156. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΣ [156.1] λέων καὶ ὄνος κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους σπεισάμενοι ἐξῆλθον ἐπὶ θήραν. γενομένων δὲ αὐτῶν κατά τι σπήλαιον, ἐν ᾧ ἦσαν ἄγριαι αἶγες, ὁ μὲν λέων πρὸ τοῦ στομίου στὰς ἐξιούσας ‹τὰς αἶγας› παρετηρεῖτο, ὁ δὲ εἰσελθὼν ἐνήλατό τε αὐταῖς καὶ ὠγκᾶτο ἐκφοβεῖν βουλόμενος. τοῦ δὲ λέοντος τὰς πλείστας συλλαβόντος ἐξελθὼν ἐκεῖνος ἐπυνθάνετο αὐτοῦ, εἰ γενναίως ἠγωνίσατο καὶ τὰς αἶγας εὖ ἐδίωξεν. ὁ δὲ εἶπεν· «ἀλλὰ εὖ ἴσθι, ὅτι κἀγὼ ἄν σε ἐφοβήθην, εἰ μὴ ᾔδειν σε ὄνον ὄντα».
οὕτως οἱ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἀλαζονευόμενοι εἰκότως γέλωτα ὀφλισκάνουσι.
157. ΛΗΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΚΑΜΙΝΟΣ
[157.1] λῃστὴς ἐν ὁδῷ τινα ἀποκτείνας ἐπειδὴ ὑπὸ τῶν παρατυχόντων ἐδιώκετο, καταλιπὼν αὐτὸν ᾑμαγμένος ἔφυγε. τῶν δὲ ἄντικρυς ὁδευόντων πυνθανομένων αὐτοῦ, τίνι μεμολυσμένας ἔχει τὰς χεῖρας, ἔλεγεν ἀπὸ συκαμίνου καταβεβηκέναι. καὶ ὡς ταῦτα ἔλεγεν, οἱ διώκοντες αὐτὸν ἐπελθόντες καὶ συλλαβόμενοι εἴς τινα συκάμινον αὐτὸν ἐσταύρωσαν. ἡ δὲ συκάμινος ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκ ἄχθομαι πρὸς τὸν σὸν θάνατον ὑπηρετοῦσα· καὶ γάρ, ὃν αὐτὸς φόνον ἀπειργάσω, τοῦτον εἰς ἐμὲ ἀπεμάττου».
οὕτω πολλάκις καὶ οἱ φύσει χρηστοί, ὅταν ὑπό τινων ὡς φαῦλοι διαβάλλωνται, κατ᾽ αὐτῶν πονηρεύεσθαι οὐκ ὀκνοῦσι.
158. ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΑ
[158.1] λύκοι ἐπιβουλεύοντες ποίμνῃ προβάτων ἐπειδὴ οὐκ ἠδύναντο αὐτῶν περιγενέσθαι διὰ τοὺς φυλάσσοντας αὐτὰ κύνας, ἔγνωσαν δεῖν διὰ δόλου τοῦτο πρᾶξαι. καὶ πέμψαντες πρέσβεις ἐξῄτουν παρ᾽ αὐτῶν τοὺς κύνας λέγοντες, ὡς ἐκεῖνοι τῆς ἔχθρας αἴτιοί εἰσι καί, εἰ ἐγχειρίσουσιν αὐτούς, εἰρήνη μεταξὺ αὐτῶν γενήσεται. τὰ δὲ πρόβατα μὴ προορώμενα τὸ μέλλον ἐξέδωκαν τοὺς κύνας. καὶ οἱ λύκοι περιγενόμενοι ἐκείνων ῥᾳδίως τὴν ποίμνην ἀφύλακτον οὖσαν διέφθειραν.
οὕτω καὶ τῶν πόλεων αἱ τοὺς δημηγόρους ῥᾳδίως προδιδοῦσαι λανθάνουσι καὶ αὐταὶ ταχέως πολεμίοις χειρούμεναι.
159. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΠΠΟΣ
[159.1] λύκος κατά τινα ἄρουραν ὁδεύων κριθὰς εὗρε· μὴ δυνάμενος δὲ αὐταῖς τροφῇ χρήσασθαι καταλιπὼν ἀπῄει. ἵππῳ δὲ συντυχὼν τοῦτον ἐπὶ τὴν ἄρουραν ἐπήγαγε λέγων, ὡς εὑρὼν κριθὰς αὐτὸς μὲν οὐκ ἔφαγεν, αὐτῷ δὲ ἐφύλαξεν, ἐπεὶ καὶ ἡδέως αὐτοῦ τὸν ψόφον τῶν ὀδόντων ἀκούει. καὶ ὁ ἵππος ὑποτυχὼν εἶπεν· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, εἰ λύκοι κριθῶν τροφῇ χρῆσθαι ἠδύναντο, οὐκ ἄν ποτε τὰ ὦτα τῆς γαστρὸς προέκρινας».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φύσει πονηροί, κἂν χρηστότητα ἐπαγγέλλωνται, οὐ πιστεύονται.
160. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΑΡΗΝ
[160.1] λύκος θεασάμενος ἄρνα ἀπό τινος ποταμοῦ πίνοντα τοῦτον ἠβουλήθη μετ᾽ εὐλόγου αἰτίας καταθοινήσασθαι. διόπερ στὰς ἀνωτέρω ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὡς θολοῦντα τὸ ὕδωρ καὶ πίνειν αὐτὸν μὴ ἐῶντα. τοῦ δὲ λέγοντος, ὡς ἄκροις τοῖς χείλεσι πίνει καὶ ἄλλως οὐ δυνατὸν αὐτῷ ἑστῶτι κατωτέρω ἐπάνω ταράσσειν τὸ ὕδωρ, ὁ λύκος ἀποτυχὼν ταύτης τῆς αἰτίας ἔφη· «ἀλλὰ πέρυσι τὸν πατέρα μου ἐλοιδόρησας». εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν· «ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν εὐπορῇς, ἐγώ σε οὐ κατέδομαι;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἷς ἡ πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ᾽ αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει.
***
156. Το λιοντάρι και ο γάιδαρος.
[156.1] Μια φορά και έναν καιρό το λιοντάρι και ο γάιδαρος έκλεισαν αμοιβαία συμφωνία συνεργασίας και βγήκαν μαζί για κυνήγι. Με τα πολλά, έφτασαν μπροστά σε ένα σπήλαιο όπου μέσα έμεναν κάτι αγριοκάτσικα. Τότε το λιοντάρι στάθηκε μπροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς και παραφύλαγε πότε θα βγουν οι κατσίκες, ενώ ο γάιδαρος μπήκε μέσα και βάλθηκε να γκαρίζει και να τις κλοτσάει, για να τις φοβίσει και να τρέξουν έξω. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, το λιοντάρι τσάκωσε τις πιο πολλές. Ύστερα από λίγο βγήκε έξω και ο γάιδαρος και ρωτούσε τον σύντροφό του πώς του φάνηκαν τα κατορθώματά του: «Τί λες, δεν έδειξα θάρρος στον αγώνα; Δεν τα κατάφερα ωραία να τις τρέψω σε φυγή τις κατσίκες;». Και το λιοντάρι τον διαβεβαίωσε: «Μα φυσικά, θέλει και ρώτημα; Εδώ ακόμη και εγώ κόντεψα να σε φοβηθώ, και ας ήξερα ότι δεν είσαι παρά ένας γάιδαρος».
Έτσι συμβαίνει γενικά: Όσοι πάνε να κάνουν τον καμπόσο σε εκείνους που ξέρουν καλύτερα, φυσικά γίνονται καταγέλαστοι.
157. Ο ληστής και η συκομουριά.
[157.1] Ήταν ένας ληστής που σκότωσε κάποιον στη δημοσιά και τον πήραν στο κυνήγι οι περαστικοί που έτυχε να βρίσκονται τριγύρω. Ο φονιάς, λοιπόν, παράτησε το πτώμα και το έβαλε στα πόδια όπως ακριβώς ήταν, βουτηγμένος στα αίματα. Φυσικά, οι άνθρωποι που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, απαντώντας τον στον δρόμο, τον ρωτούσαν πώς λερώθηκαν έτσι τα χέρια του. Εκείνος τότε ισχυριζόταν πως είχε σκαρφαλώσει σε μια συκομουριά και κατέβηκε. Πάνω όμως που το εξηγούσε αυτό, τον πρόφτασαν οι διώκτες του και τον έπιασαν. Μια και δυο, τον πήγαν και τον σταύρωσαν πάνω σε κάποια συκομουριά. Ξέρετε λοιπόν τί του είπε αυτό το δέντρο; «Να είσαι βέβαιος, εγώ το χάρηκα πολύ που έγινα συνεργός στον θάνατό σου. Δεν ντράπηκες βρε, το φονικό που διέπραξες εσύ να το πασαλείψεις πάνω μου;».
Έτσι συμβαίνει συχνά: Όσοι είναι εκ φύσεως ενάρετοι, αν κάποιος τους συκοφαντήσει και τους παρουσιάσει για αχρείους, δεν διστάζουν να τον εκδικηθούν με κακία.
158. Οι λύκοι και τα πρόβατα.
[158.1] Ήταν κάτι λύκοι που έβαλαν στο μάτι ένα κοπάδι πρόβατα, πλην όμως δεν μπορούσαν να τα πάρουν στην κατοχή τους εξαιτίας των σκυλιών που τα φύλαγαν. Σκέφτηκαν λοιπόν να ενεργήσουν με δόλο. Μια και δυο, έστειλαν αντιπροσωπεία στα πρόβατα και τους υπέβαλαν αίτημα να παραδοθούν τα σκυλιά στα χέρια των λύκων, με το αιτιολογικό ότι αυτά ακριβώς τα σκυλιά είναι που ευθύνονται για την έχθρα μεταξύ λύκων και προβάτων. Αν λοιπόν παραδοθούν οι αίτιοι, θα επικρατήσει ειρήνη ανάμεσα στα δύο γένη. Τα πρόβατα, φυσικά, δεν πρόβλεψαν τίποτε από όσα επρόκειτο να συμβούν και παρέδωσαν ευχαρίστως τους σκύλους. Ύστερα από αυτό, οι λύκοι έβαλαν εύκολα στο χέρι το κοπάδι, αφού είχε απομείνει αφύλακτο, και κατασπάραξαν τα ζώα.
Έτσι συμβαίνει και στις διακρατικές σχέσεις: Αν ένα κράτος παραδώσει στον εχθρό τους πολιτικούς που μιλούν για το καλό του λαού, πολύ σύντομα, προτού καν το καταλάβει, θα καταντήσει υποχείριο των εχθρικών δυνάμεων.
159. Ο λύκος και το άλογο.
[159.1] Ήταν ένας λύκος που τριγυρνούσε μέσα σε κάποιο χωράφι και βρήκε λίγο κριθάρι. Δεν μπορούσε, βέβαια, να φάει τέτοια τροφή, γι᾽ αυτό το παράτησε και έφυγε. Μετά από λίγο, όμως, συνάντησε στον δρόμο του το άλογο. Το πήρε, λοιπόν, να το οδηγήσει στο χωράφι, και στον δρόμο όλο του έλεγε για το κριθάρι, που το βρήκε ο ίδιος αλλά δεν το έφαγε, παρά το φύλαξε για τον φίλο του το άλογο. «Και ξέρεις», συμπλήρωνε, «γιατί σου κάνω τέτοια χάρη; Επειδή είναι τόσο μεγάλη η απόλαυσή μου άμα ακούω τα δόντια σου να κροταλίζουν». Το άλογο, εντούτοις, δεν ξεγελάστηκε και του αποκρίθηκε: «Βρε μαλαγάνα, τί μου λες; Ας μπορούσαν οι λύκοι να φάνε κριθάρι, και θα σου έλεγα εγώ αν θα προτιμούσες ποτέ την τέρψη της ακοής από εκείνην της κοιλιάς».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι είναι εκ φύσεως αχρείοι, ακόμη και αν κάνουν τους καλούς, κανένας δεν τους πιστεύει.
160. Ο λύκος και το αρνάκι.
[160.1] Μια φορά ο λύκος έβαλε στο μάτι ένα αρνάκι, που το είδε να πίνει νερό στην όχθη του ποταμού. Ήθελε βέβαια να το καταβροχθίσει, και έψαχνε κάποια εύλογη πρόφαση για αυτό. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στάθηκε στην όχθη, λίγο πιο πάνω από το ζώο, και του έκανε παράπονα, ότι τάχα λερώνει τα νερά και δεν τον αφήνει να πιει ο ίδιος. Το αρνάκι όμως δικαιολογήθηκε ότι ίσα-ίσα που αγγίζει το νερό με τις άκρες των χειλιών του. «Εξάλλου», συμπλήρωσε, «εγώ στέκομαι και πίνω πιο κάτω από σένα, έτσι όπως είναι η φορά του ρεύματος. Πώς είναι δυνατόν να ανακατώνω τα νερά σε προηγούμενο σημείο του ποταμού;». Συνεπώς, το πρώτο πρόσχημα του λύκου πήγε στράφι, και αυτός αναγκάστηκε να βρει άλλη κατηγορία: «Καλά, όμως εσύ πέρυσι μου έβρισες τον πατέρα». Το καημένο το αρνάκι αποκρίθηκε τότε ότι πέρυσι τέτοιον καιρό δεν είχε καν γεννηθεί. Στο τέλος, λοιπόν ο λύκος ούρλιαξε: «Δεν μου λες, επειδή εσύ μπορείς και ξεφουρνίζεις τις δικαιολογίες με τη σέσουλα, εγώ θα πρέπει να χάσω το φαΐ μου;».
Το δίδαγμα του μύθου: Αν κάποιος είναι αποφασισμένος να πράξει το κακό, όσο καλά και να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, δεν πρόκειται να δώσει σημασία.
οὕτως οἱ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἀλαζονευόμενοι εἰκότως γέλωτα ὀφλισκάνουσι.
157. ΛΗΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΚΑΜΙΝΟΣ
[157.1] λῃστὴς ἐν ὁδῷ τινα ἀποκτείνας ἐπειδὴ ὑπὸ τῶν παρατυχόντων ἐδιώκετο, καταλιπὼν αὐτὸν ᾑμαγμένος ἔφυγε. τῶν δὲ ἄντικρυς ὁδευόντων πυνθανομένων αὐτοῦ, τίνι μεμολυσμένας ἔχει τὰς χεῖρας, ἔλεγεν ἀπὸ συκαμίνου καταβεβηκέναι. καὶ ὡς ταῦτα ἔλεγεν, οἱ διώκοντες αὐτὸν ἐπελθόντες καὶ συλλαβόμενοι εἴς τινα συκάμινον αὐτὸν ἐσταύρωσαν. ἡ δὲ συκάμινος ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκ ἄχθομαι πρὸς τὸν σὸν θάνατον ὑπηρετοῦσα· καὶ γάρ, ὃν αὐτὸς φόνον ἀπειργάσω, τοῦτον εἰς ἐμὲ ἀπεμάττου».
οὕτω πολλάκις καὶ οἱ φύσει χρηστοί, ὅταν ὑπό τινων ὡς φαῦλοι διαβάλλωνται, κατ᾽ αὐτῶν πονηρεύεσθαι οὐκ ὀκνοῦσι.
158. ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΑ
[158.1] λύκοι ἐπιβουλεύοντες ποίμνῃ προβάτων ἐπειδὴ οὐκ ἠδύναντο αὐτῶν περιγενέσθαι διὰ τοὺς φυλάσσοντας αὐτὰ κύνας, ἔγνωσαν δεῖν διὰ δόλου τοῦτο πρᾶξαι. καὶ πέμψαντες πρέσβεις ἐξῄτουν παρ᾽ αὐτῶν τοὺς κύνας λέγοντες, ὡς ἐκεῖνοι τῆς ἔχθρας αἴτιοί εἰσι καί, εἰ ἐγχειρίσουσιν αὐτούς, εἰρήνη μεταξὺ αὐτῶν γενήσεται. τὰ δὲ πρόβατα μὴ προορώμενα τὸ μέλλον ἐξέδωκαν τοὺς κύνας. καὶ οἱ λύκοι περιγενόμενοι ἐκείνων ῥᾳδίως τὴν ποίμνην ἀφύλακτον οὖσαν διέφθειραν.
οὕτω καὶ τῶν πόλεων αἱ τοὺς δημηγόρους ῥᾳδίως προδιδοῦσαι λανθάνουσι καὶ αὐταὶ ταχέως πολεμίοις χειρούμεναι.
159. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΠΠΟΣ
[159.1] λύκος κατά τινα ἄρουραν ὁδεύων κριθὰς εὗρε· μὴ δυνάμενος δὲ αὐταῖς τροφῇ χρήσασθαι καταλιπὼν ἀπῄει. ἵππῳ δὲ συντυχὼν τοῦτον ἐπὶ τὴν ἄρουραν ἐπήγαγε λέγων, ὡς εὑρὼν κριθὰς αὐτὸς μὲν οὐκ ἔφαγεν, αὐτῷ δὲ ἐφύλαξεν, ἐπεὶ καὶ ἡδέως αὐτοῦ τὸν ψόφον τῶν ὀδόντων ἀκούει. καὶ ὁ ἵππος ὑποτυχὼν εἶπεν· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, εἰ λύκοι κριθῶν τροφῇ χρῆσθαι ἠδύναντο, οὐκ ἄν ποτε τὰ ὦτα τῆς γαστρὸς προέκρινας».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φύσει πονηροί, κἂν χρηστότητα ἐπαγγέλλωνται, οὐ πιστεύονται.
160. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΑΡΗΝ
[160.1] λύκος θεασάμενος ἄρνα ἀπό τινος ποταμοῦ πίνοντα τοῦτον ἠβουλήθη μετ᾽ εὐλόγου αἰτίας καταθοινήσασθαι. διόπερ στὰς ἀνωτέρω ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὡς θολοῦντα τὸ ὕδωρ καὶ πίνειν αὐτὸν μὴ ἐῶντα. τοῦ δὲ λέγοντος, ὡς ἄκροις τοῖς χείλεσι πίνει καὶ ἄλλως οὐ δυνατὸν αὐτῷ ἑστῶτι κατωτέρω ἐπάνω ταράσσειν τὸ ὕδωρ, ὁ λύκος ἀποτυχὼν ταύτης τῆς αἰτίας ἔφη· «ἀλλὰ πέρυσι τὸν πατέρα μου ἐλοιδόρησας». εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν· «ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν εὐπορῇς, ἐγώ σε οὐ κατέδομαι;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἷς ἡ πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ᾽ αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει.
***
156. Το λιοντάρι και ο γάιδαρος.
[156.1] Μια φορά και έναν καιρό το λιοντάρι και ο γάιδαρος έκλεισαν αμοιβαία συμφωνία συνεργασίας και βγήκαν μαζί για κυνήγι. Με τα πολλά, έφτασαν μπροστά σε ένα σπήλαιο όπου μέσα έμεναν κάτι αγριοκάτσικα. Τότε το λιοντάρι στάθηκε μπροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς και παραφύλαγε πότε θα βγουν οι κατσίκες, ενώ ο γάιδαρος μπήκε μέσα και βάλθηκε να γκαρίζει και να τις κλοτσάει, για να τις φοβίσει και να τρέξουν έξω. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, το λιοντάρι τσάκωσε τις πιο πολλές. Ύστερα από λίγο βγήκε έξω και ο γάιδαρος και ρωτούσε τον σύντροφό του πώς του φάνηκαν τα κατορθώματά του: «Τί λες, δεν έδειξα θάρρος στον αγώνα; Δεν τα κατάφερα ωραία να τις τρέψω σε φυγή τις κατσίκες;». Και το λιοντάρι τον διαβεβαίωσε: «Μα φυσικά, θέλει και ρώτημα; Εδώ ακόμη και εγώ κόντεψα να σε φοβηθώ, και ας ήξερα ότι δεν είσαι παρά ένας γάιδαρος».
Έτσι συμβαίνει γενικά: Όσοι πάνε να κάνουν τον καμπόσο σε εκείνους που ξέρουν καλύτερα, φυσικά γίνονται καταγέλαστοι.
157. Ο ληστής και η συκομουριά.
[157.1] Ήταν ένας ληστής που σκότωσε κάποιον στη δημοσιά και τον πήραν στο κυνήγι οι περαστικοί που έτυχε να βρίσκονται τριγύρω. Ο φονιάς, λοιπόν, παράτησε το πτώμα και το έβαλε στα πόδια όπως ακριβώς ήταν, βουτηγμένος στα αίματα. Φυσικά, οι άνθρωποι που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, απαντώντας τον στον δρόμο, τον ρωτούσαν πώς λερώθηκαν έτσι τα χέρια του. Εκείνος τότε ισχυριζόταν πως είχε σκαρφαλώσει σε μια συκομουριά και κατέβηκε. Πάνω όμως που το εξηγούσε αυτό, τον πρόφτασαν οι διώκτες του και τον έπιασαν. Μια και δυο, τον πήγαν και τον σταύρωσαν πάνω σε κάποια συκομουριά. Ξέρετε λοιπόν τί του είπε αυτό το δέντρο; «Να είσαι βέβαιος, εγώ το χάρηκα πολύ που έγινα συνεργός στον θάνατό σου. Δεν ντράπηκες βρε, το φονικό που διέπραξες εσύ να το πασαλείψεις πάνω μου;».
Έτσι συμβαίνει συχνά: Όσοι είναι εκ φύσεως ενάρετοι, αν κάποιος τους συκοφαντήσει και τους παρουσιάσει για αχρείους, δεν διστάζουν να τον εκδικηθούν με κακία.
158. Οι λύκοι και τα πρόβατα.
[158.1] Ήταν κάτι λύκοι που έβαλαν στο μάτι ένα κοπάδι πρόβατα, πλην όμως δεν μπορούσαν να τα πάρουν στην κατοχή τους εξαιτίας των σκυλιών που τα φύλαγαν. Σκέφτηκαν λοιπόν να ενεργήσουν με δόλο. Μια και δυο, έστειλαν αντιπροσωπεία στα πρόβατα και τους υπέβαλαν αίτημα να παραδοθούν τα σκυλιά στα χέρια των λύκων, με το αιτιολογικό ότι αυτά ακριβώς τα σκυλιά είναι που ευθύνονται για την έχθρα μεταξύ λύκων και προβάτων. Αν λοιπόν παραδοθούν οι αίτιοι, θα επικρατήσει ειρήνη ανάμεσα στα δύο γένη. Τα πρόβατα, φυσικά, δεν πρόβλεψαν τίποτε από όσα επρόκειτο να συμβούν και παρέδωσαν ευχαρίστως τους σκύλους. Ύστερα από αυτό, οι λύκοι έβαλαν εύκολα στο χέρι το κοπάδι, αφού είχε απομείνει αφύλακτο, και κατασπάραξαν τα ζώα.
Έτσι συμβαίνει και στις διακρατικές σχέσεις: Αν ένα κράτος παραδώσει στον εχθρό τους πολιτικούς που μιλούν για το καλό του λαού, πολύ σύντομα, προτού καν το καταλάβει, θα καταντήσει υποχείριο των εχθρικών δυνάμεων.
159. Ο λύκος και το άλογο.
[159.1] Ήταν ένας λύκος που τριγυρνούσε μέσα σε κάποιο χωράφι και βρήκε λίγο κριθάρι. Δεν μπορούσε, βέβαια, να φάει τέτοια τροφή, γι᾽ αυτό το παράτησε και έφυγε. Μετά από λίγο, όμως, συνάντησε στον δρόμο του το άλογο. Το πήρε, λοιπόν, να το οδηγήσει στο χωράφι, και στον δρόμο όλο του έλεγε για το κριθάρι, που το βρήκε ο ίδιος αλλά δεν το έφαγε, παρά το φύλαξε για τον φίλο του το άλογο. «Και ξέρεις», συμπλήρωνε, «γιατί σου κάνω τέτοια χάρη; Επειδή είναι τόσο μεγάλη η απόλαυσή μου άμα ακούω τα δόντια σου να κροταλίζουν». Το άλογο, εντούτοις, δεν ξεγελάστηκε και του αποκρίθηκε: «Βρε μαλαγάνα, τί μου λες; Ας μπορούσαν οι λύκοι να φάνε κριθάρι, και θα σου έλεγα εγώ αν θα προτιμούσες ποτέ την τέρψη της ακοής από εκείνην της κοιλιάς».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι είναι εκ φύσεως αχρείοι, ακόμη και αν κάνουν τους καλούς, κανένας δεν τους πιστεύει.
160. Ο λύκος και το αρνάκι.
[160.1] Μια φορά ο λύκος έβαλε στο μάτι ένα αρνάκι, που το είδε να πίνει νερό στην όχθη του ποταμού. Ήθελε βέβαια να το καταβροχθίσει, και έψαχνε κάποια εύλογη πρόφαση για αυτό. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στάθηκε στην όχθη, λίγο πιο πάνω από το ζώο, και του έκανε παράπονα, ότι τάχα λερώνει τα νερά και δεν τον αφήνει να πιει ο ίδιος. Το αρνάκι όμως δικαιολογήθηκε ότι ίσα-ίσα που αγγίζει το νερό με τις άκρες των χειλιών του. «Εξάλλου», συμπλήρωσε, «εγώ στέκομαι και πίνω πιο κάτω από σένα, έτσι όπως είναι η φορά του ρεύματος. Πώς είναι δυνατόν να ανακατώνω τα νερά σε προηγούμενο σημείο του ποταμού;». Συνεπώς, το πρώτο πρόσχημα του λύκου πήγε στράφι, και αυτός αναγκάστηκε να βρει άλλη κατηγορία: «Καλά, όμως εσύ πέρυσι μου έβρισες τον πατέρα». Το καημένο το αρνάκι αποκρίθηκε τότε ότι πέρυσι τέτοιον καιρό δεν είχε καν γεννηθεί. Στο τέλος, λοιπόν ο λύκος ούρλιαξε: «Δεν μου λες, επειδή εσύ μπορείς και ξεφουρνίζεις τις δικαιολογίες με τη σέσουλα, εγώ θα πρέπει να χάσω το φαΐ μου;».
Το δίδαγμα του μύθου: Αν κάποιος είναι αποφασισμένος να πράξει το κακό, όσο καλά και να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, δεν πρόκειται να δώσει σημασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου