Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος (132-144)

[132] Τοιγάρτοι τί τῶν ἀνελπίστων καὶ ἀπροσδοκήτων ἐφ᾽ ἡμῶν οὐ γέγονεν; οὐ γὰρ βίον γε ἡμεῖς ἀνθρώπινον βεβιώκαμεν, ἀλλ᾽ εἰς παραδοξολογίαν τοῖς μεθ᾽ ἡμᾶς ἐσομένοις ἔφυμεν. Οὐχ ὁ μὲν τῶν Περσῶν βασιλεύς, ὁ τὸν Ἄθω διορύξας, ὁ τὸν Ἑλλήσποντον ζεύξας, ὁ γῆν καὶ ὕδωρ τοὺς Ἕλληνας αἰτῶν, ὁ τολμῶν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς γράφειν ὅτι δεσπότης ἐστὶν ἁπάντων ἀνθρώπων ἀφ᾽ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου, νῦν οὐ περὶ τοῦ κύριος ἑτέρων εἶναι διαγωνίζεται, ἀλλ᾽ ἤδη περὶ τῆς τοῦ σώματος σωτηρίας; καὶ τοὺς αὐτοὺς ὁρῶμεν τῆς τε δόξης ταύτης καὶ τῆς ἐπὶ τὸν Πέρσην ἡγεμονίας ἠξιωμένους, οἳ καὶ τὸ ἐν Δελφοῖς ἱερὸν ἠλευθέρωσαν;

[133] Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ᾽ ἡμέραν μίαν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνήρπασται, εἰ καὶ δικαίως, περὶ τῶν ὅλων οὐκ ὀρθῶς βουλευσάμενοι, ἀλλὰ τήν γε θεοβλάβειαν καὶ τὴν ἀφροσύνην οὐκ ἀνθρωπίνως, ἀλλὰ δαιμονίως κτησάμενοι. Λακεδαιμόνιοι δ᾽ οἱ ταλαίπωροι, προσαψάμενοι μόνον τούτων τῶν πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς περὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ κατάληψιν, οἱ τῶν Ἑλλήνων ποτὲ ἀξιοῦντες ἡγεμόνες εἶναι, νῦν ὁμηρεύσοντες καὶ τῆς συμφορᾶς ἐπίδειξιν ποιησόμενοι μέλλουσιν ὡς Ἀλέξανδρον ἀναπέμπεσθαι, τοῦτο πεισόμενοι, καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ πατρίς, ὅ τι ἂν ἐκείνῳ δόξῃ, καὶ ἐν τῇ τοῦ κρατοῦντος καὶ προηδικημένου μετριότητι κριθησόμενοι.

[134] Ἡ δ᾽ ἡμετέρα πόλις, ἡ κοινὴ καταφυγὴ τῶν Ἑλλήνων, πρὸς ἣν ἀφικνοῦντο πρότερον ἐκ τῆς Ἑλλάδος αἱ πρεσβεῖαι, κατὰ πόλεις ἕκαστοι παρ᾽ ἡμῶν τὴν σωτηρίαν εὑρησόμενοι, νῦν οὐκέτι περὶ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας ἀγωνίζεται, ἀλλ᾽ ἤδη περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους. Καὶ ταῦθ᾽ ἡμῖν συμβέβηκεν ἐξ ὅτου Δημοσθένης πρὸς τὴν πολιτείαν προσελήλυθεν. Εὖ γὰρ περὶ τῶν τοιούτων Ἡσίοδος ὁ ποιητὴς ἀποφαίνεται. Λέγει γάρ που παιδεύων τὰ πλήθη καὶ συμβουλεύων ταῖς πόλεσι τοὺς πονηροὺς τῶν δημαγωγῶν μὴ προσδέχεσθαι·

[135] λέξω δὲ κἀγὼ τὰ ἔπη· διὰ τοῦτο γὰρ οἶμαι ἡμᾶς παῖδας ὄντας τὰς τῶν ποιητῶν γνώμας ἐκμανθάνειν, ἵν᾽ ἄνδρες ὄντες αὐταῖς χρώμεθα.

Πολλάκι δὴ ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα,
ὅς κεν ἀλιτραίνῃ καὶ ἀτάσθαλα μηχανάαται·
τοῖσιν δ᾽ οὐρανόθεν δῶκεν μέγα πῆμα Κρονίων,
λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί·
ἢ τῶν γε στρατὸν εὐρὺν ἀπώλεσεν ἢ ὅ γε τεῖχος,
ἢ νέας ἐν πόντῳ ἀποτίνυται εὐρύοπα Ζεύς.

[136] Ἐὰν δὲ περιελόντες τοῦ ποιητοῦ τὸ μέτρον τὰς γνώμας ἐξετάζητε, οἶμαι ὑμῖν δόξειν οὐ ποιήματα Ἡσιόδου εἶναι, ἀλλὰ χρησμὸν εἰς τὴν Δημοσθένους πολιτείαν· καὶ γὰρ ναυτικὴ καὶ πεζὴ στρατιὰ καὶ πόλεις ἄρδην εἰσὶν ἀνηρπασμέναι ἐκ τῆς τούτου πολιτείας.

[137] Ἀλλ᾽ οἶμαι οὔτε Φρυνώνδας οὔτε Εὐρύβατος οὔτ᾽ ἄλλος οὐδεὶς πώποτε τῶν πάλαι πονηρῶν τοιοῦτος μάγος καὶ γόης ἐγένετο, ὅς, ὦ γῆ καὶ θεοὶ καὶ δαίμονες καὶ ἄνθρωποι ὅσοι βούλεσθε ἀκούειν τἀληθῆ, τολμᾷ λέγειν, βλέπων εἰς τὰ πρόσωπα τὰ ἡμέτερα, ὡς ἄρα Θηβαῖοι τὴν συμμαχίαν ὑμῖν ἐποιήσαντο οὐ διὰ τὸν καιρόν, οὐ διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς, οὐ διὰ τὴν ὑμετέραν δόξαν, ἀλλὰ διὰ τὰς Δημοσθένους δημηγορίας.

[138] Καίτοι πολλὰς μὲν τούτου πρότερον πρεσβείας ἐπρέσβευσαν εἰς Θήβας οἱ μάλιστα οἰκείως ἐκείνοις διακείμενοι, πρῶτος μὲν Θρασύβουλος ὁ Κολλυτεύς, ἀνὴρ ἐν Θήβαις πιστευθεὶς ὡς οὐδεὶς ἕτερος, πάλιν Θράσων ὁ Ἐρχιεύς, πρόξενος ὢν Θηβαίοις,

[139] Λεωδάμας ὁ Ἀχαρνεύς, οὐχ ἧττον Δημοσθένους λέγειν δυνάμενος, ἀλλ᾽ ἔμοιγε καὶ ἡδίων, Ἀρχέδημος ὁ Πήληξ, καὶ δυνατὸς εἰπεῖν καὶ πολλὰ κεκινδυνευκὼς ἐν τῇ πολιτείᾳ διὰ Θηβαίους, Ἀριστοφῶν ὁ Ἀζηνιεύς, πλεῖστον χρόνον τὴν τοῦ βοιωτιάζειν ὑπομείνας αἰτίαν, Πύρρανδρος ὁ Ἀναφλύστιος, ὃς ἔτι καὶ νῦν ζῇ. Ἀλλ᾽ ὅμως οὐδεὶς πώποτε αὐτοὺς ἐδυνήθη προτρέψασθαι εἰς τὴν ὑμετέραν φιλίαν. Τὸ δ᾽ αἴτιον οἶδα μέν, λέγειν δ᾽ οὐδὲν δέομαι διὰ τὰς ἀτυχίας αὐτῶν.

[140] Ἀλλ᾽ οἶμαι, ἐπειδὴ Φίλιππος αὐτῶν ἀφελόμενος Νίκαιαν Θετταλοῖς παρέδωκε, καὶ τὸν πόλεμον, ὃν πρότερον ἐξήλασεν ἐκ τῆς χώρας τῆς Βοιωτῶν, τοῦτον πάλιν τὸν αὐτὸν πόλεμον ἐπήγαγε διὰ τῆς Φωκίδος ἐπ᾽ αὐτὰς τὰς Θήβας, καὶ τὸ τελευταῖον Ἐλάτειαν καταλαβὼν ἐχαράκωσε καὶ φρουρὰν εἰσήγαγεν, ἐνταῦθ᾽ ἤδη, ἐπεὶ τὸ δεινὸν αὐτῶν ἥπτετο, μετεπέμψαντο Ἀθηναίους, καὶ ὑμεῖς ἐξήλθετε καὶ εἰσῇτε εἰς τὰς Θήβας ἐν τοῖς ὅπλοις διεσκευασμένοι, καὶ οἱ πεζοὶ καὶ οἱ ἱππεῖς, πρὶν περὶ συμμαχίας μίαν μόνον συλλαβὴν γράψαι Δημοσθένην.

[141] Ὁ δ᾽ εἰσάγων ἦν ὑμᾶς εἰς τὰς Θήβας καιρὸς καὶ φόβος καὶ χρεία συμμαχίας, ἀλλ᾽ οὐ Δημοσθένης. Ἐπεὶ περί γε ταύτας τὰς πράξεις τρία πάντων μέγιστα Δημοσθένης εἰς ὑμᾶς ἐξημάρτηκε, πρῶτον μὲν ὅτι Φιλίππου τῷ μὲν ὀνόματι πολεμοῦντος ὑμῖν, τῷ δ᾽ ἔργῳ πολὺ μᾶλλον μισοῦντος Θηβαίους, ὡς αὐτὰ τὰ πράγματα δεδήλωκε, καὶ τί δεῖ τὰ πλείω λέγειν; ταῦτα μὲν τὰ τηλικαῦτα τὸ μέγεθος ἀπεκρύψατο, προσποιησάμενος δὲ μέλλειν τὴν συμμαχίαν γενήσεσθαι οὐ διὰ τοὺς καιρούς, ἀλλὰ διὰ τὰς αὑτοῦ πρεσβείας,

[142] πρῶτον μὲν συνέπεισε τὸν δῆμον μηκέτι βουλεύεσθαι ἐπὶ τίσι δεῖ ποιεῖσθαι τὴν συμμαχίαν, ἀλλ᾽ ἀγαπᾶν μόνον εἰ γίγνεται, τοῦτο δὲ προλαβὼν ἔκδοτον μὲν τὴν Βοιωτίαν ἅπασαν ἐποίησε Θηβαίοις, γράψας ἐν τῷ ψηφίσματι, ἐάν τις ἀφιστῆται πόλις ἀπὸ Θηβαίων, βοηθεῖν Ἀθηναίους Βοιωτοῖς τοῖς ἐν Θήβαις, τοῖς ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τὰ πράγματα, ὥσπερ εἴωθεν, ὡς τοὺς Βοιωτοὺς ἔργῳ κακῶς πάσχοντας τὴν τῶν ὀνομάτων σύνθεσιν τῶν Δημοσθένους ἀγαπήσοντας, ἀλλ᾽ οὐ μᾶλλον ἐφ᾽ οἷς κακῶς ἐπεπόνθεσαν ἀγανακτήσοντας·

[143] δεύτερον δὲ τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἀναλωμάτων τὰ μὲν δύο μέρη ὑμῖν ἀνέθηκεν, οἷς ἦσαν ἀπωτέρω οἱ κίνδυνοι, τὸ δὲ τρίτον μέρος Θηβαίοις, δωροδοκῶν ἐφ᾽ ἑκάστοις τούτων, καὶ τὴν ἡγεμονίαν τὴν μὲν κατὰ θάλατταν ἐποίησε κοινήν, τὸ δ᾽ ἀνάλωμα ἴδιον ὑμέτερον, τὴν δὲ κατὰ γῆν, εἰ μὴ δεῖ ληρεῖν, ἄρδην φέρων ἀνέθηκε Θηβαίοις, ὥστε παρὰ τὸν γενόμενον πόλεμον μὴ κύριον γενέσθαι Στρατοκλέα τὸν ὑμέτερον στρατηγὸν βουλεύσασθαι περὶ τῆς τῶν στρατιωτῶν σωτηρίας.

[144] Καὶ ταῦτ᾽ οὐκ ἐγὼ μὲν κατηγορῶ, ἕτεροι δὲ παραλείπουσιν, ἀλλὰ κἀγὼ λέγω καὶ πάντες ἐπιτιμῶσι καὶ ὑμεῖς σύνιστε καὶ οὐκ ὀργίζεσθε. Ἐκεῖνο γὰρ πεπόνθατε πρὸς Δημοσθένην· συνείθισθε ἤδη τἀδικήματα τὰ τούτου ἀκούειν, ὥστε οὐ θαυμάζετε. Δεῖ δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ἀγανακτεῖν καὶ τιμωρεῖσθαι, εἰ χρὴ τὰ λοιπὰ τῇ πόλει καλῶς ἔχειν.

***
[132] Τι λοιπόν από τα ανέλπιστα και απροσδόκητα δεν έχει συμβεί στις ημέρες μας; Γιατί εμείς δεν έχουμε ζήσει όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλά γεννηθήκαμε για να αποτελέσουμε παραδοξολογία για τους απογόνους μας. Μήπως ο βασιλιάς των Περσών, που άνοιξε διώρυγα στον Άθω, που ένωσε με γέφυρα τον Ελλήσποντο, που ζήτησε γη και ύδωρ από τους Έλληνες, που τόλμησε να γράψει στις επιστολές του ότι ήταν κυρίαρχος όλου του κόσμου από Ανατολή σε Δύση, δεν αγωνίζεται αυτός τώρα όχι για να είναι κυρίαρχος σε άλλους αλλά για τη σωτηρία του; Δεν βλέπουμε, επίσης, ότι οι ίδιοι άνθρωποι είναι αυτοί που αξιώθηκαν τη δόξα αυτή και την αρχηγία στον πόλεμο εναντίον των Περσών με αυτούς που ελευθέρωσαν και το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς;

[133] Η Θήβα όμως, η Θήβα, πόλη γειτονική, εξαφανίστηκε μέσα σε μιαν ημέρα από τον χάρτη της Ελλάδας. Δίκαια βέβαια, γιατί οι Θηβαίοι δεν είχαν σωστή πολιτική για όλα γενικά τα ζητήματα· αλλά η τύφλωση αυτή του νου και η παραφροσύνη έχει την αιτία της όχι σε ανθρώπινη παρέμβαση αλλά σε θεϊκή. Εξάλλου, οι ταλαίπωροι Λακεδαιμόνιοι, που είχαν ανακατευτεί μόνο αρχικά στην υπόθεση αυτή με αφορμή την κατάληψη του ιερού, που κάποτε είχαν την αξίωση να είναι ηγεμόνες των Ελλήνων, τώρα μέλλουν να σταλούν ως όμηροι στον Αλέξανδρο να του δείξουν τη συμφορά τους, προκειμένου να υποστούν αυτοί και η πατρίδα τους ό,τι αποφασίσει εκείνος και να κριθεί η μοίρα τους από την επιείκεια του νικητή, που προηγουμένως είχαν αδικήσει.

[134] Η δική μας πόλη, το κοινό καταφύγιο των Ελλήνων, προς την οποία κατέφθαναν άλλοτε οι αντιπροσωπείες από την Ελλάδα, η μια πόλη μετά την άλλη, για να βρουν από μας τη σωτηρία τους, τώρα δεν αγωνίζεται πια για την ηγεμονία των Ελλήνων αλλά για το πάτριο έδαφος. Και αυτά έχουν συμβεί σε μας αφότου έχει ανακατευτεί στην πολιτική ο Δημοσθένης. Σωστά αποφαίνεται για τους ανθρώπους αυτού του είδους ο ποιητής Ησίοδος. Λέει λοιπόν κάπου, διδάσκοντας τον λαό και συμβουλεύοντας τις πόλεις, να μην ανέχονται φαύλους πολιτικούς.

[135] Θα αναφέρω και εγώ τους στίχους· γιατί νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο μαθαίνουμε τις γνώμες των ποιητών, όταν είμαστε παιδιά, είναι για να τις εφαρμόζουμε, όταν γίνουμε άνδρες.

Συχνά ολόκληρη πόλη υποφέρει από κακό άνδρα,
που σε σφάλματα πέφτει και άδικα έργα κάνει,
και ο γιος του Κρόνου τους στέλνει από τον ουρανό μεγάλες συμφορές,
πείνα μαζί και αρρώστιες, και ο κόσμος χάνεται
ή τον μεγάλο τους στρατό αφανίζει ο Δίας ή το τείχος
ή τα πλοία τους στη θάλασσα συντρίβει.

[136] Εάν αφαιρέσετε το μέτρο του ποιητή και εξετάσετε τη σκέψη του, πιστεύω πως θα σχηματίσετε την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για ποίημα του Ησιόδου αλλά για χρησμό που αφορά στην πολιτική του Δημοσθένη. Καθόσον, εξαιτίας της δικής του πολιτικής, έχουν εξαφανιστεί εντελώς ναυτικές δυνάμεις, στρατεύματα ξηράς και πόλεις.

[137] Αλλά, κατά τη γνώμη μου, ούτε ο Φρυνώνδας ούτε ο Ευρύβατος ούτε άλλος κανένας από τους παλιανθρώπους του παλαιού καιρού υπήρξε μέχρι σήμερα τέτοιος λαοπλάνος και απατεώνας, όπως αυτός ο άνθρωπος, που, ω γη και θεοί, δαίμονες και άνθρωποι, όσοι θέλετε να ακούτε την αλήθεια, τολμά να λέει, βλέποντάς μας στα μάτια, πως οι Θηβαίοι έκαναν τάχα μαζί σας τη συμμαχία όχι λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, όχι από τον φόβο που τους είχε περιζώσει, όχι εξαιτίας της φήμης σας αλλά χάρη στις δημηγορίες του Δημοσθένη.

[138] Και όμως, πριν από αυτόν είχαν σταλεί στη Θήβα πολλοί πρέσβεις, άνθρωποι που διατηρούσαν πολύ στενές σχέσεις με τους Θηβαίους· πρώτος ο Θρασύβουλος ο Κολλυτεύς, άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης των Θηβαίων· έπειτα ο Θράσων ο Ερχιεύς, πρόξενος των Θηβαίων·

[139] ο Λεωδάμας ο Αχαρνέας, δεινός ρήτορας όσο και ο Δημοσθένης και, κατ᾽ εμέ τουλάχιστον, γλυκύτερος· ο Αρχέδημος ο Πήληξ, δυνατός ομιλητής, που διέτρεξε μάλιστα πολλούς κινδύνους λόγω της φιλοθηβαϊκής πολιτικής του· ο Αριστοφών ο Αζηνιέας, που για πολλά χρόνια κατηγορήθηκε ως υποστηρικτής των Θηβαίων· ο Πύρρανδρος ο Αναφλύστιος, που ζει ακόμη και σήμερα. Και όμως, κανένας από αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ ως τη στιγμή αυτή να πείσει τους Θηβαίους να γίνουν φίλοι μας. Γνωρίζω βέβαια τον λόγο· ωστόσο, δεν χρειάζεται καθόλου να τον αναφέρω, εξαιτίας των συμφορών τους.

[140] Αλλά, νομίζω, όταν ο Φίλιππος πήρε από αυτούς τη Νίκαια και την παραχώρησε στους Θεσσαλούς, και τον πόλεμο, που προηγουμένως είχε απομακρύνει από τη χώρα των Βοιωτών, τον ίδιο αυτόν πόλεμο τον έφερε πάλι μέσω της Φωκίδας εναντίον της ίδιας της Θήβας και, όταν τελευταία καταλαμβάνοντας την Ελάτεια την οχύρωσε και εγκατέστησε μέσα σ᾽ αυτή φρουρά, τότε πια, όταν τους άγγιζε ο κίνδυνος, κάλεσαν σε βοήθεια τους Αθηναίους. Και εσείς βγήκατε από την πόλη και μπήκατε στη Θήβα οπλισμένοι, πεζικό και ιππικό, πριν ο Δημοσθένης προλάβει να γράψει έστω και μία λέξη για συμμαχία.

[141] Αυτό που μας έβαλε μέσα στη Θήβα ήταν η κρίσιμη περίσταση, ο φόβος και η ανάγκη για συμμαχία, όχι ο Δημοσθένης. Όσον αφορά σε αυτές τουλάχιστον τις ενέργειες, ο Δημοσθένης έχει διαπράξει σε βάρος σας τρία πολύ σοβαρά σφάλματα. Πρώτον, όταν ο Φίλιππος φαινομενικά πολεμούσε εναντίον σας, ενώ στην πραγματικότητα όλο το μίσος του στρεφόταν εναντίον των Θηβαίων, όπως έχουν αποδείξει τα ίδια τα γεγονότα, —τι χρειάζεται, άλλωστε, να πω περισσότερα;— αυτά τα τόσο σπουδαία γεγονότα ο Δημοσθένης τα απέκρυψε. Και ,προσποιούμενος ότι η συμμαχία με τους Θηβαίους επρόκειτο να γίνει όχι λόγω των περιστάσεων αλλά χάρη στις δικές του μεσολαβήσεις,

[142] έπεισε τον λαό να μην τον απασχολούν πια οι όροι της συμμαχίας, αλλά να αρκεστεί στο γεγονός και μόνο ότι θα γινόταν. Και, αφού σας έπεισε πάνω σ᾽ αυτό, παρέδωσε όλη τη Βοιωτία στους Θηβαίους, προτείνοντας στο ψήφισμα «εάν κάποια πόλη αποστατήσει από τους Θηβαίους, οι Αθηναίοι να σπεύσουν σε βοήθεια των Βοιωτών της Θήβας.» Εξαπάτησε δηλαδή με τα ονόματα και άλλαξε την πραγματικότητα, όπως άλλωστε συνηθίζει, πιστεύοντας πως οι Βοιωτοί, αν πράγματι δεινοπαθούσαν από τους Θηβαίους, θα αρκούνταν στα λογοπαίγνια του Δημοσθένη και δεν θα αγανακτούσαν για τα όσα θα τους είχαν συμβεί.

[143] Ακόμη, από τις πολεμικές δαπάνες τα δύο τρίτα φόρτωσε σε σας, παρόλο που ο κίνδυνος για σας ήταν πιο μακριά, και το ένα τρίτο στους Θηβαίους, επειδή για καθεμιά από αυτές τις εξυπηρετήσεις έπαιρνε ανταλλάγματα. Επιπλέον, η αρχηγία στο ναυτικό όρισε να είναι κοινή, αλλά οι δαπάνες αποκλειστικά δικές σας· την αρχηγία του στρατού ξηράς την παραχώρησε, αν πρέπει να μην κοροϊδευόμαστε, ολόκληρη στους Θηβαίους· έτσι, στη μάχη που έγινε, ο Στρατοκλής, ο δικός σας στρατηγός, να είναι αναρμόδιος να αποφασίσει για τη σωτηρία των στρατιωτών του.

[144] Και δεν είμαι μόνον εγώ που κατηγορώ γι᾽ αυτά τον Δημοσθένη, ενώ άλλοι τα προσπερνούν, αλλά και εγώ τα λέω και όλοι τα κατακρίνουν· και εσείς τα ξέρετε καλά και όμως δεν οργίζεστε. Γιατί με τον Δημοσθένη έχετε πάθει το εξής: σας έχει γίνει συνήθεια να ακούτε τα αδικήματά του και δεν σας κάνουν πια εντύπωση. Δεν πρέπει όμως να γίνεται έτσι, αλλά, αν θέλετε να πάνε τα πράγματα καλά από δω και εμπρός, πρέπει να αγανακτείτε και να τον τιμωρείτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου