[5] Ἐπεὶ δ᾽ ἐπήρθησαν αἱ τράπεζαι καὶ στεφάνων παρὰ τῆς Μελίσσης διαδοθέντων ἡμεῖς μὲν ἐσπείσαμεν ἡ δ᾽ αὐλητρὶς ἐπιφθεγξαμένη μικρὰ ταῖς σπονδαῖς ἐκ μέσου μετέστη, προσαγορεύσας τὸν Ἀνάχαρσιν ὁ Ἄρδαλος ἠρώτησεν εἰ παρὰ Σκύθαις αὐλητρίδες εἰσίν.
[150e] Ὁ δ᾽ ἐκ τοῦ προστυχόντος «οὐδ᾽ ἄμπελοι» εἶπε.
Τοῦ δ᾽ Ἀρδάλου πάλιν εἰπόντος «ἀλλὰ θεοί γε Σκύθαις εἰσί,» «πάνυ μὲν οὖν,» ἔφη, «γλώσσης ἀνθρωπίνης συνιέντες, οὐχ ὥσπερ δ᾽ οἱ Ἕλληνες οἰόμενοι Σκυθῶν διαλέγεσθαι βέλτιον ὅμως τοὺς θεοὺς ὀστέων καὶ ξύλων ἥδιον ἀκροᾶσθαι νομίζουσιν.»
Ὁ δ᾽ Αἴσωπος, «εἴ γ᾽,» εἶπεν, «εἰδείης, ὦ ξένε, τοὺς νῦν αὐλοποιοὺς ὡς προέμενοι τὰ νεβρεῖα, χρώμενοι τοῖς ὀνείοις, βέλτιον ἠχεῖν λέγουσιν. διὸ καὶ Κλεοβουλίνη πρὸς τὸν Φρύγιον αὐλὸν ᾐνίξατο.
[150f] κνήμῃ νεκρὸς ὄνος με κερασφόρῳ οὖας ἔκρουσεν,
ὥστε θαυμάζειν τὸν ὄνον εἰ παχύτατος καὶ ἀμουσότατος ὢν τἄλλα λεπτότατον καὶ μουσικώτατον ὀστέον παρέχεται.»
Καὶ ὁ Νειλόξενος «ἀμέλει ταῦτ᾽,» ἔφη, «καὶ ἡμῖν τοῖς Ναυκρατίταις ἐγκαλοῦσι Βουσιρῖται· χρώμεθα γὰρ ἤδη τοῖς ὀνείοις εἰς τὸν αὐλόν. ἐκείνοις δὲ καὶ σάλπιγγος ἀκούειν ἀθέμιτον, ὡς ὄνῳ φθεγγομένης ὅμοιον. ὄνον δ᾽ ὑπ᾽ Αἰγυπτίων ἴστε δήπου διὰ Τυφῶνα προπηλακιζόμενον.»
***
[5] Όταν σήκωσαν τα τραπέζια και η Μέλισσα μοίρασε σε όλους στεφάνια, εμείς κάναμε σπονδές. Η αυλητρίδα συνόδεψε τις σπονδές μας με ένα μικρό κομμάτι και έφυγε. Ο Άρδαλος γύρισε τότε προς τον Ανάχαρση και τον ρώτησε αν υπάρχουν και στη Σκυθία αυλητρίδες.
[150e] Εκείνος έσπευσε να του απαντήσει: «Ούτε αμπέλια».
Και όταν ο Άρδαλος ξαναείπε: «Θεούς, πάντως, πρέπει να έχουν οι Σκύθες», εκείνος είπε: «Βεβαιότατα· θεούς που καταλαβαίνουν τη γλώσσα των ανθρώπων, όχι όμως όπως οι Έλληνες, που, ενώ θεωρούν ότι μιλούν καλύτερα από τους Σκύθες, πιστεύουν, εντούτοις, ότι οι θεοί ακούν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση κόκαλα και ξύλα».
Ο Αίσωπος είπε τότε στον Ανάχαρση: «Και πού να ᾽ξερες, φίλε, ότι οι σημερινοί αυλοποιοί παράτησαν τα κόκαλα από ελαφάκια και χρησιμοποιούν πια κόκαλα γαϊδουριών και λένε ότι αυτά βγάζουν καλύτερο ήχο. Γι᾽ αυτό και η Κλεοβουλίνη έκανε ένα αίνιγμα για τον φρυγικό αυλό:
[150f] νεκρό γαϊδούρι μού χτύπησε τ᾽ αφτί με κερασφόρα κνήμη,
ώστε να απορεί κανείς που το γαϊδούρι, τόσο χοντρό και τόσο άμουσο ενγένει, δίνει κόκαλο εξαιρετικά λεπτό και μουσικότατο».
«Άσε τώρα·», είπε ο Νειλόξενος, «για το ίδιο αυτό πράγμα μάς κατηγορούν κι εμάς τους Ναυκρατίτες οι Βουσιρίτες, που χρησιμοποιούμε πια κόκαλα γαϊδουριών για τους αυλούς μας, ενώ εκείνοι το θεωρούν αμαρτία ακόμη και να ακούσουν σάλπιγγα, γιατί θεωρούν ότι ο ήχος της μοιάζει με γκάρισμα γαϊδουριού. Και, φυσικά, το ξέρετε ότι εξαιτίας του Τυφώνα οι Αιγύπτιοι εκφράζονται χλευαστικά για το γαϊδούρι».
[150e] Ὁ δ᾽ ἐκ τοῦ προστυχόντος «οὐδ᾽ ἄμπελοι» εἶπε.
Τοῦ δ᾽ Ἀρδάλου πάλιν εἰπόντος «ἀλλὰ θεοί γε Σκύθαις εἰσί,» «πάνυ μὲν οὖν,» ἔφη, «γλώσσης ἀνθρωπίνης συνιέντες, οὐχ ὥσπερ δ᾽ οἱ Ἕλληνες οἰόμενοι Σκυθῶν διαλέγεσθαι βέλτιον ὅμως τοὺς θεοὺς ὀστέων καὶ ξύλων ἥδιον ἀκροᾶσθαι νομίζουσιν.»
Ὁ δ᾽ Αἴσωπος, «εἴ γ᾽,» εἶπεν, «εἰδείης, ὦ ξένε, τοὺς νῦν αὐλοποιοὺς ὡς προέμενοι τὰ νεβρεῖα, χρώμενοι τοῖς ὀνείοις, βέλτιον ἠχεῖν λέγουσιν. διὸ καὶ Κλεοβουλίνη πρὸς τὸν Φρύγιον αὐλὸν ᾐνίξατο.
[150f] κνήμῃ νεκρὸς ὄνος με κερασφόρῳ οὖας ἔκρουσεν,
ὥστε θαυμάζειν τὸν ὄνον εἰ παχύτατος καὶ ἀμουσότατος ὢν τἄλλα λεπτότατον καὶ μουσικώτατον ὀστέον παρέχεται.»
Καὶ ὁ Νειλόξενος «ἀμέλει ταῦτ᾽,» ἔφη, «καὶ ἡμῖν τοῖς Ναυκρατίταις ἐγκαλοῦσι Βουσιρῖται· χρώμεθα γὰρ ἤδη τοῖς ὀνείοις εἰς τὸν αὐλόν. ἐκείνοις δὲ καὶ σάλπιγγος ἀκούειν ἀθέμιτον, ὡς ὄνῳ φθεγγομένης ὅμοιον. ὄνον δ᾽ ὑπ᾽ Αἰγυπτίων ἴστε δήπου διὰ Τυφῶνα προπηλακιζόμενον.»
***
[5] Όταν σήκωσαν τα τραπέζια και η Μέλισσα μοίρασε σε όλους στεφάνια, εμείς κάναμε σπονδές. Η αυλητρίδα συνόδεψε τις σπονδές μας με ένα μικρό κομμάτι και έφυγε. Ο Άρδαλος γύρισε τότε προς τον Ανάχαρση και τον ρώτησε αν υπάρχουν και στη Σκυθία αυλητρίδες.
[150e] Εκείνος έσπευσε να του απαντήσει: «Ούτε αμπέλια».
Και όταν ο Άρδαλος ξαναείπε: «Θεούς, πάντως, πρέπει να έχουν οι Σκύθες», εκείνος είπε: «Βεβαιότατα· θεούς που καταλαβαίνουν τη γλώσσα των ανθρώπων, όχι όμως όπως οι Έλληνες, που, ενώ θεωρούν ότι μιλούν καλύτερα από τους Σκύθες, πιστεύουν, εντούτοις, ότι οι θεοί ακούν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση κόκαλα και ξύλα».
Ο Αίσωπος είπε τότε στον Ανάχαρση: «Και πού να ᾽ξερες, φίλε, ότι οι σημερινοί αυλοποιοί παράτησαν τα κόκαλα από ελαφάκια και χρησιμοποιούν πια κόκαλα γαϊδουριών και λένε ότι αυτά βγάζουν καλύτερο ήχο. Γι᾽ αυτό και η Κλεοβουλίνη έκανε ένα αίνιγμα για τον φρυγικό αυλό:
[150f] νεκρό γαϊδούρι μού χτύπησε τ᾽ αφτί με κερασφόρα κνήμη,
ώστε να απορεί κανείς που το γαϊδούρι, τόσο χοντρό και τόσο άμουσο ενγένει, δίνει κόκαλο εξαιρετικά λεπτό και μουσικότατο».
«Άσε τώρα·», είπε ο Νειλόξενος, «για το ίδιο αυτό πράγμα μάς κατηγορούν κι εμάς τους Ναυκρατίτες οι Βουσιρίτες, που χρησιμοποιούμε πια κόκαλα γαϊδουριών για τους αυλούς μας, ενώ εκείνοι το θεωρούν αμαρτία ακόμη και να ακούσουν σάλπιγγα, γιατί θεωρούν ότι ο ήχος της μοιάζει με γκάρισμα γαϊδουριού. Και, φυσικά, το ξέρετε ότι εξαιτίας του Τυφώνα οι Αιγύπτιοι εκφράζονται χλευαστικά για το γαϊδούρι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου