Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΒΟΛΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Σύντομη ιστορική αναδρομή στις απαρχές του Ελληνικού έθνους
 
Ο Ελλαδικός χώρος αποτελεί γεωγραφικά τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Η ποικιλόμορφη διάρθρωση του εδάφους, με τη συνεχή εναλλαγή ορεινής γης και θάλασσας, τα διάσπαρτα νησιά, το ήπιο κλίμα και οι περιορισμένοι φυσικοί πόροι επηρέασαν αναμφισβήτητα την ιστορική εξέλιξη του  Ελληνικού πνεύματος.
 
Είναι ασαφή τα στοιχεία για το πότε πρωτοεμφανίσθηκε ο άνθρωπος στον Eλληνικό χώρο. Ευρήματα λίθινων εργαλείων πιθανολογούν την ύπαρξη οικισμών από την Αρχαιότερη Παλαιολιθική [600000(;)-100000 π.Χ.] και με βεβαιότητα (άφθονα εργαλειακά κατάλοιπα, κρανίο Νεάντερταλ των Πετραλώνων) κατά τη Μέση Παλαιολιθική [100000-33000 π.Χ.]. Η έναρξη της Νεότερης Παλαιολιθικής [33000-8000 π.Χ.] σφραγίζεται από την τελειωτική εξαφάνιση του «Ανθρώπου του Νεάντερταλ» και την εμφάνιση του σύγχρονου «Έμφρονος» ανθρώπου, του Homo sapiens. Χαρακτηρίζεται συγχρόνως από μια ριζική τεχνολογική αλλαγή, την παραγωγή λεπίδων, που θα έχει καίριες συνέπειες στην περαιτέρω πνευματική και κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου. Οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν ότι ο “Σύγχρονος Άνθρωπος” ήλθε στην Ευρώπη από την Εγγύς Ανατολή και είναι πολύ πιθανόν η Ελλάς να υπήρξε ο χώρος διελεύσεως και διαμορφώσεώς του.

Κατά την 12η-10η χιλιετία π.Χ. συντελείται στην Εγγύς Ανατολή η “Παραγωγική Επανάσταση”, που θεωρείται ως ένα από τα σπουδαιότερα ορόσημα στην ιστορία της ανθρωπότητας: Ο άνθρωπος εγκαταλείπει σταδιακά τη θηρευτική ζωή και αρχίζει να ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ιδρύοντας μόνιμους οικισμούς. Η Ελλάς, λόγω της γεωγραφικής θέσεώς της, είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός χώρος που δέχεται κατά την 7η χιλιετία π.Χ. την θεμελιώδη αυτή αλλαγή. Δημιουργούνται οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί [Άργισσα, Σέσκλο, Σουφλί-Μαγούλα στη Θεσσαλία κ.ά.], όπου η πολιτιστική πρόοδος  [“Πολιτισμός του Σέσκλου”] μέχρι τη Μέση Νεολιθική Εποχή [5000-4000 π.Χ.] είναι εμφανής και επεκτείνεται και σε άλλους νησιωτικούς χώρους, όπως στην Κρήτη και στην Κύπρο, που αποκτούν αύξουσα σημασία στην επόμενη, Νεότερη Νεολιθική Περίοδο [4000-2800/2700 π.Χ.].
 
Ο “Πολιτισμός του Σάλιαγγου” [μικρού νησιού των Κυκλάδων], ο “Πολιτισμός του Διμηνίου” στη Θεσσαλία, αλλά και άλλα ευρήματα στην Ήπειρο, στη ΒΔ Μακεδονία και στη Θράκη της περιόδου αυτής παρουσιάζουν μια ανομοιογένεια σε σύγκριση με τους αμέσως προηγούμενους, γεγονός που οδηγεί σε υποθέσεις “εισβολής” και επηρεασμού από άλλους γειτονικούς χώρους, όπως π.χ. της Μικράς Ασίας. Η μικροπλαστική της νεολιθικής Ελλάδος μάς δίδει χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικής και της πνευματικής ζωής του ανθρώπου της εποχής αυτής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αποκρυφιστικό στοιχείο που εμφανίζεται σε άλλους γεωγραφικούς χώρους λείπει ολότελα εδώ.
 
Περί το 3000 π.Χ. συντελείται στην Εγγύς Ανατολή η “Επανάσταση των Άστεων”, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των  πρώτων μεγάλων “Πολιτισμών με γραφή”. Το δεύτερο αυτό ορόσημο στην ιστορία της ανθρωπότητας, που συμπίπτει με τη γενίκευση της χρήσης των μετάλλων  [Πρώιμη Χαλκοκρατία 2800/2700-1900 π.Χ.], σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας εποχής. Ο νέος πολιτισμός θα διεισδύσει στον Ελλαδικό χώρο και από αυτόν στην Ευρώπη μέσω των νήσων και των ακτών του Αιγαίου, δεχόμενος έτσι τη νησιώτικη αιγαιακή επίδραση. Κατά την εποχή αυτή αναπτύσσονται παράλληλα, υπό την επίδραση της Ανατολής και τοπικών στοιχείων, ο “Προανακτορικός Μινωικός Πολιτισμός” στην Κρήτη, ο “Πρωτοκυκλαδικός Πολιτισμός” στα νησιά του Αιγαίου και ο “Πρωτοελλαδικός Πολιτισμός” στην ηπειρωτική Ελλάδα, από τη Θράκη έως την Πελοπόννησο. Κατά το τέλος της Πρώιμης Χαλκοκρατίας εικάζεται ότι εμφανίζονται και οι πρώτες βάσεις της ενοποιήσεως του Ελληνικού Έθνους και πιθανώς της Ελληνικής γλώσσας, βάσεις απαλλαγμένες από την ανατολική δεσποτεία και θεοκρατία, φαινόμενο καθοριστικό για τη μετέπειτα εξέλιξη του Ελληνικού πνεύματος.
 
Κατά τη Μέση Χαλκοκρατία [1900-1600π.Χ.] η Κρήτη αναπτύσσει τον υψηλό “Παλαιοανακτορικό Πολιτισμό” [Κνωσός, Φαιστός, Μάλια], που διακόπτεται απότομα από καταστροφικό σεισμό περί το 1700 π.Χ. Ο “Μεσοκυκλαδικός Πολιτισμός” φαίνεται ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του Κρητικού και του “Μεσοελλαδικού Πολιτισμού” . Ο τελευταίος —σε αντίθεση προς τον Κρητικό— χαρακτηρίζεται από μια οπισθοδρόμηση για τα αίτια της οποίας διατυπώθηκαν πολλές θεωρίες. Σύμφωνα με την τελευταία και επικρατέστερη, η κάθοδος αγροτικών, Θεσσαλικών “Ελληνόγλωσσων” φύλων των “Πρωτοελλήνων”, έγινε υπό την πίεση άλλων, βορειότερων, πιθανώς «Ινδευρωπαϊκών», φύλων προς την Νότια Ελλάδα, επαναφέροντας τη χώρα στην κλειστή, γεωργική οικονομία, με πολλούς οικισμούς αλλά με κανένα πολιτιστικό κέντρο. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από την αρχαία παράδοση, που τοποθετεί την Ελληνική θεογονία και κοσμογονία στον Θεσσαλικό χώρο.
 
Την ολοσχερή καταστροφή περί το 1700 π.Χ. όλων των σημαντικών Κρητικών κέντρων διαδέχονται τρεις περίλαμπροι αιώνες [1700-1450 π.Χ.] “Νεοανακτορικού Πολιτισμού”, του πρώτου υψηλού πολιτισμού στον ευρωπαϊκό χώρο, που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη μεγάλων οικισμών γύρω από τα τρία νέα ανάκτορα: της Κνωσσού, της Φαιστού και της Ζάκρου. Κατά την εποχή αυτή , η Κρήτη καθίσταται θαλασσοκράτειρα, το εμπόριο ανθεί και ο δυναμισμός του νεοανακτορικού πολιτισμού τον οδηγεί στη μεγάλη ακμή και διάδοση στη γύρω περιοχή, γεγονός που συντελέσει, τρείς αιώνες αργότερα, στο κορύφωμα του “Μυκηναϊκού Πολιτισμού”.  Κατά την ίδια περίοδο, το κρητικό ιερογλυφικό σύστημα γραφής αντικαθίσταται σταδιακά από τη Μινωική Γραμμική Γραφή [Γραμμικό Σύστημα Α και Β]. Το τέλος του υψηλού αυτού Κρητικού Πολιτισμού υπήρξε ξαφνικό όσο και τραγικό: ο πολιτισμός καταστράφηκε γύρω στο 1500 π.Χ. από τα τεράστια παλιρροϊκά κύματα που προκάλεσε η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας.
 
Στη νοτιότερη ηπειρωτική Ελλάδα συντελείται κατά την Υστεροελλαδική Περίοδο [1600-1100 π.Χ.] η ανάπτυξη  από τους Αχαιούς του “Μυκηναϊκού Πολιτισμού”, που θα αποτελέσει και τη μεγαλύτερη πολιτισμική έξαρση κατά την Ελλαδική Χαλκοκρατία. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται από πνεύμα οργανωτικό και αγωνιστικό και είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τον υψηλό Μινωικό και εν μέρει Κυκλαδικό Πολιτισμό, τόσο που πολλοί [A.J.Evans κ.ά.] υποστήριξαν ότι η αναμόρφωσή του ήταν απόρροια μινωικού αποικισμού, θεωρία που δεν φαίνεται ότι ευσταθεί σήμερα. Άλλωστε, η πρόσφατη αποκρυπτογράφηση της Κρητομυκηναϊκής Γραφής του Γραμμικού Συστήματος Β κατέδειξε ότι η γλώσσα των μυκηναϊκών κέντρων ήταν η Ελληνική, ακόμη και αυτή των αρχείων της Κνωσού, γεγονός που υποδηλώνει την παράλληλη επίδραση που άσκησε ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός στον Μινωικό κατά την Υστερομινωική Περίοδο [1450-1380 π.Χ.].
 
Την Πρώιμη Μυκηναϊκή Φάση [1600-1500 π.Χ.] την χαρακτηρίζει η έξοδος από την απομόνωση. Διάφορες πόλεις, όπως οι Τίρυνς (Τίρυνθα), Πύλος, Αθήναι, Θήβαι, Ορχομενός, Ιωλκός, αλλά κυρίως οι Μυκήνες αναπτύσσουν το εμπόριο και τη ναυτιλία. Κατά τη Μέση Μυκηναϊκή Περίοδο [1500-1425 π.Χ.] , την κυρίως “Κρητομυκηναϊκή”, οι Μυκήνες αποκτούν το προβάδισμα, επεκτείνοντας την επιρροή τους στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια. Η ξαφνική καταστροφή από πυρκαγιά. του ανακτόρου της Κνωσού γύρω στο 1400 π.Χ. σήμανε και το τέλος του δεσπόζοντος ώς τότε κρητικού ρόλου και ανταγωνισμού, αφήνοντας κατά τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. πεδίο ελεύθερο στην ανάπτυξη και εδραίωση της αχαϊκής ηγεμονίας. Η επέκταση συντελείται τόσο προς Βορράν του Ελλαδικού χώρου [Μακεδονία, Ήπειρο] όσο και υπερπόντια, όπου πληθαίνουν οι μυκηναϊκές εγκαταστάσεις και οι εμπορικοί σταθμοί στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα, στην Κύπρο, στα παράλια της Μικράς Ασίας [Μίλητος, Έφεσος κ.ά.], στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι τη Νότια Ιταλία [Ακράγας κ.ά.]. Όλα αυτά τα κέντρα συνδέονται στενά με εμπορικές συναλλαγές και χαρακτηρίζονται από ενιαίο υψηλό πολιτισμό σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και της τέχνης. Την ίδια εποχή πραγματοποιείται και η εκστρατεία κατά της Τροίας, εκστρατεία που για πρώτη φορά θα συνενώσει τους Έλληνες του μυκηναϊκού κόσμου σε μια κοινή προσπάθεια. «πρὸ γὰρ τῶν Τρωικῶν οὐδὲν φαίνεται πρότερον κοινῇ ἐργασαμένη ἡ Ἑλλάς» [“πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς” Θουκιδίδου Ιστορίαι Πελοποννησιακός Πόλεμος Α§3].
 
Ο 12ος αι. π.Χ. θα σημάνει την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Η μετακίνηση των “λαών της θάλασσας” προς Νότον, στην Ανατολική Μεσόγειο, οδηγεί στη βίαιη διάλυση της αυτοκρατορίας των Χετταίων [περί το 1175 π.Χ.] και σε μεγάλες ανακατατάξεις πληθυσμών από τη Μικρά Ασία μέχρι την Αίγυπτο, αποδιοργανώνοντας έτσι όλο το εμπορικό δίκτυο των Αχαιών  με τα κέντρα της Εγγύς Ανατολής. Η αναπόφευκτη συρρίκνωση της παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας, με την παράλληλη πτώση του βιοτικού επιπέδου, οδηγεί μοιραία στην εξασθένηση της συνοχής της μυκηναϊκής επικράτειας, του “μυκηναϊκού κόσμου”, και σε ένα μεγάλο εκστρατευτικό κύμα των Αχαιών προς την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και τη Νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Κατά την Υπομινωική και Υπομυκηναϊκή Περίοδο [1125-1050 π.Χ.], που αποτελεί και τη μεταβατική περίοδο μεταξύ του τέλους των προϊστορικών και της απαρχής των ιστορικών χρόνων, επέρχεται η τελική παρακμή και αποσύνθεση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, που υπήρξε ο επόμενος, μετά τον Μινωικό, κορυφαίος πολιτισμός στον ευρωπαϊκό χώρο. Η κοινή παράδοση και εθνική κληρονομιά του παραμένει και θα αποτελέσει τον συνεκτικό ιστό πάνω στον οποίο θα γίνει η κρίσιμη μετάβαση από την εποχή της Χαλκοκρατίας στη νέα εποχή του Σιδήρου, που αποτελεί την απαρχή των ιστορικών χρόνων.
 
Προς το κενό που δημιουργείται στην εγκαταλειπόμενη από τους Αχαιούς ενδοχώρα της ηπειρωτικής Ελλάδος κατέρχονται βόρεια, όμορα Ελληνικά φύλα, ορεινά και καθυστερημένα, που θα αποτελέσουν και τον σύνδεσμο μεταξύ του Ελλαδικού χώρου και των βορειότερων λαών της Ευρώπης. Οι πρώτοι τρείς αιώνες των ιστορικών χρόνων [1125-800 π.Χ.]  χαρακτηρίζονται από συνεχείς μετακινήσεις   —άλλοτε ειρηνικές, άλλοτε βίαιες— ελληνικών φύλων από λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομικά, πολιτιστικά και κοινωνικά περιοχές προς τα ερείπια του Μυκηναϊκού χώρου, όπου, σε συνεργασία με τους λίγους εναπομείναντες γηγενείς, θα αρχίσουν μια νέα δημιουργική εξέλιξη, που είναι μεν σαφώς κατώτερη από την προηγηθείσα Μυκηναϊκή εποχή [εξ ού και ο —ατυχής— χαρακτηρισμός “Ελληνικός Μεσαίωνας” ή “Σκοτεινοί Αιώνες”], αλλά θέτει τις βάσεις για το επόμενο κορύφωμα του Ελληνικού “Κλασικού Πολιτισμού” του 5ου π.Χ. αιώνα.
 
Οι σημαντικότερες ανακατατάξεις πραγματοποιούνται σε διαδοχικές φάσεις:
Κατά την Υπομυκηναϊκή Περίοδο [1125-1050 π.Χ.], Δωριείς και Αιτωλοί κατέρχονται από τη Στερεά Ελλάδα και εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο, με συνέπεια Αχαιοί και Αρκάδες από την Αργολίδα και την Λακωνία να μεταναστεύσουν προς τη Λέσβο, την Τένεδο, την Κρήτη, καθώς και προς τα βόρεια παράλια της Πελοποννήσου, τα οποία οι Ίωνες εγκαταλείπουν με τη σειρά τους για να εγκατασταθούν στην Αττική και στα παράλια του Σαρωνικού Κόλπου. Παράλληλα, Θεσσαλοί και Μάγνητες κατέρχονται από την Πίνδο προς τη σημερινή Θεσσαλία και το Πήλιο, αντίστοιχα, απωθώντας τους Βοιωτούς από την Άρνη στη σημερινή Βοιωτία.
 
Στη συνέχεια, ένας άλλος κλάδος Δωριέων εγκαθίσταται στην Κόρινθο, ενώ Ίωνες από την Αττική και την Βορειοανατολική Πελοπόννησο διαπεραιώνονται στην Εύβοια και στις Κυκλάδες, για να συνεχίσουν από εκεί, στις αρχές της Πρωτογεωμετρικής Περιόδου [1050-900 π.Χ.], τον αποικισμό των κεντρικών και νότιων μικρασιατικών παραλίων [Μίλητος κ.ά.].  Παράλληλα, Αιολείς, υπό την πίεση των Θεσσαλλών και Μαγνητών, καταφεύγουν στην Τένεδο, στη Λέσβο και στο αντικρινό μικρασιατικό έδαφος.
 
Η συνεχιζόμενη επέκταση των Δωριέων προς τη Βορειοανατολική και Νοτιοδυτική Πελοπόννησο δημιουργεί νέα κύματα αποίκων προς τη Μικρασιατική πλευρά [Κολοφών κ.ά.] ενώ λίγο αργότερα, Δωριείς από την Πελοπόννησο διαπεραιώνονται στην Κρήτη, στη Μήλο, στη Ρόδο, στην Κω και στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια [Αλικαρνασσός κ.ά. Δυόμισι χιλιετίες αργότερα, στίς αρχές του 20ου αιώνα μ.Χ., αυτός ο ακμαίος Ελληνικός Μικρασιατικός πολιτισμός ξεριζώνεται βίαια από τους Τούρκους. Η αδυναμία επιβολής ενός κατώτερου πολιτισμού σε έναν ανώτερο οδηγεί τελικά στην αποτυχία και την εξόντωση. Περισσότεροι από δυόμισι εκατομμύρια Έλληνες σκοτώθηκαν ή εκτοπίστηκαν από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη μέσα στη δεκαετία 1913-1923. «Δεν έφυγαν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και οι πολιτισμοί, oι μνήμες όμως δεν χάθηκαν»].
 
Οι υπερπόντιες αυτές μεταναστεύσεις συνεχίζονται μέχρι τα μέσα της Γεωμετρικής Περιόδου [900-700 π.Χ.]. Κατά τον 8ο αι. π.Χ. ο αποικισμός επεκτείνεται προς τη Δύση, στις ανατολικές ακτές της Σικελίας [Συρακούσσες, Λεοντίνοι, Κατάνη κ.ά.] και της Νότιας Ιταλίας [Ρήγιον, Κρότων, Σύβαρις, Τάρας κ.ά.].
 
Οι σημαντικές και ευρείας εκτάσεως αυτές ανακατατάξεις οδηγούν στη δημιουργία πολλών ανεξάρτητων μικρών κρατών, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν μορφή πόλεως, ένα στοιχείο μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι “πόλεις-κράτη”, που έχουν κατα την πρώτη περίοδο πολιτεύματα μοναρχικά και αριστοκρατικά, αναπτύσσουν τη βιοτεχνία και το εμπόριο και, ενώ στην αρχη είναι όλες περίπου ισοδύναμες, κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. ορισμένες [Κόρινθος, Αθήναι, Μίλητος κ.ά.] αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη και πλούτο. Η κοινή πίστη στους Ολύμπιους θεούς, η πανελλήνια διαμόρφωση του μύθου, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η μεγαλοφυής συμπλήρωση με φωνήεντα της βορειοσημιτικής συμφωνικής γραφής και η μεταμόρφωσή της σε ένα σύγχρονο ελληνικό αλφάβητο, όλα οδηγούν σε μια προσέγγιση και στενότερη γνωριμία των κρατών μεταξύ τους· και εδραιώνεται έτσι για πρώτη φορά πανελλήνια συνείδηση που υπερβαίνει τα επιμέρους φύλα και χαρακτηρίζεται από κοινή θρησκεία, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα, γραφή και τέχνη. Τώρα για πρώτη φορά εμφανίζεται το όνομα Έλληνες [Ησίοδος, Γυναικών Κατάλογος, 5(9)] ως δηλωτικό της κοινής αυτής συνειδήσεως. Τον 8ο αι. π.Χ. —τον αιώνα του Ομήρου— έχουν ωριμάσει πλέον όλα εκείνα τα θετικά και γόνιμα στοιχεία που προέκυψαν από τρείς αιώνες συνεχών ανακατατάξεων και ανασυντάξεων. Η γεωμετρική τέχνη και η επική ποίηση έχουν φθάσει στην τελείωσή τους. Είναι η ιστορική στιγμή της χαραυγής του Ευρωπαϊκού πνεύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου