Ο Ηρόδοτος γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Καρίας το 485 π.Χ. Ο πατέρας του λεγόταν Λύξης, η μητέρα του Δρυώ και ο αδερφός του Θεόδωρος. Ο επιφανέστερος όμως συγγενής του ήταν ο θείος του, ο επικός ποιητής και τερατοσκόπος (= ερμηνευτής θαυμάτων) Πανύασης. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και φιλομαθής και ο Ηρόδοτος ανατράφηκε σ’ ένα περιβάλλον που αγαπούσε τον Όμηρο και τους παλαιούς θρύλους.
Όταν στην πατρίδα του έγινε τύραννος ο Λύγδαμις, ο Ηρόδοτος πήρε μέρος σε συνωμοσία για την ανατροπή του, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 468 ή 467 π.Χ. στη Σάμο. Από τη Σάμο γύρισε στην Αλικαρνασσό και το 455 π.Χ. πήρε μέρος σε νέο κίνημα, επιτυχές αυτή τη φορά, για την ανατροπή του Λύγδαμη. Εντούτοις αργότερα υποχρεώθηκε και πάλι, για πολιτικούς λόγους, να εγκαταλείψει την πατρίδα του.
Από τότε (πιθανόν στα χρόνια 458-445 π.Χ.) άρχισε τις πολυχρόνιες περιπλανήσεις του. Ως περιηγητής και εξερευνητής επισκέφθηκε πολλά μέρη του τότε γνωστού κόσμου. Ταξίδεψε στην Κολχίδα, την Κριμαία και τη Σκυθία και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Περιηγήθηκε το εσωτερικό της Μικρασίας, πήγε στην Κύπρο στη Συρία και στη Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο και στην Κυρηναϊκή. Σε όλα αυτά τα μέρη δεν έμενε πολύ. Στην Αίγυπτο για παράδειγμα έμεινε λίγους μόνο μήνες.
Φυσικά γύρισε και όλη την Ελλάδα και έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε φιλικά με μεγάλους άνδρες της εποχής εκείνης ,τον Περικλή, τον Σοφοκλή και τον Πρωταγόρα. Με την ενθάρρυνση του Περικλή και την αποφασιστική συμμετοχή του Πρωταγόρα, συνέβαλε στην ίδρυση το 433 π.Χ., της αποικίας των Θουρίων στην κάτω Ιταλία, που χτίστηκε στα ερείπια της άλλοτε μεγάλης και ευημερούσας Σύβαρης. Εκεί ο Ηρόδοτος πέρασε τα περισσότερα χρονιά της υπόλοιπης ζωής του, γι’ αυτό και επονομάστηκε Θούριος.Για τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Πέθανε ανάμεσα στο 421 και 415 π.Χ.
Ο Ηρόδοτος θέλησε να εξιστορήσει τη μεγάλη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Πέρσες, στην πραγματικά γιγαντιαία αναμέτρηση των Περσικών Πολέμων, για να μη λησμονηθούν, όπως ο ίδιος γράφει, με την πάροδο του χρόνου τα έργα των ανθρώπων και να μη μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων. Αυτό είναι και το μοναδικό του έργο, το οποίο ο ίδιος φαίνεται πως το ονόμασε Ιστορίαι, οι Αλεξανδρινοί μελετητές όμως αργότερα το ονόμασαν Μούσαι, γιατί το χώρισαν σε εννέα βιβλία, στο καθένα από τα οποία έδωσαν το όνομα μίας από τις εννέα Μούσες.
Στα πρώτα τέσσερα βιβλία των Ιστοριών, ο Ηρόδοτος παρουσιάζει τον σχηματισμό και την αύξηση της περσικής δύναμης, στο πέμπτο και το έκτο τις πρώτες συγκρούσεις των Περσών με τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο τελευταίο μέρος του έκτου και σε ολόκληρα τα δύο επόμενα βιβλία περιγράφει τις δύο μεγάλες εκστρατείες των Περσών που κατέληξαν σε ήττες, η πρώτη στη μάχη του Μαραθώνα και η άλλη στη ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Τέλος στο ένατο βιβλίο αναφέρεται στις άλλες πολεμικές δραστηριότητες των Ελλήνων εκείνης της εποχής. Από χρονικής πλευράς ο Ηρόδοτος περιγράφει τα γεγονότα που έγιναν από το 560 π.Χ. μέχρι την κατάληψη της Σηστού το 478 π.Χ. από τους Αθηναίους.
Εκείνο που εντυπωσιάζει στο έργο του Ηροδότου είναι η φιλομάθεια και η περιέργειά του. Είναι φανερό πως ζητούσε να πληροφορηθεί με κάθε λεπτομέρεια τα ιστορικά γεγονότα και δεν απέρριπτε ακόμα και περιστατικά δευτερεύοντα. Αυτή ακριβώς η ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αφήγηση δίνει ιδιαίτερο θέλγητρο στο έργο του. Δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι η αμεροληψία του. Δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον πολιτισμό των Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων, τις ναυτικές ικανότητες των Φοινίκων, τη γενναιότητα των Θρακών και των Σκυθών, την εντιμότητα και τη ηθική των Περσών – οι οποίοι να μην το ξεχνάμε, ήταν οι κύριοι αντίπαλοι και εχθροί των Ελλήνων. Για την αμεροληψία του αυτή πολλοί τον χαρακτήρισαν “φιλοβάρβαρο”, ο Πλούταρχος έγραψε ολόκληρο δοκίμιο “περί της Ηροδότου κακοήθειας”, ενώ και οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της εθνικής ψυχοπαθολογίας μας, τον ονομάζουν “φοινικιστή”.
Μολονότι ονομάστηκε “πατέρας της Ιστορίας”, δεν διαθέτει το ιστορικό κριτήριο του Θουκυδίδη, χωρίς όμως αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την κολοσσιαία αξία του έργου του, στο οποίο εμφανίζεται όχι μόνο ως ιστορικός, αλλά και ως εθνολόγος και γεωγράφος, ακόμη και ως θρησκειολόγος. Τις σχετικές με τις θρησκευτικές αντιλήψεις των λαών πληροφορίες που μνημονεύει, τις αντιμετωπίζει με πνεύμα ορθολογισμού. Πολύτιμες είναι επίσης οι πληροφορίες που μας δίνει για τις ιστορικές γνώσεις και αντιλήψεις της εποχής του.
Όταν στην πατρίδα του έγινε τύραννος ο Λύγδαμις, ο Ηρόδοτος πήρε μέρος σε συνωμοσία για την ανατροπή του, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 468 ή 467 π.Χ. στη Σάμο. Από τη Σάμο γύρισε στην Αλικαρνασσό και το 455 π.Χ. πήρε μέρος σε νέο κίνημα, επιτυχές αυτή τη φορά, για την ανατροπή του Λύγδαμη. Εντούτοις αργότερα υποχρεώθηκε και πάλι, για πολιτικούς λόγους, να εγκαταλείψει την πατρίδα του.
Από τότε (πιθανόν στα χρόνια 458-445 π.Χ.) άρχισε τις πολυχρόνιες περιπλανήσεις του. Ως περιηγητής και εξερευνητής επισκέφθηκε πολλά μέρη του τότε γνωστού κόσμου. Ταξίδεψε στην Κολχίδα, την Κριμαία και τη Σκυθία και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Περιηγήθηκε το εσωτερικό της Μικρασίας, πήγε στην Κύπρο στη Συρία και στη Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο και στην Κυρηναϊκή. Σε όλα αυτά τα μέρη δεν έμενε πολύ. Στην Αίγυπτο για παράδειγμα έμεινε λίγους μόνο μήνες.
Φυσικά γύρισε και όλη την Ελλάδα και έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε φιλικά με μεγάλους άνδρες της εποχής εκείνης ,τον Περικλή, τον Σοφοκλή και τον Πρωταγόρα. Με την ενθάρρυνση του Περικλή και την αποφασιστική συμμετοχή του Πρωταγόρα, συνέβαλε στην ίδρυση το 433 π.Χ., της αποικίας των Θουρίων στην κάτω Ιταλία, που χτίστηκε στα ερείπια της άλλοτε μεγάλης και ευημερούσας Σύβαρης. Εκεί ο Ηρόδοτος πέρασε τα περισσότερα χρονιά της υπόλοιπης ζωής του, γι’ αυτό και επονομάστηκε Θούριος.Για τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Πέθανε ανάμεσα στο 421 και 415 π.Χ.
Ο Ηρόδοτος θέλησε να εξιστορήσει τη μεγάλη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Πέρσες, στην πραγματικά γιγαντιαία αναμέτρηση των Περσικών Πολέμων, για να μη λησμονηθούν, όπως ο ίδιος γράφει, με την πάροδο του χρόνου τα έργα των ανθρώπων και να μη μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων. Αυτό είναι και το μοναδικό του έργο, το οποίο ο ίδιος φαίνεται πως το ονόμασε Ιστορίαι, οι Αλεξανδρινοί μελετητές όμως αργότερα το ονόμασαν Μούσαι, γιατί το χώρισαν σε εννέα βιβλία, στο καθένα από τα οποία έδωσαν το όνομα μίας από τις εννέα Μούσες.
Στα πρώτα τέσσερα βιβλία των Ιστοριών, ο Ηρόδοτος παρουσιάζει τον σχηματισμό και την αύξηση της περσικής δύναμης, στο πέμπτο και το έκτο τις πρώτες συγκρούσεις των Περσών με τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο τελευταίο μέρος του έκτου και σε ολόκληρα τα δύο επόμενα βιβλία περιγράφει τις δύο μεγάλες εκστρατείες των Περσών που κατέληξαν σε ήττες, η πρώτη στη μάχη του Μαραθώνα και η άλλη στη ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Τέλος στο ένατο βιβλίο αναφέρεται στις άλλες πολεμικές δραστηριότητες των Ελλήνων εκείνης της εποχής. Από χρονικής πλευράς ο Ηρόδοτος περιγράφει τα γεγονότα που έγιναν από το 560 π.Χ. μέχρι την κατάληψη της Σηστού το 478 π.Χ. από τους Αθηναίους.
Εκείνο που εντυπωσιάζει στο έργο του Ηροδότου είναι η φιλομάθεια και η περιέργειά του. Είναι φανερό πως ζητούσε να πληροφορηθεί με κάθε λεπτομέρεια τα ιστορικά γεγονότα και δεν απέρριπτε ακόμα και περιστατικά δευτερεύοντα. Αυτή ακριβώς η ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αφήγηση δίνει ιδιαίτερο θέλγητρο στο έργο του. Δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι η αμεροληψία του. Δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον πολιτισμό των Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων, τις ναυτικές ικανότητες των Φοινίκων, τη γενναιότητα των Θρακών και των Σκυθών, την εντιμότητα και τη ηθική των Περσών – οι οποίοι να μην το ξεχνάμε, ήταν οι κύριοι αντίπαλοι και εχθροί των Ελλήνων. Για την αμεροληψία του αυτή πολλοί τον χαρακτήρισαν “φιλοβάρβαρο”, ο Πλούταρχος έγραψε ολόκληρο δοκίμιο “περί της Ηροδότου κακοήθειας”, ενώ και οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της εθνικής ψυχοπαθολογίας μας, τον ονομάζουν “φοινικιστή”.
Μολονότι ονομάστηκε “πατέρας της Ιστορίας”, δεν διαθέτει το ιστορικό κριτήριο του Θουκυδίδη, χωρίς όμως αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την κολοσσιαία αξία του έργου του, στο οποίο εμφανίζεται όχι μόνο ως ιστορικός, αλλά και ως εθνολόγος και γεωγράφος, ακόμη και ως θρησκειολόγος. Τις σχετικές με τις θρησκευτικές αντιλήψεις των λαών πληροφορίες που μνημονεύει, τις αντιμετωπίζει με πνεύμα ορθολογισμού. Πολύτιμες είναι επίσης οι πληροφορίες που μας δίνει για τις ιστορικές γνώσεις και αντιλήψεις της εποχής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου