Oι εμπειρικοί φιλόσοφοι
Ι. Γενικά γνωρίσματα
1. Τις πληροφορίες και τις ιδέες μας τι οφείλουμε στην εμπειρία και στις αισθήσεις μας.
2. Ι) Ο Εμπειρισμός συμφωνεί με τον ιδεαλισμό στο εξής: η ύπαρξη κάθε εξωτερικού πράγματος εξαρτάται από μας. Π.χ. οι αισθήσεις, με τις οποίες προσλαμβάνουμε ένα αντικείμενο, ανήκουν σε μας.
ΙΙ) Ο εξωτερικός κόσμος θα ήταν ανύπαρκτος χωρίς τις αισθήσεις μας.
3. Ο κόσμος είναι αποκλειστικά δικό μας δημιούργημα. Δεν υπάρχει πριν από μας και ανεξάρτητα από μας.
4. Ι) Κύριοι εισηγητές του Εμπειρισμού είναι:
α) Τζον Λοκ (1632-1704)
β) Τζορτζ Μπέρκλεϋ (1685-1753)
γ) Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776)
ΙΙ) Οι δύο πρώτοι δεν έμειναν συνεπείς στη θεωρία τους ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τις αισθήσεις μας.
ΙΙΙ) Ο Χιουμ κατέληξε στο σκεπτικισμό.
ΙΙ. Τζον Λοκ
1. Γενική τοποθέτηση
Κατά τον Λοκ δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες, όπως πίστευαν ο Πλάτων και ο Ντεκάρτ. Συνεπώς δεν υπάρχουν έτοιμες αλήθειες. Κάθε γνώση είναι επίκτητη. Η ψυχή, όταν γεννιέται, είναι ένα άγραφο χαρτί (tabula rasa). Όταν όμως κάνει τον κύκλο της ζωής, είναι γεμάτη με ιδέες και πληροφορίες. Αυτές τις συνέλεξε κατά τη διάρκεια της ζωής με τη βοήθεια της εμπειρίας και των αισθήσεων.
2. Οι ιδέες
α) Δύο κατηγορίες ιδεών: απλές και νέες ιδέες.
-Απλές: είναι οι παραστάσεις που δεν μπορούν να αναλυθούν με λόγια. Απλώς τις αισθανόμαστε άμεσα. Με τη βοήθεια των απλών ιδεών μπορούμε να δημιουργήσουμε νέες ιδέες.
-Νέες: έχουμε τρία είδη: -σύνθετες ιδέες, π.χ. η ιδέα του ουράνιου τόξου
- ιδέες σχέσεων, π.χ. η ιδέα της ομοιότητας
- γενικές ιδέες, π.χ. η ιδέα του ζώου
β) Οι ιδέες υπάρχουν μέσα μας: δεν αποτελούν δικά μας αυθαίρετα κατασκευάσματα, αλλά βρίσκονται μέσα μας για να μας πληροφορούν για τον έξω κόσμο. Έχουν κύρος και εγκυρότητα, όταν αντιστοιχούν προς την πραγματικότητα.
3. Οι ποιότητες
α) τι ονομάζονται ποιότητες: οι ιδιότητες των αισθητών πραγμάτων, τις οποίες γνωρίζουμε μέσα από την αναπαράσταση που μας προσφέρουν οι ιδέες.
β) Δύο κατηγορίες:- οι πρωτεύουσες και οι δευτερεύουσες ποιότητες
Πρωτεύουσες: συνυφαίνονται με την ύπαρξη των πραγμάτων. Χωρίς αυτές τα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν. Π.χ. η έκταση που καταλαμβάνει ένα σώμα.
Δευτερεύουσες: δεν συνυφαίνονται με την ύπαρξη των πραγμάτων. Π.χ. το άρωμα ενός λουλουδιού.
4. Η υλική υπόσταση
- Με τις ποιότητες οι ιδέες μας αποκτούν αντικειμενικό κύρος.
-Οι ποιότητες ανήκουν στα αισθητά πράγματα, αλλά δεν ταυτίζονται με αυτά.
- Το κάθε πράγμα έχει μια υλική υπόσταση, η οποία διακρίνεται από τις ποιότητες.
- Π.χ. σε ένα τραπέζι που είναι αντικείμενο διαχωρίζουμε τις ιδιότητές του ( έκταση, σχήμα κ.λπ.) από την υλική του υπόσταση, δηλαδή από την ύπαρξή του ως τέτοια.
- Έτσι η θεωρία για την υλική υπόσταση αντιφάσκει προς τον εμπειρισμό του. Διότι η υλική υπόσταση, όπως την παρουσίασε, βρίσκεται έξω από το πλέγμα των ιδεών, για τις οποίες μιλάει ο Εμπειρισμός. Πρόκειται για ασυνέπεια.
ΙΙΙ. Tζορτζ Μπέρκλεϋ
1. Υπεράσπιση της θεωρίας του εμπειρισμού
- Απέρριψε την θεωρία του Λοκ για την ύπαρξη της υλικής υπόστασης και των ποιοτήτων.
- Τι υπάρχει; Αυτό μόνο που μπορούμε να συλλάβουμε με τις αισθήσεις και να αντιληφθούμε εμπειρικά. Τα όρια της πραγματικότητας είναι τα όρια της εμπειρίας μας: Το είναι [=η πραγματικότητα] ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι.
2. Η ύπαρξη μιας νοητικής υπόστασης
Οι ιδέες μας είναι συγκεντρωμένες στην ψυχή μας ή στο πνεύμα μας. Το πνεύμα μας και η ψυχή μας υπήρχαν πριν από τις ιδέες μας και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, ακόμη και όταν αυτές θα έχουν λησμονηθεί. Η ψυχή μας ή το πνεύμα μας είναι όπως το σπίτι που υπάρχει πριν να κατοικηθεί από τους ενοικιαστές και θα υπάρχει εξίσου κι όταν φύγουν.
3. Γενικό συμπέρασμα
Σύμφωνα με τον Λοκ και τον Μπέρκλεϋ η θεωρία του εμπειρισμού δεν μπορεί να συμφωνεί με τη θεωρία περί ύπαρξης μιας υπόστασης -είτε υλικής είτε πνευματικής. Αμφότεροι αυτοί οι φιλόσοφοι αναγκάστηκαν να εμπλακούν στην αντίφαση των υποθέσεών τους.
ΙV. Ντέιβιντ Χιουμ
1. Η αμφισβήτηση της θεωρίας για την ύπαρξη πνευματικής υπόστασης
α) Δεν υπάρχει ούτε πνευματική ούτε υλική υπόσταση του ανθρώπου. Δεν είναι λογικό να μιλάμε για ψυχή, νου, πνεύμα ή συνείδηση και συνάμα για μια πραγματικότητα έξω από εμας. Μέσα μας συναντούμε μόνο διάφορες εμπειρίες και παραστάσεις του μυαλού μας για τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν.
β) Αν υπήρχε μέσα μας μια ανεξάρτητη πνευματική υπόσταση, θα έπρεπε να μπορούμε να τη συλλάβουμε, ακόμη και μετά από την εξαφάνιση από μέσα μας όλων των εμπειριών. Μια τέτοια κατάσταση είναι ο ύπνος. Σε αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος πέφτει σε λήθαργο και δεν μπορεί να συλλάβει καμιά ανεξάρτητη πνευματική υπόσταση.
γ) Αυτό που θεωρούμε ως «εαυτό» μας είναι το σύνολο των εμπειριών μας. Αυτό που αποκαλούμε «ψυχή», «πνεύμα» κ.λπ. είναι μια δέσμη παραστάσεων και τίποτε άλλο.
2. Η αμφισβήτηση της εξωτερικής πραγματικότητας
α) Αρνητική ήταν η θέση του για την ύπαρξη πραγματικότητας έξω από τις ιδέες μας.
β) Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την εξωτερική πραγματικότητα, διότι η γνώση, ακόμα και η πιο επιστημονική, δεν επαρκεί και δεν μας βοηθά να αποφανθούμε για την ύπαρξη εξωτερικής πραγματικότητας.
γ) Δύο είναι οι όροι που στηρίζονται οι επιστήμονες για να αποφανθούν για την πραγματικότητα:
Ι. Η αρχή της αιτιότητας: Αναφέρεται στα αίτια που προκαλούν την ύπαρξη ενός πράγματος ή την εκδήλωση ενός γεγονότος.
ΙΙ. Οι νόμοι της φύσης: Αφορούν στους νόμους, στους οποίους υπάγεται αυτή η ύπαρξη του πράγματος ή η εκδήλωση του γεγονότος.
δ) Ο Χιουμ αμφισβήτησε τόσο την αξία της αρχής της αιτιότητας όσο και την ισχύ των νόμων της φύσης.
3. Η αρχή της αιτιότητας
α) Απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει μια αιτιώδης σχέση ανάμεσα σε δύο γεγονότα είναι να μη μας είναι άγνωστα. Να μην τα βλέπουμε δηλαδή για πρώτη φορά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά να είμαστε εξοικειωμένοι με τη σχέση τους. ΄Οσο συχνότερα μάλιστα παρατηρούμε τη διαδοχή δύο γεγονότων, τόσο ισχυρότερη θεωρούμε την αιτιώδη σχέση τους : π.χ. η θερμότητα και η διαστολή του σιδήρου.
β) Όταν συμβεί μια αιτιώδης σχέση να μην επαναλαμβάνεται, τότε δεν είναι αιτιώδης αλλά συμπτωματική σχέση.
γ) Η αιτιώδης σύνδεση δύο γεγονότων αποδεικνύεται τελικά αυθαίρετη, οφείλεται δηλ. σε ένα αυθαίρετο συνειρμό, διότι δεν έχουμε καμιά άλλη απόδειξη ότι υπάρχει μεταξύ τους αναγκαίος δεσμός εκτός από τη χρονική τους διαδοχή. Επειδή βλέπουμε συχνά αυτή τη χρονική διαδοχή, πιστεύουμε πως δεν μπορεί το ένα γεγονός να υπάρξει χωρίς το άλλο.
δ) Η αιτιώδης σχέση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αφού τίποτα δεν αποκλείει το γεγονός, κάποια στιγμή να υπάρξει το ένα από τα εν λόγω πράγματα χωρίς να ακολουθήσει το άλλο.
ε) Οι αιτιώδεις σχέσεις, κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίες. Γι’ αυτό και η επιστημονική γνώση αποδεικνύεται επισφαλής.
4. Περί των νόμων της φύσης
α) Ο Χιουμ προβληματίζεται αποφασιστικά για την ισχύ των νόμων της φύσης: Αυτοί οι νόμοι, όπως ορίζονται από τους επιστήμονες, δεν έχουν το κριτήριο της αναγκαιότητας που θα τους έκανε να λειτουργούν ως οδηγοί για τη γνώση της πραγματικότητας. Π.χ. μια πρόταση είναι αναγκαία μόνο όταν αυτό που περιέχει έχει ακατάλυτη ισχύ, ανεξάρτητα από τις συνθήκες κάθε φορά που επικρατούν.
β) Οι νόμοι της φύσης είναι συμπυκνωμένες περιγραφές γεγονότων που συνέβησαν στο παρελθόν, ως τη στιγμή δηλαδή που τους διατυπώνουμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έχουν απαράλλακτη ισχύ στο μέλλον. Δημιουργείται ωστόσο η ψευδαίσθηση ότι θα ισχύουν και στο μέλλον, γιατί πιστεύουμε ότι στη φύση επικρατεί η αρχή της ομοιομορφίας.
γ) Σύμφωνα με αυτή την αρχή πιστεύουμε ακράδαντα πως και στο μέλλον θα εξακολουθεί να ισχύει ό,τι ίσχυε στο παρελθόν. Για να διαπιστώσουμε αν ισχύει στη φύση αυτή η αρχή, πρέπει να έχουμε φτάσει στο τέλος του ιστορικού χρόνου, δηλαδή στο τέλος του κόσμου.
δ) Τότε θα μπορέσουμε να κοιτάζουμε προς τα πίσω όλη τη φυσική μας ιστορία και να αποφανθούμε αν οι φυσικοί νόμοι ισχύουν για όλο το χρονικό διάστημα της παρουσίας μας πάνω στη γη ή όχι.
ε) Κάτι τέτοιο όμως στην πράξη είναι αδύνατο να συμβεί.
στ) Προς το παρόν, αλλά και στο μέλλον η φύση εξελίσσεται και μπορεί οι φυσικοί νόμοι να τροποποιηθούν ή ακόμη να πάψουν να ισχύουν. Οι νόμοι της φύσης επομένως είναι επισφαλείς.
5. Συμπέρασμα: ακραίος σκεπτικισμός
α) Για όλα πρέπει να αμφιβάλλουμε, τη στιγμή που δεν είμαστε βέβαιοι για την αναγκαιότητα της φύσης και για τη φερεγγυότητα της αρχής της αιτιότητας.
β) Με το χαρακτηρισμό «όλα» ο Χιουμ εννοεί τόσο τον κόσμο της εμπειρίας όσο και την υπόθεση για την ύπαρξη της «ψυχής», του πνεύματος», του «νου», της «συνείδησης». Επίσης περιλαμβάνει την άρνησή του για την ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας.
γ) Η αμφισβήτηση των πάντων χαρακτηρίστηκε ακραίος σκεπτικισμός.
Ι. Γενικά γνωρίσματα
1. Τις πληροφορίες και τις ιδέες μας τι οφείλουμε στην εμπειρία και στις αισθήσεις μας.
2. Ι) Ο Εμπειρισμός συμφωνεί με τον ιδεαλισμό στο εξής: η ύπαρξη κάθε εξωτερικού πράγματος εξαρτάται από μας. Π.χ. οι αισθήσεις, με τις οποίες προσλαμβάνουμε ένα αντικείμενο, ανήκουν σε μας.
ΙΙ) Ο εξωτερικός κόσμος θα ήταν ανύπαρκτος χωρίς τις αισθήσεις μας.
3. Ο κόσμος είναι αποκλειστικά δικό μας δημιούργημα. Δεν υπάρχει πριν από μας και ανεξάρτητα από μας.
4. Ι) Κύριοι εισηγητές του Εμπειρισμού είναι:
α) Τζον Λοκ (1632-1704)
β) Τζορτζ Μπέρκλεϋ (1685-1753)
γ) Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776)
ΙΙ) Οι δύο πρώτοι δεν έμειναν συνεπείς στη θεωρία τους ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τις αισθήσεις μας.
ΙΙΙ) Ο Χιουμ κατέληξε στο σκεπτικισμό.
ΙΙ. Τζον Λοκ
1. Γενική τοποθέτηση
Κατά τον Λοκ δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες, όπως πίστευαν ο Πλάτων και ο Ντεκάρτ. Συνεπώς δεν υπάρχουν έτοιμες αλήθειες. Κάθε γνώση είναι επίκτητη. Η ψυχή, όταν γεννιέται, είναι ένα άγραφο χαρτί (tabula rasa). Όταν όμως κάνει τον κύκλο της ζωής, είναι γεμάτη με ιδέες και πληροφορίες. Αυτές τις συνέλεξε κατά τη διάρκεια της ζωής με τη βοήθεια της εμπειρίας και των αισθήσεων.
2. Οι ιδέες
α) Δύο κατηγορίες ιδεών: απλές και νέες ιδέες.
-Απλές: είναι οι παραστάσεις που δεν μπορούν να αναλυθούν με λόγια. Απλώς τις αισθανόμαστε άμεσα. Με τη βοήθεια των απλών ιδεών μπορούμε να δημιουργήσουμε νέες ιδέες.
-Νέες: έχουμε τρία είδη: -σύνθετες ιδέες, π.χ. η ιδέα του ουράνιου τόξου
- ιδέες σχέσεων, π.χ. η ιδέα της ομοιότητας
- γενικές ιδέες, π.χ. η ιδέα του ζώου
β) Οι ιδέες υπάρχουν μέσα μας: δεν αποτελούν δικά μας αυθαίρετα κατασκευάσματα, αλλά βρίσκονται μέσα μας για να μας πληροφορούν για τον έξω κόσμο. Έχουν κύρος και εγκυρότητα, όταν αντιστοιχούν προς την πραγματικότητα.
3. Οι ποιότητες
α) τι ονομάζονται ποιότητες: οι ιδιότητες των αισθητών πραγμάτων, τις οποίες γνωρίζουμε μέσα από την αναπαράσταση που μας προσφέρουν οι ιδέες.
β) Δύο κατηγορίες:- οι πρωτεύουσες και οι δευτερεύουσες ποιότητες
Πρωτεύουσες: συνυφαίνονται με την ύπαρξη των πραγμάτων. Χωρίς αυτές τα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν. Π.χ. η έκταση που καταλαμβάνει ένα σώμα.
Δευτερεύουσες: δεν συνυφαίνονται με την ύπαρξη των πραγμάτων. Π.χ. το άρωμα ενός λουλουδιού.
4. Η υλική υπόσταση
- Με τις ποιότητες οι ιδέες μας αποκτούν αντικειμενικό κύρος.
-Οι ποιότητες ανήκουν στα αισθητά πράγματα, αλλά δεν ταυτίζονται με αυτά.
- Το κάθε πράγμα έχει μια υλική υπόσταση, η οποία διακρίνεται από τις ποιότητες.
- Π.χ. σε ένα τραπέζι που είναι αντικείμενο διαχωρίζουμε τις ιδιότητές του ( έκταση, σχήμα κ.λπ.) από την υλική του υπόσταση, δηλαδή από την ύπαρξή του ως τέτοια.
- Έτσι η θεωρία για την υλική υπόσταση αντιφάσκει προς τον εμπειρισμό του. Διότι η υλική υπόσταση, όπως την παρουσίασε, βρίσκεται έξω από το πλέγμα των ιδεών, για τις οποίες μιλάει ο Εμπειρισμός. Πρόκειται για ασυνέπεια.
ΙΙΙ. Tζορτζ Μπέρκλεϋ
1. Υπεράσπιση της θεωρίας του εμπειρισμού
- Απέρριψε την θεωρία του Λοκ για την ύπαρξη της υλικής υπόστασης και των ποιοτήτων.
- Τι υπάρχει; Αυτό μόνο που μπορούμε να συλλάβουμε με τις αισθήσεις και να αντιληφθούμε εμπειρικά. Τα όρια της πραγματικότητας είναι τα όρια της εμπειρίας μας: Το είναι [=η πραγματικότητα] ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι.
2. Η ύπαρξη μιας νοητικής υπόστασης
Οι ιδέες μας είναι συγκεντρωμένες στην ψυχή μας ή στο πνεύμα μας. Το πνεύμα μας και η ψυχή μας υπήρχαν πριν από τις ιδέες μας και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, ακόμη και όταν αυτές θα έχουν λησμονηθεί. Η ψυχή μας ή το πνεύμα μας είναι όπως το σπίτι που υπάρχει πριν να κατοικηθεί από τους ενοικιαστές και θα υπάρχει εξίσου κι όταν φύγουν.
3. Γενικό συμπέρασμα
Σύμφωνα με τον Λοκ και τον Μπέρκλεϋ η θεωρία του εμπειρισμού δεν μπορεί να συμφωνεί με τη θεωρία περί ύπαρξης μιας υπόστασης -είτε υλικής είτε πνευματικής. Αμφότεροι αυτοί οι φιλόσοφοι αναγκάστηκαν να εμπλακούν στην αντίφαση των υποθέσεών τους.
ΙV. Ντέιβιντ Χιουμ
1. Η αμφισβήτηση της θεωρίας για την ύπαρξη πνευματικής υπόστασης
α) Δεν υπάρχει ούτε πνευματική ούτε υλική υπόσταση του ανθρώπου. Δεν είναι λογικό να μιλάμε για ψυχή, νου, πνεύμα ή συνείδηση και συνάμα για μια πραγματικότητα έξω από εμας. Μέσα μας συναντούμε μόνο διάφορες εμπειρίες και παραστάσεις του μυαλού μας για τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν.
β) Αν υπήρχε μέσα μας μια ανεξάρτητη πνευματική υπόσταση, θα έπρεπε να μπορούμε να τη συλλάβουμε, ακόμη και μετά από την εξαφάνιση από μέσα μας όλων των εμπειριών. Μια τέτοια κατάσταση είναι ο ύπνος. Σε αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος πέφτει σε λήθαργο και δεν μπορεί να συλλάβει καμιά ανεξάρτητη πνευματική υπόσταση.
γ) Αυτό που θεωρούμε ως «εαυτό» μας είναι το σύνολο των εμπειριών μας. Αυτό που αποκαλούμε «ψυχή», «πνεύμα» κ.λπ. είναι μια δέσμη παραστάσεων και τίποτε άλλο.
2. Η αμφισβήτηση της εξωτερικής πραγματικότητας
α) Αρνητική ήταν η θέση του για την ύπαρξη πραγματικότητας έξω από τις ιδέες μας.
β) Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την εξωτερική πραγματικότητα, διότι η γνώση, ακόμα και η πιο επιστημονική, δεν επαρκεί και δεν μας βοηθά να αποφανθούμε για την ύπαρξη εξωτερικής πραγματικότητας.
γ) Δύο είναι οι όροι που στηρίζονται οι επιστήμονες για να αποφανθούν για την πραγματικότητα:
Ι. Η αρχή της αιτιότητας: Αναφέρεται στα αίτια που προκαλούν την ύπαρξη ενός πράγματος ή την εκδήλωση ενός γεγονότος.
ΙΙ. Οι νόμοι της φύσης: Αφορούν στους νόμους, στους οποίους υπάγεται αυτή η ύπαρξη του πράγματος ή η εκδήλωση του γεγονότος.
δ) Ο Χιουμ αμφισβήτησε τόσο την αξία της αρχής της αιτιότητας όσο και την ισχύ των νόμων της φύσης.
3. Η αρχή της αιτιότητας
α) Απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει μια αιτιώδης σχέση ανάμεσα σε δύο γεγονότα είναι να μη μας είναι άγνωστα. Να μην τα βλέπουμε δηλαδή για πρώτη φορά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά να είμαστε εξοικειωμένοι με τη σχέση τους. ΄Οσο συχνότερα μάλιστα παρατηρούμε τη διαδοχή δύο γεγονότων, τόσο ισχυρότερη θεωρούμε την αιτιώδη σχέση τους : π.χ. η θερμότητα και η διαστολή του σιδήρου.
β) Όταν συμβεί μια αιτιώδης σχέση να μην επαναλαμβάνεται, τότε δεν είναι αιτιώδης αλλά συμπτωματική σχέση.
γ) Η αιτιώδης σύνδεση δύο γεγονότων αποδεικνύεται τελικά αυθαίρετη, οφείλεται δηλ. σε ένα αυθαίρετο συνειρμό, διότι δεν έχουμε καμιά άλλη απόδειξη ότι υπάρχει μεταξύ τους αναγκαίος δεσμός εκτός από τη χρονική τους διαδοχή. Επειδή βλέπουμε συχνά αυτή τη χρονική διαδοχή, πιστεύουμε πως δεν μπορεί το ένα γεγονός να υπάρξει χωρίς το άλλο.
δ) Η αιτιώδης σχέση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αφού τίποτα δεν αποκλείει το γεγονός, κάποια στιγμή να υπάρξει το ένα από τα εν λόγω πράγματα χωρίς να ακολουθήσει το άλλο.
ε) Οι αιτιώδεις σχέσεις, κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίες. Γι’ αυτό και η επιστημονική γνώση αποδεικνύεται επισφαλής.
4. Περί των νόμων της φύσης
α) Ο Χιουμ προβληματίζεται αποφασιστικά για την ισχύ των νόμων της φύσης: Αυτοί οι νόμοι, όπως ορίζονται από τους επιστήμονες, δεν έχουν το κριτήριο της αναγκαιότητας που θα τους έκανε να λειτουργούν ως οδηγοί για τη γνώση της πραγματικότητας. Π.χ. μια πρόταση είναι αναγκαία μόνο όταν αυτό που περιέχει έχει ακατάλυτη ισχύ, ανεξάρτητα από τις συνθήκες κάθε φορά που επικρατούν.
β) Οι νόμοι της φύσης είναι συμπυκνωμένες περιγραφές γεγονότων που συνέβησαν στο παρελθόν, ως τη στιγμή δηλαδή που τους διατυπώνουμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έχουν απαράλλακτη ισχύ στο μέλλον. Δημιουργείται ωστόσο η ψευδαίσθηση ότι θα ισχύουν και στο μέλλον, γιατί πιστεύουμε ότι στη φύση επικρατεί η αρχή της ομοιομορφίας.
γ) Σύμφωνα με αυτή την αρχή πιστεύουμε ακράδαντα πως και στο μέλλον θα εξακολουθεί να ισχύει ό,τι ίσχυε στο παρελθόν. Για να διαπιστώσουμε αν ισχύει στη φύση αυτή η αρχή, πρέπει να έχουμε φτάσει στο τέλος του ιστορικού χρόνου, δηλαδή στο τέλος του κόσμου.
δ) Τότε θα μπορέσουμε να κοιτάζουμε προς τα πίσω όλη τη φυσική μας ιστορία και να αποφανθούμε αν οι φυσικοί νόμοι ισχύουν για όλο το χρονικό διάστημα της παρουσίας μας πάνω στη γη ή όχι.
ε) Κάτι τέτοιο όμως στην πράξη είναι αδύνατο να συμβεί.
στ) Προς το παρόν, αλλά και στο μέλλον η φύση εξελίσσεται και μπορεί οι φυσικοί νόμοι να τροποποιηθούν ή ακόμη να πάψουν να ισχύουν. Οι νόμοι της φύσης επομένως είναι επισφαλείς.
5. Συμπέρασμα: ακραίος σκεπτικισμός
α) Για όλα πρέπει να αμφιβάλλουμε, τη στιγμή που δεν είμαστε βέβαιοι για την αναγκαιότητα της φύσης και για τη φερεγγυότητα της αρχής της αιτιότητας.
β) Με το χαρακτηρισμό «όλα» ο Χιουμ εννοεί τόσο τον κόσμο της εμπειρίας όσο και την υπόθεση για την ύπαρξη της «ψυχής», του πνεύματος», του «νου», της «συνείδησης». Επίσης περιλαμβάνει την άρνησή του για την ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας.
γ) Η αμφισβήτηση των πάντων χαρακτηρίστηκε ακραίος σκεπτικισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου