Χρόνοι της Δημοκρατίας
Η δημοκρατία (res publica) εγκαθιδρύεται στη Ρώμη στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., μετά τον διωγμό του τελευταίου ετρούσκου βασιλιά, του Ταρκύνιου του Υπερήφανου (Tarquinius Superbus). Η θανάτωση του τελευταίου μεγάλου υπερασπιστή της, του ρήτορα και φιλοσόφου Κικέρωνα (43 π.Χ.), σημαίνει το τέλος της περιόδου της ρωμαϊκής res publica.
Μέχρι και τον 2ο αι. π.Χ. δεν φαίνεται να υπάρχει θεωρία λόγου ή συστηματική εκπαίδευση των ρητόρων στη Ρώμη - είναι χαρακτηριστικό ότι οι έλληνες φιλόσοφοι και ρητοροδιδάσκαλοι διώκονται από την πόλη στα 161 π.Χ., πράγμα που εμμέσως αποδεικνύει ότι μπορούσαν να ασκήσουν μεγάλη επιρροή στο ρωμαϊκό πλήθος. Ωστόσο, ο Κικέρωνας στο έργο του Brutus (14.53-54) ανάγει τις ρίζες της ρωμαϊκής ρητορείας στην πρώιμη περίοδο της Δημοκρατίας. Για εκείνον οι πρώτοι μεγάλοι πολιτικοί είναι και μεγάλοι ρήτορες. Σε αυτούς ανήκουν ο Κάτων ο Τιμητής, ο Λαίλιος, ο Τιβέριος και ο Γάιος Γράκχος, ο Κράσσος, ο Αντώνιος. Άλλωστε στα μέσα του 2ου αι. στη Ρώμη διδάσκουν ως ιδιώτες Έλληνες δάσκαλοι της γραμματικής και της ρητορικής (Οι έμμεσες ελληνικές επιδράσεις στον ρωμαϊκό πολιτισμό ανάγονται κιόλας στην ίδρυση της Ρώμης (γύρω στα 775-750), οι άμεσες όμως ελληνικές επιρροές γίνονται σαφείς σε διάφορους τομείς (στη θρησκεία, στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική) από τον 4ο αι. και μετά. Μέσα στο 2ο αι. π.Χ. οι επιρροές αυτές πολλαπλασιάζονται σε πλήθος και ένταση, αφού η Ρώμη κατακτά σταδιακά την Ανατολή).
Ο Κάτων (234-149 π.Χ.) είναι ο πρώτος Ρωμαίος που δημοσιεύει ο ίδιος τους λόγους του. Η βασική του αρχή είναι: rem tene, verba sequentur («μείνε προσηλωμένος στο θέμα, τα λόγια θα ακολουθήσουν») - πρόκειται για τυπικό δείγμα αυστηρής ρωμαϊκής στάσης που προκρίνει την αυτοσυγκράτηση και τη λιτότητα απέναντι στην πολυτέλεια κάθε μορφής. Κιόλας πριν από τον Κάτωνα ο Άππιος Κλαύδιος μιλά στη Σύγκλητο ενάντια στη σύναψη ειρήνης με τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου (280/279 π.Χ.). Ο λόγος του, που δημοσιεύεται, αποτελεί πρόδρομο των κατωνικών λόγων. Ωστόσο, κατά τον Κικέρωνα, ο πρώτος ρωμαίος ρήτορας που θα μπορούσε να συγκριθεί με τους αττικούς ήταν ο Μ. Αιμίλιος Λέπιδος, ο επονομαζόμενος Πορκίνας (M. Aemilius Lepidus Porcina, ύπατος το 137 π.Χ., Κικέρων, Brutus 25.95-96).
Η ελληνική επίδραση είναι ευδιάκριτη και στη ρωμαϊκή ρητορεία -ο ρωμαϊκός πολιτισμός φέρει κιόλας από τις απαρχές του τη σφραγίδα του ελληνικού πνεύματος- ακόμη και στην περίπτωση ενός ορκισμένου εχθρού των ξένων επιρροών, όπως είναι ο Κάτωνας· άλλωστε οι ηγεμόνες της οικουμένης επιθυμούν να εφαρμόσουν ό,τι έχουν μάθει από τους έλληνες οικοδιδασκάλους τους. Το αρχαιότερο βεβαίως είδος (γένος) δημόσιου λόγου στη Ρώμη είναι το ἐπιδεικτικόν (genus demonstrativum): οι laudationes funebres, οι επικήδειοι λόγοι, όπως και λόγοι πανηγυρικοί, για παράδειγμα ο λόγος που εκφώνησε ο Αιμίλιος Παύλος μετά τον θριάμβό του (για τη νίκη του επί του μακεδόνα βασιλιά Περσέα στην Πύδνα) στα 167 (Λίβιος, Ab urbe condita 45.41). Παράλληλα ανθεί η δικανική και η πολιτική ρητορεία. Οι πάτρωνες είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν αμισθί την υπεράσπιση των πελατών τους σε δίκες - η διαφορά από το ελληνικό έθος, να αγορεύουν δηλαδή στο πλαίσιο της διαδικασίας οι ίδιοι οι διάδικοι, είναι χαρακτηριστική· οι Συγκλητικοί διατυπώνουν τις θέσεις τους στις συνελεύσεις του Σώματος (dicere sententiam in senatu)· η λαϊκή συνέλευση (contio) προσφέρει το πλαίσιο για την εκφώνηση συμβουλευτικών λόγων· λόγους απευθύνουν οι στρατηγοί στους στρατιώτες τους (allocutio). Βεβαίως, στον «κύκλο των Σκιπιώνων» (μέσα του 2ου αι. π.Χ.), ένα σύνολο ισχυρών πολιτικών και των προστατευόμενων διανοουμένων τους, που συνδέονται μεταξύ τους στο όνομα του κοινού πνευματικού στόχου, να καλλιεργήσουν και να προωθήσουν την ελληνική παιδεία στη Ρώμη, το βάρος πέφτει ολοένα και περισσότερο στη θεωρία, την καθαρή ρητορική.
Οι πολιτικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη της πολιτικής ρητορείας: οι λόγοι των δημάρχων μπορούν να ασκήσουν ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή. Οι δύο Γράκχοι (ο Τιβέριος και ο Γάιος) έχουν μικρασιατική ρητορική παιδεία, αλλά ο λόγος τους διακρίνεται από την απλή και εύστοχη έκφραση.
Στους ύστερους χρόνους της Δημοκρατίας και μέσα σε συνθήκες κρίσης η ρητορεία γνωρίζει στο Λάτιο μεγάλη άνθηση. Η ζωή και το έργο του Μάρκου Τ(ο)ύλλιου Κικέρωνα, του μεγαλύτερου ρήτορα της αρχαίας Ρώμης, αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτές τις συνθήκες.
Κικέρων
Ο Μάρκος Τ(ο)ύλλιος Κικέρωνας (Marcus Tullius Cicero, 106-43 π.Χ.) δεν ήταν, ασφαλώς, το ισχυρότερο πολιτικό πνεύμα της Ρώμης, υπήρξε όμως αναντίρρητα ο μεγαλύτερος ρήτοράς της και, επιπλέον, ένας αριστοτέχνης του λατινικού λόγου με μοναδική και καθοριστική για τους μεταγενέστερους εκφραστική δύναμη. Είναι ακόμη ο συγγραφέας μιας σειράς εξαιρετικά σημαντικών φιλοσοφικών και ρητορικών συγγραμμάτων· σε αυτά οφείλουμε εν πολλοίς και τη γνώση μας για τα επιτεύγματα των σκοτεινών για εμάς αλλά εξαιρετικά γόνιμων (από την άποψη της προόδου σε θέματα ρητορικής θεωρίας) ελληνιστικών χρόνων.
Κατά το έθος των ρωμαϊκών οικογενειών που ανήκαν ή είχαν σχέσεις με τους κύκλους της αριστοκρατίας, ο Κικέρωνας μαθήτευσε δίπλα σε επιφανείς άνδρες της εποχής του, στους διασημότερους ρήτορες του πρώτου μισού του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα, τον Λεύκιο Λικίνιο Κράσσο (Lucius Licinius Crassus, ύπατο το 95 π.Χ.) και τον Μάρκο Αντώνιο (Marcus Antonius, ύπατο το 99 π.Χ.), όπως και δίπλα στους κορυφαίους νομομαθείς Μούκιο Σκαιβόλα τον Οιωνοσκόπο (Mucius Scaevola Augur) και Μούκιο Σκαιβόλα τον Ποντίφηκα (Mucius Scaevola Pontifex).
Η μαθητεία δίπλα σε μεγάλους ρήτορες συνδυάζεται με έναν ταραχώδη πολιτικό βίο. Το 81 π.Χ. κάνει το δυναμικό «ντεμπούτο» του ως δικηγόρος υπεράσπισης του Σ. Ρωσκίου (Pro S. Roscio) - η υπόθεση αυτή, που έχει δημόσιο χαρακτήρα (causa publica), τον φέρνει αντιμέτωπο με υποστηρικτές του πανίσχυρου Σύλλα. Ακολουθούν δύο χρόνια σπουδών στην Αθήνα, όπου ακούει φιλοσόφους (κυρίως τον Φίλωνα), και στη Ρόδο, όπου μαθητεύει δίπλα στον ρητοροδιδάσκαλο Απολλώνιο τον Μόλωνα, που τον βοηθά να αναπτύξει μια σωτήρια για την υγεία του τεχνική εκφώνησης του λόγου. Όταν επιστρέφει στη Ρώμη, αναλαμβάνει σημαντικές δικανικές υποθέσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι καταγγελτικοί λόγοι εναντίον του συγκλητικού Βέρρη, που ως διοικητής της Σικελίας είχε βρει την ευκαιρία να καταλεηλατήσει το νησί (γύρω στα 70 π.Χ.). Το 63 π.Χ. αποκαλύπτει ως ύπατος τη συνωμοσία του Κατιλίνα. Το 58 π.Χ. βάσει νόμου που εισηγείται ο προσωπικός του εχθρός Κλώδιος (Publius Clodius) ως δήμαρχος απειλείται με κατηγορία για παράνομη δράση και με καταδίκη, γιατί οδήγησε στην εκτέλεση τους συνωμότες χωρίς να προηγηθεί δίκη. Εγκαταλείπει ο ίδιος τη Ρώμη πριν από τη σχετική ψηφοφορία και ζει για δεκαπέντε μήνες αυτοεξόριστος. Μετά την επιστροφή του προσεγγίζει τον Πομπήιο. Στον εμφύλιο μεταξύ Καίσαρα και Πομπηίου, που θα ξεσπάσει σε λίγο, ο Κικέρωνας μετά από μια περίοδο δισταγμών θα συμπαραταχθεί τελικά με τον Πομπήιο. Δεν θα λάβει όμως μέρος σε καμία επιχείρηση. Ο Καίσαρας θα τον αμνηστεύσει με το πέρας του πολέμου.
Από το πλήθος των λόγων που συνέταξε και εκφώνησε μας έχουν παραδοθεί οι σαράντα επτά. Οι λόγοι μοιράζονται σε δέκα περιόδους: «Το ταξίδι στην Ανατολή (79-77 π.Χ.) χωρίζει την πρώτη από τη δεύτερη. Η τρίτη αρχίζει με τους λόγους εναντίον του Βέρρη (70 π.Χ.)· η πραιτωρία και η υπατεία σφραγίζουν την τέταρτη και την πέμπτη περίοδο. Η εξορία (58-57 π.Χ.) αποτελεί τον πυρήνα της έκτης και της έβδομης περιόδου· η όγδοη περίοδος αντιστοιχεί στους χρόνους της ωριμότητας (55-52 π.Χ.). Αυτή η χρονολογική κατάταξη κλείνει με τους Καισαρικούς και τους Φιλιππικούς λόγους, που αποτελούν αντίστοιχα την ένατη και τη δέκατη ενότητα».
Τα ρητορικά συγγράμματα του Κικέρωνα χωρίζονται σε τρεις περιόδους δημιουργίας: την πρώιμη, τη μεσαία και την όψιμη.
Στην πρώτη ανήκει το πρωτόλειο έργο De inventione (81-80 π.Χ.· Περί ευρέσεως). Αφορά το πρώτο μέρος της ρητορικής τέχνης, την εύρεση του υλικού. Άσκησε μεγάλη επιρροή ως διδακτικό εγχειρίδιο μέχρι τον Μεσαίωνα. Ωστόσο, ο ίδιος ο Κικέρωνας είχε τη φιλοδοξία να το αντικαταστήσει με το μεταγενέστερο, πολύ πιο μεθοδικό και ώριμο έργο του, το De oratore (Περί του ρήτορος). Τα προοίμια του έργου αναδεικνύουν ό,τι ο ίδιος είχε αντιληφθεί ως έργο του βίου του: να ενώσει τη φιλοσοφία με τη ρητορική, έχοντας ως πρότυπά του προηγούμενους ρωμαίους ρήτορες, τον Κάτωνα, τους Γράκχους, το Σκιπίωνα, το Λαίλιο.
Η συγγένεια με το ανώνυμο έργο Rhetorica ad Herennium ή Auctor ad Herennium (Ρητορική προς τον Ερέννιο), που πραγματεύεται τη ρητορική τέχνη στο σύνολό της, είναι προφανής και πιθανόν οφείλεται στην αξιοποίηση μιας κοινής πηγής.
Το 55 π.Χ. είναι η χρονιά του De oratore. To έργο, που έχει κατά βάση διαλογική μορφή και εκτείνεται σε τρία βιβλία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παρακαταθήκη του Κράσσου, του σπουδαίου δασκάλου του συγγραφέα, στους μεταγενέστερους. Ο δραματικός χρόνος του υποτιθέμενου διαλόγου είναι το 91 π.Χ. Στο πρώτο βιβλίο ο Κράσσος παρουσιάζει τις προϋποθέσεις για το επάγγελμα του ρήτορα: η φυσική προδιάθεση θα πρέπει να συνδυάζεται με άσκηση και ευρεία μόρφωση (De oratore 1.113-200). O ιδεώδης ρήτορας είναι μια ιδανική προσωπικότητα που γνωρίζει φιλοσοφία, νομικά, ιστορία, ποίηση και διακρίνεται από εξαιρετική ρητορική ευχέρεια. Πρόκειται για μια έξοχη σύνθεση του φιλοσόφου, του πολιτικού και του ρήτορα σε ένα πρόσωπο (De oratore 1.34, 1.48, 1.158-159, 1.201-202). Ο Αντώνιος υποστηρίζει την αντίθετη θέση, ότι αρκεί η ρητορική σκευή για τη σύνθεση ενός αποτελεσματικού λόγου (1.204-265). Ο έπαινος του τέλειου ρήτορα επανέρχεται στο δεύτερο βιβλίο (2.33-38). Ο Αντώνιος παρουσιάζει αμέσως μετά την εύρεση (inventio), τη διάταξη (dispositio) και τη μνήμη (memoria). Η παρουσίασή του διακόπτεται από την εκτενή παρέκβαση για το αστείο, που αναλαμβάνει ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Στράβων (2.217-290). Στο τρίτο βιβλίο ο Κράσσος πραγματεύεται το ύφος (elocutio) και την εκφώνηση του λόγου (actio). Στο συγκεκριμένο σύγγραμμα ο Κικέρωνας επιδίδεται στην εξύμνηση της ρητορικής: είναι η υψίστη τέχνη, αφού όλες οι άλλες εξαρτώνται από αυτή, καθώς σε κάθε τέχνη σημασία έχει η μετάδοση γνώσης με τη χρήση του λόγου (1.51, 1.59, 1.61, 1.65, 1.72). Σε κάθε ειρηνικό και ελεύθερο κράτος η σημασία της είναι εξαιρετική (2.33). Προσφέρει ακόμη τη μεγαλύτερη ηδονή στο αυτί και στην καρδιά (2.34). Είναι απαραίτητη για την εκπαίδευση του λαού και εν τέλει είναι αυτή που θα φέρει την τιμωρία στους αχρείους και τη σωτηρία στους αγαθούς και τους αθώους (2.35).
Ο Κικέρωνας στρέφεται εδώ, όπως και ο Πλάτωνας, εναντίον εκείνων που περιορίζουν τη ρητορική σε μια «τεχνική» εκπαίδευση, που αφορά τύπους και φόρμες για τα τμήματα του λόγου χωρίς να μεταφέρει γνώσεις για τους νόμους, τους θεσμούς και την πολιτεία, τη δικαιοσύνη, τα ήθη και τη διαμόρφωσή τους, τα πάθη, τους νόμους που διέπουν το θυμικό των ανθρώπων, τους τρόπους με τους οποίους ο λόγος μπορεί να κατευθύνει τον νου και την ψυχή τους, τις αρχές για το πώς μπορεί κανείς να ζήσει με αξιοπρέπεια που προσδίδει κύρος (De oratore 1.85-87). Από μια άποψη όμως θα μπορούσε κάποιος να δει τη θεωρία του ως μια επιστροφή στο σοφιστικό παιδαγωγικό ιδεώδες. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος του είναι μια επανένωση της ρητορικής με τη φιλοσοφία, τον χωρισμό των οποίων αποδίδει στον Σωκράτη - για τους σοφιστές η ενότητα ήταν αυτονόητη (De oratore 3.60, 3.72). Αν μάλιστα ο Πλάτωνας υποτάσσει τη ρητορική στη φιλοσοφία, ο Κικέρωνας υποβιβάζει τη φιλοσοφία σε υπηρέτρια της ρητορικής.
Οι Partitiones oratoriae (Διαιρέσεις της ρητορικής) είναι ένα διδακτικό εγχειρίδιο που ο Κικέρωνας συνέγραψε πιθανότατα το 54 π.Χ. Το έργο ακολουθεί τον τύπο της κατηχήσεως, είναι δηλαδή γραμμένο με τη μορφή των ερωταποκρίσεων, όπου όμως, αντίθετα προς τα αναμενόμενα, τις ερωτήσεις θέτει ο μαθητής και απαντά σε αυτές ο δάσκαλος. Το έργο αρθρώνεται, με την εξαίρεση του προοιμίου (1-2), σε τρία μέρη: στο πρώτο γίνεται λόγος για τα έργα του ρήτορα (de vi oratoris, 3-26), στο δεύτερο για τα μέρη του ίδιου του λόγου (orationis praecepta, 27-60), στο τρίτο παρουσιάζεται η διδασκαλία για το θέμα του λόγου (de quaestione, 61-138). Ακολουθεί ο επίλογος (139-140).
Στα επόμενα τρία χρόνια το ενδιαφέρον του συγγραφέα στρέφεται σε συγγράμματα πολιτικής θεωρίας και θεωρίας του δικαίου. Μέσα στο διάστημα 54 έως 51 π.Χ. συντάσσει το De re publica (Περί της πολιτείας), όπου καταθέτει την πεμπτουσία της πολιτικής του θεωρίας. Ο Κικέρωνας προσφέρει εδώ μια ιδανική εικόνα της ρωμαϊκής πολιτείας. Η ισχυρή παντοκράτειρα Ρώμη παρουσιάζεται ως έκφραση και δραστική ιστορική πραγμάτωση της δικαιοσύνης και της ύψιστης ευτυχίας που οι θεοί όρισαν ως προορισμό των ανθρώπων. Σε παράλληλο πιθανόν διάστημα ο Κικέρωνας συντάσσει το έργο του De legibus (Περί των νόμων) ακολουθώντας ρητά τους Νόμους του Πλάτωνα ως πρότυπο. Έχουμε εδώ μια πρώτη μετά τη Δωδεκάδελτο κωδικοποίηση των διαφόρων μορφών του ρωμαϊκού δικαίου.
Το 46 π.Χ., μετά τις ταραχές και τις προσωπικές περιπέτειες που του επιφύλαξε η περίοδος του εμφυλίου μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου, συντάσσει το έργο Brutus (Βρούτος). Πρόκειται για μια ιστορία της ρωμαϊκής ρητορείας. Ο συγγραφέας διακρίνει πέντε περιόδους: μετά τους αρχαιότερους ρωμαίους ρήτορες (της πρώτης περιόδου, 52-60) ακολουθούν ο Κάτων ο Πρεσβύτερος και οι σύγχρονοί του (61-96)· η τρίτη περίοδος σηματοδοτείται από τη ρητορεία των Γράκχων (96-126). Ακολουθεί η γενιά του Κράσσου και του Αντωνίου (127-228) και τέλος ο ίδιος ο Κικέρωνας, ο Ορτήνσιος και οι σύγχρονοί τους (228-329). Εδώ αναφέρεται στη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ρωμαϊκό πολίτευμα, όπου πια δεν υπάρχει ελεύθερη έκφραση. Μάλιστα με απόλυτη αυτοπεποίθηση παρουσιάζει τους δικούς του λόγους ως το σημείο ακμής της ρητορείας στο ελεύθερο ρωμαϊκό κράτος.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς συντάσσεται ο Orator(Ο Ρήτορας) με θέμα το ύφος του ρητορικού λόγου και τη σημασία του ρυθμού στον πεζό λόγο. Ο συγγραφέας αποκρούει εδώ τις επιθέσεις των αττικιστών για το δικό του ρητορικό ύφος και υποστηρίζει ότι ο τέλειος ρήτορας θα πρέπει να έχει φιλοσοφική παιδεία και να χειρίζεται και τις τρεις μορφές ύφους: genus tenue (ἰσχνόν), genus medium (μέσον), genus grande (μεγαλοπρεπές). Η πολεμική εναντίον των ακραίων αττικιστών συνεχίζεται και στο έργο De optimo genere oratorum (Περί του αρίστου είδους ρητόρων, που συντάσσεται ίσως το 46 π.Χ.) - εδώ προβάλλεται ως πρότυπο ύφους ο Δημοσθένης και όχι ο Λυσίας· πρόκειται για μια εισαγωγή στις μεταφράσεις του λόγου του Δημοσθένη Περὶ τοῦ στεφάνου και στον αντίστοιχο λόγο του Αισχίνη. Το 44 π.Χ. ο Κικέρωνας συντάσσει, κατά τη διάρκεια, όπως αναφέρει, ενός ταξιδιού, τα Topica, ακόμη ένα έργο με θέμα την εύρεση των αποδείξεων. Στα ρητορικά συγγράμματα θα μπορούσε να ενταχθεί και το έργο Paradoxa Stoicorum(46 π.Χ.), που ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει parvum opusculum («μικρό εργάκι») και το απευθύνει στο Μ. Βρούτο. Εδώ πραγματεύεται ρητορικά θέσεις των Στωικών που έρχονται σε αντίθεση με τη γενική αντίληψη (contra opinionem omnium: prooem. 4).
To 46 και το 45 είναι για τον Κικέρωνα χρονιές προσωπικών και οικογενειακών περιπετειών, με αποκορύφωμα τον θάνατο της κόρης του Τ(ο)υλλίας. Αναζητά παρηγοριά στη φιλοσοφία και συντάσσει μια προσωπική παραμυθία για την απώλεια του αγαπημένου προσώπου. Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα στις Ειδούς του Μαρτίου (15 Μαρτίου) του 44 π.Χ., ο Κικέρωνας αφοσιώνεται ως υποστηρικτής της ρωμαϊκής Δημοκρατίας στον αγώνα εναντίον του Αντωνίου. Οι Φιλιππικοί του λόγοι (Philippicae), τους οποίους συντάσσει ακολουθώντας ως πρότυπο τους Κατὰ Φιλίππου λόγους του Δημοσθένη, διακρίνονται για την ιδιαίτερα αυστηρή τους γλώσσα. Ο Αντώνιος σε συνεργασία με τον Οκταβιανό θα συμπεριλάβει το όνομα του αντιπάλου του, του λαμπρότερου ρήτορα της Ρώμης, στις προγραφές (proscriptiones). Το 43 π.Χ. ο Κικέρωνας αποκεφαλίζεται από τους διώκτες του. Το κεφάλι και τα χέρια του εκτίθενται με εντολή του Αντωνίου στο ρωμαϊκό Φόρουμ (Forum Romanum).
Ασιανισμός και αττικισμός
Γύρω στα μέσα του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα αναπτύσσεται στη Ρώμη μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κριτική συζήτηση για το ύφος του έντεχνου πεζού λόγου. Πρωταγωνιστούν σε αυτή από τη μια οι υποστηρικτές της λιτής διατύπωσης, με πρότυπα τους αττικούς ρήτορες του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. και κυρίως τον Λυσία, γνωστό για το απλό και καθαρό ύφος του -ο Κικέρωνας τους ονομάζει «αττικούς»/«αττικιστές» (attici). Εισηγητής του αττικισμού πιστεύεται πως ήταν ο Απολλόδωρος από την Πέργαμο (1ος αι. π.Χ.), δάσκαλος του Οκταβιανού Αυγούστου. Σε αυτόν αποδίδεται μια Ρητορική τέχνη, έργο που δεν έχει διασωθεί. Ίσως μάλιστα εδώ να προτεινόταν ο κανόνας των δέκα πιο δόκιμων αττικών ρητόρων, που θα έπρεπε να αναγνωριστούν ως πρότυπα - και από την άλλη οι αντίπαλοί τους, ο ρήτορας Hortensius (Ορτήνσιος) και ο ίδιος ο Κικέρωνας, που χαρακτηρίζονται από τους «αττικιστές» ως «ασιανοί»/«ασιατικοί» (asiani, asiatici). Μάλιστα, αν και κείμενα των πρώτων ελλήνων αττικιστών εντοπίζονται μόλις στους χρόνους του Αυγούστου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να γεννήθηκε το συγκεκριμένο ρεύμα πολύ νωρίτερα και μάλιστα σε ελληνόφωνο χώρο. Άλλωστε κιόλας από τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου είχε εκδηλωθεί στον ελλαδικό χώρο μια στροφή στα κλασικά πρότυπα του παρελθόντος. Από αυτή την άποψη ο αττικισμός του 1ου αι. π.Χ. δεν ήταν παρά η ενίσχυση αυτής της προϋπάρχουσας κλασικιστικής τάσης. Άλλωστε οι Έλληνες συνήθιζαν πάντοτε να μιμούνται τα υψηλά πρότυπα του παρελθόντος, ενώ κιόλας οι ρήτορες του 4ου αι. εντόπιζαν στη ρητορεία του 5ου αι. παραδείγματα προς μίμησιν.
Η ιδέα του απλού και λιτού ύφους, που έχει πράγματι ελληνικές καταβολές και την οποία πρέσβευαν οι αττικιστές, οδήγησε κάποιους από αυτούς (ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Ιούλιος Καίσαρας) στην αντίληψη ότι τα λατινικά χρειάζονται ένα είδος «κάθαρσης» από γλωσσικά στοιχεία, έτσι ώστε και η Ρώμη, η νέα κοσμοκράτειρα, να αποκτήσει τη δική της τέλεια γλώσσα, όπως θα άξιζε στη θέση και τις φιλοδοξίες μιας ηγέτιδας πόλης. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο αττικισμός στη Ρώμη εμπνέεται από τα ελληνικά πρότυπα, υποστηρίζει την καθαρή «λατινικότητα» και, επομένως, βρίσκεται σε σύγκρουση με την «υπερ-ελληνίζουσα» τάση πολλών συγγραφέων.
Οι όροι αττικισμός και ασιανισμός που χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό των τάσεων που αναπτύσσονται κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν παραδίδονται από αρχαίες πηγές και είναι νεότερης κοπής. Ειδικά ο όρος asianus («ασιανός», «ασιατικός»), που έχει προφανή ελληνική ρίζα -το ίδιο ισχύει και για τον αντίθετό του atticus («αττικός»)-, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ρήτορες και ρητοροδιδάσκαλους που δραστηριοποιούνταν σε μεγάλες πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας (την Έφεσο, την Πέργαμο κ.ά.) και καλλιεργούσαν ένα υπερβολικά ανθηρό ύφος. Ο όρος asiaticus έχει αυτή την ιδιαίτερη σημασία στα έργα του Κικέρωνα Brutus και Orator (46 π.Χ.· genus asiaticum orationis, asiatici rhetores), όχι όμως σε προηγούμενο έργο του (De Oratore, 56/55 π.Χ.), όπου φαίνεται πως χρησιμοποιείται ακόμη ως γεωγραφικός όρος (3.43). Γενικά την εποχή του De Oratore ο Κικέρωνας δεν φαίνεται να έχει υπόψη του την κίνηση των «αττικιστών», που διακρινόταν από τη χρήση σύντομων και εντυπωσιακών -ως προς τη μεταφορική τους σημασία, τα λεκτικά τους παιχνίδια και τον ρυθμό τους- φράσεων. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός φαίνεται μάλιστα πως αξιοποιεί ταυτόχρονα και την αποστροφή των Ρωμαίων προς την ανατολική ρωμαϊκή επαρχία ως έδρα της υπερβολής και της ακολασίας, μιας τρυφηλής και θηλυπρεπούς ηδυπάθειας.
Ως αρχηγέτης των ασιανών αναγνωρίζεται ο ρητοροδιδάσκαλος και ιστορικός Ηγησίας από τη Μαγνησία (περ. 300 π.Χ., Στράβων, Γεωγραφικά 14.1.41, Κικέρων, Epistulae ad Atticum 12.6, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων 4.27-28 Usener-Radermacher) - οι απαρχές λοιπόν αυτής της τάσης ανάγονται στο τέλος του 4ου αι. και τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ηγησίας θεωρούσε τον εαυτό του μιμητή του Λυσία (Κικέρων, Orator 67.226). Γενικά οι εκπρόσωποι του ασιανού ύφους δεν χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ μια ενιαία και ανεξάρτητη ασιανή σχολή με συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Βασικός εκπρόσωπος των αττικιστών είναι, κατά τη μαρτυρία του Κικέρωνα (Brutus 81.284), ο C. Licinius Calvus, φίλος του «νεωτερικού» ποιητή Κάτουλλου, και ο M. Iunius Brutus, ο κατοπινός δολοφόνος του Καίσαρα· ο τελευταίος ακολουθούσε επίσης την ίδια τάση. Άλλωστε σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ο αττικισμός, τουλάχιστον αυτής της περιόδου, συνδέεται με τη «νεωτερική» ποιητική κίνηση που αναπτύχθηκε στη Ρώμη κυρίως από τον Κάτουλλο και ακολουθούσε ως πρότυπο τη λόγια πρώιμη ελληνιστική ποίηση κατά τον τρόπο του Καλλίμαχου. Ωστόσο, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, θερμός αττικιστής του τέλους του 1ου αι. π.Χ., φαίνεται να απορρίπτει τόσο τον ασιανικό στόμφο όσο και το αυχμηρό ύφος της ελληνιστικής ποίησης που επιδιώκει να εντυπωσιάσει με τις σπάνιες και εξεζητημένες λέξεις.
Μια σειρά από μαρτυρίες προσφέρουν μια πιο ζωντανή εικόνα της αντιπαράθεσης: Κατά τον Κοϊντιλιανό οι αττικιστές κατηγορούσαν τον Κικέρωνα «ως πομπώδη και ασιανό και πληθωρικό και υπερβολικό στις επαναλήψεις και κάποτε ψυχρό στα αστεία και αδύναμο στη σύνθεση, φλύαρο και σχεδόν γυναικωτό στην έκφραση». (Institutio oratoria 12.10.12). Ο Κικέρωνας απάντησε στις κατηγορίες που δέχτηκε στρέφοντας τα βέλη του και προς τα δύο άκρα.
Ενάντια στους ρωμαίους αττικιστές αναφέρει τα εξής: 1) Αναγνωρίζουν μόνον έναν τύπο ρητορικού ύφους ως γνήσια αττικό, τον λιτό. Στην πραγματικότητα όμως οι σπουδαιότεροι αττικοί ρήτορες προσφέρουν μια ποικιλία τύπων και επιπέδων ύφους. Επομένως, «αττικό» δεν είναι μόνο το λιτό ύφος. 2) Η θέση των αττικιστών εξηγείται από την αδυναμία τους να πετύχουν άλλα επίπεδα ύφους. 3) Οι αττικιστές δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον του κοινού, αντιμετωπίστηκαν μάλιστα με χλεύη. Ο ρήτορας όμως οφείλει να αποδίδει κύρος κριτηρίου ποιότητας του έργου του στη δημόσια αναγνώριση.
Επιπλέον διακρίνει δύο είδη ασιατικού ύφους και διατύπωσης (generaasiaticae dictionis): το ένα επισφραγίζει ο πλούτος των κομψών γνωμικών, που δεν φανερώνουν τόσο ευφυΐα όσο χάρη στη μορφή, καθώς διέπονται από ρυθμό και εξωτερική συμμετρία, το δεύτερο ο χειμαρρώδης λόγος και η εκζήτηση στην επιλογή πνευματωδών λέξεων που λειτουργούν σαν εντυπωσιακά στολίδια. Ο Ορτήνσιος (Hortensius) κατάφερνε να συνδυάσει και τους δύο αυτούς τύπους. Ωστόσο, τόσο στον Βρούτο (Brutus) όσο και στο έργο του Ο ρήτορας (Orator) ο Κικέρωνας αποστασιοποιείται από τα λάθη και τις κακόγουστες επιλογές των ασιατικών ρητόρων (asiatici oratores). Τους αποδίδει μάλιστα επικριτικά υπερβολική πληθώρα λέξεων και υποστηρίζει ότι ο ρήτορας θα πρέπει να αποφεύγει τον κομπασμό που χαρακτηρίζει κάποιους ρήτορες της Ανατολής - ορισμένους από αυτούς είχε την ευκαιρία να τους γνωρίσει κατά την παραμονή του στη Ρόδο και την Αθήνα (79-77 π.Χ.). Λείπει, υποστηρίζει, από τους ρήτορες της Καρίας, της Φρυγίας, της Μυσίας η κομψότητα· ο λόγος τους διακρίνεται από «πάχος» (opimum)· η ὑπόκρισίς τους (ο τρόπος εκφώνησης του λόγου) θυμίζει τραγούδι, ιδιαιτέρως όταν φτάνουν στον επίλογο· άλλοι συνηθίζουν, εσφαλμένα, να κατακερματίζουν τον λόγο σε μικρότερα τμήματα, στα οποία δίνουν στη συνέχεια συχνά εξεζητημένο ρυθμό.
Στα 46 με 45 ο Κικέρωνας αναφέρεται επικριτικά στις θέσεις των αττικιστών με τρόπο που αποδεικνύει ότι έχουν ήδη γευτεί τη γενική αποδοκιμασία (Orator 67.226, Brutus 84.289), ενώ ο Κοϊντιλιανός μιλά, μέσα στον 1ο αι. μ.Χ., για τη «γνωστή αρχαία διάκριση ανάμεσα σε αττικούς και ασιανούς» (Institutio oratoria 12.10.16) σα να πρόκειται όχι για ένα επίκαιρο θέμα αλλά για μια ιστορική ανάμνηση. Σε κάθε περίπτωση, ο όρος «ασιανός» επιβιώνει και σε μεταγενέστερους χρόνους - ο Πλούταρχος κάνει λόγο για τον ἀσιανόν ζῆλον (εννοεί το ασιατικό ύφος) των λόγων του Αντωνίου (Ἀντώνιος 2.8). Είναι άλλωστε γεγονός ότι στα χρόνια του Αυγούστου ο αττικισμός γενικεύεται ως κίνημα-ρεύμα (με σημαντικότερους εκπροσώπους τον Καικίλιο από την Καλή Ακτή και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα). Πρόκειται όμως για μια δεύτερη περίοδο αυτής της κίνησης: ως πρότυπο προβάλλεται τώρα η ελληνική αττική λογοτεχνία στο σύνολό της (και όχι μόνο οι εκπρόσωποι του λιτού και απλού ύφους). Βεβαίως, και οι αττικιστές αυτής της δεύτερης φάσης απορρίπτουν το ασιανό ύφος, παρά το γεγονός ότι η αντιπαράθεσή τους με τους εκπροσώπους του έχει πια υποχωρήσει.
Από τα χρόνια του Αυγούστου και μετά ο αττικισμός στην ελληνόφωνη περιοχή οδηγεί στη γέννηση μιας σειράς λεξικών όπου λέξεις της κοινής, που είχε επικρατήσει ως η ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα της εποχής, εμφανίζονται δίπλα σε συνώνυμες λέξεις από την αττική διάλεκτο του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., που αναγνωρίζονται ως οι μόνες κατάλληλες για να χρησιμοποιηθούν από όποιον επιθυμεί να γράψει σε ορθά ελληνικά. Βεβαίως και στο λατινόφωνο περιβάλλον υπάρχει κιόλας στα χρόνια του Κικέρωνα μια παράδοση που απαιτεί από τη γλώσσα καθαρότητα και η οποία εκπροσωπείται κυρίως από τους λογοτεχνικά καλλιεργημένους αναγνώστες. Η τάση αυτή ανανεώνεται στα χρόνια έξαρσης του ρωμαϊκού αττικισμού. Το πρώτο δείγμα της είναι το έργο του Καίσαρα De analogia. Κάποια από αυτά τα λεξικά λειτουργούν ως εγχειρίδια υποστήριξης της μελέτης των αρχαίων αττικών ρητόρων (όπως το Λεξικὸν τῶν δέκα ῥητόρων του Βαλέριου Αρποκρατίωνα, 2ος αι. μ.Χ.).
Από τον 1ο αι. μ.Χ. το κικερώνειο ύφος αποτελεί πρότυπο για τον έντεχνο πεζό λόγο στη λατινόφωνη Δύση. Στον κανόνα των ρωμαίων ρητόρων που παραδίδει ο ιστορικός Velleius Paterculus (Βελλήιος Πατέρκουλος, 1ος αι. μ.Χ.), οι αττικιστές και όσοι βρίσκονται κοντά τους παίρνουν τη θέση τους δίπλα στον Κικέρωνα (Historiae 2.36). Οι όροι «αττικός» και «ασιατικός» εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν δύο αντίθετους τύπους ρητορικού ύφους (το απλό και το πομπώδες αντίστοιχα), χωρίς όμως να παραπέμπουν πια στην παλιά διαμάχη του 1ου αι. π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου