Ο σεβασμός ως έννοια δεν είναι κάτι ξεκάθαρα προσδιορισμένο όταν έχει να κάνει με γονείς και παιδιά. Μπαίνοντας στη μέση κάθε λογής συναίσθημα από το πιο καλοπροαίρετο ως το πιο εγωιστικό – διότι δυστυχώς το να είσαι γονιός δε σε κάνει αυτό εξ’ ορισμού μη εγωιστή όσο κι αν γίνονται προσπάθειες να εντυπωθεί το αντίθετο μέσα μας – το τοπίο θολώνει.
Ακόμη περισσότερο, έρχεται να μπερδέψει την κατάσταση το γεγονός ότι λόγω ηλικίας, πρακτικής απειρίας και μη δυνατότητας του παιδιού να αυτοεξυπηρετηθεί από την αρχή, οι γονείς συχνά αισθάνονται όχι απλώς υπεύθυνοι αλλά και ιδιοκτήτες του παιδιού τους με αποτέλεσμα πολλές φορές η προσωπικότητα του ίδιου να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα ή να ευνουχίζεται εντελώς. Συνήθως, λοιπόν, ο σεβασμός είναι κάτι που απαιτείται μόνο από τη μία πλευρά -αυτή των παιδιών.
Παράγοντες όπως η υπερπροστατευτικότητα, τα γονεϊκά κατάλοιπα, η διαστρεβλωμένη έννοια της πειθαρχίας και κατ’ επέκταση η με λανθασμένο τρόπο επιβολή αυτής, ο εγωισμός, η απολυτότητα, η αίσθηση πως ο γονιός είναι αυθεντία κι η πεποίθηση πως λόγω αυταπόδεικτης αγάπης μόνο ο ίδιος ξέρει τι είναι καλύτερο για το παιδί του, οδηγούν συχνά στην κατάπνιξη της ατομικής κρίσης, αντίληψης κι εν τέλει της προσωπικότητας των παιδιών εν γένει.
Πράξεις που έμμεσα ή άμεσα υποδηλώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης στην αναπτυσσόμενη κρίση κι αντίληψη των παιδιών όπως κι η έλλειψη αποδοχής της όποιας διαφορετικότητάς τους οδηγούν αργότερα σε συμπεριφορές, οι οποίες συνήθως βασίζονται στα διάφορα συμπλέγματα κυρίως κατωτερότητας ή ψυχαναγκαστικής ανάγκης για απόδειξη ανωτερότητας από την πλευρά του παιδιού, που μεγαλώνοντας μετατρέπεται σε έναν όντως συμπλεγματικό ενήλικα.
Ένα παιδί αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα από όσα θέλουμε να νομίζουμε πως καταλαβαίνει και το περίεργο είναι ότι, ενώ κι οι ίδιοι υπήρξαμε κάποτε παιδιά, πολλά από τα χαρακτηριστικά των διάφορων περασμένων ηλικιών επιλέγουμε πεισματικά να τα “ξεχνάμε”. Φράσεις όπως “επειδή το λέω εγώ” ως απάντηση στο εκάστοτε “γιατί” των παιδιών/εφήβων μπορούν κάποτε να αποδειχτούν καταστροφικές, όπως φυσικά κι η γενικότερη στάση διαπαιδαγώγησης που τις επιβεβαιώνει.
Όταν επιβάλλουμε στο παιδί/έφηβο μια συμπεριφορά ή μια δική μας επιλογή, και στην καλύτερη περίπτωση η μοναδική εξήγηση από πλευράς μας είναι “εγώ ξέρω καλύτερα το καλό σου, εσύ ακόμη είσαι μικρός/η και δεν ξέρεις”, ή στη χειρότερη – αν δούμε πως το παιδί αντιστέκεται – χρησιμοποιούμε εκβιασμούς κι εκφοβισμούς όπως φράσεις ύφους “αν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, ξέχνα -κι εδώ μπαίνει η εκάστοτε επιθυμία του παιδιού που στα χέρια μας γίνεται όπλο εναντίον του» – δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε αργότερα ως αποτέλεσμα μια συχνά προβληματική ή δυσλειτουργική προσωπικότητα που θα μπλοκάρει την ενήλικη πια ζωή του κάποτε παιδιού.
Πιθανές απόρροιες ενός καθόλου ενθαρρυντικού στην ανάπτυξη της προσωπικής κρίσης κι αντίληψης του παιδιού/εφήβου περιβάλλοντος, είναι ευεπηρέαστες κι ενοχικές συμπεριφορές, εξαρτητικές τάσεις ως δείγμα ανάγκης μόνιμης καθοδήγησης μιας κι η συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση του ανθρώπου, ο οποίος μεγάλωσε με τέτοια παραδείγματα δεν του επιτρέπει να βασίζεται στις δικές του απόψεις, φοβικά σύνδρομα που συνοδεύουν τα πραγματικά του θέλω τα οποία θεωρεί ότι τελικά είναι δευτερεύοντα ή αν δε συνάδουν με τη στάση ζωής και τα θέλω των γονιών του, καθίστανται απευθείας “κακά” κι ως εκ τούτου απαγορευτικά.
Επιβεβαιώνοντας τη γνωστή ιστορία όπου τα μικρά ελεφαντάκια στα τσίρκο, όντας δεμένα σε έναν πάσσαλο κατά την ηλικία που ακόμη δεν μπορούσαν να ξεφύγουν κι έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες μεγαλώνοντας θεωρούν πως ακόμη δεν έχουν τη δύναμη να βγάλουν τον πάσσαλο χωρίς καν πια να το δοκιμάζουν, οι άνθρωποι έχοντας στο υποσυνείδητό τους ότι ως παιδιά – όσο ακόμη η προσωπικότητά τους διαμορφωνόταν – δεν είχαν τη δυνατότητα ή/και ικανότητα επιλογής – και μάλιστα αυθαίρετα εκ μέρους των γονιών – ακολουθούν κι ως ενήλικες πια την ίδια στάση ζωής, η οποία εμφανίζεται πλέον σε διάφορες εκφάνσεις της. Άτομα που άγονται και φέρονται μεταξύ ξένων απόψεων και τα οποία πείθονται κάθε φορά από όποια άποψη ακούνε τελευταία, είναι ένα σχετικά ακραίο μεν, καθόλου σπάνιο παράδειγμα δε.
Από την άλλη πλευρά, η άκρως αντιδραστική από την αντίθετη κατεύθυνση οδός είναι επίσης πιθανή με το παιδί ως αυριανό ενήλικα να ζει, έχοντας ως βάση και φόντο των περισσότερων επιλογών του σε ψυχαναγκαστικό βαθμό το πώς θα πήγαινε κόντρα σε όσα η οικογένειά του τού επέβαλλε μέχρι πρότινος. Κάποιος θα έλεγε πως ίσως το δεύτερο να ήταν προτιμότερο και πιο λυτρωτικό, μα το αρνητικό σε αυτήν την περίπτωση είναι πως και πάλι δε σημαίνει ότι το άτομο ακολουθεί συνειδητοποιημένα τις δικές του απόψεις κι επιθυμίες, μιας και συχνά ως γνώμονα των κατευθύνσεων που καλείται να ακολουθήσει δεν έχει το τι πραγματικά θέλει το ίδιο, αλλά το τι δε θα ήθελαν οι γονείς του. Πράγμα που οδηγεί στο ίδιο μονοπάτι μη ανάπτυξης ολοκληρωμένης ή έστω συνειδητοποιημένης προσωπικότητας οπότε και στον ίδιο αέναο φαύλο κύκλο.
Η υπερπροστατευτικότητα συνεχίζοντας, μπορεί να μην έχει πάντα εγωιστικά κίνητρα κι αίτια, κάποιες φορές μπορεί να φαντάζει πιο αγνή σε σχέση με την ετσιθελική επιβολή απόψεων, ίσως να μη συνοδεύεται από συμπεριφορές που δηλώνουν έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπο του παιδιού, σίγουρα όμως εφόσον ξεφεύγει του μέτρου όπως τα περισσότερα «υπέρ» κρύβει κι αυτή πολλές παγίδες.
Σε αυτήν την περίπτωση, το πρόβλημα δεν εστιάζεται στην εντύπωση που δημιουργείται στο παιδί πως δεν το σέβονται, αλλά στην αίσθηση που τελικά εδραιώνεται μέσω υπερπροστατευτικών συμπεριφορών πως η οικογένειά του δεν εμπιστεύεται το ίδιο και τις ικανότητές του. Άρα, εδώ το θέμα δεν είναι μεν η έλλειψη σεβασμού αλλά εμφανίζεται το πρόβλημα της έλλειψης εμπιστοσύνης -η τουλάχιστον η αίσθηση αυτής- που όμως οδηγεί σε παρόμοια αποτελέσματα.
Το παιδί ως αυριανός ενήλικας πιθανότατα θα εξελιχθεί σε ένα άτολμο άτομο που θα δυσκολεύεται να πιστέψει στις δυνάμεις του, θα αρνείται να βασιστεί στη δική του κρίση, θα φοβάται να εμπιστευτεί την προσωπική του αντίληψη. Κι αυτό, επειδή όσο μεγάλωνε, πάντα κάποιος έσπευδε να φέρει εις πέρας αντί για εκείνο, υποθέσεις που αφορούσαν εκείνο. Επειδή ποτέ δεν του δόθηκε η ευκαιρία να πάρει πρωτοβουλίες υπό το φόβο της ενδεχόμενης αποτυχίας για να μην πληγωθεί. Επειδή εν ολίγοις πάντα έτρεχαν κι αποφάσιζαν άλλοι για εκείνο όχι επειδή προσπαθούσαν να του επιβληθούν αυτή τη φορά, αλλά προσπαθώντας να το “προστατεύσουν”.
Μόνο που κλείνοντας το παιδί σε μια γυάλα, δεν το προστατεύουμε από τα δεινά τα οποία καλώς ή κακώς είναι αναπόφευκτα στη ζωή. Αυτό που καταφέρνουμε είναι να το κάνουμε να μην ξέρει πώς να τα αντιμετωπίσει μόνο του, όταν θα τα συναντήσει. Αυτό που πετυχαίνουμε δεν είναι να το κρατήσουμε μακριά από λάθη που θα κάνει έτσι κι αλλιώς, αλλά να το μετατρέψουμε σε έναν επίσης φοβικό κι ενοχικό ενήλικα απέναντι σε κάθε πιθανή προσωπική αποτυχία. Αυτό που εν τέλει καταφέρνουμε είναι η παράλυση του Εγώ του απέναντι στην ίδια τη ζωή. Διότι άλλο είναι να στηρίζεις κάποιον στις αποτυχίες του, άλλο να ζεις αντί γι’ αυτόν, ώστε να μην αποτύχει ο ίδιος.
Γι’ αυτό, κι ανακεφαλαιώνοντας τα δύο πιο θεμελιώδη χαρακτηριστικά στην ανατροφή ενός παιδιού είναι ο σεβασμός κι η εμπιστοσύνη. Ό,τι λαμβάνουμε σε μικρή ηλικία, δεν είναι λίγες οι φορές που αργότερα το ελκύουμε. Η αυτοεκτίμηση κι ο αυτοσεβασμός είναι πράγματα που καλλιεργούνται και αποτελούν τεράστια εφόδια στη μετέπειτα πορεία κάθε ανθρώπου. Αν αυτά ευνουχιστούν στην πιο καθοριστική ηλικία του ατόμου όταν ακόμη ο χαρακτήρας του αποκτά μορφή τότε είναι μεν στο δικό του χέρι αργότερα να τα ανακτήσει, αλλά σίγουρα θα δυσκολευτεί πολύ περισσότερο από κάποιον ο οποίος θα τα είχε ήδη στη φαρέτρα του.
Δεν είναι κρίμα λοιπόν να αποτελούμε τροχοπέδη οι ίδιοι στη ζωή των παιδιών αντί να τα βοηθάμε να ενδυναμώσουν την ύπαρξή τους μέσα στον κόσμο που είναι συχνά σκληρός; Φυσικά, όχι μετατρέποντάς τα σε αναίσθητα όντα, αλλά ενθαρρύνοντάς τα να επιλέγουν πάντα να πατούν γερά στα δικά τους πόδια.
Άλλο είναι να μπορούμε να οριοθετήσουμε ως υπεύθυνοι ενήλικες – γονείς κάποια πράγματα εντός των πλαισίων της διαπαιδαγώγησης των παιδιών, κι άλλο είναι να προσπαθούμε να το παίξουμε θεοί επιβάλλοντάς τους χωρίς καμιά εξήγηση όσα εμείς θεωρούμε σωστά θαρρείς κι είμαστε ως ενήλικες ή ως γονείς τοποθετημένοι στο απυρόβλητο και κάτοχοι του αλάθητου εκ φύσεως.
Μη θεωρείτε πολυτέλεια τη συζήτηση με το παιδί σας. Μη θεωρείτε περιττή την επεξήγηση σε κάθε σας απόφαση που τα αφορά. Μη θεωρείτε πως δεν καταλαβαίνουν. Ακόμη κι αν τη δεδομένη στιγμή, όσο ακόμη είναι όντως μικρά, νομίζετε πως δεν είναι ακόμη ικανά να κατανοήσουν τα γιατί και τα πώς, να είστε σίγουροι πως η προθυμία σας να τα συμπεριλάβετε στις αποφάσεις ή έστω να τους εξηγήσετε γιατί συμβαίνει αυτό κι όχι εκείνο αργότερα θα εκτιμηθεί και θα αποτελέσει βασικό λιθαράκι στη διαμόρφωση ενός ανθρώπου με κρίση κι αντίληψη. Είναι σημαντικό να νιώθουμε πως η γνώμη μας, η παρουσία μας, η προσωπικότητά μας, εμείς οι ίδιοι μετράμε για κάποιον. Πόσο μάλλον απέναντι στους γονείς μας, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγησή μας.
Μίλα στο παιδί σου, άκουσε το παιδί σου, δείξε σεβασμό στο παιδί σου. Δεν είσαι θεός ακόμη κι αν θεωρείς πως αρκούν οι αγνές σου προθέσεις. Δώσε του τη δύναμη να μπορεί μεθαύριο να έχει το θάρρος της ύπαρξής του, γιατί διαφορετικά, όταν εσύ φύγεις από αυτή τη ζωή κι αν ακόμη δεν έχει πάψει να υπακούει εσένα, το μόνο που θα έχεις καταφέρει θα είναι να δημιουργήσεις ένα παράσιτο το οποίο θα ψάχνει διαρκώς απελπισμένα κάποιον καθοδηγητή κι έναν κατ’ επέκταση δυστυχισμένο – έστω και υποσυνείδητα – άνθρωπο ο οποίος δε θα ξέρει πώς να καλύψει τα κενά όπου θα έπρεπε να υπάρχουν οι δικές του επιθυμίες. Η δική του προσωπικότητα. Αυτό θέλεις, αλήθεια, για το παιδί σου εσύ που το αγαπάς τόσο πολύ;
Ακόμη περισσότερο, έρχεται να μπερδέψει την κατάσταση το γεγονός ότι λόγω ηλικίας, πρακτικής απειρίας και μη δυνατότητας του παιδιού να αυτοεξυπηρετηθεί από την αρχή, οι γονείς συχνά αισθάνονται όχι απλώς υπεύθυνοι αλλά και ιδιοκτήτες του παιδιού τους με αποτέλεσμα πολλές φορές η προσωπικότητα του ίδιου να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα ή να ευνουχίζεται εντελώς. Συνήθως, λοιπόν, ο σεβασμός είναι κάτι που απαιτείται μόνο από τη μία πλευρά -αυτή των παιδιών.
Παράγοντες όπως η υπερπροστατευτικότητα, τα γονεϊκά κατάλοιπα, η διαστρεβλωμένη έννοια της πειθαρχίας και κατ’ επέκταση η με λανθασμένο τρόπο επιβολή αυτής, ο εγωισμός, η απολυτότητα, η αίσθηση πως ο γονιός είναι αυθεντία κι η πεποίθηση πως λόγω αυταπόδεικτης αγάπης μόνο ο ίδιος ξέρει τι είναι καλύτερο για το παιδί του, οδηγούν συχνά στην κατάπνιξη της ατομικής κρίσης, αντίληψης κι εν τέλει της προσωπικότητας των παιδιών εν γένει.
Πράξεις που έμμεσα ή άμεσα υποδηλώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης στην αναπτυσσόμενη κρίση κι αντίληψη των παιδιών όπως κι η έλλειψη αποδοχής της όποιας διαφορετικότητάς τους οδηγούν αργότερα σε συμπεριφορές, οι οποίες συνήθως βασίζονται στα διάφορα συμπλέγματα κυρίως κατωτερότητας ή ψυχαναγκαστικής ανάγκης για απόδειξη ανωτερότητας από την πλευρά του παιδιού, που μεγαλώνοντας μετατρέπεται σε έναν όντως συμπλεγματικό ενήλικα.
Ένα παιδί αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα από όσα θέλουμε να νομίζουμε πως καταλαβαίνει και το περίεργο είναι ότι, ενώ κι οι ίδιοι υπήρξαμε κάποτε παιδιά, πολλά από τα χαρακτηριστικά των διάφορων περασμένων ηλικιών επιλέγουμε πεισματικά να τα “ξεχνάμε”. Φράσεις όπως “επειδή το λέω εγώ” ως απάντηση στο εκάστοτε “γιατί” των παιδιών/εφήβων μπορούν κάποτε να αποδειχτούν καταστροφικές, όπως φυσικά κι η γενικότερη στάση διαπαιδαγώγησης που τις επιβεβαιώνει.
Όταν επιβάλλουμε στο παιδί/έφηβο μια συμπεριφορά ή μια δική μας επιλογή, και στην καλύτερη περίπτωση η μοναδική εξήγηση από πλευράς μας είναι “εγώ ξέρω καλύτερα το καλό σου, εσύ ακόμη είσαι μικρός/η και δεν ξέρεις”, ή στη χειρότερη – αν δούμε πως το παιδί αντιστέκεται – χρησιμοποιούμε εκβιασμούς κι εκφοβισμούς όπως φράσεις ύφους “αν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, ξέχνα -κι εδώ μπαίνει η εκάστοτε επιθυμία του παιδιού που στα χέρια μας γίνεται όπλο εναντίον του» – δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε αργότερα ως αποτέλεσμα μια συχνά προβληματική ή δυσλειτουργική προσωπικότητα που θα μπλοκάρει την ενήλικη πια ζωή του κάποτε παιδιού.
Πιθανές απόρροιες ενός καθόλου ενθαρρυντικού στην ανάπτυξη της προσωπικής κρίσης κι αντίληψης του παιδιού/εφήβου περιβάλλοντος, είναι ευεπηρέαστες κι ενοχικές συμπεριφορές, εξαρτητικές τάσεις ως δείγμα ανάγκης μόνιμης καθοδήγησης μιας κι η συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση του ανθρώπου, ο οποίος μεγάλωσε με τέτοια παραδείγματα δεν του επιτρέπει να βασίζεται στις δικές του απόψεις, φοβικά σύνδρομα που συνοδεύουν τα πραγματικά του θέλω τα οποία θεωρεί ότι τελικά είναι δευτερεύοντα ή αν δε συνάδουν με τη στάση ζωής και τα θέλω των γονιών του, καθίστανται απευθείας “κακά” κι ως εκ τούτου απαγορευτικά.
Επιβεβαιώνοντας τη γνωστή ιστορία όπου τα μικρά ελεφαντάκια στα τσίρκο, όντας δεμένα σε έναν πάσσαλο κατά την ηλικία που ακόμη δεν μπορούσαν να ξεφύγουν κι έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες μεγαλώνοντας θεωρούν πως ακόμη δεν έχουν τη δύναμη να βγάλουν τον πάσσαλο χωρίς καν πια να το δοκιμάζουν, οι άνθρωποι έχοντας στο υποσυνείδητό τους ότι ως παιδιά – όσο ακόμη η προσωπικότητά τους διαμορφωνόταν – δεν είχαν τη δυνατότητα ή/και ικανότητα επιλογής – και μάλιστα αυθαίρετα εκ μέρους των γονιών – ακολουθούν κι ως ενήλικες πια την ίδια στάση ζωής, η οποία εμφανίζεται πλέον σε διάφορες εκφάνσεις της. Άτομα που άγονται και φέρονται μεταξύ ξένων απόψεων και τα οποία πείθονται κάθε φορά από όποια άποψη ακούνε τελευταία, είναι ένα σχετικά ακραίο μεν, καθόλου σπάνιο παράδειγμα δε.
Από την άλλη πλευρά, η άκρως αντιδραστική από την αντίθετη κατεύθυνση οδός είναι επίσης πιθανή με το παιδί ως αυριανό ενήλικα να ζει, έχοντας ως βάση και φόντο των περισσότερων επιλογών του σε ψυχαναγκαστικό βαθμό το πώς θα πήγαινε κόντρα σε όσα η οικογένειά του τού επέβαλλε μέχρι πρότινος. Κάποιος θα έλεγε πως ίσως το δεύτερο να ήταν προτιμότερο και πιο λυτρωτικό, μα το αρνητικό σε αυτήν την περίπτωση είναι πως και πάλι δε σημαίνει ότι το άτομο ακολουθεί συνειδητοποιημένα τις δικές του απόψεις κι επιθυμίες, μιας και συχνά ως γνώμονα των κατευθύνσεων που καλείται να ακολουθήσει δεν έχει το τι πραγματικά θέλει το ίδιο, αλλά το τι δε θα ήθελαν οι γονείς του. Πράγμα που οδηγεί στο ίδιο μονοπάτι μη ανάπτυξης ολοκληρωμένης ή έστω συνειδητοποιημένης προσωπικότητας οπότε και στον ίδιο αέναο φαύλο κύκλο.
Η υπερπροστατευτικότητα συνεχίζοντας, μπορεί να μην έχει πάντα εγωιστικά κίνητρα κι αίτια, κάποιες φορές μπορεί να φαντάζει πιο αγνή σε σχέση με την ετσιθελική επιβολή απόψεων, ίσως να μη συνοδεύεται από συμπεριφορές που δηλώνουν έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπο του παιδιού, σίγουρα όμως εφόσον ξεφεύγει του μέτρου όπως τα περισσότερα «υπέρ» κρύβει κι αυτή πολλές παγίδες.
Σε αυτήν την περίπτωση, το πρόβλημα δεν εστιάζεται στην εντύπωση που δημιουργείται στο παιδί πως δεν το σέβονται, αλλά στην αίσθηση που τελικά εδραιώνεται μέσω υπερπροστατευτικών συμπεριφορών πως η οικογένειά του δεν εμπιστεύεται το ίδιο και τις ικανότητές του. Άρα, εδώ το θέμα δεν είναι μεν η έλλειψη σεβασμού αλλά εμφανίζεται το πρόβλημα της έλλειψης εμπιστοσύνης -η τουλάχιστον η αίσθηση αυτής- που όμως οδηγεί σε παρόμοια αποτελέσματα.
Το παιδί ως αυριανός ενήλικας πιθανότατα θα εξελιχθεί σε ένα άτολμο άτομο που θα δυσκολεύεται να πιστέψει στις δυνάμεις του, θα αρνείται να βασιστεί στη δική του κρίση, θα φοβάται να εμπιστευτεί την προσωπική του αντίληψη. Κι αυτό, επειδή όσο μεγάλωνε, πάντα κάποιος έσπευδε να φέρει εις πέρας αντί για εκείνο, υποθέσεις που αφορούσαν εκείνο. Επειδή ποτέ δεν του δόθηκε η ευκαιρία να πάρει πρωτοβουλίες υπό το φόβο της ενδεχόμενης αποτυχίας για να μην πληγωθεί. Επειδή εν ολίγοις πάντα έτρεχαν κι αποφάσιζαν άλλοι για εκείνο όχι επειδή προσπαθούσαν να του επιβληθούν αυτή τη φορά, αλλά προσπαθώντας να το “προστατεύσουν”.
Μόνο που κλείνοντας το παιδί σε μια γυάλα, δεν το προστατεύουμε από τα δεινά τα οποία καλώς ή κακώς είναι αναπόφευκτα στη ζωή. Αυτό που καταφέρνουμε είναι να το κάνουμε να μην ξέρει πώς να τα αντιμετωπίσει μόνο του, όταν θα τα συναντήσει. Αυτό που πετυχαίνουμε δεν είναι να το κρατήσουμε μακριά από λάθη που θα κάνει έτσι κι αλλιώς, αλλά να το μετατρέψουμε σε έναν επίσης φοβικό κι ενοχικό ενήλικα απέναντι σε κάθε πιθανή προσωπική αποτυχία. Αυτό που εν τέλει καταφέρνουμε είναι η παράλυση του Εγώ του απέναντι στην ίδια τη ζωή. Διότι άλλο είναι να στηρίζεις κάποιον στις αποτυχίες του, άλλο να ζεις αντί γι’ αυτόν, ώστε να μην αποτύχει ο ίδιος.
Γι’ αυτό, κι ανακεφαλαιώνοντας τα δύο πιο θεμελιώδη χαρακτηριστικά στην ανατροφή ενός παιδιού είναι ο σεβασμός κι η εμπιστοσύνη. Ό,τι λαμβάνουμε σε μικρή ηλικία, δεν είναι λίγες οι φορές που αργότερα το ελκύουμε. Η αυτοεκτίμηση κι ο αυτοσεβασμός είναι πράγματα που καλλιεργούνται και αποτελούν τεράστια εφόδια στη μετέπειτα πορεία κάθε ανθρώπου. Αν αυτά ευνουχιστούν στην πιο καθοριστική ηλικία του ατόμου όταν ακόμη ο χαρακτήρας του αποκτά μορφή τότε είναι μεν στο δικό του χέρι αργότερα να τα ανακτήσει, αλλά σίγουρα θα δυσκολευτεί πολύ περισσότερο από κάποιον ο οποίος θα τα είχε ήδη στη φαρέτρα του.
Δεν είναι κρίμα λοιπόν να αποτελούμε τροχοπέδη οι ίδιοι στη ζωή των παιδιών αντί να τα βοηθάμε να ενδυναμώσουν την ύπαρξή τους μέσα στον κόσμο που είναι συχνά σκληρός; Φυσικά, όχι μετατρέποντάς τα σε αναίσθητα όντα, αλλά ενθαρρύνοντάς τα να επιλέγουν πάντα να πατούν γερά στα δικά τους πόδια.
Άλλο είναι να μπορούμε να οριοθετήσουμε ως υπεύθυνοι ενήλικες – γονείς κάποια πράγματα εντός των πλαισίων της διαπαιδαγώγησης των παιδιών, κι άλλο είναι να προσπαθούμε να το παίξουμε θεοί επιβάλλοντάς τους χωρίς καμιά εξήγηση όσα εμείς θεωρούμε σωστά θαρρείς κι είμαστε ως ενήλικες ή ως γονείς τοποθετημένοι στο απυρόβλητο και κάτοχοι του αλάθητου εκ φύσεως.
Μη θεωρείτε πολυτέλεια τη συζήτηση με το παιδί σας. Μη θεωρείτε περιττή την επεξήγηση σε κάθε σας απόφαση που τα αφορά. Μη θεωρείτε πως δεν καταλαβαίνουν. Ακόμη κι αν τη δεδομένη στιγμή, όσο ακόμη είναι όντως μικρά, νομίζετε πως δεν είναι ακόμη ικανά να κατανοήσουν τα γιατί και τα πώς, να είστε σίγουροι πως η προθυμία σας να τα συμπεριλάβετε στις αποφάσεις ή έστω να τους εξηγήσετε γιατί συμβαίνει αυτό κι όχι εκείνο αργότερα θα εκτιμηθεί και θα αποτελέσει βασικό λιθαράκι στη διαμόρφωση ενός ανθρώπου με κρίση κι αντίληψη. Είναι σημαντικό να νιώθουμε πως η γνώμη μας, η παρουσία μας, η προσωπικότητά μας, εμείς οι ίδιοι μετράμε για κάποιον. Πόσο μάλλον απέναντι στους γονείς μας, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγησή μας.
Μίλα στο παιδί σου, άκουσε το παιδί σου, δείξε σεβασμό στο παιδί σου. Δεν είσαι θεός ακόμη κι αν θεωρείς πως αρκούν οι αγνές σου προθέσεις. Δώσε του τη δύναμη να μπορεί μεθαύριο να έχει το θάρρος της ύπαρξής του, γιατί διαφορετικά, όταν εσύ φύγεις από αυτή τη ζωή κι αν ακόμη δεν έχει πάψει να υπακούει εσένα, το μόνο που θα έχεις καταφέρει θα είναι να δημιουργήσεις ένα παράσιτο το οποίο θα ψάχνει διαρκώς απελπισμένα κάποιον καθοδηγητή κι έναν κατ’ επέκταση δυστυχισμένο – έστω και υποσυνείδητα – άνθρωπο ο οποίος δε θα ξέρει πώς να καλύψει τα κενά όπου θα έπρεπε να υπάρχουν οι δικές του επιθυμίες. Η δική του προσωπικότητα. Αυτό θέλεις, αλήθεια, για το παιδί σου εσύ που το αγαπάς τόσο πολύ;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου