας Επιγραφών και Καλών Τεχνών. Αποστολή τους είναι:
«να εισχωρήσουν με κάθε τρόπο στη βιβλιοθήκη του Σουλτάνου, όπου εικάζεται ότι βρίσκονται τα λείψανα της βιβλιοθήκης των Ελλήνων αυτοκρατόρων».
Παράλληλα, διατάσσονται να πάνε και στο Άγιο όρος:
«όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός τέτοιων έργων (ενν. χειρόγραφα) και μπορούν εύκολα να τα αποχτήσουν γιατί οι καλόγεροι είναι πρόθυμοι να τα παραχωρήσουν με το τίποτα».
Και ενώ ο Sevin ασχολείται με το κυνήγι χειρογράφων στην Πόλη και το Άγιο όρος, ο Fourmont αποφασίζει να κατευθυνθεί στην Αττική. Ο εκεί πρόξενος της Γαλλίας Δημ. Γάσπαρης του είχε υποσχεθεί πλήθος χειρογράφων από τις Μονές Πεντέλης, Καισαριανής και Αγίων Ασωμάτων. Οι καλόγεροι, γενικά, ήταν αγράμματοι και μάλιστα ήταν και περήφανοι για την αμάθεια τους, την οποία δικαιολογούσαν θυμίζοντας τους «αγραμμάτους μαθητάς» του Ιησού. Έτσι, τα σπάνια χειρόγραφα που ήταν καταχωνιασμένα στις βιβλιοθήκες των μονών δεν συγκινούσαν τους αμόρφωτους μοναχούς και ήταν εύκολη λεία για τους επίδοξους κυνηγούς που με λίγα χρήματα μπορούσαν να τα αποκτήσουν.
Ο Sevin σε αναφορά του τον Μάρτιο του 1730 γράφει χαρακτηριστικά:
«Πρότεινα στον πρόξενο της Θεσσαλονίκης Espanet, σε περίπτωση που θα αποδειχθή αδύνατο να πείσουμε τους Αγιορείτες να μας δώσουν τα σπάνια χειρόγραφα, να προτείνουμε σε φίλους τους καλόγερους να τα κλέψουν. Θα πληρώσουμε δέκα τάληρα τον τόμο»…
Οι πρόξενοι όλων των χωρών ασχολούνταν ιδιαίτερα με την αρχαιοκαπηλία. Ο Βενετός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Maffio Ferro γράφει στα 1741 για την επικερδή ασχολία των προξένων:
«Ολόκληρες καραβιές φορτώνουν κρυφά οι Φράγκοι αρχαιοκάπηλοι μόνο από τη Θεσσαλονίκη. Οι Φράγκοι όλων των εθνικοτήτων που μένουν εδώ ασχολήθηκαν και ασχολούνται με το εμπόριο εξαγωγής αρχαιοτήτων. Ως και τώρα έχουν εξαχθή τεράστιες ποσότητες με πλούσια κέρδη».
Ο Fourmont θα αλωνίσει την Ελλάδα «γράφοντας την πιο μαύρη σελίδα του περιηγητισμού και της αρχαιοθηρίας». Έχοντας στην κατοχή του και σουλτανικό φιρμάνι για διπλωματική κάλυψη θα επιδοθεί σε συστηματική καταστροφή των αρχαίων μνημείων. Καταφτάνει στην Αθήνα τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1729 και αφού εξασφάλισε άδεια από τις τουρκικές αρχές αρχίζει τις ανασκαφές.
Γράφει ο Κυρ. Σιμόπουλος για τις ανασκαφές του Γάλλου:
«Ο Fourmont αποσπά από υπόγεια, ξεθάβει από τη γη κάθε κομμάτι μάρμαρο με επιγραφή και αφού την αντιγράφει εγκαταλείπει το μάρμαρο στην τύχη του για να γίνη οικοδομικό υλικό, να θρυματισθή ή να καταλήξη σε τούρκικο ασβεστοκάμινο».
Στα 1730 έχει οργώσει την Πελοπόννησο και φτάνει στην Σπάρτη. Εκεί απλά αποχαλινώνεται.
«Τα ισοπέδωσα, γράφει στον φίλο του Freret, τα ξεθεμέλιωσα όλα. Εδώ κι ένα μήνα συνεργεία από τριάντα και μερικές φορές σαράντα ή εξήντα εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν τη Σπάρτη. Έψαξα να βρω τις αρχαίες πολιτείες αυτής της χώρας και κατέστρεψα μερικές. Ανάμεσα σε αυτές την Ερμιόνη, την Τίρυνθα, την Τροιζήνα, τη μισή Ακρόπολη του Άργους, τη Φλιούντα, τη Φενεό και αφού ταξίδεψα στη Μάνη, όσο βέβαια επέτρεπε η φρόνηση, είμαι απασχολημένος εδώ και έξη βδομάδες με την ολοκληρωτική καταστροφή της Σπάρτης Τώρα είμαι απασχολημένος με την καταστροφή του ναού του Απόλλωνα στις Αμύκλες».
Είναι ευτύχημα που αυτός ο άνθρωπος δεν έμεινε περισσότερο στον ελλαδικό χώρο… Όταν επέστρεψε στην Γαλλία αντιμετώπισε την κατακραυγή των επιστημόνων για την καταστροφή των αρχαίων μνημείων. Λίγα χρόνια μετά, στα 1801, ένας Άγγλος περιηγητής, ο Edward Dodwell, που ερευνούσε και αυτός για αρχαία στην Πελοπόννησο, σημειώνει για τον Fourmont:
«Χωρίς αμφιβολία η καταστροφή των επιγραφών ήταν μια από τις ποταπές, ιδιοτελείς και αδικαιολόγητες πράξεις του αββά Fourmont, που περιηγήθηκε της Ελλάδα με διαταγή του Λουδοβίκου ΙΕ’ το 1729. Σ΄ ένα γράμμα του προς τον κόμη Maurepas ο Fourmont καυχιέται ότι κατέστρεψε επιγραφές για να μη τις αντιγράψει κάποιος άλλος μελλοντικός περιηγητής. Πολλοί όμως υποθέτουν, και όχι αβάσιμα, ότι ο Fourmont, καταστρέφοντας τις επιγραφές είχε σκοπό να ανακατέψη πλαστές και γνήσιες επιγραφές χωρίς να αφήση ίχνη. Η μεγάλη φιλοδοξία και η περιωρισμένη παιδεία του μαζί με την άσπλαχνη αδιαφορία για τα αρχαία μνημεία τον ωδήγησαν στην καταστροφή των πιο σεβαστών και πολύτιμων μαρτυριών της αρχαίας ιστορίας».
Σχετικά με τις καταστροφές που προξενούσαν οι «αρχαιολάτρες» τύπου Fourmont μας πληροφορεί και ο Άγγλος περιηγητής Alexander Drummond που έφτασε στην Ελλάδα το 1749. Όταν επισκέφτηκε τη Δήλο για να περιγράψει τους θησαυρούς του νησιού του Απόλλωνα δοκίμασε τραγική απογοήτευση:
«Από τη μια μεριά η φθορά που έφερε ο χρόνος κι από την άλλη το ενδιαφέρον των μορφωμένων, η μανία των Βενετών, των Γενοβέζων, των Πιζανών, η βάρβαρη αμάθεια των άλλων τεράτων που λεηλάτησαν και αφάνισαν τους αρχαίους θησαυρούς, δεν άφησαν στο νησί παρά μόνο μερικά ανάξια ίχνη. Οι Μυκονιάτες πάλι πριόνισαν τις κολώνες σε μικρά κομμάτια για να τροφοδοτήσουν τα ασβεστοκάμινα».
Ένας ακόμη Γάλλος ο Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul–Gouffier εκμεταλλεύτηκε τον διορισμό του ως πρεσβευτή στην Οθωμανική αυτοκρατορία για να λεηλατήσει αρχαία μνημεία και θησαυρούς. Από το 1785, που εγκαθίσταται στην Πόλη, πράκτορες του Γάλλου αριστοκράτη θα καταφέρουν να αποσπάσουν μια μετόπη από τον Παρθενώνα, ενώ στο μυαλό του είχε καταστρώσει και ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο να κατεδαφίσει το Θησείο και να το μεταφέρει στο εξωτερικό! Στην Αθήνα ο απεσταλμένος του κόμη, Louis S. Fauvel, ασχολιόταν κυρίως με τον εμπλουτισμό της προσωπικής συλλογής του κυρίου του. Στα 1787 φορτώνονται στον Πειραιά 26 κιβώτια με γλυπτά και ενεπίγραφα μάρμαρα για την Μασσαλία. Ο κόμης Choiseul- Gouffier διαμηνύει στον Fauvel:
«Άρπαξε ό,τι μπορέσης. Μην αφήνεις καμία ευκαιρία για λαφυραγωγία στην Αθήνα και στην περιοχή της. Ξεσήκωσε ό,τι περνάει από το χέρι σου. Μη λυπάσαι ούτε ζωντανούς ούτε πεθαμένους».
Ο πρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα Δημήτριος Γάσπαρης έγραφε: «
Ο κ.Fauvel τερμάτισε με επιτυχία την αποστολή του. Φόρτωσε σ΄ αυτό το μπριγκαντίνι (το «Αφρική», με προορισμό την Μασσαλία) 26 κάσσες αριθμημένες. Όλα έγιναν στην εντέλεια, παρ΄ όλες τις μυστικές ενέργειες του Άγγλου πρεσβευτή για την παρεμπόδιση των φορτώσεων».
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Γαλλία ακολουθώντας φιλοτουρκική πολιτική απολάμβανε πολλά προνόμια στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι απεσταλμένοι του εκάστοτε πρεσβευτή της στον ελλαδικό χώρο, εφοδιασμένοι με φιρμάνια και άδειες, είχαν εξασφαλίσει το μεγαλύτερο μερίδιο της λείας. Η σταδιακή αποδυνάμωση, όμως, της Γαλλίας μετά την αποτυχία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο έστρεψε την οθωμανική εξωτερική πολιτική προς την κυρίαρχη στην Μεσόγειο Αγγλία. Δια των πρεσβευτών της και αυτή θα προσπαθήσει να αρπάξει ό,τι είχαν αφήσει ανέπαφο οι γαλλικές αποστολές. Κυρίαρχη προσωπικότητα ο Thomas Bruce 7ος λόρδος του Έλγιν, που διορίστηκε πρεσβευτής της γηραιάς Αλβιόνας στην Πόλη από το 1799 μέχρι και το 1803. Ο Ιω. Μπενιζέλος αναφέρει για τις δραστηριότητες του Άγγλου επιτετραμμένου:
«Περί τα τέλη του Ιουλίου του αυτού έτους των 1799 ο μιλόρ Έλγκιν, πληρεξούσιος πρέσβυς της Βρεττανίας παρά την οθωμανική Πόρτα, έστειλε εις Αθήνας τεχνίτας Ρωμαίους και Αναπολιτάνους δια να κατασκάψουν και να ερευνήσουν εις τα ενδόμυχα της γης δια μάρμαρα και κτίρια παλαιά και να κατεβάσουν από τον περίφημον ναόν της Αθηνάς εκείνα τα αξιολογώτατα μάρμαρα και ανδριάντας τα οποία έδιδαν θάμβος και έκπληξιν εις όλους τους περιηγητάς».
Ο άνθρωπος του πρεσβευτή στην Αθήνα ήταν ο Giovani Battista Lusieri. Ήταν αυτός που είχε αναλάβει να διευθύνει τις αρχαιολογικές επιχειρήσεις του Έλγιν στην Ελλάδα. Για τον ποιητή Byron πάντως ήταν ένας επιτήδειος αρχαιοκάπηλος, «το κατάλληλο όργανο της λαφυραγωγίας».
Ο κόμης Choiseul- Gouffier διαμηνύει στον Fauvel: «Άρπαξε ό,τι μπορέσης. Μην αφήνεις καμία ευκαιρία για λαφυραγωγία στην Αθήνα και στην περιοχή της. Ξεσήκωσε ό,τι περνάει από το χέρι σου. Μη λυπάσαι ούτε ζωντανούς ούτε πεθαμένους».
Τον Ιούλιο του 1800 η ομάδα του Lusieri με την ομάδα του φτάνει στην Αθήνα. Κατασκήνωσαν κάτω από την Ακρόπολη περιμένοντας την επίσημη άδεια από τον Σουλτάνο. Πράγματι, τον επόμενο χρόνο υπογράφτηκε το σχετικό σουλτανικό φιρμάνι το οποίο διέταζε τις οθωμανικές αρχές να μην προβάλλουν προσκόμματα στις εργασίες της αποστολής. Ο σουλτάνος επέτρεπε στους Άγγλους «να πάρουν αποτυπώματα, σκιαγραφήματα και γύψινα αποτυπώματα από τις διακοσμήσεις και τα ανάγλυφα». Πουθενά, βέβαια, δεν αναφέρει απόσπαση ολόκληρων κομματιών του μνημείου…
Ο Έλγιν έγραφε πάντως στον Lusieri:
«Πρέπει να προτιμηθούν οι μετόπες, τα ανάγλυφα και τα λείψανα των αγαλμάτων. Και το ελάχιστο αντικείμενο από την Αθήνα είναι ανεκτίμητο». Την ίδια εποχή βρίσκεται στην Αθήνα και ο Άγγλος περιηγητής Daniel Clarke και διαπιστώνει ιδίοις όμμασι τις βαρβαρότητες των αρχαιοθήρων:
«Κι ενώ παρατηρούσαμε τα διάφορα μέρη του ναού έρχεται ένας εργάτης και λέει στον Don Batista Lusieri ότι θα κατέβαζαν μια από τις μετόπες. Αλλά ενώ προσπαθούσαν οι εργάτες να του δώσουν την κατάλληλη προεξέχουσα θέση για να αρχίση η κάθοδος ένα κομμάτι από την παρακείμενη τοιχοδομή χαλάρωσε εξαιτίας των μηχανημάτων. Και τότε γκρεμίστηκαν τα ογκώδη πεντελίσια μάρμαρα με φοβερό βρόντο και τα θρυμματισμένα κομμάτια τους διασκορπίστηκαν ανάμεσα στα ερείπια. Οι καταστροφές που σημειώθηκαν στο ναό ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που είχε υποστή από το πυροβολικό των Βενετών».
Μάλιστα, και ο ίδιος ο Lusieri σε επιστολή του προς τον λόρδο Έλγιν τον Σεπτέμβριο του 1802 ομολογεί ότι:
«Έχω την ευχαρίστηση να σας αναγγείλω την απόσπαση της όγδοης μετόπης. Είναι εκείνη που παριστάνει Κένταυρο ενώ αρπάζει γυναίκα. Αυτό το μάρμαρο μας προκάλεσε πολλές φροντίδες και αναγκάστηκα να γίνω λίγο βάρβαρος»…
Ένας ακόμη Άγγλος περιηγητής που επιβεβαιώνει τους βανδαλισμούς ήταν και Edward Dodwell που γράφει στο χρονικό του:
«Κατά το πρώτο ταξίδι μου στην Ελλάδα (1801), δοκίμασα την ταπείνωση να παρευρεθώ στην απογύμνωση του Παρθενώνα από τα λαμπρότερα γλυπτά του και να παρακολουθήσω το γκρέμισμα μερικών αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Είδα να κατεβάζουν πολλές μετόπες της νοτιοανατολικής πλευράς. Και δεν διστάζω να βεβαιώσω ότι όλοι οι Αθηναίοι αναστατώθηκαν από την καταστροφή. Ακόμη και οι Τούρκοι κατέκριναν ανοιχτά το σουλτάνο για την χορήγηση της άδειας. Βρισκόμουν τότε επί τόπου και έιχα την ευκαιρία να παρατηρήσω και να συμμεριστώ την αγανάκτηση που προκάλεσε η λεηλασία των μνημείων».
Ο Ιω. Γεννάδιος αναφέρει για την συμπεριφορά των Οθωμανών προς το μνημείο της Ακρόπολης:
«Και περί μεν των Τούρκων δύναται να λεχθή ότι μικράς συγκριτικώς επήνεγκον βλάβας εις τα επί της Ακροπόλεως μνημεία˙ επεμελούντο μάλιστα της συντηρήσεως αυτών ως κατοικιών και ιδίως του Παρθενώνος ως τεμένους».
Τελικά ο Lusieri κατάφερε να αποσπάσει από την Ακρόπολη σχεδόν τα μισά από τα γλυπτά του Παρθενώνα…
Ο 18ος αιώνας ήταν η εποχή του ανταγωνισμού ανάμεσα στους Άγγλους και στους Γάλλους. Ο ανταγωνισμός τους εκφράστηκε και μέσα από τις προσπάθειες για αρπαγή όσο περισσότερων ελληνικών αρχαιολογικών θησαυρών. Οι βασιλικοί οίκοι της Ευρώπης και η ανερχόμενη αστική τάξη δια της επίδειξης αρχαίων ευρημάτων αποσκοπούσαν στην προβολή του κύρους τους. Άσχετοι, ως επί το πλείστον, από ιστορία προσπαθούσαν δια της κατοχής αρχαιολογικών θησαυρών να καλύψουν την αμάθεια τους, γεγονός που εν πολλοίς ισχύει και στις μέρες μας για τους πλούσιους συλλέκτες…
Ο Κυρ. Σιμόπουλος σχολιάζει για τις αρχαιοθηρικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα:
«Γενικά είναι δύσκολο να παραδεχτούμε ότι οι αρχαιοσυλλεκτικές εκστρατείες στην Ελλάδα είχαν αγαθά κίνητρα, την αγωνία της πνευματικής Δύσης για την τύχη των λειψάνων του αρχαίου πολιτισμού. Η πολιτεία των αρχαιολόγων του Λουδοβίκου ΙΕ΄ κατά τις περιηγήσεις τους δημιουργούν την εντύπωση επιδρομής βαρβάρων. Μάταια αναζητεί κανείς σε αυτούς το ήθος του επιστήμονα, την μετριοπάθεια, τον αυτοέλεγχο, κάποιον πνευματικό δεσμό με τα λεηλατούμενα αρχαία μνημεία. Η αρπαγή των αρχαιοτήτων άρχισε με το συλλεκτικό ζήλο των μοναρχών και μεγιστάνων της Ευρώπης για τη διακόσμηση ανακτόρων και μεγάρων και εξελίχτηκε σύντομα σε στυγνή αρχαιοκαπηλία».
Στις μέρες μας δεν υπάρχει μουσείο στον δυτικό κόσμο χωρίς ελληνικά εκθέματα, τα οποία, όπως στην περίπτωση του Βρετανικού Μουσείου, να μην αποτελούν τον σημαντικότερο πόλο έλξης επισκεπτών και, βεβαίως, εσόδων…
Διαβάστε:
- Κυρ. Σιμόπουλος, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τομ. 1-3, εκδ. Στάχυ.
- Ιω. Γενναδίου, «Ο λόρδος Έλγιν», εκδ. Εστία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου