Σε μια Θεογονία σαν του Ησιόδου, οι πρώιμοι αιώνες των επών θα τραγουδούσαν την ομορφιά των αστραγάλων της (ἐύσφυρον, 961)· ή πώς η Ωκεανίδα Ιδυία την εγέννησε όταν δαμάστηκε απ’ την Αφροδίτη· πώς κράταγε η κόρη απ’ τη γενιά του Ήλιου, φύτρα του Αιήτη, βασιλιά των Κόλχων· κόρη γενιάς που έβγαζε φαρμακίδες, όπως την ωριοπλέξουδη Κίρκη της Οδύσσειας (ἐϋπλόκαμος, κ 136) ή την ξανθή Αγαμήδη της Ιλιάδας που ήξερε τόσα φάρμακα όσα βλασταίνει η γη η πλατιά (ἣ τόσα φάρμακα ᾔδη ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών, Λ 741).
Τα έπη τα υστερότερα θα ‘ξεραν τις λάμψεις στα χαμηλωμένα της βλέφαρα, όταν κλεφτά κοιτούσε τον Ιάσονα, μοιραία ερωτοχτυπημένη, όπως –ας πούμε– την κατέγραψαν τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου απ’ τη Ρόδο (βάλλεν ὑπ᾽ Αἰσονίδην ἀμαρύγματα, Γ 288).
Αυτά, με τον έρωτα πάντα στο βάθος και με κάθε λογής ασύλληπτη φαρμακεία στο προσκήνιο.
Όμως το συλλογικό φαντασιακό της κλασσικής αρχαιότητας άδραξε στην περίπτωσή της ευκαιρία. Τόσο χρυσή, όσο ήταν και το δέρας που οι Αργοναύτες άρπαξαν με τα μυθικά της μάγια. Τόσο χρυσή, όσο υπήρξε στην ιστορική του εξέλιξη κι ο 5ος π.Χ. αιώνας. Η έγνοια του δεν έπεσε απλά σε μια περίπτωση φαρμακίδος –για την ακρίβεια, της φαρμακίδος της κατ’ εξοχήν. Το ομόηχο του ονόματός της προσαρμοζόταν βολικά στο φρύδι της επικράτειας των Μήδων· στα παρευξείνια εκείνα άκρα που ήτανε πιο “βαρβαρικά” ακόμη κι απ’ τη χώρα των “βαρβάρων”. Κι έγινε τότε η φαρμακίς το απόλυτο Άλλο. Έγινε η Μήδεια του Ευριπίδη. Έκτοτε –όπως παρατηρεί η σύγχρονη έρευνα– και στην αγγειογραφία θα την εικόνιζαν ντυμένη με τα σύμβολα της πιο απόμακρης Ανατολής.
Ο σωβινισμός του Ευριπίδη δούλεψε με συνέπεια προς αυτή την κατεύθυνση. Την είπε “άγριο τύπο και φύση αποτρόπαιη/ ακόλαστου νου” (ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν/ φρενὸς αὐθάδους, Μήδεια 108-9)· “έρημη κι άπολιν…/ κούρσεμα γης βαρβαρικής” (ἔρημος ἄπολις…./ ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη, 255-56).
Απ’ την αρχή του έργου, την έπλασε μόνο από σάρκα κι αισθήσεις, σ’ ένδεια σύνεσης και σωφροσύνης, χωρίς τους τρόπους τους λεπτούς του πνεύματος του ελληνικού· ένα κορμί που χαμοκείτεται, παραδομένο στις ηδονές του άλγους (σῶμ΄ ὑφεῖσ΄ ἀλγηδόσι, στ. 24)· βουλιαγμένο στο βάρος φρενός αράθυμης (βαρεῖα γὰρ φρήν, στ. 38).
Για την προδοτική απιστία του Ιάσονα στην Κόρινθο, η Μήδεια μισεί τα παιδιά της κι ούτε η όψη τους της δίνει χαρά (στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ΄ ὁρῶσ΄ εὐφραίνεται, στ. 36)· στυλώνει πάνω τους το μάτι σαν ταύρος που μελετάει το κακό (ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην/ τοῖσδ΄͵ ὥς τι δρασείουσαν, στ. 92-3). Δίνει σημάδια τρομερά, που σταθερά αντηχούνε από παρασκηνιακό βάθος απροσδιόριστο. Βοά και καταριέται με τη χασμωδική φωνητική της οιμωγής, με τονικότητα γλωσσολαλιάς, με τους επαναλαμβανόμενους ρυθμούς φυλετικού κυμβάλου: “ἰώ μοί μοι”, “αἰαῖ”, “ἰώ μοί μοι͵ ἰὼ τλήμων”.
Το χειρότερο απ’ όλα. Η Μήδεια της τραγωδίας δεν είναι τρελλή. Εκπονεί με ακρίβεια σχέδιο λεπτομερές. Ασύλληπτες οι τεχνουργίες της. Το δώρο το γαμήλιο στην αντίζηλο, “ποικίλοι” –το επίθετο δηλώνει τον δόλο– πέπλοι και χρυσό στεφάνι (στ. 1159), έχουνε ποτιστεί από φάρμακα θανάσιμα που λειώνουνε τη δροσερή ζωή της Γλαύκης. Και το μαχαίρι της, σαν άλλο δώρο γάμου στον Ιάσονα, εξολοθρεύει τα παιδιά του και παιδιά της.
Με τη γνωστή του τάση για μελοδραματισμό, ο Ευριπίδης έβαλε τη Μήδειά του, στο δεύτερο μέρος του έργου, να κλαψουρίζει για τον φόνο των παιδιών: λύση σκληρή, μα δήθεν αναπόφευκτη, προορισμένη να λυτρώσει από τα ονείδη της ατίμωσης· οικογενειακής, και όμοια και πολιτικής· απ’ τη ντροπή μιας στέρησης δικαιωμάτων. Λες και φοβήθηκε ο ποιητής το βάθος της εκδίκησης της Μήδειας και πάσχισε να κουμαντάρει κάπως την κατάσταση· σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ισορροπήσει τα μελανά τα χρώματα της απατημένης φαρμακίδος με κάτι απ’ την τρυφερότητα της έγνοιας της μητέρας.
“Βάρβαρη” την χρωμάτισε, μα με μιζέρια φθόνησε το πάθος του ερωτισμού της.
Αυτό το είχε δώσει αφειδώς ο Σοφοκλής σε τραγωδία που πραγματευόταν τον δόλο της Μήδειας εις βάρος του Πελία. Ο μύθος έλεγε ότι, όταν επέστρεψαν οι Αργοναύτες από την αποστολή τους στην Κολχίδα, φέρνοντας μαζί τους το πολυπόθητο δέρας, ο Ιάσονας θέλησε να εκδικηθεί τον βασιλιά της Ιωλκού. Κι έτσι, η Μήδεια, ενεργώντας για λογαριασμό του, έπεισε τις αφελείς κόρες του Πελία να ακολουθήσουν τις συμβουλές της για να επαναφέρουν τη νεότητα στον γέροντα πατέρα τους. Έσφαξε και τεμάχισε μπροστά τους ένα κριάρι κι έπειτα το έβρασε με τα φάρμακά της, επαναφέροντάς το στη ζωή και μεταμορφώνοντάς το σε μικρό αρνάκι. Οι Πελιάδες αποπειράθηκαν να κάνουν το ίδιο, σκοτώνοντας, βεβαίως, τον πατέρα τους.
Ο Σοφοκλής πήρε το θέμα και το προσάρμοσε σε Χορό Ριζοτόμων, γυναικών δηλαδή που συνέλεγαν ρίζες και βότανα για σκευάσματα αναλγητικά, αλλά και μαντζούνια μαγικά που υπόσχονταν έρωτα και νιότη, ίσως σαν τα “φίλτρα…θελκτήρια/ ἔρωτος” που ηρεμούνε σώμα και ψυχή και που τα ξέρει η Τροφός στην τραγωδία Ιππόλυτος (509-10) του Ευριπίδη.
Οι Ριζοτόμοι του Σοφοκλή έχουν χαθεί πλέον για εμάς. Σώζονται όμως αποσπάσματά τους, ενδεχομένως απ’ την Πάροδο (fr. 535 – 36/Radt), σε σχόλιο του Μακροβίου (v. 19) ότι ο Βιργίλιος σκιαγράφησε την Διδώ της Αινειάδας, που συλλέγει βότανα με μπρούτζινο μαχαίρι υπό το σεληνόφως (IV. 513-14), κατ’ αναλογίαν με τη Μήδεια του Σοφοκλή.
Διαβάζουμε, λοιπόν, απ’ τη χαμένη Πάροδο:
“κι εκείνη, καλύπτοντας τα μάτια με το χέρι,
τον αργυρόχρωμο χυμό που στάζει απ’ την τομή
συλλέγει σε χάλκινους κάδους.”
(ἡ δ’ ἐξοπίσω χερὸς ὄμμα τρέπουσ’
ὀπόν ἀργυνεφῆ στάζοντα τομῆς
χαλκέοισι κάδοις δέχεται.)
Και παρακάτω:
“κι οι σκεπασμένες
κίστες κρύβουν τα κομμάτια των ριζών,
αυτά που εκείνη, με φωνές κι αλαλαγμούς,
εθέριζε γυμνή με χάλκινα δρεπάνια.”
(αἱ δὲ καλυπταί
κίσται ῥιζῶν κρύπτουσι τομάς
ἃς ἥδε βοῶσ’, ἀλαλαζομένη,
γυμνὴ χαλκέοις ἤμα δρεπάνοις.)
Σ’ όλες τις λεπτομέρειές τους οι στίχοι φανερώνουν το βάθος της γνώσης, τη μεγαλοπρέπεια της τελετουργίας, το πάθος της “βάρβαρης” για νιότη και για έρωτα.
Ο Σοφοκλής, τουλάχιστον, κατάλαβε τη Μήδεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου