«Η γλώσσα μου το υποσχέθηκε, μα η λογική μου το απορρίπτει…Όμως, αν θέλετε την αλήθεια, θα σας την πω με τον δικό μου τρόπο.»
Το εγκώμιο του Σωκράτη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Αγάθωνας έχει τελειώσει το εγκώμιό του στον έρωτα, και ο Σωκράτης του έχει ήδη απαντήσει, κάνοντας την κριτική του σε μορφή διαλόγου-ανάκρισης, παραβάλλοντας μια βασική ιδέα που θα αναπτύξει στο δικό του εγκώμιο. Δηλώνοντας όμως, μετά από αυτά που άκουσε, πως τελικά δεν ξέρει καθόλου τι είναι ο έρωτας, κι ας νόμιζε πως είναι αυθεντία σε αυτά, και πως γι’ αυτό θα ήθελε πραγματικά να μάθει, η παράθεση της σοφίας του σε μορφή λόγου μάλλον θα τον εμφάνιζε να αντιφάσκει με την βασική του αρχή, πως το μόνο για το οποίο είναι σίγουρος, είναι πως δεν είναι σοφός. Ο Πλάτωνας τον έδειχνε πάντα να συζητάει με μαθητές, δασκάλους, θεολόγους κ.α., και είναι αυτή η μορφή παράθεσης των ιδεών του που θα εισαχθεί «ύπουλα» και σε αυτήν την περίσταση. Αντί λοιπόν ο Σωκράτης να προσφέρει τη γνώμη του στους συμπότες του, περιγράφει μια μυστηριώδη Διοτίμα, μια σοφή από τη Μαντίνεια, ειδική στα ερωτικά και μάντισσα, με την οποία συζητούσε για τον έρωτα, λέγοντάς της αυτός, όσα του έλεγε ο Αγάθωνας προηγουμένως.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Σωκράτης πετυχαίνει τρία πράγματα. Πρώτον, μας λέει πως σημασία δεν έχει ο όποιος ανταγωνισμός έκανε την εμφάνισή του μεταξύ των συμποτών, για το ποιος θα κάνει το καλύτερο εγκώμιο του έρωτα. Σημασία έχει μόνο η αλήθεια, και άρα η ειλικρινής αναζήτησή της. Έτσι, κερδίζει την εμπιστοσύνη των υπολοίπων αφού όσα θα πει, όσα του είπε η Διοτίμα, δεν πρέπει να τα δούμε σαν λόγια που μοναδικό στόχο έχουν να αντικρούσουν τα λόγια τους ή σαν απλούς κομπασμούς, αλλά να τα κρίνουμε σαν να ξεκινάει τώρα μόλις η συζήτηση, σαν στοχασμούς με λογική συνέπεια. Δεύτερον, η απόδοση στο άτομό της, της ιδιότητας της σοφής και της μάντισσας, δίνει την εντύπωση της αυθεντίας, και άρα ότι είναι ειδική στο να χρησιμοποιεί λογικά επιχειρήματα για να αποδείξει τις απόψεις της ή ότι έχει κάποιου είδους έμπιστης ενόρασης. Αυθεντία βέβαια πρέπει να θεωρηθεί όχι στα συμπεράσματά της, αλλά στον τρόπο που αναπτύσσει τα λεγόμενά της. Τρίτον, με το να βάζει τον εαυτό του να λέει στη Διοτίμα όσα ειπώθηκαν μέχρι αυτό το σημείο από τους υπόλοιπους, και ταυτόχρονα να βάζει την Διοτίμα να του απαντάει με τρόπο κοφτό, έως και προσβλητικό, παίρνει το ελεύθερο να τους προσβάλλει ο ίδιος, έμμεσα. Αποφεύγει ταυτόχρονα να προκαλέσει το αίσθημα της ντροπής ή της οργής στους συμπότες του, και έτσι μπορεί να ισοπεδώσει τα επιχειρήματά τους χωρίς να έχουν το δικαίωμα να εκδηλώσουν παράπονα για την ειρωνεία στα λόγια του. Δεν θα αισθανθούν ντροπή αφού ο Σωκράτης έχει βάλει τον εαυτό του στο ίδιο επίπεδο με αυτούς (παρουσιάζοντας τον εαυτό του να υποστηρίζει τις δικές τους θέσεις) και δεν θα προσβληθούν αφού οι προσβολές απευθύνονται δήθεν από τη Διοτίμα στον Σωκράτη, όχι από τον Σωκράτη προς αυτούς.
Κάποιοι μελετητές μάλιστα, έχουν εκτιμήσει πως δεν υπήρχε καν πραγματικό πρόσωπο με το όνομα και την ιδιότητα της Διοτίμας, δεδομένου ότι η παρούσα είναι η μοναδική αναφορά σε αυτήν που βρίσκουμε σε ολόκληρη την αρχαία γραμματεία. Λαμβάνοντας υπόψη όμως πως ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσε ιστορικά πρόσωπα στους διαλόγους του, χωρίς ποτέ την ανάγκη να εφεύρει κάποιο, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την υπόθεση ότι η Διοτίμα ήταν υπαρκτό πρόσωπο.
ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Ο Σωκράτης λοιπόν έλεγε στη Διοτίμα ότι ο θεός Έρωτας είναι νέος, ωραίος, καλός και δυνατός, και του απέδιδε αρετές. Η Διοτίμα του απάντησε πως ο Έρωτας επιθυμεί μεν την ομορφιά, τη δύναμη και όλες τις αρετές, αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν τις έχει, αφού δεν μπορείς να επιθυμείς παρά μόνο αυτό που σου λείπει. Άρα ο Έρωτας δεν μπορεί να είναι κάτοχος όλων αυτών των χαρακτηριστικών.
Ο Σωκράτης απαντάει στην Διοτίμα με απορία, αφού το να πούμε ότι ο Έρωτας δεν είναι όμορφος ή ενάρετος θα σήμαινε ότι είναι άσχημος ή κακός, κάτι που είναι ανήκουστο για έναν θεό. «Μήπως φαντάζεσαι πως, αν κάτι δεν είναι όμορφο, είναι κατ’ ανάγκη άσχημο;…Και ό,τι δεν είναι σοφό είναι ανόητο; Ή αγνοείς ότι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια υπάρχει και κάτι άλλο;» (δεν μπορούμε να αγνοήσουμε εδώ, και σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ότι ο τρόπος που μιλάει η Διοτίμα είναι όμοιος με το απότομο ύφος του Σωκράτη σε άλλους πλατωνικούς διαλόγους). Πάντα υπάρχει κάτι ενδιάμεσο μεταξύ των δύο άκρων κάθε ιδιότητας. Όσον αφορά τη σοφία, αυτό το ενδιάμεσο είναι «το να έχει κανείς σωστές απόψεις, όχι όμως και τη δυνατότητα να τις αποδείξει». Αυτή η γνώση, εφόσον δεν είναι προϊόν λογικής διεργασίας, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονική, αλλά από την άλλη ούτε και άγνοια, αφού αποτελεί σωστή γνώση της πραγματικότητας. Έτσι, και ο Έρωτας δεν είναι ούτε κακός ούτε άσχημος ούτε αδαής, αλλά πάντα κάτι ενδιάμεσο των άκρων.
Η Διοτίμα στη συνέχεια αναιρεί την ίδια την ιερότητα του Έρωτα, που όλοι οι προηγούμενοι είχαν θεωρήσει δεδομένη. Οι θεοί είναι όλοι ευτυχισμένοι και ωραίοι (το να πούμε οτιδήποτε άλλο αποτελεί θρασύτητα και ύβρη). Το να είναι κάποιος ευτυχισμένος σημαίνει ότι κατέχει όλα τα αγαθά που χρειάζεται και ότι δεν του λείπει τίποτα. Αφού όμως έχουμε ήδη πει ότι ο Έρωτας στερείται αγαθά, αφού έχει επιθυμίες, αυτό σημαίνει ότι ο Έρωτας δεν είναι θεός. Ούτε θνητός είναι όμως, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Αυτό το ενδιάμεσο είναι ο «Δαίμων». Δεν πρέπει να παρεξηγήσουμε αυτόν τον «δαίμων» με τη σύγχρονη έννοια του «δαίμονα» που μας έγινε γνωστή από τον Χριστιανισμό, δηλαδή του «κακού πνεύματος» ή του «εκπεσόντος αγγέλου». Στην αρχαία Ελλάδα, δαίμων ήταν αυτό που ερμήνευε και διαβίβαζε τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και των θεών στους ανθρώπους, καθώς άμεση επαφή μεταξύ των μεν και των δε δεν νοούνταν. Δεήσεις και θυσίες από τη μία, και εντολές και χάρες από την άλλη, μεταφέρονταν μέσω των δαιμόνων. Τα δαιμονικά όντα κινούνταν ανάμεσα στο θνητό και στο αθάνατο.
Για να περιγραφεί η φύση και να εξηγηθεί ο ρόλος του δαίμονα Έρωτα, χρησιμοποιείται ο μύθος, και συγκεκριμένα η μυθική προέλευση του Έρωτα. Πατέρας του ήταν ο Πόρος, προσωποποίηση της εξυπνάδας και της εφευρετικότητας (με τη σειρά του γιος της Μήτιδας, πρώτης συζύγου του Δία, προσωποποίηση της πρακτικής ευφυΐας). Μητέρα του η Πενία, που συμβόλιζε τη στέρηση και την έλλειψη, και ήταν αμαθής. Σε μια μεγαλοπρεπή συνεστίαση των θεών με αφορμή τη γέννηση της Αφροδίτης, ο Πόρος μέθυσε κι αποκοιμήθηκε. Η Πενία τότε, βρήκε ευκαιρία και μηχανεύτηκε να συλλάβει παιδί από αυτόν, ακριβώς λόγω της φτώχειας της, όπως και συνέβη. Έτσι ο Έρωτας συνδέθηκε με την Αφροδίτη και έγινε ακόλουθος και υπηρέτης της, και από τη φύση του έγινε εραστής της ομορφιάς. Εξαιτίας της μητρικής του προέλευσης ο Έρωτας είναι φτωχός και καθόλου τρυφερός ή όμορφος, αλλά άστεγος, τραχύς και λιπόσαρκος. Κοιμάται χωρίς στρωσίδια, μπροστά στις ξένες πόρτες, κάτω από τα άστρα. «Ό,τι αποκτάει του φεύγει πάντοτε μέσα από τα δάχτυλα, ώστε μήτε φτωχαίνει ποτέ, μήτε πλουτίζει». Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ιδιότητα του κυνηγού. Κυνηγάει τους ωραίους και τους εκλεκτούς, σκαρώνοντας πάντα καινούργια τεχνάσματα, παθιασμένος με τη γνώση, επινοητικός και ριψοκίνδυνος, πάντα φιλοσοφώντας. «Ως προς τη φύση του δεν πλάστηκε ούτε αθάνατος ούτε θνητός, αλλά, μέσα στην ίδια μέρα, τη μια στιγμή που όλα του πάνε βολικά θάλλει και είναι γεμάτος σφρίγος και την άλλη αποχαιρετάει τη ζωή˙ πάλι όμως ανασταίνεται, χάρη στην αθάνατη πατρική φύση». Κινείται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, ως παιδί ενός σοφού και μιας αμαθούς.
Κανένας θεός, όπως και κανένας άλλος που είναι σοφός, δεν επιζητά τη γνώση, αφού ήδη την έχει. Αλλά και κανένας ανόητος δεν την αναζητά˙ αυτό είναι και το αδιέξοδο της άγνοιας: αν δεν ξέρεις ότι κάτι σου λείπει, δεν μπορείς και να το αναζητήσεις. Ο Έρωτας λοιπόν δεν είναι ούτε σοφός ούτε ανόητος. Φιλόσοφοι είναι αυτοί οι «ημιμαθείς», που ξέρουν αρκετά ώστε να πουν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα σπουδαίο, και έτσι θέλουν όλο να μαθαίνουν. Ο Σωκράτης εδώ, με τα λόγια της Διοτίμας, επικυρώνει τη δική του αντίληψη για τη ζωή και τη γνώση, αφού τα προηγούμενα θυμίζουν όσα ο ίδιος υποστήριζε πάντα, μέχρι και στην Απολογία του στο δικαστήριο, και ενώ περίμενε μέχρι να πιει το κώνειο, όπως μας τα αφηγείται ο Πλάτων στους διαλόγους Κρίτων και Φαίδων. Άλλο ένα στοιχείο που μας οδηγεί στην υπόθεση ότι είτε δεν υπήρχε πραγματική Διοτίμα (πράγμα, όπως είπαμε, μάλλον απίθανο) είτε ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την σοφή αυτή μάντισσα για να επικυρώσει τις δικές του θέσεις, με την επίφαση ότι τα άκουσε από μια αδιαμφισβήτητη αυθεντία.
Το λάθος του Σωκράτη, σύμφωνα με τη Διοτίμα (άρα το λάθος των συμποτών), είναι ότι θεώρησε πως ο Έρωτας είναι το αντικείμενο του έρωτα (ο ερωμένος) ενώ στην πραγματικότητα είναι το υποκείμενο (ο εραστής), αυτός που νιώθει έρωτα προς κάτι. Ο ερωμένος είναι αναμενόμενο να είναι ωραίος και καλός, ο εραστής όχι. «Αν ο Έρωτας έχει αυτές τις ιδιότητες, ποια είναι η προσφορά του στον κόσμο;», ρωτάει ο Σωκράτης, αναφερόμενος στις ιδιότητες του ενδιάμεσου, αφού ο Έρωτας βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, το κάλλος και την ασχήμια. Ο ερωτευμένος επιθυμεί να κάνει δικά του τα ωραία και τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια αγαθά για να κερδίσουν την ευτυχία, αλλά δεν τους ονομάζουμε όλους εραστές. Αυτό οφείλεται, λέει η Διοτίμα, στον τρόπο που ορίζουμε τη λέξη «έρωτας».
«Απομονώσαμε ένα συγκεκριμένο τμήμα της έννοιας ‘έρωτας’ και του δώσαμε το όνομα του όλου, δηλαδή ‘έρως’, ενώ για τα άλλα τμήματα χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες». Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούμε τη λέξη «ποιητής». Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν κάτι, δηλαδή «ποιούν» κάτι, αλλά την ονομασία «ποιητής» την αποδίδουμε μόνο σε ένα μέρος αυτών, ενώ τους άλλους τους ονομάζουμε γλύπτες, ζωγράφους κλπ. «Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του έρωτα. Με τη γενική έννοια του όρου ‘έρωτας’ εννοούμε τον πόθο των αγαθών και της ευτυχίας, είναι ο ‘μέγιστος, ο ζαβολιάρης έρωτας’ που νιώθει κάθε άνθρωπος. Όμως εκείνους που στρέφονται σε άλλες εκφάνσεις του ερωτικού πάθους –απόκτηση χρημάτων, αθλητισμό, φιλοσοφία- ούτε ερωτευμένους ούτε εραστές τους χαρακτηρίζουμε. Μόνο όσοι με ιδιαίτερη ζέση και επίδοση στρέφονται σε μια ορισμένη έκφανση του έρωτα παίρνουν το όνομα του όλου, οπότε κάνουμε λόγο για ‘ερωτικό συναίσθημα’, ‘ερωτεύομαι’, ‘εραστής’». Ο τρόπος αναζήτησης της ευτυχίας είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ όλων όσων θα μπορούσαν να ονομαστούν με την γενική έννοια «εραστής». Όποιος χρησιμοποιεί ως μέσο τη φιλοσοφία λέγεται «φιλόσοφος, όποιος επιδίδεται στον αθλητισμό «αθλητής» ενώ όποιος απευθύνεται στον έρωτα «εραστής».
Και αυτοί που λένε ότι εραστές είναι αυτοί που επιθυμούν το «άλλο μισό του εαυτού τους» (αναφέρεται στον μύθο του Αριστοφάνη) δεν είναι ακριβείς. Ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση του άλλου μισού ούτε με την ολοκλήρωση του όλου, αν δεν είναι αναζήτηση για αυτό που είναι κατά βάση καλό. «Το μόνο που ερωτεύεται ο άνθρωπος δεν είναι παρά το καλό» και επιδιώκει να το αποκτήσει και να το κατέχει παντοτινά. Ο Αριστοφάνης, προηγουμένως, δεν είχε κάνει διαφοροποίηση μεταξύ ενάρετου (καλού) και χυδαίου (κακού) έρωτα, είπε μόνο πως ο έρωτας είναι εξ ορισμού μία θετική δύναμη έμπνευσης και στοργής, που οδηγεί όποιον είναι ειλικρινής στη φύση του και πιστός στις απαιτήσεις του Έρωτα, στην πνευματική ανόρθωση. Το μόνο που χρειάζεται κάποιος, για τον κωμικό ποιητή, είναι να μείνει πιστός στη φύση του, να μην την απαρνηθεί, αλλά μόνο να βρει το άλλο του μισό, σύμφωνα με το «γένος καταγωγής» του˙ έτσι, η πνευματική ανόρθωση θα ακολουθήσει σαν αναγκαιότητα. Ο μόνος «έρωτας» που νοείται στον Αριστοφάνη είναι αυτός που θα έχει σαν αποτέλεσμα, τελικά, την ευτυχία˙ οτιδήποτε άλλο δε νοείται να ονομαστεί έρως. Η Διοτίμα από την άλλη, κάνοντας την σύντομη παραπάνω αναφορά στο εγκώμιο του Αριστοφάνη (τι σύμπτωση για έναν διάλογο μεταξύ Σωκράτη-Διοτίμας που έλαβε χώρα «κάποτε» να απαντάει σε όσα ειπώθηκαν εδώ πριν λίγο!), θέλει να ξεκαθαρίσει την δική της θέση. Ο έρωτας για αυτήν δεν είναι κάτι μοιραίο, κάτι που για να έρθει αρκεί το να είναι κανείς γνώστης του εαυτού του, ούτε αρκείται να ορίσει σαν έρωτα οτιδήποτε είναι καλό. Ο έρωτας γι’ αυτήν είναι πιο πολύπλοκος, και για να τον τιμήσουμε πρέπει να ακολουθήσουμε έναν δρόμο με διαγεγραμμένη πορεία, μια πορεία που σε λίγο θα περιγράψει.
Πριν ολοκληρώσει, η Διοτίμα κάνει μια τελευταία παρατήρηση. «Αυτή η διαδικασία είναι μια σωματική και ψυχική γέννα μέσα στην ομορφιά». Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν στο σώμα και την ψυχή, και όταν φτάσουμε σε μια ηλικία επιθυμούμε να γεννήσουμε. Η ερωτική συνεύρεση που οδηγεί στον τοκετό, κάνει τη θνητή μας ύπαρξη να αποκτήσει τη βασική θεϊκή ιδιότητα της αθανασίας μέσω της γέννας. Αντικείμενο του έρωτα λοιπόν είναι η αθανασία.
Όλα τα ζωντανά όντα όταν επιθυμούν να ζευγαρώσουν χαρακτηρίζονται από παράξενη συμπεριφορά, που τα κάνει να μοιάζουν άρρωστα, και είναι τόσο αποφασισμένα που ακόμα και τα ανίσχυρα επιτίθενται στα ισχυρά, με τον κίνδυνο του θανάτου για να το καταφέρουν ή για να προστατέψουν τα μικρά τους. Στους ανθρώπους, τέτοιες συμπεριφορές ίσως μπορούν να αποδοθούν στην υστεροβουλία, αλλά εφόσον δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε αυτό το κίνητρο στα ζώα, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι υπάρχει κάποιο άλλο. Είναι το ότι η θνητή φύση κάνει ό,τι μπορεί για να προσεγγίσει την αιωνιότητα, αντικαθιστώντας το παλιό με το νέο.
Με τον ίδιο τρόπο που ένα άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλάζει πρόσωπο και μυαλό, από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα, και παρόλα αυτά λέμε ότι παραμένει το ίδιο άτομο, έτσι γίνεται και με τη γέννα. Ακόμα και αυτό που αποκαλούμε «μελέτη» τον ίδιο στόχο έχει, να αντικαταστήσει γνώσεις που ξεχνάμε με άλλες καινούργιες, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η γνώση παραμένει αναλλοίωτη. Και με τη βιολογική γέννα λοιπόν και με την πνευματική επιδιώκουμε να καλύψουμε το κενό του απερχόμενου παλιού με το νέο, δίνοντας την όψη συνέχειας του ανθρώπινου είδους και του πνεύματος. Και αυτό είναι κάτι που αφορά ανεξαιρέτως όλους τους ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων. Αυτό το αίτημα αθανασίας είναι που μας κάνει όλους να επιθυμούμε να γίνουμε επώνυμοι και να αφήσουμε παρακαταθήκη τα έργα μας ή τα χρήματά μας (ή τα παιδιά μας). Ακόμα και οι βασιλείς θυσιάζονται αν αυτό επισφραγίσει την κληρονομιά τους σε απογόνους, θέλοντας να εξασφαλίσουν την αθάνατη ανάμνηση της αρετής τους.
«Όσοι εγκυμονούν στο σώμα κατευθύνουν την ερωτική τους δραστηριότητα κατά προτίμηση στις γυναίκες˙ τις ερωτεύονται και φαντάζονται πως αποκτώντας παιδιά, εξασφαλίζουν την αθανασία, την υστεροφημία και την παντοτινή ευτυχία. Άλλοι πάλι εγκυμονούν στην ψυχή…Και ποια είναι αυτά που ταιριάζουν στην ψυχή; Είναι η φρόνηση και οι άλλες αρετές. Αυτών των αρετών δημιουργοί είναι όλοι οι ποιητές και εκείνοι από τους τεχνίτες που θεωρούνται πρωτοπόροι και επινοητικοί. Όμως στην ιεράρχηση των αρετών, είπε η Διοτίμα, πολύ πιο ψηλά βρίσκεται η μορφή της φρόνησης που έχει να κάνει με τη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε σωφροσύνη και δικαιοσύνη». Αυτός που κυοφορεί από μικρός αυτές τις αρετές, όταν μεγαλώσει επιθυμεί να κυοφορήσει και αναζητάει μια όμορφη ψυχή, και με τον κάτοχό της συζητάει για την αρετή, και έτσι υπάρχει αμοιβαία πνευματική καλλιέργεια. Με την ουσιαστική επικοινωνία με έναν ωραίο σύντροφο αναδεικνύεται στο φως αυτό που ήδη είχε μέσα του, και τα παιδιά-δημιουργήματα αυτών είναι γοητευτικότερα και έχουν εξασφαλίσει την αθανασία.
Έχοντας έτσι σαφώς διαχωρίσει τη σωματική από την πνευματική γέννα, βαφτίζοντας τη σωματική σαν ένα είδος περισπασμού από την πνευματική που είναι η μόνη που θα χαρίσει την αθανασία (εξάλλου στη σωματική επιδίδονται και τα ζώα), το μόνο που μένει είναι να εξηγηθεί ο τρόπος που θα καταλήξουμε στην αθανασία μέσω του έρωτα.
Ποια είναι λοιπόν αυτή η πορεία; Πώς θα ξέρουμε με ποια διαδικασία ο πραγματικός εραστής πρέπει να αναζητά την ευτυχία; Ο «επίδοξος μύστης της απόλυτης ομορφιάς» οφείλει να λατρέψει αρχικά την εξωτερική ομορφιά ενός σώματος και το ενιαίο της ομορφιάς όλων των ωραίων σωμάτων ή προσώπων, αλλά και να αναγνωρίσει ότι η ομορφιά της ψυχής είναι πολυτιμότερη, «ώστε όταν συναντήσει κάποιον που, ενώ έχει ωραία ψυχή, δε διακρίνεται για τα θέλγητρα της μορφής και του σώματος, να εμμένει σ’ αυτόν, να του χαρίζει τον έρωτά του και να τον περιβάλει με τη στοργή του». Μετά πρέπει να βρει την ομορφιά που υπάρχει στις ανθρώπινες ενασχολήσεις και στους θεσμούς (να ανακαλύψει δηλαδή την ηθική των νόμων και των υπόλοιπων ηθικών αρχών που διέπουν την κοινωνία, άρα να αγαπήσει τη δικαιοσύνη), για να διαπιστώσει ότι η ομορφιά είναι ενιαία παρά τις ποικίλες εκφάνσεις της, και ότι το κάλλος της εξωτερικής ομορφιάς δεν έχει μεγάλη σημασία. Έτσι θα οδηγηθεί στον κόσμο των επιστημών και της φιλοσοφίας για να διαπιστώσει ότι πρέπει να μην χαραμίζεται υπηρετώντας μόνο την ομορφιά ενός ανθρώπου ή μιας δραστηριότητας. Μ’ αυτόν τον τρόπο «θα μπορέσει να κατακτήσει το τελευταίο στάδιο της ερωτικής μύησης. Και ενώ βρίσκεται σχεδόν στο τέρμα ξαφνικά θα προβάλει μπροστά του αστραφτερή…η απόλυτη ομορφιά», που δεν εξαρτάται από το βλέμμα του ανθρώπου, ούτε θα παρουσιαστεί με κάποια γνώριμη μορφή του κόσμου. Είναι η αυθύπαρκτη, απόλυτη, άφθαρτη, μοναδική, ενιαία και διαχρονική ομορφιά στην οποία όλες οι άλλες μετέχουν, και ενώ εκείνες έρχονται και παρέρχονται, αυτή μένει ανεπηρέαστη και αναλλοίωτη. Αυτός είναι ο σωστός δρόμος του έρωτα.
Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο αινιγματικό τέλος του εγκωμίου του Σωκράτη. Ο σωστός εραστής θα ξεκινήσει από τις ομορφιές του κόσμου, από το ένα ωραίο σώμα στο σύνολο των ωραίων σωμάτων, στην ομορφιά της ψυχής και του συνόλου των ψυχών, στις δραστηριότητες των ανθρώπων και στην σοφία της επιστήμης, για να φτάσει στη σπουδή της απόλυτης ομορφιάς και να γνωρίσει «τι είναι στην ουσία του το κάλλος». Αυτή είναι η ποιότητα ζωής που καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, πέρα από το χρυσάφι και τα φορέματα, τα «όμορφα αγόρια» και τις υλικές απολαύσεις. Ο τρόπος αναζήτησης έχει ανιχνευθεί, ο δρόμος καθορισμένος, και το κίνητρο προφανές (η παντοτινή κατάκτηση αρετών και η ευτυχία). Ο προορισμός όμως παραμένει αδιευκρίνιστος. Ενώ βρισκόμαστε «σχεδόν στο τέρμα», μας λέει ο Σωκράτης, προβάλλει μπροστά μας μια ασύγκριτη, η απόλυτη, ομορφιά.
Το κείμενο τελειώνει απότομα, με τον Σωκράτη να αποφεύγει να περιγράψει ικανοποιητικά αυτήν την απόλυτη ομορφιά. Το τέρμα είναι φυσικά ο θάνατος, και όπως είδαμε στον Φαίδων, ο θάνατος είναι κάτι που ένας φιλόσοφος δεν πρέπει να φοβάται. Είναι, αντίθετα, το επιστέγασμα της φιλοσοφικής ζωής, τότε που διαχωρίζεται εκ των πραγμάτων η ψυχή από το σώμα, κάτι που μέχρι τότε μόνο να προσπαθεί μπορούσε ο φιλόσοφος, με το να αποφεύγει τις σωματικές ηδονές (φαγητό, ποτό, φορέματα…) και να φροντίζει για τις πνευματικές, στις οποίες το σώμα μόνο εμπόδιο ήταν.
Όσο για την «απόλυτη ομορφιά», τα επίθετα που χρησιμοποιεί της αποδίδουν ιδιότητες, όχι χαρακτηριστικά (αέναη, μοναδική…). Φαίνεται να κρύβει κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί, είναι κάτι που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Είναι αυτό που κρύβεται πίσω από την επιφάνεια και την φαντασία, είναι η πραγματικότητα η ίδια. Είναι η αρετή που ταυτίζεται με την αλήθεια, το ωραίο που θα μπορέσουμε να δούμε όταν ξεπεράσουμε τη σάρκα, το πνεύμα, την κοινωνικότητα, την ίδια την επιστήμη και την «απεραντοσύνη του ωραίου» που αυτή μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε, και «ατενίζοντας το απέραντο πέλαγος της ομορφιάς» να γεννάμε «ωραίους και μεγαλοπρεπείς στοχασμούς» στην αέναη ενασχόληση με τη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον Συκουτρή, η παρουσία μπροστά σε αυτήν την απόλυτη ομορφιά, η γνώση της, είναι ταυτόχρονα Έρως και Λόγος.
«Μόνο εκεί, και πουθενά αλλού, κοιτάζοντας το ωραίο με τρόπο που να γίνεται ορατό, θα γεννήσει όχι απατηλά απεικάσματα της αρετής –άλλωστε δεν έχει καμιά σχέση με τα πλάσματα της φαντασίας- αλλά την πραγματική αρετή που ταυτίζεται απολύτως με την αλήθεια».
Αυτήν την απόλυτη ομορφιά θα πρέπει να την εντάξουμε στα πλαίσια του αναφερόμενου ως «Κόσμου των Ιδεών» του Πλάτωνα, που αναπτύσσεται κυρίως στην Πολιτεία και στον Φαίδων. Η Μορφή (Ιδέα) της Ομορφιάς, είναι η υπέρτατη ομορφιά, που περιλαμβάνει τις ομορφιές των σωμάτων, των ψυχών, και όλων των υπόλοιπων επιμέρους όμορφων πραγμάτων του κόσμου˙ ομορφιές που περιλαμβάνει αλλά δεν εξαρτάται από αυτές. «Οι άλλες μορφές του ωραίου μετέχουν στην απόλυτη ομορφιά με τον εξής περίπου τρόπο: ενώ αυτές έρχονται και παρέρχονται, εκείνη, χωρίς να υπόκειται σε αυξομειώσεις, παραμένει ανεπηρέαστη». Είναι κάτι αυθύπαρκτο, διαφορετικό από όποιο παράδειγμά του μπορούμε να βρούμε στον κόσμο γύρω μας, αλλά και από την αντίληψη των ανθρώπων («δεν εξαρτάται από το βλέμμα»).
Ο Αριστοτέλης γράφει πως ο Σωκράτης ενδιαφερόταν για τον ορισμό των πραγμάτων, αφού προβλήματα στην επικοινωνία και στη συζήτηση προκύπτουν από το γεγονός ότι ο καθένας έχει διαφορετική άποψη για το κάθε θέμα, και ο Πλάτωνας ήταν που πρώτος εφηύρε τη θέαση των Μορφών σαν κάτι ξέχωρο και απόλυτο, για να λύσει, ή ίσως εν τέλει να αποφύγει, αυτό το πρόβλημα. Οπότε μπορούμε να πούμε πως ο Πλάτωνας εδώ βάζει δικά του λόγια στο στόμα του Σωκράτη˙ ίσως και γι’ αυτό δεν μας δίνει τον Σωκράτη να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, αλλά να παραθέτει τις απόψεις της Διοτίμας.
Όλα αυτά δε σημαίνουν (όπως κάποιοι ισχυρίζονται) ότι επαληθεύεται η έννοια του πλατωνικού έρωτα, όπως τον εννοούμε σήμερα (πνευματική σχέση με απόρριψη της σωματικής επαφής). Η Διοτίμα δεν αρνείται τον έρωτα της φυσικής ομορφιάς, τη σαρκική επαφή και την αφοσίωση στον έναν εραστή. Τα θεωρεί μάλιστα σαν αναγκαστικά σκαλοπάτια προς αυτό το ανώτερο, την Ιδέα της Ομορφιάς. Το να ξεπεραστεί ο σαρκικός έρωτας δεν αποτελεί διόρθωση της συμπεριφοράς, αλλά εξέλιξη προς το ανώτερο. Αυτό δε σημαίνει πως αν κάποιος δεν καταφέρει να φτάσει στο απόλυτο, τα προηγούμενα στάδια ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Σωκράτης ήξερε πολύ καλά για τα όρια της γνώσης και κήρυττε την άγνοιά του. Αυτό όμως δεν τον σταματούσε από το να ρωτάει και να αμφισβητεί το καθετί, προσπαθώντας πάντα να την προσεγγίσει.
Έτσι, κλείνει το εγκώμιό του για τον έρωτα, λέγοντας: «Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γίνει μέτοχος της απόλυτης ομορφιάς –επομένως και της αθανασίας- δύσκολα θα μπορούσε να βρει πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα.».
Τελευταίο μέρος του Συμποσίου αποτελεί η εμφάνιση του Αλκιβιάδη, όπου αναφέροντας περιστατικά από τη σχέση του με τον Σωκράτη, επιβεβαιώνει όσα ειπώθηκαν στο εγκώμιο της Διοτίμας και το ότι ο Σωκράτης βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο στον δρόμο προς την απόλυτη ομορφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου