[126] Ἐπειδὴ τοίνυν ἡ μὲν εὐσεβὴς καὶ δικαία ψῆφος ἅπασι δέδεικται, δεῖ δέ μ᾽, ὡς ἔοικε, καίπερ οὐ φιλολοίδορον ὄντα, διὰ τὰς ὑπὸ τούτου βλασφημίας εἰρημένας ἀντὶ πολλῶν καὶ ψευδῶν αὐτὰ τἀναγκαιότατ᾽ εἰπεῖν περὶ αὐτοῦ, καὶ δεῖξαι τίς ὢν κἀκ τίνων ῥᾳδίως οὕτως ἄρχει τοῦ κακῶς λέγειν, καὶ λόγους τινὰς διασύρει, αὐτὸς εἰρηκὼς ἃ τίς οὐκ ἂν ὤκνησεν τῶν μετρίων ἀνθρώπων φθέγξασθαι;
[127] — εἰ γὰρ Αἰακὸς ἢ Ῥαδάμανθυς ἢ Μίνως ἦν ὁ κατηγορῶν, ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος, περίτριμμ᾽ ἀγορᾶς, ὄλεθρος γραμματεύς, οὐκ ἂν αὐτὸν οἶμαι ταῦτ᾽ εἰπεῖν οὐδ᾽ ἂν οὕτως ἐπαχθεῖς λόγους πορίσασθαι, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ βοῶντα «ὦ γῆ καὶ ἥλιε καὶ ἀρετὴ» καὶ τὰ τοιαῦτα, καὶ πάλιν «σύνεσιν καὶ παιδείαν» ἐπικαλούμενον, «ᾗ τὰ καλὰ καὶ τὰ αἰσχρὰ διαγιγνώσκεται·» ταῦτα γὰρ δήπουθεν ἠκούετ᾽ αὐτοῦ λέγοντος.
[128] σοὶ δ᾽ ἀρετῆς, ὦ κάθαρμα, ἢ τοῖς σοῖς τίς μετουσία; ἢ καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς διάγνωσις; πόθεν ἢ πῶς ἀξιωθέντι; ποῦ δὲ παιδείας σοὶ θέμις μνησθῆναι; ἧς τῶν μὲν ὡς ἀληθῶς τετυχηκότων οὐδ᾽ ἂν εἷς εἴποι περὶ αὑτοῦ τοιοῦτον οὐδέν, ἀλλὰ κἂν ἑτέρου λέγοντος ἐρυθριάσειε, τοῖς δ᾽ ἀπολειφθεῖσι μέν, ὥσπερ σύ, προσποιουμένοις δ᾽ ὑπ᾽ ἀναισθησίας τὸ τοὺς ἀκούοντας ἀλγεῖν ποιεῖν ὅταν λέγωσιν, οὐ τὸ δοκεῖν τοιούτοις εἶναι περίεστιν.
[129] Οὐκ ἀπορῶν δ᾽ ὅ τι χρὴ περὶ σοῦ καὶ τῶν σῶν εἰπεῖν, ἀπορῶ τοῦ πρώτου μνησθῶ· πότερ᾽ ὡς ὁ πατήρ σου Τρόμης ἐδούλευε παρ᾽ Ἐλπίᾳ τῷ πρὸς τῷ Θησείῳ διδάσκοντι γράμματα, χοίνικας παχείας ἔχων καὶ ξύλον; ἢ ὡς ἡ μήτηρ τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις ἐν τῷ κλεισίῳ τῷ πρὸς τῷ καλαμίτῃ ἥρῳ χρωμένη τὸν καλὸν ἀνδριάντα καὶ τριταγωνιστὴν ἄκρον ἐξέθρεψέ σε; ἀλλὰ πάντες ἴσασι ταῦτα, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω. ἀλλ᾽ ὡς ὁ τριηραύλης Φορμίων, ὁ Δίωνος τοῦ Φρεαρρίου δοῦλος, ἀνέστησεν αὐτὴν ἀπὸ ταύτης τῆς καλῆς ἐργασίας; ἀλλὰ νὴ τὸν Δία καὶ θεοὺς ὀκνῶ μὴ περὶ σοῦ τὰ προσήκοντα λέγων αὐτὸς οὐ προσήκοντας ἐμαυτῷ δόξω προῃρῆσθαι λόγους.
[130] ταῦτα μὲν οὖν ἐάσω, ἀπ᾽ αὐτῶν δ᾽ ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι· οὐδὲ γὰρ ὧν ἔτυχεν ἦν, ἀλλ᾽ οἷς ὁ δῆμος καταρᾶται. ὀψὲ γάρ ποτε — ὀψὲ λέγω; χθὲς μὲν οὖν καὶ πρώην ἅμ᾽ Ἀθηναῖος καὶ ῥήτωρ γέγονεν, καὶ δύο συλλαβὰς προσθεὶς τὸν μὲν πατέρ᾽ ἀντὶ Τρόμητος ἐποίησεν Ἀτρόμητον, τὴν δὲ μητέρα σεμνῶς πάνυ Γλαυκοθέαν, ἣν Ἔμπουσαν ἅπαντες ἴσασι καλουμένην, ἐκ τοῦ πάντα ποιεῖν καὶ πάσχειν δηλονότι ταύτης τῆς ἐπωνυμίας τυχοῦσαν· πόθεν γὰρ ἄλλοθεν;
[131] ἀλλ᾽ ὅμως οὕτως ἀχάριστος εἶ καὶ πονηρὸς φύσει ὥστ᾽ ἐλεύθερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῦ διὰ τουτουσὶ γεγονὼς οὐχ ὅπως χάριν αὐτοῖς ἔχεις, ἀλλὰ μισθώσας σαυτὸν κατὰ τουτωνὶ πολιτεύει. καὶ περὶ ὧν μὲν ἔστι τις ἀμφισβήτησις, ὡς ἄρ᾽ ὑπὲρ τῆς πόλεως εἴρηκεν, ἐάσω· ἃ δ᾽ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν φανερῶς ἀπεδείχθη πράττων, ταῦτ᾽ ἀναμνήσω.
***
[126] Αφού λοιπόν η κατά συνείδηση και δίκαιη απόφαση έχει γίνει φανερή σε όλους, πρέπει, όπως φαίνεται, εξαιτίας των συκοφαντιών που έχει εκστομίσει εναντίον μου, να αναφέρω, αν και δεν μου αρέσουν οι λοιδορίες, τα πλέον αναγκαία γεγονότα σχετικά με τον Αισχίνη, ως απάντηση στα πολλά του ψέματα. Πρέπει ακόμη να δείξω ποιός είναι και από ποιούς κατάγεται αυτός που τόσο εύκολα αρχίζει να με κακολογεί και να κοροϊδεύει κάποιες φράσεις μου, μολονότι ο ίδιος έχει εκστομίσει λόγια τα οποία ποιός μετρημένος άνθρωπος δεν θα δίσταζε να πει;
[127] Γιατί, αν ήταν κατήγορός μου ο Αιακός ή ο Ραδάμανθυς ή ο Μίνως και όχι ένας κουτσομπόλης, ένα σκουπίδι της αγοράς, ένας γραφιάς της συμφοράς, πιστεύω ότι δεν θα τα έλεγε αυτά ούτε και θα εύρισκε τόσο βαριές κουβέντες, φωνάζοντας σαν ηθοποιός σε τραγωδία «ω γη, ήλιε και αρετή» και τα παρόμοια, επικαλούμενος «τη σύνεση και την παιδεία, με την οποία διακρίνονται τα καλά από τα κακά».
[128] Γιατί αυτά βέβαια τον ακούγατε να λέει. Εσύ όμως, κάθαρμα, και το σόι σου ποιά σχέση έχετε με την αρετή; Ποιά η διάκριση για σένα ανάμεσα στο καλό και στο κακό; Από πού και πώς χαρακτηρίστηκες αξιόλογο άτομο; Σε ποιόν τομέα έχεις το δικαίωμα να κάνεις λόγο για παιδεία; Κανένας πραγματικά μορφωμένος άνθρωπος δεν θα είχε στο λεξιλόγιό του τέτοια λόγια, αλλά, και άλλος αν τα έλεγε, θα κοκκίνιζε· άνθρωποι όμως σαν και εσένα, που είναι αμόρφωτοι, αλλά που από ανοησία κάνουν τους μορφωμένους, αυτό που κατορθώνουν είναι να προκαλούν την αγανάκτηση των ακροατών, όταν ανοίγουν το στόμα τους, και όχι να δίνουν την εντύπωση ότι είναι πραγματικά μορφωμένοι.
[129] Η απορία μου δεν είναι τί πρέπει να πω για σένα και το σόι σου, αλλά ποιό πρώτο να αναφέρω. Ποιό από τα δύο; Ότι ο πατέρας σου ο Τρόμης ήταν δούλος στο σπίτι του Ελπία, του γραμματοδιδάσκαλου κοντά στο Θησείο, και ότι είχε αλυσίδες χονδρές στα πόδια και ξύλινο κολάρο στον λαιμό; Ή ότι η μητέρα σου πουλούσε έρωτα μέρα μεσημέρι στο χαμόσπιτο κοντά στο ηρώο του Καλαμίτη κι έτσι ανέθρεψε εσένα τον ωραίο ανδριάντα και ασήμαντο τριταγωνιστή; Αλλά αυτά τα ξέρει όλος ο κόσμος, και αν ακόμη δεν τα πω εγώ. Μήπως να υπενθυμίσω ότι ο ναύκληρος Φορμίων, δούλος του Δίωνα του Φρεαρρίου, τη μάζεψε από το ωραίο αυτό επάγγελμα; Αλλά, μά τον Δία και τους θεούς, φοβάμαι μήπως λέγοντας για σένα όσα σου ταιριάζουν, φανώ ότι ο ίδιος έχω επιλέξει θέματα που δεν ταιριάζουν σ᾽ εμένα.
[130] Γι᾽ αυτό, θα τα αφήσω αυτά και θα αρχίσω από αυτά που ο ίδιος έχει κάνει στη ζωή του. Γιατί δεν ήταν καν ένας άνθρωπος τυχαίος, αλλά ένας από αυτούς που καταριέται ο λαός. Γιατί προσφάτως — προσφάτως λέω; Μόλις χθες ή προχθές ήταν που έγινε ταυτόχρονα πολίτης Αθηναίος και ρήτορας και προσθέτοντας δύο συλλαβές έκανε τον πατέρα του από Τρόμη Ατρόμητο και στη μητέρα του έδωσε το πομπώδες όνομα Γλαυκοθέα, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι την έλεγαν Έμπουσα — προφανώς πήρε αυτό το παρατσούκλι από το ότι έκανε και υφίστατο τα πάντα· από πού αλλού;
[131] Αλλ᾽ όμως είσαι τόσο αχάριστος και κακοήθης από τη φύση σου, ώστε, ενώ χάρη σ᾽ αυτούς εδώ τους συμπολίτες σου έχεις γίνει από δούλος ελεύθερος και από ζητιάνος πλούσιος, όχι μόνο δεν τους χρωστάς ευγνωμοσύνη, αλλά και έχεις πουληθεί στον Φίλιππο και με την πολιτική σου στρέφεσαι εναντίον τους. Και για όσα υπάρχει κάποια αμφιβολία ότι τάχα τα είπε για το καλό της πόλης, θα τα αφήσω· όσα όμως είναι αποδεδειγμένο πέρα από κάθε αμφιβολία ότι έκανε υπέρ του εχθρού, αυτά θα τα υπενθυμίσω.
[127] — εἰ γὰρ Αἰακὸς ἢ Ῥαδάμανθυς ἢ Μίνως ἦν ὁ κατηγορῶν, ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος, περίτριμμ᾽ ἀγορᾶς, ὄλεθρος γραμματεύς, οὐκ ἂν αὐτὸν οἶμαι ταῦτ᾽ εἰπεῖν οὐδ᾽ ἂν οὕτως ἐπαχθεῖς λόγους πορίσασθαι, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ βοῶντα «ὦ γῆ καὶ ἥλιε καὶ ἀρετὴ» καὶ τὰ τοιαῦτα, καὶ πάλιν «σύνεσιν καὶ παιδείαν» ἐπικαλούμενον, «ᾗ τὰ καλὰ καὶ τὰ αἰσχρὰ διαγιγνώσκεται·» ταῦτα γὰρ δήπουθεν ἠκούετ᾽ αὐτοῦ λέγοντος.
[128] σοὶ δ᾽ ἀρετῆς, ὦ κάθαρμα, ἢ τοῖς σοῖς τίς μετουσία; ἢ καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς διάγνωσις; πόθεν ἢ πῶς ἀξιωθέντι; ποῦ δὲ παιδείας σοὶ θέμις μνησθῆναι; ἧς τῶν μὲν ὡς ἀληθῶς τετυχηκότων οὐδ᾽ ἂν εἷς εἴποι περὶ αὑτοῦ τοιοῦτον οὐδέν, ἀλλὰ κἂν ἑτέρου λέγοντος ἐρυθριάσειε, τοῖς δ᾽ ἀπολειφθεῖσι μέν, ὥσπερ σύ, προσποιουμένοις δ᾽ ὑπ᾽ ἀναισθησίας τὸ τοὺς ἀκούοντας ἀλγεῖν ποιεῖν ὅταν λέγωσιν, οὐ τὸ δοκεῖν τοιούτοις εἶναι περίεστιν.
[129] Οὐκ ἀπορῶν δ᾽ ὅ τι χρὴ περὶ σοῦ καὶ τῶν σῶν εἰπεῖν, ἀπορῶ τοῦ πρώτου μνησθῶ· πότερ᾽ ὡς ὁ πατήρ σου Τρόμης ἐδούλευε παρ᾽ Ἐλπίᾳ τῷ πρὸς τῷ Θησείῳ διδάσκοντι γράμματα, χοίνικας παχείας ἔχων καὶ ξύλον; ἢ ὡς ἡ μήτηρ τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις ἐν τῷ κλεισίῳ τῷ πρὸς τῷ καλαμίτῃ ἥρῳ χρωμένη τὸν καλὸν ἀνδριάντα καὶ τριταγωνιστὴν ἄκρον ἐξέθρεψέ σε; ἀλλὰ πάντες ἴσασι ταῦτα, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω. ἀλλ᾽ ὡς ὁ τριηραύλης Φορμίων, ὁ Δίωνος τοῦ Φρεαρρίου δοῦλος, ἀνέστησεν αὐτὴν ἀπὸ ταύτης τῆς καλῆς ἐργασίας; ἀλλὰ νὴ τὸν Δία καὶ θεοὺς ὀκνῶ μὴ περὶ σοῦ τὰ προσήκοντα λέγων αὐτὸς οὐ προσήκοντας ἐμαυτῷ δόξω προῃρῆσθαι λόγους.
[130] ταῦτα μὲν οὖν ἐάσω, ἀπ᾽ αὐτῶν δ᾽ ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι· οὐδὲ γὰρ ὧν ἔτυχεν ἦν, ἀλλ᾽ οἷς ὁ δῆμος καταρᾶται. ὀψὲ γάρ ποτε — ὀψὲ λέγω; χθὲς μὲν οὖν καὶ πρώην ἅμ᾽ Ἀθηναῖος καὶ ῥήτωρ γέγονεν, καὶ δύο συλλαβὰς προσθεὶς τὸν μὲν πατέρ᾽ ἀντὶ Τρόμητος ἐποίησεν Ἀτρόμητον, τὴν δὲ μητέρα σεμνῶς πάνυ Γλαυκοθέαν, ἣν Ἔμπουσαν ἅπαντες ἴσασι καλουμένην, ἐκ τοῦ πάντα ποιεῖν καὶ πάσχειν δηλονότι ταύτης τῆς ἐπωνυμίας τυχοῦσαν· πόθεν γὰρ ἄλλοθεν;
[131] ἀλλ᾽ ὅμως οὕτως ἀχάριστος εἶ καὶ πονηρὸς φύσει ὥστ᾽ ἐλεύθερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῦ διὰ τουτουσὶ γεγονὼς οὐχ ὅπως χάριν αὐτοῖς ἔχεις, ἀλλὰ μισθώσας σαυτὸν κατὰ τουτωνὶ πολιτεύει. καὶ περὶ ὧν μὲν ἔστι τις ἀμφισβήτησις, ὡς ἄρ᾽ ὑπὲρ τῆς πόλεως εἴρηκεν, ἐάσω· ἃ δ᾽ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν φανερῶς ἀπεδείχθη πράττων, ταῦτ᾽ ἀναμνήσω.
***
[126] Αφού λοιπόν η κατά συνείδηση και δίκαιη απόφαση έχει γίνει φανερή σε όλους, πρέπει, όπως φαίνεται, εξαιτίας των συκοφαντιών που έχει εκστομίσει εναντίον μου, να αναφέρω, αν και δεν μου αρέσουν οι λοιδορίες, τα πλέον αναγκαία γεγονότα σχετικά με τον Αισχίνη, ως απάντηση στα πολλά του ψέματα. Πρέπει ακόμη να δείξω ποιός είναι και από ποιούς κατάγεται αυτός που τόσο εύκολα αρχίζει να με κακολογεί και να κοροϊδεύει κάποιες φράσεις μου, μολονότι ο ίδιος έχει εκστομίσει λόγια τα οποία ποιός μετρημένος άνθρωπος δεν θα δίσταζε να πει;
[127] Γιατί, αν ήταν κατήγορός μου ο Αιακός ή ο Ραδάμανθυς ή ο Μίνως και όχι ένας κουτσομπόλης, ένα σκουπίδι της αγοράς, ένας γραφιάς της συμφοράς, πιστεύω ότι δεν θα τα έλεγε αυτά ούτε και θα εύρισκε τόσο βαριές κουβέντες, φωνάζοντας σαν ηθοποιός σε τραγωδία «ω γη, ήλιε και αρετή» και τα παρόμοια, επικαλούμενος «τη σύνεση και την παιδεία, με την οποία διακρίνονται τα καλά από τα κακά».
[128] Γιατί αυτά βέβαια τον ακούγατε να λέει. Εσύ όμως, κάθαρμα, και το σόι σου ποιά σχέση έχετε με την αρετή; Ποιά η διάκριση για σένα ανάμεσα στο καλό και στο κακό; Από πού και πώς χαρακτηρίστηκες αξιόλογο άτομο; Σε ποιόν τομέα έχεις το δικαίωμα να κάνεις λόγο για παιδεία; Κανένας πραγματικά μορφωμένος άνθρωπος δεν θα είχε στο λεξιλόγιό του τέτοια λόγια, αλλά, και άλλος αν τα έλεγε, θα κοκκίνιζε· άνθρωποι όμως σαν και εσένα, που είναι αμόρφωτοι, αλλά που από ανοησία κάνουν τους μορφωμένους, αυτό που κατορθώνουν είναι να προκαλούν την αγανάκτηση των ακροατών, όταν ανοίγουν το στόμα τους, και όχι να δίνουν την εντύπωση ότι είναι πραγματικά μορφωμένοι.
[129] Η απορία μου δεν είναι τί πρέπει να πω για σένα και το σόι σου, αλλά ποιό πρώτο να αναφέρω. Ποιό από τα δύο; Ότι ο πατέρας σου ο Τρόμης ήταν δούλος στο σπίτι του Ελπία, του γραμματοδιδάσκαλου κοντά στο Θησείο, και ότι είχε αλυσίδες χονδρές στα πόδια και ξύλινο κολάρο στον λαιμό; Ή ότι η μητέρα σου πουλούσε έρωτα μέρα μεσημέρι στο χαμόσπιτο κοντά στο ηρώο του Καλαμίτη κι έτσι ανέθρεψε εσένα τον ωραίο ανδριάντα και ασήμαντο τριταγωνιστή; Αλλά αυτά τα ξέρει όλος ο κόσμος, και αν ακόμη δεν τα πω εγώ. Μήπως να υπενθυμίσω ότι ο ναύκληρος Φορμίων, δούλος του Δίωνα του Φρεαρρίου, τη μάζεψε από το ωραίο αυτό επάγγελμα; Αλλά, μά τον Δία και τους θεούς, φοβάμαι μήπως λέγοντας για σένα όσα σου ταιριάζουν, φανώ ότι ο ίδιος έχω επιλέξει θέματα που δεν ταιριάζουν σ᾽ εμένα.
[130] Γι᾽ αυτό, θα τα αφήσω αυτά και θα αρχίσω από αυτά που ο ίδιος έχει κάνει στη ζωή του. Γιατί δεν ήταν καν ένας άνθρωπος τυχαίος, αλλά ένας από αυτούς που καταριέται ο λαός. Γιατί προσφάτως — προσφάτως λέω; Μόλις χθες ή προχθές ήταν που έγινε ταυτόχρονα πολίτης Αθηναίος και ρήτορας και προσθέτοντας δύο συλλαβές έκανε τον πατέρα του από Τρόμη Ατρόμητο και στη μητέρα του έδωσε το πομπώδες όνομα Γλαυκοθέα, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι την έλεγαν Έμπουσα — προφανώς πήρε αυτό το παρατσούκλι από το ότι έκανε και υφίστατο τα πάντα· από πού αλλού;
[131] Αλλ᾽ όμως είσαι τόσο αχάριστος και κακοήθης από τη φύση σου, ώστε, ενώ χάρη σ᾽ αυτούς εδώ τους συμπολίτες σου έχεις γίνει από δούλος ελεύθερος και από ζητιάνος πλούσιος, όχι μόνο δεν τους χρωστάς ευγνωμοσύνη, αλλά και έχεις πουληθεί στον Φίλιππο και με την πολιτική σου στρέφεσαι εναντίον τους. Και για όσα υπάρχει κάποια αμφιβολία ότι τάχα τα είπε για το καλό της πόλης, θα τα αφήσω· όσα όμως είναι αποδεδειγμένο πέρα από κάθε αμφιβολία ότι έκανε υπέρ του εχθρού, αυτά θα τα υπενθυμίσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου