Η διαλεκτική αντίφαση
Πώς συλλαμβάνει ο Χέγκελ την αντίφαση (Widerspruch); Από την άποψη της μορφής ή από τη σκοπιά των νοητικών κατηγοριών, τη συλλαμβάνει ως ένα Λογικό στοιχείο ή έναν Λογικό προσδιορισμό που ενυπάρχει μέσα στον διαλεκτικό Λόγο και τον καθιστά ικανό να εκτυλίσσεται με τέτοια νοηματική ακρίβεια, ώστε να μπορεί να διακρίνει πως ένα πράγμα είναι αυτό που είναι, επειδή έχει προσδιορισθεί και εξακολουθεί να προσδιορίζεται εκάστοτε [=μέσα στο χρόνο] από το μερικώς ή ολικώς αντίθετό του. Επομένως, αυτό το πράγμα τείνει να είναι το ενιαίο όλο του αρνητικού και του θετικού στοιχείου ή προσδιορισμού μέσα στην αυθυπαρξία του καθενός. Η αυθυπαρξία δηλ. του θετικού στοιχείου ή προσδιορισμού συνιστά ένα όλο για το πράγμα, δυνάμει της αυθυπαρξίας του αρνητικού: η αυθυπαρξία του ενός και η αυθυπαρξία του άλλου συγκροτούν ταυτότητα της ενότητας και της διαφοράς ή ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα. Μέσα σε τούτη την ταυτότητα ή την ενότητα είναι τεθειμένη η αντίφαση και προκαλεί ή συνθέτει την αντιθετική κίνηση των διαφορετικών πλευρών της ταυτότητας ή ενότητας. Π.χ. το αρσενικό και το θηλυκό συγκροτούν την ενότητα μέσα στη διαφορετικότητά τους ή την ταυτότητα της ενότητας και της διαφοράς, ακριβώς επειδή το ένα αντιφάσκει στο άλλο, επειδή το καθένα για τον εαυτό του –δηλαδή ως αυθύπαρκτο– συνιστά την αντιθετική κίνηση του εαυτού και του άλλου.
Ως προκύπτει, η αντιθετική ή αντιφατική τούτη κίνηση, από την άποψη του περιεχομένου, δηλαδή από τη σκοπιά αυτοπροσδιορισμού της ως μορφής, δεν λογίζεται ως μια αποκλειστική κίνηση της μιας πλευράς, που, για να έλθει η ίδια στο Είναι, θα πρέπει να καταργήσει την άλλη, αλλά ως ένα αυτοκινούμενο όλο ή ως μια αυτοκινούμενη ολότητα και εν ταυτώ καθολικότητα, η οποία ολοκληρώνεται ως καταφατική αλήθεια, στο μέτρο που έχει γίνει το θεμέλιο, πράγμα που σημαίνει πως είναι η λύση ή διάλυση της αντίφασης. Η αντίφαση, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν είναι το στοιχείο που μένει εσαεί μέσα στη διαλεκτική κίνηση, αλλά ένα σήμα πως το λέγειν και το πράττειν του ανθρώπου χρειάζεται να οδεύει στο θεμέλιό του, κυριολεκτικά να το αναζητά· διαφορετικά είναι ανυπόστατο. Για παράδειγμα, πότε ένα εγχείρημα ή ενέργημα χαρακτηρίζεται ανυπόστατο; Όταν δεν βρίσκει το θεμέλιό του. Πότε οι εκάστοτε πολιτικές, όσο μεγαλόστομα κι αν αυτοδιαφημίζονται ως οι πιο «σοφές», πνίγονται μέσα στις αξεδιάλυτες αντιφάσεις τους; Όταν στερούνται το θεμέλιο. Η στέρηση τούτη μαρτυρεί απουσία διαλεκτικού Λόγου. Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως ο Χέγκελ ακολούθησε κατά πόδας τον Ηράκλειτο και ως προς την αντίφαση – παρότι ο Έλληνας σοφός δεν κατονόμασε με όρο την αντίφαση– και αποφάνθηκε πως η αντίφαση, πρωτίστως με το νόημα της αντίθεσης ή εναντιότητας, είναι εγγενές στοιχείο τόσο της σκέψης όσο και της πραγματικότητας. Επομένως, η απουσία ή παρουσία του διαλεκτικού Λόγου δείχνει πόσο εισχωρεί ή δεν εισχωρεί κανείς στην ουσία του πραγματικού κόσμου και πόσο αληθινά ανακτά αυτή την ουσία ως την άλλη πλευρά της σκέψης του.
Πώς συλλαμβάνει ο Χέγκελ την αντίφαση (Widerspruch); Από την άποψη της μορφής ή από τη σκοπιά των νοητικών κατηγοριών, τη συλλαμβάνει ως ένα Λογικό στοιχείο ή έναν Λογικό προσδιορισμό που ενυπάρχει μέσα στον διαλεκτικό Λόγο και τον καθιστά ικανό να εκτυλίσσεται με τέτοια νοηματική ακρίβεια, ώστε να μπορεί να διακρίνει πως ένα πράγμα είναι αυτό που είναι, επειδή έχει προσδιορισθεί και εξακολουθεί να προσδιορίζεται εκάστοτε [=μέσα στο χρόνο] από το μερικώς ή ολικώς αντίθετό του. Επομένως, αυτό το πράγμα τείνει να είναι το ενιαίο όλο του αρνητικού και του θετικού στοιχείου ή προσδιορισμού μέσα στην αυθυπαρξία του καθενός. Η αυθυπαρξία δηλ. του θετικού στοιχείου ή προσδιορισμού συνιστά ένα όλο για το πράγμα, δυνάμει της αυθυπαρξίας του αρνητικού: η αυθυπαρξία του ενός και η αυθυπαρξία του άλλου συγκροτούν ταυτότητα της ενότητας και της διαφοράς ή ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα. Μέσα σε τούτη την ταυτότητα ή την ενότητα είναι τεθειμένη η αντίφαση και προκαλεί ή συνθέτει την αντιθετική κίνηση των διαφορετικών πλευρών της ταυτότητας ή ενότητας. Π.χ. το αρσενικό και το θηλυκό συγκροτούν την ενότητα μέσα στη διαφορετικότητά τους ή την ταυτότητα της ενότητας και της διαφοράς, ακριβώς επειδή το ένα αντιφάσκει στο άλλο, επειδή το καθένα για τον εαυτό του –δηλαδή ως αυθύπαρκτο– συνιστά την αντιθετική κίνηση του εαυτού και του άλλου.
Ως προκύπτει, η αντιθετική ή αντιφατική τούτη κίνηση, από την άποψη του περιεχομένου, δηλαδή από τη σκοπιά αυτοπροσδιορισμού της ως μορφής, δεν λογίζεται ως μια αποκλειστική κίνηση της μιας πλευράς, που, για να έλθει η ίδια στο Είναι, θα πρέπει να καταργήσει την άλλη, αλλά ως ένα αυτοκινούμενο όλο ή ως μια αυτοκινούμενη ολότητα και εν ταυτώ καθολικότητα, η οποία ολοκληρώνεται ως καταφατική αλήθεια, στο μέτρο που έχει γίνει το θεμέλιο, πράγμα που σημαίνει πως είναι η λύση ή διάλυση της αντίφασης. Η αντίφαση, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν είναι το στοιχείο που μένει εσαεί μέσα στη διαλεκτική κίνηση, αλλά ένα σήμα πως το λέγειν και το πράττειν του ανθρώπου χρειάζεται να οδεύει στο θεμέλιό του, κυριολεκτικά να το αναζητά· διαφορετικά είναι ανυπόστατο. Για παράδειγμα, πότε ένα εγχείρημα ή ενέργημα χαρακτηρίζεται ανυπόστατο; Όταν δεν βρίσκει το θεμέλιό του. Πότε οι εκάστοτε πολιτικές, όσο μεγαλόστομα κι αν αυτοδιαφημίζονται ως οι πιο «σοφές», πνίγονται μέσα στις αξεδιάλυτες αντιφάσεις τους; Όταν στερούνται το θεμέλιο. Η στέρηση τούτη μαρτυρεί απουσία διαλεκτικού Λόγου. Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως ο Χέγκελ ακολούθησε κατά πόδας τον Ηράκλειτο και ως προς την αντίφαση – παρότι ο Έλληνας σοφός δεν κατονόμασε με όρο την αντίφαση– και αποφάνθηκε πως η αντίφαση, πρωτίστως με το νόημα της αντίθεσης ή εναντιότητας, είναι εγγενές στοιχείο τόσο της σκέψης όσο και της πραγματικότητας. Επομένως, η απουσία ή παρουσία του διαλεκτικού Λόγου δείχνει πόσο εισχωρεί ή δεν εισχωρεί κανείς στην ουσία του πραγματικού κόσμου και πόσο αληθινά ανακτά αυτή την ουσία ως την άλλη πλευρά της σκέψης του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου