Η φιλοσοφία ως διαλεκτική ελεύθερης σκέψης
Για να αναζητεί κανείς την ελευθερία σκέψης πρέπει πρώτα να προσδιορίζει: τι είναι σκέψη; Τι είναι λοιπόν σκέψη για τον Χέγκελ; Είναι η «Γνώση του καθολικού (Wissen des Allgemeinen)» (Die Vernunft in der Geschichte, σ. 56). Μια τέτοια Γνώση όμως δεν συμβαίνει ερήμην του ανθρώπου, αλλά μόνο στο δικό του πεδίο: η Γνώση δηλαδή παραπέμπει στο ίδιο το Είναι του ανθρώπου ως συνείδηση (Bewußtsein), ως ενεργό, ατομικό, ζωντανό Εγώ που τελεί σε έλλογη σχέση με την ιστορική του ύπαρξή, με την ιστορικότητα δηλαδή του Dasein του: αντικειμενικά είναι ο Εαυτός και το άλλως-Είναι του Εαυτού· ήτοι το αντι-κείμενο (Gegen-stand), το Πραγματικό που κείτεται απέναντι στον Εαυτό και συνδέεται μαζί του –λιγότερο ή περισσότερο– έλλογα. Υποκειμενικά είναι ο Εαυτός που εξελίσσεται ιστορικο-Λογικά: αποκτά επίγνωση της συγκεκριμένης του ιστορικότητας, την εσωτερικεύει, την καθιστά δηλαδή περιεχόμενο σκέψης ή πνευματικό του περιεχόμενο, και έτσι εισέρχεται μέσα στην Ιστορία ως Bewußt-Sein [=συνειδητό-Είναι]: ως σκεπτόμενο πνεύμα, ως το πνεύμα που έχει αυτοσυνείδηση.
Ιδωμένη υπό το βλέμμα της εγελιανής διαλεκτικής, η πιο πάνω Γνώση είναι η μορφή: η στάση ή σχέση ζωής, η συμπεριφορά του πνεύματος· το περιεχόμενο είναι όλη η ως άνω ιστορικο-λογική κίνηση του πνεύματος που το κάνει να είναι σκεπτόμενο ή αυτοσυνείδητο πνεύμα, δηλαδή να είναι ο άνθρωπος ως τέτοιο πνεύμα. Με αυτό το νόημα, μας λέει ο γερμανός φιλόσοφος, ο άνθρωπος προορίζεται να είναι σκεπτόμενο ον και έτσι να διαφοροποιείται από το ζώο (ό.π.). Η σκέψη, στη συνάφεια τούτη, είναι η ρίζα της φύσης του ανθρώπου (ό.π., σ. 57), που του επιτρέπει να εγκαθίσταται στο θρόνο της ιστορίας όχι ως μια απλώς φυσική [=όχι ακόμα πνευματική] αμεσότητα ή, όπως λέει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ως φυσική συνείδηση , αλλά ως το πνεύμα ή το Είναι, που γνωσιο-οντο-λογικά μέλλει να ολοκληρώνει τον κύκλο του, δηλαδή την προαναφερθείσα καθολική κίνηση [=τη Γνώση του καθολικού], ως επιστροφή εντός εαυτού. Και η φιλοσοφία πώς νοείται εδώ; Ως η ικανότητα της σκέψης να σκέπτεται τον εαυτό της, δηλαδή να είναι η εν λόγω καθολική κίνηση ως σκεπτόμενη ή ως πνευματική εξέλιξη ή ανάπτυξη.
Η φιλοσοφία, ως τέτοια ικανότητα και καθολική κίνηση, δεν παύει να είναι ριζικός μεταστοχασμός. Ακριβώς επειδή είναι ένας τέτοιος μεταστοχασμός, μέσα στην κινητική της καθολικότητα συμπεριλαμβάνει και την υλικότητα της νόησης. Τούτο υποδηλώνει πως ο Χέγκελ δεν αντιπαραθέτει το υλικό στο πνευματικό, αλλά τα συλλαμβάνει στη διαλεκτική τους ανέλιξη ή στη διαλεκτική πορεία προς τα μέσα, προς το βάθος της σκέψης ή της μνημονευθείσας μορφής ή της καθολικής ιδέας, και προς τα έξω, προς το αντι-κειμενικό. Αλλά μέσα στην ένταση της εξωτερικότητας η σκέψη είναι ανάπτυξη όχι με τη μορφή του διασκορπισμού, της διασποράς ή της διάλυσης, παρά με εκείνη της συνεκτικής κίνησης του όλου. Τι σημαίνει όμως τούτη η συνεκτικότητα; Πως η σκέψη ή η φιλοσοφία, ως σκεπτόμενη ανάπτυξη, μέσα στην εξωτερικότητα ασκεί την ελευθερία της: δηλαδή δεν είναι μια απλή παράσταση του αντι-κειμένου ή απλοϊκή γνώμη ή γνώση, αλλά η καθολική-νοηματική Εν-ότητα του Εαυτού και του αντι-κειμένου. Η ελευθερία της σκέψης, κατ’ αυτή την έννοια, είναι η συνείδηση ελευθερίας ως καθολική διαλεκτική κίνηση, που διατρέχει τη σκέψη –προς τα μέσα και προς τα έξω– και της επιτρέπει να αναγνωρίζει «το Είναι –που μπορεί να είναι και ο εαυτός της– ως την ουσία των πραγμάτων, ως την απόλυτη ολότητα και την εμμενή ουσία όλων· επομένως, να το συλλαμβάνει ως σκέψη, ακόμη κι αν επρόκειτο να είναι ένα εξωτερικό Είναι» (Werke 18, σ. 116).
Για να αναζητεί κανείς την ελευθερία σκέψης πρέπει πρώτα να προσδιορίζει: τι είναι σκέψη; Τι είναι λοιπόν σκέψη για τον Χέγκελ; Είναι η «Γνώση του καθολικού (Wissen des Allgemeinen)» (Die Vernunft in der Geschichte, σ. 56). Μια τέτοια Γνώση όμως δεν συμβαίνει ερήμην του ανθρώπου, αλλά μόνο στο δικό του πεδίο: η Γνώση δηλαδή παραπέμπει στο ίδιο το Είναι του ανθρώπου ως συνείδηση (Bewußtsein), ως ενεργό, ατομικό, ζωντανό Εγώ που τελεί σε έλλογη σχέση με την ιστορική του ύπαρξή, με την ιστορικότητα δηλαδή του Dasein του: αντικειμενικά είναι ο Εαυτός και το άλλως-Είναι του Εαυτού· ήτοι το αντι-κείμενο (Gegen-stand), το Πραγματικό που κείτεται απέναντι στον Εαυτό και συνδέεται μαζί του –λιγότερο ή περισσότερο– έλλογα. Υποκειμενικά είναι ο Εαυτός που εξελίσσεται ιστορικο-Λογικά: αποκτά επίγνωση της συγκεκριμένης του ιστορικότητας, την εσωτερικεύει, την καθιστά δηλαδή περιεχόμενο σκέψης ή πνευματικό του περιεχόμενο, και έτσι εισέρχεται μέσα στην Ιστορία ως Bewußt-Sein [=συνειδητό-Είναι]: ως σκεπτόμενο πνεύμα, ως το πνεύμα που έχει αυτοσυνείδηση.
Ιδωμένη υπό το βλέμμα της εγελιανής διαλεκτικής, η πιο πάνω Γνώση είναι η μορφή: η στάση ή σχέση ζωής, η συμπεριφορά του πνεύματος· το περιεχόμενο είναι όλη η ως άνω ιστορικο-λογική κίνηση του πνεύματος που το κάνει να είναι σκεπτόμενο ή αυτοσυνείδητο πνεύμα, δηλαδή να είναι ο άνθρωπος ως τέτοιο πνεύμα. Με αυτό το νόημα, μας λέει ο γερμανός φιλόσοφος, ο άνθρωπος προορίζεται να είναι σκεπτόμενο ον και έτσι να διαφοροποιείται από το ζώο (ό.π.). Η σκέψη, στη συνάφεια τούτη, είναι η ρίζα της φύσης του ανθρώπου (ό.π., σ. 57), που του επιτρέπει να εγκαθίσταται στο θρόνο της ιστορίας όχι ως μια απλώς φυσική [=όχι ακόμα πνευματική] αμεσότητα ή, όπως λέει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ως φυσική συνείδηση , αλλά ως το πνεύμα ή το Είναι, που γνωσιο-οντο-λογικά μέλλει να ολοκληρώνει τον κύκλο του, δηλαδή την προαναφερθείσα καθολική κίνηση [=τη Γνώση του καθολικού], ως επιστροφή εντός εαυτού. Και η φιλοσοφία πώς νοείται εδώ; Ως η ικανότητα της σκέψης να σκέπτεται τον εαυτό της, δηλαδή να είναι η εν λόγω καθολική κίνηση ως σκεπτόμενη ή ως πνευματική εξέλιξη ή ανάπτυξη.
Η φιλοσοφία, ως τέτοια ικανότητα και καθολική κίνηση, δεν παύει να είναι ριζικός μεταστοχασμός. Ακριβώς επειδή είναι ένας τέτοιος μεταστοχασμός, μέσα στην κινητική της καθολικότητα συμπεριλαμβάνει και την υλικότητα της νόησης. Τούτο υποδηλώνει πως ο Χέγκελ δεν αντιπαραθέτει το υλικό στο πνευματικό, αλλά τα συλλαμβάνει στη διαλεκτική τους ανέλιξη ή στη διαλεκτική πορεία προς τα μέσα, προς το βάθος της σκέψης ή της μνημονευθείσας μορφής ή της καθολικής ιδέας, και προς τα έξω, προς το αντι-κειμενικό. Αλλά μέσα στην ένταση της εξωτερικότητας η σκέψη είναι ανάπτυξη όχι με τη μορφή του διασκορπισμού, της διασποράς ή της διάλυσης, παρά με εκείνη της συνεκτικής κίνησης του όλου. Τι σημαίνει όμως τούτη η συνεκτικότητα; Πως η σκέψη ή η φιλοσοφία, ως σκεπτόμενη ανάπτυξη, μέσα στην εξωτερικότητα ασκεί την ελευθερία της: δηλαδή δεν είναι μια απλή παράσταση του αντι-κειμένου ή απλοϊκή γνώμη ή γνώση, αλλά η καθολική-νοηματική Εν-ότητα του Εαυτού και του αντι-κειμένου. Η ελευθερία της σκέψης, κατ’ αυτή την έννοια, είναι η συνείδηση ελευθερίας ως καθολική διαλεκτική κίνηση, που διατρέχει τη σκέψη –προς τα μέσα και προς τα έξω– και της επιτρέπει να αναγνωρίζει «το Είναι –που μπορεί να είναι και ο εαυτός της– ως την ουσία των πραγμάτων, ως την απόλυτη ολότητα και την εμμενή ουσία όλων· επομένως, να το συλλαμβάνει ως σκέψη, ακόμη κι αν επρόκειτο να είναι ένα εξωτερικό Είναι» (Werke 18, σ. 116).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου