Για πολλούς ανθρωπολόγους ο 18ος αιώνας συνιστά μια καμπή για την πορεία του ανθρώπου και τη μετάλλαξή του. Κι αυτό γιατί μέχρι τον 18οαιώνα οι σχέσεις και τα όρια του φυσικού, του κοινωνικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος ήταν σαφώς καθορισμένα, μόνιμα και δεδομένα. Το φυσικό περιβάλλον καθόριζε αυστηρά και το πλαίσιο διαμόρφωσης και ανάπτυξης του κοινωνικού και ανθρωπογενούς.
Με την έλευση, όμως, του 18ου αιώνα συντελούνται διεργασίες που πυροδοτούνται από τις τεχνολογικές και πολιτικές επαναστάσεις. Αυτές οι επαναστάσεις κατέστησαν το ανθρωπογενές περιβάλλον καθοριστικό παράγοντα στη συγκρότηση του κοινωνικού αλλά και στη συμπεριφορά του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον. Η φρενήρης πορεία της επιστήμης και της τεχνολογίας προκαλεί πλήθος αλλαγών σε όλα τα επίπεδα και διαταράσσει παραδοσιακές σχέσεις θρυμματίζοντας βίαια παγιωμένες αντιλήψεις και στερεότυπα.
Για πρώτη φορά ο άνθρωπος, λόγω των επιτευγμάτων του, αισθάνεται παντοδύναμος και η δημιουργικότητά του καθίσταται πρόξενος βαθύτατων ρήξεων. Τα όρια του επιθυμητού με το πραγματικό διευρύνονται (ο άνθρωπος επιθυμεί περισσότερα από όσα του επιτρέπει η πραγματικότητα), οι προσδοκίες γιγαντώνουν το αίσθημα του ανικανοποίητου και το παρόν προσλαμβάνεται ως αφετηρία για την κατάκτηση του μέλλοντος που υπόσχεται τα πάντα. Όλοι θυσιάζουν το παρόν και αποδέχονται την πρόκληση του μέλλοντος που αναδεικνύει ως αξία την τόλμη, τη διακίνδευση και την επιθετική συμπεριφορά σε κάθε παραδοσιακό.
Όλα αυτά, ωστόσο, επωάζουν την αγωνία, την ανασφάλεια και το άγχος. Το άτομο βιώνοντας την αβεβαιότητα που προκαλούν οι βίαιες αλλαγές που επιτελούνται σε όλα τα επίπεδα, αδυνατεί να επιλέξει τον ρόλο ως υποκειμένου της ιστορίας, δυσκολεύεται στην επικοινωνία του με τους συνανθρώπους του και απομακρύνεται από το φυσικό περιβάλλον στο όνομα μιας αστυφιλίας-αστικοποίησης που άλλαξε τη ζωή των πόλεων αλλά και των επαρχιακών κέντρων. Όλα αυτά θέτουν εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του ανθρώπου να αυτοπροσδιοριστεί και να νιώσει αυτεξούσιος.
Επακόλουθο των παραπάνω η διάσπαση της ανθρώπινης ενότητας και της ταυτότητας του ανθρώπου. Βιώνει, δηλαδή, το αίσθημα της απώλειας του προσώπου και ενός περίεργου αισθήματος στέρησης. Η αλλοτρίωση, ως φαινόμενο, συνθέτει όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και προσδιορίζει τον νέο ανθρωπολογικό τύπο. Σχετικά, ο Οσκαρ Γουάιλντ επισημαίνει για τον αλλοτριωμένο άνθρωπο «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άλλοι άνθρωποι. Γνώμες κάποιου άλλου είναι οι σκέψεις τους, μίμηση οι ζωές τους, αντιγραφή τα πάθη τους».
Κυρίαρχο γνώρισμα της αλλοτρίωσης είναι η «μετάπτωση» ενός βασικού στοιχείου της συνολικής ανθρώπινης υπόστασης στην κατηγορία του «αλλότριου», του «ξένου». Ο άνθρωπος, δηλαδή, καθίσταται ελλιπής και αδυνατεί να αρτιωθεί ως οντότητα. Στην αλλοτρίωση διαφαίνεται μια έκπτωση του ανθρώπου από την αρχική του, πρωτόγονη, φύση.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ πρώτος διείδε κατά τον 18ο αιώνα αυτήν τη μεταλλαγή-έκπτωση του κοινωνικού ανθρώπου. Σχετικά επισημαίνει: «Ο φυσικός άνθρωπος ζει μέσα στον εαυτό του, ο κοινωνικός άνθρωπος είναι, αντίθετα, πάντοτε έξω από τον εαυτό του. Να ζεις μέσα στον εαυτό σου σημαίνει να καθορίζεσαι από τον εαυτό σου, σημαίνει τη συμφωνία του είναι και του φαίνεσθαι. Όμως να είσαι έξω από τον εαυτό σου σημαίνει να ζεις μέσα στην κρίση των άλλων».
Στη συνέχεια ο Έγελος και κατεξοχήν ο Μαρξ εμπλούτισαν την έννοια της αλλοτρίωσης εντοπίζοντας τα αίτιά της τόσο στο κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα όσο και στις οικονομικές – εργασιακές σχέσεις που επιβάλλει ο καπιταλισμός (αποξένωση του εργάτη από τα μέσα παραγωγής κι από το προϊόν της εργασίας του). Ο Φρόιντ στην αλλοτρίωση διαβλέπει την υπερανάπτυξη του Υπερεγώ και την εξουσία που ασκούν στο Εγώ του ανθρώπου οι κοινωνικοί κανόνες και οι απαγορεύσεις.
Αργότερα, ο Έριχ Φρομ στο έργο του «Υγιής Κοινωνία» δίνει έναν διευρυμένο ορισμό της αλλοτρίωσης καταγράφοντας όλες τις βασικές εκφάνσεις του φαινομένου: «Λέγοντας αλλοτρίωση εννοούμε έναν τρόπο εμπειρίας με τον οποίο το πρόσωπο αισθάνεται τον εαυτό του σαν ξένο. Έχει, μπορεί να πει κανείς, αποξενωθεί από τον εαυτό του. Δεν αισθάνεται τον εαυτό του σαν το κέντρο του κόσμου, σαν δημιουργό των πράξεών του – αλλά οι πράξεις και οι συνέπειές τους γίνονται εξουσιαστές του, στις οποίες υπακούει ή τις οποίες μπορεί ακόμη και να λατρεύει. Το αλλοτριωμένο πρόσωπο βρίσκεται εκτός επαφής με τον εαυτό του όπως βρίσκεται και εκτός επαφής με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Αυτός, όπως και οι άλλοι, γίνονται αισθητοί όπως νιώθουμε τα πράγματα. Με τις αισθήσεις και με κοινή λογική, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να συνδέονται με κανέναν και με τον εξωτερικό κόσμο παραγωγικά».
Η συνθετότητα του φαινομένου της αλλοτρίωσης (κοινωνικό και ψυχολογικό) προκάλεσε το ενδιαφέρον των ερευνητών που κατέληξαν στην επισήμανση της θετικής και αρνητικής αλλοτρίωσης.
Η θετική αλλοτρίωση καταγράφει την αναγκαία μετάλλαξη του πρωτόγονου σε κοινωνικό άνθρωπο. Η κοινωνικοποίηση συνιστά ένα στάδιο «έκπτωσης» και αλλοίωσης της «φύσης» του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος, σύμφωνα και με τον Ρουσσώ, έπαψε πια να είναι ο εαυτός του κι έγινε ένας «άλλος», ένας «ξένος». Στο όνομα αυτής της μετάλλαξης ο πρωτόγονος εξασφάλισε την ασφάλεια και τη βεβαιότητα που του προσδίδει η κοινωνία. Η ατομική ταυτότητα συμπληρώνεται από τη συλλογική-κοινωνική. Για πολλούς ο εξανθρωπισμός του ανθρώπου και ο πολιτισμός ήταν απόρροια της θετικής αλλοτρίωσης.
Από την άλλη πλευρά, η αρνητική αλλοτρίωση είναι προϊόν του σύγχρονου πολιτισμού που με τους μηχανισμούς του αφυδατώνει τη δημιουργικότητα του ανθρώπου και τον οδηγεί σε μια διάσταση με τα δημιουργήματά του. Το σημερινό αλλοτριωμένο άτομο βρίσκεται σε μια εμφανή διάσταση με τη φύση, τους συνανθρώπους και τον εαυτό του. Η ηθική ρευστότητα, η γενικευμένη ανομία, η ασάφεια και η ανασφάλεια που κυριαρχούν τροφοδοτούν τον ατομικισμό και μετατρέπουν τον άνθρωπο σε «λύκο» σύμφωνα και με τη θέση του Χομπς «Homo homini lupus».
Ο Φρόιντ είδε ξεκάθαρα τη διαδρομή και τη γέννηση της αλλοτρίωσης ως απότοκο φαινόμενο του πολιτισμού μας που τον χαρακτήρισε ως «πηγή δυστυχίας». Η καθυπόταξη των ενστίκτων στον ορθολογισμό και στην «κοινωνική αναγκαιότητα» μπορεί να σήμανε τον εξανθρωπισμό του ανθρώπινου είδους αλλά το τίμημα ήταν βαρύ. Ο άνθρωπος βιώνει τη διάσπαση της ενότητάς του και την απώλεια της ταυτότητάς του. Αισθάνεται «ξένος» ακόμη και με τον εαυτό του – αυτοαλλοτρίωση – αφού είναι διαρκώς υπεξούσιος σε δυνάμεις έξω από αυτόν και που ορίζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά του.
Ο απεγκλωβισμός από τα δεσμά της αλλοτρίωσης προϋποθέτει το δικαίωμα-απαίτηση να είμαστε ο εαυτός μας. Σχετικά ο Έριχ Φρομ γράφει: «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ανάπτυξης και πλήρωσης από το όσο το δυνατόν πιο τέλειο ξετύλιγμα της ίδιας μας της φύσης. “Έσω ο εαυτός σου” είναι ο ιδανικός νόμος, τουλάχιστον για έναν νέο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος προς την αλήθεια και την εξέλιξη».
Με την έλευση, όμως, του 18ου αιώνα συντελούνται διεργασίες που πυροδοτούνται από τις τεχνολογικές και πολιτικές επαναστάσεις. Αυτές οι επαναστάσεις κατέστησαν το ανθρωπογενές περιβάλλον καθοριστικό παράγοντα στη συγκρότηση του κοινωνικού αλλά και στη συμπεριφορά του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον. Η φρενήρης πορεία της επιστήμης και της τεχνολογίας προκαλεί πλήθος αλλαγών σε όλα τα επίπεδα και διαταράσσει παραδοσιακές σχέσεις θρυμματίζοντας βίαια παγιωμένες αντιλήψεις και στερεότυπα.
Για πρώτη φορά ο άνθρωπος, λόγω των επιτευγμάτων του, αισθάνεται παντοδύναμος και η δημιουργικότητά του καθίσταται πρόξενος βαθύτατων ρήξεων. Τα όρια του επιθυμητού με το πραγματικό διευρύνονται (ο άνθρωπος επιθυμεί περισσότερα από όσα του επιτρέπει η πραγματικότητα), οι προσδοκίες γιγαντώνουν το αίσθημα του ανικανοποίητου και το παρόν προσλαμβάνεται ως αφετηρία για την κατάκτηση του μέλλοντος που υπόσχεται τα πάντα. Όλοι θυσιάζουν το παρόν και αποδέχονται την πρόκληση του μέλλοντος που αναδεικνύει ως αξία την τόλμη, τη διακίνδευση και την επιθετική συμπεριφορά σε κάθε παραδοσιακό.
Όλα αυτά, ωστόσο, επωάζουν την αγωνία, την ανασφάλεια και το άγχος. Το άτομο βιώνοντας την αβεβαιότητα που προκαλούν οι βίαιες αλλαγές που επιτελούνται σε όλα τα επίπεδα, αδυνατεί να επιλέξει τον ρόλο ως υποκειμένου της ιστορίας, δυσκολεύεται στην επικοινωνία του με τους συνανθρώπους του και απομακρύνεται από το φυσικό περιβάλλον στο όνομα μιας αστυφιλίας-αστικοποίησης που άλλαξε τη ζωή των πόλεων αλλά και των επαρχιακών κέντρων. Όλα αυτά θέτουν εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του ανθρώπου να αυτοπροσδιοριστεί και να νιώσει αυτεξούσιος.
Επακόλουθο των παραπάνω η διάσπαση της ανθρώπινης ενότητας και της ταυτότητας του ανθρώπου. Βιώνει, δηλαδή, το αίσθημα της απώλειας του προσώπου και ενός περίεργου αισθήματος στέρησης. Η αλλοτρίωση, ως φαινόμενο, συνθέτει όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και προσδιορίζει τον νέο ανθρωπολογικό τύπο. Σχετικά, ο Οσκαρ Γουάιλντ επισημαίνει για τον αλλοτριωμένο άνθρωπο «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άλλοι άνθρωποι. Γνώμες κάποιου άλλου είναι οι σκέψεις τους, μίμηση οι ζωές τους, αντιγραφή τα πάθη τους».
Κυρίαρχο γνώρισμα της αλλοτρίωσης είναι η «μετάπτωση» ενός βασικού στοιχείου της συνολικής ανθρώπινης υπόστασης στην κατηγορία του «αλλότριου», του «ξένου». Ο άνθρωπος, δηλαδή, καθίσταται ελλιπής και αδυνατεί να αρτιωθεί ως οντότητα. Στην αλλοτρίωση διαφαίνεται μια έκπτωση του ανθρώπου από την αρχική του, πρωτόγονη, φύση.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ πρώτος διείδε κατά τον 18ο αιώνα αυτήν τη μεταλλαγή-έκπτωση του κοινωνικού ανθρώπου. Σχετικά επισημαίνει: «Ο φυσικός άνθρωπος ζει μέσα στον εαυτό του, ο κοινωνικός άνθρωπος είναι, αντίθετα, πάντοτε έξω από τον εαυτό του. Να ζεις μέσα στον εαυτό σου σημαίνει να καθορίζεσαι από τον εαυτό σου, σημαίνει τη συμφωνία του είναι και του φαίνεσθαι. Όμως να είσαι έξω από τον εαυτό σου σημαίνει να ζεις μέσα στην κρίση των άλλων».
Στη συνέχεια ο Έγελος και κατεξοχήν ο Μαρξ εμπλούτισαν την έννοια της αλλοτρίωσης εντοπίζοντας τα αίτιά της τόσο στο κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα όσο και στις οικονομικές – εργασιακές σχέσεις που επιβάλλει ο καπιταλισμός (αποξένωση του εργάτη από τα μέσα παραγωγής κι από το προϊόν της εργασίας του). Ο Φρόιντ στην αλλοτρίωση διαβλέπει την υπερανάπτυξη του Υπερεγώ και την εξουσία που ασκούν στο Εγώ του ανθρώπου οι κοινωνικοί κανόνες και οι απαγορεύσεις.
Αργότερα, ο Έριχ Φρομ στο έργο του «Υγιής Κοινωνία» δίνει έναν διευρυμένο ορισμό της αλλοτρίωσης καταγράφοντας όλες τις βασικές εκφάνσεις του φαινομένου: «Λέγοντας αλλοτρίωση εννοούμε έναν τρόπο εμπειρίας με τον οποίο το πρόσωπο αισθάνεται τον εαυτό του σαν ξένο. Έχει, μπορεί να πει κανείς, αποξενωθεί από τον εαυτό του. Δεν αισθάνεται τον εαυτό του σαν το κέντρο του κόσμου, σαν δημιουργό των πράξεών του – αλλά οι πράξεις και οι συνέπειές τους γίνονται εξουσιαστές του, στις οποίες υπακούει ή τις οποίες μπορεί ακόμη και να λατρεύει. Το αλλοτριωμένο πρόσωπο βρίσκεται εκτός επαφής με τον εαυτό του όπως βρίσκεται και εκτός επαφής με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Αυτός, όπως και οι άλλοι, γίνονται αισθητοί όπως νιώθουμε τα πράγματα. Με τις αισθήσεις και με κοινή λογική, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να συνδέονται με κανέναν και με τον εξωτερικό κόσμο παραγωγικά».
Η συνθετότητα του φαινομένου της αλλοτρίωσης (κοινωνικό και ψυχολογικό) προκάλεσε το ενδιαφέρον των ερευνητών που κατέληξαν στην επισήμανση της θετικής και αρνητικής αλλοτρίωσης.
Η θετική αλλοτρίωση καταγράφει την αναγκαία μετάλλαξη του πρωτόγονου σε κοινωνικό άνθρωπο. Η κοινωνικοποίηση συνιστά ένα στάδιο «έκπτωσης» και αλλοίωσης της «φύσης» του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος, σύμφωνα και με τον Ρουσσώ, έπαψε πια να είναι ο εαυτός του κι έγινε ένας «άλλος», ένας «ξένος». Στο όνομα αυτής της μετάλλαξης ο πρωτόγονος εξασφάλισε την ασφάλεια και τη βεβαιότητα που του προσδίδει η κοινωνία. Η ατομική ταυτότητα συμπληρώνεται από τη συλλογική-κοινωνική. Για πολλούς ο εξανθρωπισμός του ανθρώπου και ο πολιτισμός ήταν απόρροια της θετικής αλλοτρίωσης.
Από την άλλη πλευρά, η αρνητική αλλοτρίωση είναι προϊόν του σύγχρονου πολιτισμού που με τους μηχανισμούς του αφυδατώνει τη δημιουργικότητα του ανθρώπου και τον οδηγεί σε μια διάσταση με τα δημιουργήματά του. Το σημερινό αλλοτριωμένο άτομο βρίσκεται σε μια εμφανή διάσταση με τη φύση, τους συνανθρώπους και τον εαυτό του. Η ηθική ρευστότητα, η γενικευμένη ανομία, η ασάφεια και η ανασφάλεια που κυριαρχούν τροφοδοτούν τον ατομικισμό και μετατρέπουν τον άνθρωπο σε «λύκο» σύμφωνα και με τη θέση του Χομπς «Homo homini lupus».
Ο Φρόιντ είδε ξεκάθαρα τη διαδρομή και τη γέννηση της αλλοτρίωσης ως απότοκο φαινόμενο του πολιτισμού μας που τον χαρακτήρισε ως «πηγή δυστυχίας». Η καθυπόταξη των ενστίκτων στον ορθολογισμό και στην «κοινωνική αναγκαιότητα» μπορεί να σήμανε τον εξανθρωπισμό του ανθρώπινου είδους αλλά το τίμημα ήταν βαρύ. Ο άνθρωπος βιώνει τη διάσπαση της ενότητάς του και την απώλεια της ταυτότητάς του. Αισθάνεται «ξένος» ακόμη και με τον εαυτό του – αυτοαλλοτρίωση – αφού είναι διαρκώς υπεξούσιος σε δυνάμεις έξω από αυτόν και που ορίζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά του.
Ο απεγκλωβισμός από τα δεσμά της αλλοτρίωσης προϋποθέτει το δικαίωμα-απαίτηση να είμαστε ο εαυτός μας. Σχετικά ο Έριχ Φρομ γράφει: «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ανάπτυξης και πλήρωσης από το όσο το δυνατόν πιο τέλειο ξετύλιγμα της ίδιας μας της φύσης. “Έσω ο εαυτός σου” είναι ο ιδανικός νόμος, τουλάχιστον για έναν νέο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος προς την αλήθεια και την εξέλιξη».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου