ΚΛ. οἲ ᾽γώ, κατ᾽ ἄκρας εἶπας ὡς πορθούμεθα.
ὦ δυσπάλαιστε τῶνδε δωμάτων Ἀρά,
ὡς πόλλ᾽ ἐπωπᾷς κἀκποδὼν εὖ κείμενα,
τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη.
695 φίλων ἀποψιλοῖς με τὴν παναθλίαν.
καὶ νῦν—Ὀρέστης ἦν γὰρ εὐβούλως ἔχων,
ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα—
νῦν δ᾽ ἥπερ ἐν δόμοισι † βακχίας καλῆς
ἰατρὸς ἐλπὶς ἦν, παροῦσαν ἐγγράφει.†
700 ΟΡ. ἐγὼ μὲν οὖν ξένοισιν ὧδ᾽ εὐδαίμοσι
κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων ἂν ἤθελον
γνωτὸς γενέσθαι καὶ ξενωθῆναι· τί γὰρ
ξένου ξένοισίν ἐστιν εὐμενέστερον;
πρὸς δ᾽ εὐσεβείας ἦν ἐμοὶ τόδ᾽ ἐν φρεσίν,
705 τοιόνδε πρᾶγμα μὴ καρανῶσαι φίλοις,
καταινέσαντα καὶ κατεξενωμένον.
ΚΛ. οὔτοι κυρήσεις μεῖον ἀξίως σέθεν,
οὐδ᾽ ἧσσον ἂν γένοιο δώμασιν φίλος.
ἄλλος δ᾽ ὁμοίως ἦλθεν ἂν τάδ᾽ ἀγγελῶν.
710 ἀλλ᾽ ἔσθ᾽ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους
μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν † τὰ πρόσφορα.
ἄγ᾽ αὐτὸν εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων,
ὀπισθόπους τε τούσδε καὶ ξυνεμπόρους·
κἀκεῖ κυρούντων δώμασιν τὰ πρόσφορα.
715 αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε.
ἡμεῖς δὲ ταῦτα τοῖς κρατοῦσι δωμάτων
κοινώσομέν τε κοὐ σπανίζοντες φίλων
βουλευσόμεσθα τῆσδε συμφορᾶς πέρι.
ΧΟ. εἶἑν, φίλιαι δμωίδες οἴκων,
720 πότε δὴ στομάτων
δείξομεν ἰσχὺν ἐπ᾽ Ὀρέστῃ;
ὦ πότνια χθὼν καὶ πότνι᾽ ἀκτὴ
χώματος, ἣ νῦν ἐπὶ ναυάρχῳ
σώματι κεῖσαι τῷ βασιλείῳ,
725 νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον·
νῦν γὰρ ἀκμάζει Πειθὼ δολίαν
ξυγκαταβῆναι, χθόνιον δ᾽ Ἑρμῆν
καὶ τὸν νύχιον τοῖσδ᾽ ἐφοδεῦσαι
ξιφοδηλήτοισιν ἀγῶσιν.
730 — ἔοικεν ἁνὴρ ὁ ξένος τεύχειν κακόν·
τροφὸν δ᾽ Ὀρέστου τήνδ᾽ ὁρῶ κεκλαυμένην.
ποῖ δὴ πατεῖς, Κίλισσα, δωμάτων πύλας;
λύπη δ᾽ ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Οϊμέ, ποιό κατακέφαλα χαμό μας φέρνεις!
ω ανίκητη των παλατιών αυτών Κατάρα,
πόσο έχεις μάτι οξύθωρο, αφού κι όσα ήταν
στα σίγουρα, έξω απ᾽ τη βολή, συ με δοξάρι
κι από μακριάθε αλάθευτο, τα παίρνεις κάτω
κι έρμη από τους δικούς μ᾽ αφήνεις την τρισάθλια!
και τώρα ο Ορέστης, που ᾽χε την καλή την γνώση
να πάρει πόδι απ᾽ την κατάρατη αυτή λάσπη,
η μόνη ελπίδα να μας γιάτρευε από τούτο
το καλό χαροκόπι — γράφε την χαμένη!
ΟΡΕΣΤΗΣ
700 Εγώ μ᾽ ανθρώπους τόσο καλοτυχισμένους,
από καλύτερη αφορμή να γνωριζόμουν
θα ᾽θελα και στο σπίτι τους να φιλευόμουν·
γιατί ποιός το καλό του ξένου του δε θέλει;
Μα όμως θα το ᾽χα στην ψυχή μου γι᾽ αμαρτία
ν᾽ αφήσω ατέλειωτο για φίλους τέτοιο πράμα,
μια που το πήρ᾽ απάνω μου και με φιλεύουν.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δε θα ᾽χεις από μας πιο λίγο απ᾽ ό,τι αξίζεις
κι ουδέ πιο λίγο φίλος του σπιτιού θα γίνεις·
τ᾽ όμοιο ένας άλλος θα ᾽ρχονταν τα νέα να φέρει.
710 Μα είναι καιρός οι ξένοι, που όλη την ημέρα
σε δρόμο πέρασαν μακρύ, ν᾽ αναπαυθούνε.
Οδήγησέ τον στο φιλόξενο ανδρωνίτη
κι αυτούς που τον ακολουθούν και σύντροφούς του
και να φροντίσεις τίποτε να μην τους λείψει,
γιατί με μένα, ξέρε το, θα ᾽χεις να κάμεις.
Και ᾽γω στον κύριο του σπιτιού μας θενα φέρω
την είδηση· και, δόξα ο θεός, έχουμε φίλους
για να σκεφθούμε όσο γι᾽ αυτά που μας εβρήκαν.
ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν, σκλάβες πιστές αυτών των σπιτιών,
720 των ευχών μας τη δύναμη πότε κι εμείς
για τον ήρωα θα δείξομ᾽ Ορέστη;
Ω Γη σεβαστή και χώμα ιερό
του τύμβου, που τώρα βαθιά το κορμί
του βασιλιά του ναυάρχου σκεπάζεις,
τώρ᾽ απάκουσε, τώρα βοήθεια να ᾽ρθεις
κι είναι τώρα καιρός να κατέβουν μαζί
η Πειθώ η δολερή και της νύχτας ο θεός
ο κατωκοσμίτης Ερμής,
να επιβλέψουν σ᾽ αυτές
των σπαθιών τις σκληρόψυχες μάχες.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
730 Κάτι κακό μου φαίνεται ετοιμάζει ο ξένος·
βλέπω του Ορέστη τη βυζάστρ᾽ αυτή κλαμένη·
για πού πηγαίνεις, Κίλισσα, έξω απ᾽ το σπίτι
με ακάλεστη μαζί τη λύπη συνοδειά σου;
ὦ δυσπάλαιστε τῶνδε δωμάτων Ἀρά,
ὡς πόλλ᾽ ἐπωπᾷς κἀκποδὼν εὖ κείμενα,
τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη.
695 φίλων ἀποψιλοῖς με τὴν παναθλίαν.
καὶ νῦν—Ὀρέστης ἦν γὰρ εὐβούλως ἔχων,
ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα—
νῦν δ᾽ ἥπερ ἐν δόμοισι † βακχίας καλῆς
ἰατρὸς ἐλπὶς ἦν, παροῦσαν ἐγγράφει.†
700 ΟΡ. ἐγὼ μὲν οὖν ξένοισιν ὧδ᾽ εὐδαίμοσι
κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων ἂν ἤθελον
γνωτὸς γενέσθαι καὶ ξενωθῆναι· τί γὰρ
ξένου ξένοισίν ἐστιν εὐμενέστερον;
πρὸς δ᾽ εὐσεβείας ἦν ἐμοὶ τόδ᾽ ἐν φρεσίν,
705 τοιόνδε πρᾶγμα μὴ καρανῶσαι φίλοις,
καταινέσαντα καὶ κατεξενωμένον.
ΚΛ. οὔτοι κυρήσεις μεῖον ἀξίως σέθεν,
οὐδ᾽ ἧσσον ἂν γένοιο δώμασιν φίλος.
ἄλλος δ᾽ ὁμοίως ἦλθεν ἂν τάδ᾽ ἀγγελῶν.
710 ἀλλ᾽ ἔσθ᾽ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους
μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν † τὰ πρόσφορα.
ἄγ᾽ αὐτὸν εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων,
ὀπισθόπους τε τούσδε καὶ ξυνεμπόρους·
κἀκεῖ κυρούντων δώμασιν τὰ πρόσφορα.
715 αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε.
ἡμεῖς δὲ ταῦτα τοῖς κρατοῦσι δωμάτων
κοινώσομέν τε κοὐ σπανίζοντες φίλων
βουλευσόμεσθα τῆσδε συμφορᾶς πέρι.
ΧΟ. εἶἑν, φίλιαι δμωίδες οἴκων,
720 πότε δὴ στομάτων
δείξομεν ἰσχὺν ἐπ᾽ Ὀρέστῃ;
ὦ πότνια χθὼν καὶ πότνι᾽ ἀκτὴ
χώματος, ἣ νῦν ἐπὶ ναυάρχῳ
σώματι κεῖσαι τῷ βασιλείῳ,
725 νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον·
νῦν γὰρ ἀκμάζει Πειθὼ δολίαν
ξυγκαταβῆναι, χθόνιον δ᾽ Ἑρμῆν
καὶ τὸν νύχιον τοῖσδ᾽ ἐφοδεῦσαι
ξιφοδηλήτοισιν ἀγῶσιν.
730 — ἔοικεν ἁνὴρ ὁ ξένος τεύχειν κακόν·
τροφὸν δ᾽ Ὀρέστου τήνδ᾽ ὁρῶ κεκλαυμένην.
ποῖ δὴ πατεῖς, Κίλισσα, δωμάτων πύλας;
λύπη δ᾽ ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Οϊμέ, ποιό κατακέφαλα χαμό μας φέρνεις!
ω ανίκητη των παλατιών αυτών Κατάρα,
πόσο έχεις μάτι οξύθωρο, αφού κι όσα ήταν
στα σίγουρα, έξω απ᾽ τη βολή, συ με δοξάρι
κι από μακριάθε αλάθευτο, τα παίρνεις κάτω
κι έρμη από τους δικούς μ᾽ αφήνεις την τρισάθλια!
και τώρα ο Ορέστης, που ᾽χε την καλή την γνώση
να πάρει πόδι απ᾽ την κατάρατη αυτή λάσπη,
η μόνη ελπίδα να μας γιάτρευε από τούτο
το καλό χαροκόπι — γράφε την χαμένη!
ΟΡΕΣΤΗΣ
700 Εγώ μ᾽ ανθρώπους τόσο καλοτυχισμένους,
από καλύτερη αφορμή να γνωριζόμουν
θα ᾽θελα και στο σπίτι τους να φιλευόμουν·
γιατί ποιός το καλό του ξένου του δε θέλει;
Μα όμως θα το ᾽χα στην ψυχή μου γι᾽ αμαρτία
ν᾽ αφήσω ατέλειωτο για φίλους τέτοιο πράμα,
μια που το πήρ᾽ απάνω μου και με φιλεύουν.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δε θα ᾽χεις από μας πιο λίγο απ᾽ ό,τι αξίζεις
κι ουδέ πιο λίγο φίλος του σπιτιού θα γίνεις·
τ᾽ όμοιο ένας άλλος θα ᾽ρχονταν τα νέα να φέρει.
710 Μα είναι καιρός οι ξένοι, που όλη την ημέρα
σε δρόμο πέρασαν μακρύ, ν᾽ αναπαυθούνε.
Οδήγησέ τον στο φιλόξενο ανδρωνίτη
κι αυτούς που τον ακολουθούν και σύντροφούς του
και να φροντίσεις τίποτε να μην τους λείψει,
γιατί με μένα, ξέρε το, θα ᾽χεις να κάμεις.
Και ᾽γω στον κύριο του σπιτιού μας θενα φέρω
την είδηση· και, δόξα ο θεός, έχουμε φίλους
για να σκεφθούμε όσο γι᾽ αυτά που μας εβρήκαν.
ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν, σκλάβες πιστές αυτών των σπιτιών,
720 των ευχών μας τη δύναμη πότε κι εμείς
για τον ήρωα θα δείξομ᾽ Ορέστη;
Ω Γη σεβαστή και χώμα ιερό
του τύμβου, που τώρα βαθιά το κορμί
του βασιλιά του ναυάρχου σκεπάζεις,
τώρ᾽ απάκουσε, τώρα βοήθεια να ᾽ρθεις
κι είναι τώρα καιρός να κατέβουν μαζί
η Πειθώ η δολερή και της νύχτας ο θεός
ο κατωκοσμίτης Ερμής,
να επιβλέψουν σ᾽ αυτές
των σπαθιών τις σκληρόψυχες μάχες.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
730 Κάτι κακό μου φαίνεται ετοιμάζει ο ξένος·
βλέπω του Ορέστη τη βυζάστρ᾽ αυτή κλαμένη·
για πού πηγαίνεις, Κίλισσα, έξω απ᾽ το σπίτι
με ακάλεστη μαζί τη λύπη συνοδειά σου;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου