Ο Πλούταρχος διηγείται μια ιστορία στην οποία γίνεται πολύ συχνά αναφορά. Κάποτε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια μιας ψηφοφορίας για οστρακισμό ένας αγράμματος αγρότης πλησίασε έναν άνθρωπο και του ζήτησε να γράψει στο όστρακο που κρατούσε το όνομα Αριστείδης. Όταν ο άλλος τον ρώτησε τι κακό του είχε κάνει ο Αριστείδης, ο αγρότης απάντησε: «Κανένα απολύτως. Δεν τον γνωρίζω καν, αλλά βαρέθηκα πια να ακούω να τον αποκαλούν παντού ο Δίκαιος». Οπότε ο Αριστείδης, γιατί αυτός ήταν φυσικά ο άλλος άνθρωπος, έγραψε χωρίς καμιά διαμαρτυρία το όνομά του στο όστρακο, όπως του είχε ζητήσει ο αγρότης (Αριστείδης 7.6.). Όντως διδακτική η ιστορία, αλλά εκείνο που μου κινεί πιο πολύ το ενδιαφέρον είναι η προθυμία των ιστορικών να την πιστέψουν και να βγάλουν απ' αυτή γενικά συμπεράσματα για τον Αριστείδη, τον οστρακισμό και την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μερικοί είχαν κάποιες αμφιβολίες για την εικόνα αυτή των Αθηναίων πολιτικών ως καθώς πρέπει κυρίων που δεν θα δέχονταν ποτέ να κηλιδώσουν το όνομά τους με ποταπές ενέργειες, όπως η εξαγορά των ψήφων αγροτών και εμπόρων (είναι περιττό να προσθέσω ότι εδώ πρόκειται για τους καλούς πολιτικούς ηγέτες, και όχι τους δημαγωγούς σαν τον Κλέωνα). Τώρα όμως οι σκεπτικιστές μπορούν να απολαύσουν έναν απροσδόκητο θρίαμβο. Σε ανασκαφές που έγιναν μεταπολεμικά αποκαλύφτηκαν, κυρίως στον Κεραμεικό, περισσότερα από έντεκα χιλιάδες όστρακα χαραγμένα με ονόματα.[1] Τα περισσότερα είχαν πεταχτεί σε μεγάλες ποσότητες μετά από κάποιο οστρακισμό. Όμως 190 όστρακα που βρέθηκαν στη δυτική πλαγιά της Ακρόπολης, είχαν όλα το όνομα του Θεμιστοκλή, χαραγμένο από λίγα μόνο χέρια. Άρα τα όστρακα αυτά είχαν γραφτεί από πριν για να διανεμηθούν σε πιθανούς ψηφοφόρους, αλλά τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν. Δεν μπορούμε κατά κανένα τρόπο να υπολογίσουμε πόσα από τα έντεκα χιλιάδες όστρακα είχαν γραφτεί από πριν για τον ίδιο λόγο. Ούτε μπορούμε να αποδείξουμε εάν η ιστορία του Πλούταρχου για τον Αριστείδη ήταν αληθινή. Βέβαια, πολλές από τις ιστορίες του είναι ηθοπλαστικές φανταστικές διηγήσεις, και δεν είναι δυνατό να δεχτούμε ότι η ομάδα των οστράκων με το όνομα του Θεμιστοκλή, που τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν, αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία του οστρακισμού. Η τελική μας απόφαση θα στηρίζεται σε πιθανότητες, και ο Πλούταρχος δεν με πείθει ότι οι Αθηναίοι πολιτικοί διέθεταν άμεμπτο ήθος, πράγμα που θα αποτελούσε μοναδική εξαίρεση στα χρονικά των πολιτικών κοινωνιών.[2]
Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για τους μελετητές της αρχαίας Ρώμης, επειδή έχουν στη διάθεσή τους μία συλλογή κειμένων μοναδική για την αρχαιότητα, τις επιστολές του Κικέρωνα. Εκεί μπορεί να διαβάσει κανείς αποσπάσματα σαν αυτό που ακολουθεί (1.2.1) από μία επιστολή που έστειλε στον έμπιστο φίλο του τον Αττικό τον Ιούλιο του 65 π.Χ.: «Αυτή τη στιγμή έχω υποβάλει πρόταση να υπερασπιστώ τον συνυποψήφιο μου Κατιλίνα [για το αξίωμα του υπάτου]. Έχουμε τους δικαστές που θέλουμε, και πολύ καλή συνεργασία με τον κατήγορο. Εάν αθωωθεί, ελπίζω ότι θα έχει πιο πολλή διάθεση να συνεργαστεί στην εκλογική εκστρατεία».[3] Ο Κατιλίνας δικαζόταν για εκβιασμούς που είχε κάνει όταν ήταν έπαρχος στην Αφρική. Εν τέλει αθωώθηκε χωρίς τη βοήθεια του Κικέρωνα, που τελικά δεν ανέλαβε την υπόθεση για λόγους που μας διαφεύγουν. Δύο χρόνια αργότερα ο Κικέρωνας ήταν ο πρωτεργάτης κατά της συνωμοσίας του Κατιλίνα. Κι αυτό επίσης είναι ενδιαφέρον. Όμως τέτοια κείμενα και τέτοιες καταστάσεις δεν δικαιολογούν όσους βιαστικά χρησιμοποιών ως καταφύγιο την επικεφαλίδα “διαφθορά”. Η ψηφοθηρία, η πειθώ, η ανταλλαγή υπηρεσιών, οι αποζημιώσεις και τα κέρδη, οι συμμαχίες και οι συμφωνίες αποτελούν τις βασικές τεχνικές της καθημερινής πολιτικής σε κάθε γνωστό πολιτικό σύστημα. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ διαφθοράς και ηθικής όχι μόνο είναι ιδιαίτερα δυσδιάκριτη, αλλά και μετατοπίζεται ανάλογα με το σύστημα αξιών του παρατηρητή. Δεν είναι όλοι σύμφωνοι με τις ιδέες του Πλάτωνα.
Με τη λέξη “πολιτική” εννοώ κάτι συγκεκριμένο και πολύ πιο περιορισμένο απ’ ό,τι, λόγου χάριν, ο Michael Oakeshott που λέει ότι πολιτική είναι «η δραστηριότητα συμμετοχής στις γενικές διοργανώσεις μίας ομάδας ανθρώπων που τους συνένωσε η τύχη ή η επιλογή».[4] Ο ορισμός αυτός, που είναι γενικά αποδεκτός, περιλαμβάνει οποιαδήποτε ομάδα μπορεί να σκεφτεί κανείς, από την οικογένεια ή λέσχη ή χαλαρή φυλετική ομάδα μέχρι την πλέον ισχυρή και αυταρχική μοναρχία ή τυραννίδα, και τον βρίσκω εντελώς ακατάλληλο για αναλυτική ή οποιαδήποτε άλλη χρήση. Κατά τη γνώμη μου είναι αναγκαίες τρεις διακρίσεις. Η πρώτη είναι μεταξύ των κρατών και των πολύμορφων ομάδων -κοινωνικών, οικονομικών, εκπαιδευτικών, κλπ.~ που περιέχονται σε ένα κράτος. Δεν με ενδιαφέρουν εδώ μεταφορικές χρήσεις του τύπου “ενδοπανεπιστημιακή πολιτική". Μία δεύτερη διάκριση πρέπει να γίνει μεταξύ των κρατών στα οποία οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές και επιβλητές και των προκρατικών δομών όπου κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η τρίτη διάκριση είναι μεταξύ κρατών όπου ένας άνθρωπος ή μία δικτατορία ελέγχει απόλυτα τη λήψη αποφάσεων, ανεξάρτητα αν έχει προηγηθεί κάποια διαβουλευτική διαδικασία, και κρατών στα οποία δεσμευτικές αποφάσεις λαμβάνονται τελικά με ψηφοφορία μετά από σχετική επιχειρηματολογία και συζήτηση. Η ανταλλαγή απόψεων πιθανόν περιορίζεται σε ένα μόνο τμήμα της κοινότητας, όπως συμβαίνει π.χ. στα ολιγαρχικά συστήματα -ο ορισμός μου δεν περιλαμβάνει μόνο τις δημοκρατικές πόλεις- ή τις πιο πολλές φορές σε εκλεγμένους αντιπροσώπους, ενώ άλλοτε οι συζητήσεις καλύπτουν ορισμένα μόνο θέματα· πάντως, αυτό που έχει θεμελιακή σημασία είναι οι αποφάσεις να μην έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Με αυτούς τους όρους θέτω και τα χρονολογικά όρια της ανάλυσης και κατ’ ακολουθίαν αποκλείω τη Ρώμη της αυτοκρατορικής εποχής. Όπου ισχύει η αρχή «Quod principi placuit legis habet vigorem» (Ό, τι αποφασίζει ο ηγεμών έχει ισχύν νόμου), έστω και μόνο θεωρητικά, η διακυβέρνηση γίνεται παρασκηνιακά και όχι με διαβουλευτικές διαδικασίες, άρα απομακρυνόμαστε από τον δικό μου ορισμό της πολιτικής. Διότι, αν και κατά την εποχή της Ηγεμονίας γινόταν συζήτηση πριν από κάθε απόφαση, η τελική και ήταν στα χέρια ενός, και όχι ατούς ψηφοφόρους (ούτε καν στους εκατοντάδες συγκλητικούς).
Υπήρχαν βέβαια πολλές αβέβαιες περιπτώσεις που δύσκολα κατατάσσονται, όπως, λ.χ., τα κράτη των Σελευκιδών ή οι πόλεις στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία που διέθεταν προνόμια αυτοδιοίκησης σε στενά καθορισμένα τοπικά όρια. Αποκλείω και αυτές τις περιπτώσεις από τη συζήτηση εδώ, επειδή η πολιτική τους παρουσιάζει ενδιαφέρον για όσους ασχολούνται με την κοινωνική ψυχολογία μίας επίλεκτης τάξης (ελίτ) υπό τον έλεγχο μίας ευρύτερης συγκεντρωτικής εξουσίας, όχι όμως όσους ασχολούνται με τη μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς. Μπορούμε να συγκρίνουμε δύο κείμενα - δεν μας ενδιαφέρει εάν πρόκειται για καθαρά λογοτεχνικές δημιουργίες ή όχι: τον σύντομο διάλογο ανάμεσα στον Σωκράτη και τον νεαρό Γλαύκωνα στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (3.6) και ένα μεγάλο δοκίμιο με τίτλο Πολιτικά Παραγγέλματα που έγραψε ο Πλούταρχος πιθανόν γύρω στο 100 μ.Χ. Η εμφανής πρόθεση και των δύο είναι να παρέχουν συμβουλές σε γόνους της ανώτερης τάξης που έτρεφαν πολιτικές φιλοδοξίες. Ενώ ο Σωκράτης τονίζει κυρίως τη σημασία των λεπτομερειακών γνώσεων -για τα δημόσια οικονομικά, τις στρατιωτικές δυνάμεις, την άμυνα, το ορυχεία αργύρου, την προμήθεια τροφίμων[5] -, ο Πλούταρχος γράφει σελίδες επί σελίδων με ηθικές παραινέσεις, αποσπάσματα από Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και πολλές ιστορίες, όλες με θέμα την κόσμια συμπεριφορά, την τιμιότητα, τον απλό τρόπο ζωής, την επιλογή των κατάλληλων φίλων και πατρώνων, και κυρίως τη σημασία της ρητορικής. Το δοκίμιο του Πλούταρχου περιέχει ελάχιστες πληροφορίες για ουσιώδη ζητήματα του παρελθόντος και ούτε ένα στοιχείο που να ρίχνει κάποιο φως στα θέματα της πολιτικής, είτε του παρόντος είτε του παρελθόντος. Όti η διαφορά μεταξύ των δύο κειμένων δεν αντανακλά απλώς τη διαφορά μεταξύ δύο διαφορετικοί προσωπικοτήτων ή χαρακτήρων, αλλά και δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις επισημαίνεται από τον ίδιο τον Πλούταρχο κάπου στη μέση του κειμένου του, όταν γράφει (Ηθικά 813D-E): «Όταν αναλαμβάνεις οποιοδήποτε αξίωμα δεν πρέπει μόνο να λαμβάνεις υπόψη σου την υπόμνηση του Περικλή: “Πρόσεχε. Περικλή, κυβερνάς ελεύθερους ανθρώπους, κυβερνάς Έλληνες, Αθηναίους πολίτες”' πρέπει επίσης να λες στον εαυτό σου: “Εσύ που κατέχεις ένα αξίωμα είσαι υπήκοος μίας πόλης που ελέγχεται από τους ανθύπατους, τους επίτροπους του Καίσαρα”».
Η πολιτική με την έννοια που της δίνουμε εδώ συγκαταλέγεται στις πιο σπάνιες ανθρώπινες δραστηριότητες στον πριν από τον σύγχρονο κόσμο. Αποτελεί όντως εφεύρεση των Ελλήνων, ή μάλλον πιο σωστά, ανεξάρτητη και παράλληλη επινόηση των Ελλήνων και των Ετρού- σκων ή/και των Ρωμαίων. Πιθανόν υπήρχαν κι άλλες πρώιμες πολιτικές κοινότητες στην Εγγύς Ανατολή, τουλάχιστον στους Φοίνικες, που αργότερα μετέφεραν τους θεσμούς τους στην Καρχηδόνα στη Δύση. Η μόνη μη ελληνική πόλη-κράτος που περιλαμβάνει ο Αριστοτέλης στις 158 μονογραφίες του για μεμονωμένες “πολιτείες” είναι η Καρχηδόνα. Το έργο αυτό έχει χαθεί, αν και κάποιες πληροφορίες διασώζονται στα Πολίτικά (κυρίως 1272b24-73b26). Δεν βρίσκω γιατί θα πρέπει να υποθέσουμε ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο η επιρροή των Φοινίκων στους Έλληνες και τους Ετρούσκους (οι οποίοι, πιστεύω, έθεσαν τα θεμέλια όπου στηρίχτηκαν και αναπτύχτηκαν oι ρωμαϊκοί πολιτικοί θεσμοί). Ποια ήταν η επίδραση των πρώτων ελληνικών κοινοτήτων της Σικελίας και Ιταλίας στους Ετρούσκους και τους Ρωμαίους, όταν διένυαν τα πρώτα στάδια της εξέλιξής τους, είναι ένα ερώτημα που έχει συζητηθεί κατά κόρον, δεν πρόκειται να διαλευκανθεί ποτέ, και τελικά είναι άνευ ουσίας - καμία απάντηση δεν θα εξηγήσει τις διαφορετικές κατευθύνσεις προς τις οποίες αναπτύχτηκαν η πολιτική και οι πολιτικοί θεσμοί στον ελληνικό και τον ρωμαϊκό χώρο.
Τονίζω τον πρωτότυπο χαρακτήρα της επινόησης αυτής κυρίως λόγω των συνεπειών της: και οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν υποχρεωμένοι να εφευρίσκουν συνεχώς νέες λύσεις για νέα και απροσδόκητα προβλήματα και δυσκολίες που έπρεπε να επιλυθούν χωρίς τη βοήθεια προηγούμενων προτύπων. Εδώ οφείλεται και η γνωστή πληθώρα “περίεργων” μεθόδων και θεσμών -π.χ. οι φυλές του Κλεισθένη, ο οστρακισμός και η γραφή παρανόμων (στην τελευταία θα επανέλθουμε) στην Αθήνα, το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) των δημάρχων και κυρίως η ιδιότυπη διαδικασία της ψηφοφορίας στη ρωμαϊκή λοχίτιδα εκκλησία, για την οποία ο Badian έχει πει πολύ σωστά ότι «όποιος έχει μελετήσει την αναθεωρημένη λοχίτιδα εκκλησία δεν θα θεωρήσει τίποτα πλέον αδύνατο».[6] Ο David Hume ένιωσε αμηχανία για τη «μοναδική στην ιστορία και φαινομενικά παράλογη» γραφή παρανόμων, ένα θεσμό που εισήχθηκε στην Αθήνα στη διάρκεια του πέμπτου αιώνα και επέτρεπε σε οποιονδήποτε πολίτη να ασκήσει δίωξη εναντίον κάποιου άλλου που είχε κάνει μία «παράνομη πρόταση» στην Εκκλησία, ακόμη και όταν η κυρίαρχη Εκκλησία την είχε εγκρίνει.[7] Τέτοια μέτρα έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο ως μέτρα, ως παραδείγματα της ανεξάντλητης ανθρώπινης ευρηματικότητας στο πολιτικό πεδίο, αλλά επίσης (ή κυρίως) για την εξέλιξη και πορεία τους, ως δείγματα των τρόπων με τους οποίους οι θεσμοί είναι δυνατό, από τη στιγμή που θα έχουν αποτελέσει τμήμα του πολιτικού εξοπλισμού, να αποκλίνουν και να παραμορφωθούν, κάποτε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην αναγνωρίζονται. Ας μην τα προσεγγίζουμε όλα αυτά μόνο ως επεισόδια δημαγωγίας και λαϊκής διαφθοράς ή ως ιστορίες παρακμής και διάλυσης, αυτό το τονίζω για άλλη μια φορά, κι αυτό γιατί είναι το λάθος που βρίσκουμε ως κεντρικό νήμα στην ιστορία της αρχαίας πολιτικής, ενώ σαφή, αλλά σπανιότερα τόσο γραφικά, παράλληλα βρίσκουμε και στην ιστορία της σύγχρονής μας πολιτικής.
Οι πηγές δεν μας βοηθούν και πολύ. Oι Έλληνες και οι Ρωμαίοι επινόησαν την πολιτική και, όπως γνωρίζουμε όλοι, επινόησαν και την πολιτική ιστορία, ή μάλλον την ιστορία ως περιγραφή των πολέμων και της πολιτικής. Όμως αυτό που όλοι γνωρίζουμε δεν είναι πολύ σαφές: οι ιστορικοί της αρχαιότητας έγραψαν την ιστορία πολιτικών προγραμμάτων, που δεν είναι όμως το ίδιο πράγμα με την πολιτική. Έγραψαν κυρίως για την εξωτερική πολιτική, χωρίς να ενδιαφέρονται για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (με εξαίρεση τις αγορεύσεις στη Σύγκλητο ή στην Εκκλησία) παρά μόνο σε στιγμές οξύτατων ανταγωνισμών που εξελίσσονταν σε εμφύλιο πόλεμο. Παράδειγμα, ο Θουκυδίδης. Εάν αφαιρέσουμε το κλασικό κομμάτι για τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα και άλλες σύντομες περιγραφές εμφύλιων συγκρούσεων, τις αγορεύσεις ιδεατού τύπου και την περιγραφή στο τελευταίο του, ατελές, βιβλίο για το ολιγαρχικό κίνημα του 411 π.Χ., μας μένουν μόνον περιστασιακές παρατηρήσεις για την πολιτική, που ο ιστορικός κάνει κυρίως όταν θέλει να διατυπώσει μία ηθική κρίση (και με το κατάλληλο λεξιλόγιο): λόγου χάριν, μία τυχαία παρατήρηση (8.73.3) ότι κάποιος Υπέρβολος «είχε οστρακιστεί όχι επειδή η δύναμή του και το γόητρό του προκαλούσαν φόβο, αλλά γιατί ήταν απατεώνας και προκαλούσε όνειδος στην πόλη». Η ερμηνεία του είναι παράλογη· δεν λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο οι πολιτικοί θεσμοί. Ο Πλούταρχος - μάλιστα, ο Πλούταρχος - μας δίνει την ορθή εξήγηση: στη διήγησή του (Νικίας 11) μας πληροφορεί ότι πιθανόν το 416 π.Χ., όταν η σύγκρουση μεταξύ Νικία και Αλκιβιάδη είχε φτάσει πια σε τέτοια ένταση ώστε ήταν πλέον πολύ πιθανό ο ένας από τους δύο να οστρακιστεί, οι δυο τους συνένωσαν τις δυνάμεις τους και έπεισαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν να οστρακιστεί ο Υπέρβολος. Η ιστορία αυτή είναι αληθοφανής, σε αντίθεση με τη διήγηση για τον Αριστείδη τον Δίκαιο. Εάν οι ιστορικοί την είχαν πάρει πιο σοβαρά και δεν την είχαν επανειλημμένα απορρίψει ως ένα ακόμα δείγμα της διαφθοράς του πλήθους, μία «άθλια πλεκτάνη»,[8] τα προκατασκευασμένα όστρακα με το όνομα του Θεμιστοκλή δεν θα είχαν πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία.
Δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα μυστηριώδες ή πολύπλοκο στην ιστορία του οστρακισμού, εκτός από τα προβλήματα της χρονολόγησής του, που απασχολούν το μεγαλύτερο τμήμα της ογκώδους σύγχρονης βιβλιογραφίας για το θέμα. Εισήχθηκε όταν οι Αθηναίοι εγκαθίδρυσαν το δημοκρατικό σύστημα, μετά τις δεκαετίες της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών. Με χαρακτηριστική και αναπόφευκτη ευρηματικότητα, αποφασίστηκε ότι ο κίνδυνος άλλης τυραννίδας μπορούσε να αποφευχθεί εξορίζοντας έναν υπερβολικά επιτυχημένο και δημοφιλή ηγέτη για δέκα χρόνια, εάν η πρόταση συγκέντρωνε σε μία επίσημη διαδικασία τουλάχιστον 6.000 ψήφους. Πολύ σύντομα οι πολιτικοί ανακάλυψαν ότι ο οστρακισμός μπορούσε να γίνει χρήσιμο όπλο για να αποκεφαλιστεί η αντίπαλη παράταξη -και αυτό αποτελεί ένα πετυχημένο παράδειγμα για μια από τις επιπτώσεις του προφορικού πολιτισμού: εάν απομακρυνθεί κάποιος από το άστυ, δεν έχει καμία δυνατότητα επαφής με το σώμα των πολιτών. Αλλά επρόκειτο για όπλο με διπλή και επικίνδυνη κόψη και γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιήθηκε σπάνια - δεν υπάρχει καμία επιβεβαιωμένη περίπτωση μεταξύ του 443 π.Χ. και του οστρακισμού του Υπέρβολου το 416 - και μετά το 416 σιγά-σιγά περιέπεσε σε αχρηστία. Αντίθετα, η γραφή παρανόμων, ενώ είχε εισαχθεί αρχικά για να προσφέρει τη δυνατότητα στους Αθηναίους να αναθεωρήσουν μία πιθανόν βεβιασμένη απόφαση της Εκκλησίας, αποδείχτηκε χρήσιμο όπλο στις διαμάχες ανάμεσα στις ομάδες που διεκδικούσαν την εξουσία, και χρησιμοποιήθηκε με την πάροδο του χρόνου αρκετά συχνά.[9]
Η φράση “άθλια πλεκτάνη”, αν δεν θεωρηθεί απλώς δείγμα της κλασικής περιφρόνησης και αδιαφορίας των ερευνητών για την πολιτική (τη σύγχρονη και την αρχαία), είναι ενδεικτική για την κακή συνήθεια των ιστορικών να παρασύρονται από τις πηγές. Είναι πασίγνωστο ότι πολλοί από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς -τους ιστορικούς, τους φιλόσοφους, τους φυλλαδιογράφους- διαφωνούσαν μι- τις πολιτικές πρακτικές της εποχής τους και εξέφραζαν τη διαφωνία τους αυτή με ηθικές παραινέσεις. Δεν χρειάζεται να παραθέσω άπειρα παραδείγματα - δεν θα ενίσχυε αυτό την έκκλησή μου να αφήνουμε στην άκρη τις ηθικολογίες όταν διερευνούμε την πολιτική πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται, ελπίζω, να επαναλάβω τα ίδια επιχειρήματα για τη Ρώμη. Παρ’ όλες τις διαφορές -κυρίως το γεγονός ότι οι ρωμαϊκοί θεσμοί, που μεροληπτούσαν σαφώς υπέρ των πλουσίων και των ολίγων, δεν δέχτηκαν τα πυρά των Ρωμαίων συγγραφέων ή των Ελλήνων σχολιαστών - η λατινική γραμματεία επιδεικνύει την ίδια ρητορική εμμονή, την ίδια έλλειψη σταθερού ενδιαφέροντος για την πολιτική (με εξαίρεση πάντα τις επιστολές του Κικέρωνα, που πρέπει να αντιπαρατεθούν ως προς αυτό το σημείο με τα θεωρητικά του κείμενα ή τις ιστορικές του αναφορές). Η έντονη συζήτηση πριν από την απόφαση για την καταστροφή της Καρχηδόνας στον λεγόμενο Τρίτο Καρχηδονιακό πόλεμο (149-146 π.Χ.) αποτελεί καλό παράδειγμα: παρ' όλο που οι διαφωνίες εντός της ρωμαϊκής ηγεσίας «πρέπει να έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην εσωτερική πολιτική της Ρώμης.... λίγα ίχνη τους μπορούμε να διακρίνουμε».[10]
Και νομίζω ότι δεν πρέπει να σπαταλήσω πολύ χρόνο στη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ συνταγματικού δικαίου και πολιτικής. Οι σύγχρονοί μας ιστορικοί της αρχαίας Ρώμης πέφτουν ίσως πιο συχνά στην παγίδα του συνταγματικού δικαίου λόγω του τεράστιου αριθμού των νομικών λατινικών κειμένων και κυρίως λόγιο του απαράβλητου αυτού κολοσσού, του έργου του Mommsen Romisches Staatsrecht. Αποτέλεσμα είναι μια ατελείωτη συζήτηση για τη φύση και τα όρια της εξουσίας που ασκούσε η Σύγκλητος στους αξιωματούχους, λες και δεν επρόκειτο ουσιαστικά για τους ίδιους ανθρώπους, που προέρχονταν όλοι από τον ίδιο στενό κύκλο των ευγενών, της nohilitas, και λες και δεν αντάλλασσαν απόψεις προτού λάβουν επίσημες αποφάσεις ή πρωτοβουλίες.[11] Η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο: μία πρόσφατη μακροσκελής μελέτη για τον ρόλο της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου στην αθηναϊκή νομοθεσία αναλαμβάνει να εντοπίσει τη «διαδικασία θέσπισης νόμων ή λήψης αποφάσεων» και υποστηρίζει ότι το πέτυχε με μία καθαρά φορμαλιστική (και εσφαλμένη) ανάλυση αποκλειστικά και μόνο του “κοινοβουλευτικού” μηχανισμού.[12]
Φυσικά, το σύνταγμα, γραπτό ή όχι, παρείχε το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαγράφονταν οι πολιτικές δραστηριότητες -αυτό πια είναι τόσο οφθαλμοφανές που δεν χρειάζεται να το λέμε. Για το αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό σύνταγμα και την ιστορία τους έχουν γραφτεί τόσα πολλά όσο για κανένα άλλο θέμα. Οι λεπτομέρειες δίνονται στα βασικά συγγράμματα, τα εγχειρίδια και τις ειδικές μελέτες, και δεν πρόκειται να τις επαναλάβω εδώ. Ωστόσο, ορισμένα γενικά θέματα έχουν ιδιαίτερη σημασία και δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε (κάποια ειδικά θέματα θα εξεταστούν στο επόμενο κεφάλαιο).
Ας αρχίσουμε με μία γενίκευση: σε κάθε πόλη-κράτος τα κύρια κυβερνητικά όργανα ήταν τουλάχιστον μία (και συνήθως μόνο μία) πολυμελής συνέλευση, ένα ή περισσότερα μικρότερα βουλευτικά σώματα, και μία ομάδα αξιωματούχων, που αναδεικνύονταν εκ περιτροπής, και συνήθως για ένα μόνο χρόνο, μεταξύ των εκλέξιμων ανδρών. Η σύνθεση αυτών των σωμάτων, οι μέθοδοι εκλογής τους. η εξουσία τους, οι ονομασίες τους διέφεραν πολύ κατά πόλεις και κατά περιόδους, όμως το τριμερές σχήμα ήταν τόσο διαδεδομένο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμο με τη διακυβέρνηση της πόλης-κράτους. Οι προδότες πληροφορίες προέρχονται από διάφορα, άσχετα μεταξύ τους και απομακρυσμένα σημεία της Ελλάδας: από τη Δρήρο της Κρήτης και τη Σπάρτη πριν από το 600 π.Χ., την Αθήνα πιθανόν λίγο αργότερα, τη Χίο στα μέσα του έκτου αιώνα, και γύρω στο 500 π.Χ. από μία καθυστερημένη περιοχή, τη Λοκρίδα. αλλά και από τη Ρώμη. Δεν μπορούμε να βγάλουμε κανένα συμπέρασμα από τον κατάλογο αυτό που είναι εντελώς τυχαίος: γνωρίζουμε για τη Σπάρτη, την Αθήνα και τη Ρώμη επειδή πρόκειται για τη Σπάρτη, την Αθήνα και τη Ρώμη και επειδή η παράδοσή τους κυριαρχεί στην αρχαία γραμματεία- πληροφορούμαστε για τη Δρήρο, τη Χίο και τη Λοκρίδα χάρη στη συμπτωματική διάσωση σύντομων λίθινων ή χάλκινων επιγραφών που αναφέρουν απλώς και μόνο την ύπαρξη της εκκλησίας του δήμου, της βουλής και των αξίωματούχων.[13] Πότε ακριβούς εγκαθιδρύθηκε το σύστημα στην κάθε κοινότητα, σε ποια χρονολογία πριν από την καταγραφή του στα πρώτα αυτά κείμενα που σώθηκαν είναι άγνωστο - και για τον στόχο μας άνευ σημασίας. Αδιάφορο είναι επίσης αν θα αποδεχτούμε ή όχι την παράδοση ότι ο Σόλωνας πρώτος ίδρυσε τη βουλή στην Αθήνα.
Οι παραλλαγές στις διάφορες λεπτομέρειες είχαν συχνά σοβαρές συνέπειες, άλλες εσκεμμένες και άλλες όχι. Η συγκριτική μελέτη αμέσως αναδεικνύει μία θεμελιώδη διαφορά μεταξύ Ρώμης και Αθήνας. Στην Αθήνα η θητεία στα περισσότερα αξιώματα διαρκούσε μόνο ένα χρόνο και δεν υπήρχε δυνατότητα ανανέωσης της θητείας (στη Βουλή επιτρεπόταν να εκλεγεί κανείς δυο φορές). Σημαντική εξαίρεση αποτελούσε το αξίωμα του στρατηγοί', από τις αρχές του πέμπτου αιώνα ουσιαστικά το αξίωμα με το μεγαλύτερο γόητρο, στο οποίο εκλεγόταν κανείς με ψηφοφορία, όχι με κλήρο, καί χωρίς κανένα περιορισμό επανεκλογής. Αντίθετα, στη Ρώμη η θητεία για όλα τα αξιώματα διαρκούσε κανονικά μόνο ένα χρόνο και δεν υπήρχε περίπτωση ανανέωσης (στην πράξη γίνονταν παραβάσεις, αλλά όχι σε σημαντικό βαθμό πριν από τον τελευταίο αιώνα της Δημοκρατίας), ενώ η βουλή, η Σύγκλητος, ήταν ένα μόνιμο σώμα με ισόβια μέλη. Άρα ένας Αθηναίος με πολιτικές φιλοδοξίες μπορούσε επανειλημμένα να θέσει υποψηφιότητα για τη στρατηγία, που αποτελούσε σπουδαία, αλλά όχι απαραίτητη βάση για την ανάπτυξη πολιτικής δράσης, ενώ, αντίθετα, ένας Ρωμαίος δεν μπορούσε να κάνει κάτι ανάλογο. Από τη στιγμή που εκλεγόταν ύπατος μπορούσε να ασκήσει πολιτική επιρροή μόνο μέσω της Συγκλήτου ή χρησιμοποιώντας ανεπίσημες διόδους.
Η τριμερής πολιτειακή δομή ανταποκρινόταν στην ανάγκη για αποτελεσματικότητα, ή τουλάχιστον για ένα λειτουργικό μηχανισμό. Η εγκαθίδρυσή της δεν ξεκινούσε από την ιδέα της διάκρισης εξουσιών όπως την εννοούσε ο Μοντεσκιέ (αν και ορισμένοι θεωρητικοί όπως ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1297b35-15) προοιώνισαν την ιδέα). Ούτε υπήρχε η σύγχρονη διάκριση εξουσιών στον χώρο της δικαιοσύνης· φυσικά υπήρχε ένας δικαστικός μηχανισμός, αλλά επικαλυπτόταν με τους υπόλοιπους, ως προς το δικαίωμα της βουλής ή και της εκκλησίας του δήμου να αναλαμβάνουν ρόλο δικαστηρίου σε πολύ σημαντικές υποθέσεις, ή, στο άλλο άκρο του φάσματος, ως προς την απεριόριστη εξουσία των αξιωματούχων να επιβάλλουν ποινές σε παραβάτες ορισμένων κατηγοριών.[14]
Κατά κανόνα δεν υπήρχε επίσης διαχωρισμός μεταξύ του πολιτικού και του στρατιωτικού τομέα της διακυβέρνησης. Όχι μόνο ο στρατός ήταν ουσιαστικά μία πολιτοφυλακή (όμως συνήθως δεν ίσχυε το ίδιο και για τον στόλο), αλλά και οι στρατιωτικοί ηγέτες κατείχαν πολιτικά αξιώματα. Η ιδιαιτερότητα της Σπάρτης, μοναδική σ' αυτόν τον τομέα, συνίστατο και μόνο στο γεγονός ότι εκεί ένας καθολικός θεσμός των πόλεων-κρατών διευρύνθηκε ως το πέρας των λογικών του ορίων. Οι δέκα Αθηναίοι στρατηγοί εκλέγονταν κάθε χρόνο και ο κατάλογός τους τον πέμπτο αιώνα περιλαμβάνει τους πιο γνωστούς πολιτικούς ηγέτες της εποχής, που είχαν εκλεγεί στο ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα λόγω της πολιτικής τους επιρροής, και όχι αντίστροφα. Στη Ρώμη, μας πληροφορεί ο Πολύβιος (6.19.4), κανείς δεν μπορούσε να κατέχει πολιτικό αξίωμα εάν δεν είχε υπηρετήσει σε δέκα ετήσιες στρατιωτικές εκστρατείες. Αυτή η απλή δήλωση έχει ξεσηκώσει μία επιστημονική διαμάχη με πολλά εύστοχα επιχειρήματα, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι είναι βασικά ορθή, κυρίως σε ό, τι αφορά την υποχρέωση των υπάτων να ηγούνται του στρατού στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αν λάβουμε υπόψη τη συχνότητα των πολέμων στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η στρατιωτική ηγεσία αποτελούσε μέρος των καθηκόντων κάθε υπάτου.[15]
Αυτή η ταύτιση των πολιτικών και στρατιωτικών αξιωμάτων, όπως είπα, ίσχυε ως αρχή, και σημασία δεν έχει ότι γίνονταν σπουδαίες παρεκτροπές στην πράξη, αλλά ότι η αρχή διατηρήθηκε με τόση επιμονή. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, η Σπάρτη αναγκάστηκε να παραβεί τον κανόνα να είναι οι δύο βασιλείς αρχηγοί των εκστρατευτικών σωμάτων για τον απλό λόγο ότι τύχαινε να εκστρατεύουν πάνω από δύο στρατιές συγχρόνως - ο κανόνας όμως δεν εγκαταλείφτηκε. Στον τέταρτο π.Χ. αιώνα οι πόλεις-κράτη αύξησαν τη χρήση επαγγελματιών στρατιωτικών αρχηγών και μισθοφόρων, αλλά οι πολίτες παρέμειναν το κύριο σώμα του στρατού. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι πολιτικοί ηγέτες της Αθήνας όπως ο Εύβουλος και ο Δημοσθένης[16] δεν θεωρούσαν πλέον απαραίτητο για το πολιτικό τους γόητρο να είναι αρχηγοί στρατού, πράγμα που θα ήταν αδιανόητο στον προηγούμενο αιώνα για τον Περικλή και τον Κλέωνα. Όσο για τη Ρώμη. είναι ευρύτατα γνωστή η βαθιά αλλαγή της παραδοσιακής πολιτοφυλακής, η οποία υπό την ηγεσία ανδρών όπως ο Μάριος, ο Σύλλας, ο Πομπήιος και ο Καίσαρας απέκτησε χαρακτήρα σχεδόν (όχι όμως απόλυτα) ιδιωτικού στρατού, και δεν είναι ανάγκη να επεκταθούμε εδώ περισσότερο. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η Ρώμη είχε ήδη κατακτήσει την Ιταλία, την Καρχηδόνα και τμήματα της Ισπανίας πριν συντελεστεί αυτή η μεταβολή, δηλαδή πριν από το τέλος του δεύτερου αιώνα π.Χ.
Βεβαίως, οι μεταβολές είναι το κύριο αντικείμενο της ιστορίας της πολιτικής· σε τελική ανάλυση, οι μεταβολές ήταν και ο σκοπός και η συνέπεια πολιτικών διαφωνιών και συγκρούσεων. Επομένως πρέπει να εγκαταλείπουμε τις γενικές περιγραφές του πολιτεύματος και να εξετάσουμε τις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτη από αυτές τις παραμέτρους είναι το μέγεθος. Σε ένα μεγάλο αριθμό ελληνικών πόλεων-κρατών ο αριθμός των ενήλικων ανδρών πολιτών δεν ξεπερνούσε τις 10.000 και σε πολλές ούτε καν τις 5.000. Το ίδιο ισχύει και για τις κοινότητες στην Ιταλία τις οποίες κατέκτησε η Ρώμη στη διάρκεια δύο ή τριών αιώνων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε κοινότητες τόσο μικρές όπου ολόκληρο το σώμα των πολιτών μπορούσε να συγκεντρωθεί σε μία συνέλευση, η πολιτική ζωή είχε διαφορετικό ύφος και χαρακτήρα απ’ ό, τι στην Αθήνα, όπου οι πολίτες έφταναν τους τριάντα πέντε έως σαράντα χιλιάδες, και τη Ρώμη, όπου ο πληθυσμός ήταν πολύ μεγαλύτερος. Δυστυχώς αυτή η υπόθεση δεν μπορεί να επαληθευτεί: το μόνο μικρότερο κράτος για το οποίο διαθέτουμε χρήσιμες πληροφορίες είναι η Σπάρτη, που όμως δεν αποτελεί τυπική περίπτωση, και άρα θα ήταν παράλογο με βάση το σπαρτιατικό σύστημα να βγάλουμε συμπεράσματα για τη Μυτιλήνη, τη Σικυώνα ή την Καπύη.
Δεν πρέπει βεβαίως να ξεχνάμε τις αναλογίες με τα σύγχρονα μας μεγέθη. Μία πιθανή υπόθεση είναι ότι ο πληθυσμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ακμή της, στην αρχή της χριστιανικής περιόδου. ήταν περίπου ίσος με αυτόν της Μεγάλης Βρετανίας σήμερα. Την εποχή εκείνη η διαδικασία της αστικοποίησης έφτασε την κορύφωσή της, όμως μόλις πέντε-έξι πόλεις ήταν μεγαλύτερες από το Μπέλφαστ ή το Μαϊάμι, ενώ ούτε μία πόλη (με μόνη εξαίρεση τη Ρώμη) είχε πληθυσμό ίσο με του Ληντς ή του Μιλγουόκι. Όμως δεν θα μας απασχολήσουν εδώ απόλυτα μεγέθη ή συγκρίσεις με σύγχρονες καταστάσεις, αλλά η σχετική ικανότητα της αρχαίας πόλης να ικανοποιεί τις προσδοκίες των ανθρώπων της εποχής. Σε έναν κόσμο με στοιχειώδη τεχνολογία, με κατεξοχήν μικρούς κλήρους γης, με κοινωνικά διαφοροποιημένη δομή και ασίγαστη διάθεση για τοπικές εχθροπραξίες και συρράξεις, οι αυτόνομες κοινότητες που είχαν πληθυσμό λιγότερο από δέκα χιλιάδες πολίτες έπασχαν από χρόνια αστάθεια. Τους έλειπαν τα μέσα και τα εργατικά χέρια που θα τους εξασφάλιζαν προστασία από τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες των φυσικών καταστροφών - π.χ. ενός μακροχρόνιου λιμού- και των συνεχών εχθροπραξιών. Εκεί οφείλεται και η συχνή κατάρρευση της πολιτικής προς όφελος της ανοιχτής εμφύλιας σύρραξης (αυτή είναι ομολογουμένως μόνο μία εντύπωση, διότι οι πληροφορίες είναι ανεπαρκείς) που συχνά κατέληγε στο να παραδοθεί με προδοσία η πόλη σε κάποια άλλη ισχυρότερη δύναμη.[17] Αυτό ήταν το αντίτιμο για την ενσωμάτωση των κατώτερων τάξεων στην πολιτική κοινότητα. Μόνο τα μεγαλύτερα κράτη ήταν σε θέση να διαφύγουν έναν τέτοιο κίνδυνο όχι μόνο με τη χρήση βίας έξω από τα σύνορα, αλλά και, με την ικανότητά τους να εξασφαλίζουν πολύ μεγαλύτερες προσόδους με “ειρηνικές μεθόδους", π.χ. με τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων. Δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερο παράδειγμα για τη στενή σχέση μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικοί υποθέσεων στη διαμόρφωση της πολιτικής ενός κράτους.[18]
Δεν μπορούμε να τονίσουμε αρκετά τη σημασία του πολέμου για την πολιτική στον αρχαίο κόσμο. Οι ασύγκριτες επιδόσεις των Ρωμαίων στον πόλεμο και τις κατακτήσεις δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχνάμε ότι και στην ιστορία των περισσότερων ελληνικών πόλεων-κρα- τών (και κυρίως της Σπάρτης και της Αθήνας) υπήρξαν ελάχιστες χρονιές -και σχεδόν ποτέ στη σειρά- χωρίς κάποια πολεμική δραστηριότητα. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου το σήκωναν οι ίδιοι οι πολίτες, κι επίσης ότι σε πολλά ελληνικά κράτη (συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας και της Σπάρτης) και στις πρώιμες φάσεις της Ρώμης, οι ενήλικοι άνδρες που αποφάσιζαν να κηρυχτεί ο πόλεμος ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι που πήγαιναν κατευθείαν στη μάχη, και αυτό ίσχυε για τις διάφορες βαθμίδες της κοινωνικής και οικονομικής κλίμακας, από τους ηγέτες μέχρι τους άνδρες με κάποια περιουσία που αποτελούσαν το βαρύ πεζικό, και κάποτε μέχρι και τους φτωχούς που επάνδρωναν τον πολεμικό στόλο.
Οι παράμετροι αρχίζουν αμέσως να πολλαπλασιάζονται. Μία πρώτη διάκριση πρέπει να γίνει μεταξύ επεκτατικών κρατών, που έθεσαν υπό την κυριαρχία τους εκτεταμένα εδάφη ή ένα σχετικά μεγάλο αριθμό κοινοτήτων καταλύοντας την αυτονομία τους, και των άλλων κρατών, που δεν έκαναν τίποτα απ’ όλα αυτά. Μία άμεση συνέπεια ήταν η αλλαγή, η παραμόρφωση και κάποτε η διάλυση του συστήματος διακυβέρνησης και της πολιτικής ζωής των υπηκόων κοινοτήτων. Σχηματοποιώντας κάπως την κατάσταση, θα λέγαμε ότι τα επεκτατικά κράτη ευνοούσαν, και κάποτε επέβαλλαν με στρατιωτική ή πολιτική επέμβαση, συγκεκριμένα πολιτειακά συστήματα για τους υπηκόους τους: επιβαλλόταν τυραννίδα όταν οι κατακτητές ήταν τύραννοι, όπως στην περίπτωση της Σικελίας· δημοκρατία στη σφαίρα επιρροής της Αθήνας· ολιγαρχία στα μέρη όπου κυριάρχησε η Ρώμη ή η Σπάρτη.[19] Από την άλλη πλευρά, στις υπήκοες πόλεις οι διάφορες φατρίες με προθυμία χαλούσαν εξωτερική ενίσχυση, όχι μόνο σε διαμάχες για τη μορφή της διακυβέρνησης -εάν δηλαδή το πολίτευμα θα ήταν ολιγαρχικό ή δημοκρατικό -, αλλά ακόμη και στην πάλη για εξουσία μέσα στην ίδια την ολιγαρχική μερίδα.[20] Ως συνήθως, οι πηγές μας απογοητεύουν καθώς ασχολούνται κυρίως με την πλευρά του καταχτητή, περιέχουν σπάνια κάτι παραπάνω από μία απλή νύξη για την πολιτική ζωή στις υπόδουλες κοινότητες που υπόκεινταν σε εξωτερικές πιέσεις και απαιτήσεις.[21] Για να είμαστε πιο ακριβείς, οι αρχαίοι συγγραφείς περιορίζονταν σε πολιτειακά θέματα και περιέγραψαν μόνο τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις δημεύσεις περιουσιών. Η κλασική δήλωση είναι αυτή του Θουκυδίδη (3.82.1) στο πολύ σημαντικό χωρίο για τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα το 427 π.Χ.: «στη διάρκεια του πολέμου, όταν κάθε πλευρά μπορούσε να στηρίζεται σε συμμαχίες που θα έβλαπταν την αντίπαλη παράταξη και θα αμελούσαν την ίδια, ήταν πολύ εύκολο για εκείνους που επιθυμούσαν μία μεταβολή να καλέσουν εξωτερική βοήθεια».
Στην περίοδο που καλύπτουμε αφθονούν τα παραδείγματα που απεικονίζουν τη γενίκευση του Θουκυδίδη, αλλά τα παραδείγματα αυτά παρουσιάζονται με ένα μονότονο παρόμοιο τρόπο, χωρίς ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τους πολιτικούς ελιγμούς. Μόνο η πολιτική ανάδραση στα πιο ισχυρά, στα επεκτατικά κράτη μπορεί να ανιχνευτεί στις πηγές, και η ιστορία αυτή κάθε άλλο παρά ομοιόμορφη ή μονότονη είναι. Η περίπτωση της Σπάρτης φυσικά είναι μοναδική: ένα σύνολο πολιτών που ήταν συγχρόνως στρατιώτες με πλήρη απασχόληση υπό τις διαταγές κληρονομικών βασιλέων και που συντηρούνταν χάρη στην εργασία των πολυάριθμων ειλώτων ήταν σε μια κατάσταση εντελώς διαφορετική από το σώμα των πολιτών σε οποιαδήποτε άλλη πόλη. Και είναι πάρα πολλά όσα δεν γνωρίζουμε. Λ.χ., δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά αυτά που αναφέρει χωρίς λεπτομερειακές επεξηγήσεις ο Αριστοτέλης, ότι οι βασιλείς ήταν αναγκασμένοι να επιδιώκουν την εύνοια των εφόρων (δημαγωγεῖν), ότι οι έφοροι εκλέγονταν για ένα χρόνο με μία «παιδαριώδη» διαδικασία, ότι τα ισόβια μέλη της Γερουσίας εκλέγονταν με πολιτικούς χειρισμούς και ελιγμούς.[22]Κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν εξετάζει την ψυχολογία αυτών των στρατιωτών, οι οποίοι, εξασκημένοι στην υπακοή από την παιδική του; ηλικία, καλούνταν να αποφασίσουν ως συνέλευση μεταξύ των διαφορετικών προτάσεων των βασιλέων και των εφόρων. Μπορούμε να υποθέσουμε με κά- ποια βεβαιότητα ότι οι πιέσεις ήταν διαφορετικές από εκείνες που ασκούνταν σε μία αθηναϊκή (ή κάποια άλλη) συνέλευση, αλλά αυτό είναι όλο κι όλο. Γνωρίζουμε όμως ότι κατά καιρούς αναφύονταν έντονες διαφωνίες για τις πολιτικές επιλογές, διαφωνίες που έπρεπε να επιλυθούν με πολιτικό τρόπο.[23] Ως συνήθως, οι πηγές περιορίζονται μόνο στις στρατιωτικές δραστηριότητες και εξωτερικές υποθέσεις, αλλά το αποτυχημένο κίνημα του Κινάδωνα το 397 π.Χ. αποκαλύπτει μία μακροχρόνια εσωτερική κρίση. Καθώς η ιδιοκτησία, της γης με την πάροδο του χρόνου συγκεντρωνόταν στα χέρια λίγων γαιοκτημόνων, όλο και περισσότεροι Σπαρτιάτες έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα, πράγμα που είχε καταστροφικές συνέπειες για το στράτευμα. Μέσα σε δύο γενιές μετά την τελική της νίκη στον Πελοποννησιακό πόλεμο και την ήττα των Αθηναίων, η Σπάρτη είχε καταντήσει μία σχετικά ασήμαντη πόλη-κράτος. Υπάρχουν ενδείξεις για μια τάση προς οιονεί-ιδιωτικά στρατεύματα και στρατιωτική μοναρχία, αλλά οι εδαφικές και δημογραφικές δυνατότητες ήταν πολύ περιορισμένες.
Η Ρώμη αποτελούσε μοναδική περίπτωση για άλλους λόγους, επειδή υπήρξε ένα άκαμπτο επεκτατικό κράτος από την αρχή της ιστορίας της. Ο συνδυασμός, αφενός, των εδαφικών κατακτήσεων και της συνεχούς εγκατάστασης αγροτών-πολιτών στα υπό κατοχήν εδάφη και. αφετέρου, της διατήρησης της δομής μίας πόλης-κράτους και, ως ένα βαθμό, της λαϊκής συμμετοχής στη διακυβέρνηση σφράγισε κάθε πλευρά της ιστορίας, της κοινωνίας και της πολιτικής και τους έδωσε τον ιδιαίτερα ρωμαϊκό τους χαρακτήρα.[24] Η επικράτεια της Αθήνας στην αρχή ήταν μεγαλύτερη -η συνένωση ολόκληρης της Αττικής σε μία πόλη-κράτος αποτελεί άλυτο μυστήριο της πρώιμης ιστορίας της Αθήνας- αλλά στην περίοδο της αυτοκρατορίας, στον πέμπτο αιώνα π.Χ., επέβαλε φορολογία σε μία ευρύτατη περιοχή χωρίς να προσαρτήσει τα εδάφη αυτά (ορισμένα μόνο κατασχέθηκαν και κατοικήθηκαν από Αθηναίους πολίτες). Η διαφορά αυτή είχε σοβαρές επιπτώσεις στο μέγεθος των δύο πόλεων: η Αθήνα έφτασε στο ανώτατο σημείο όσον αφορά την έκταση τη; επικράτεια; και τον πληθυσμό στα μέσα του πέμπτου αιώνα, η Ρώμη όμως ήδη στο τέλος του τρίτου αιώνα π.Χ. είχε επικράτεια δέκα φορές και πληθυσμό ίσως οκτώ φορές μεγαλύτερο. Και η έκταση και ο πληθυσμός της Ρώμης συνέχισαν αργότερα να αυξάνουν σταθερά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η τεράστια διαφορά σε μέγεθος δεν μπορούσε παρά να έχει συνέπειες στην πολιτική. Όντως, οι κατακτήσεις έπαιξαν έναν πρωταρχικό ρόλο στη ρωμαϊκή ιστορία και θα αναφερθούμε πολλές φορές στη σημασία τους. Εμφανέστερες ίσως υπήρξαν οι συνέπειες στη σύνθεση και λειτουργία της πολιτικής ελίτ. στην επιλογή και τη συμπεριφορά των πολιτικών ηγετών. Στο θέμα αυτό δεν θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμες ούτε τις συμβατικές ονομασίες, δημοκρατία και ολιγαρχία, ούτε τις εκλεπτύνσεις που προτιμούν οι σύγχρονοί μας ιστορικοί, “μετριοπαθής” και “ριζοσπαστική” δημοκρατία. Η πολιτική είναι από τη φύση της ανταγωνιστική, άρα η πρώτη διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα στις κοινότητες στις οποίες ο ανταγωνισμός είναι αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών που έχουν περιουσία -δηλαδή τις ολιγαρχίες με τη στενή έννοια της λέξης- και τις κοινότητες στις οποίες οι φτωχότερες τάξεις έχουν κάποιο δικαίωμα συμμετοχής. Δυστυχώς, οι ελλιπείς πληροφορίες δεν μας επιτρέπουν μία σε βάθος ανάλυση της πολιτικής στις ολιγαρχικές πόλεις-κράτη της Ελλάδας και της Ιταλίας. Μερικά σημεία στα Πολίτικά του Αριστοτέλη ή στους αρχαίους ιστορικούς υποδηλώνουν ότι η πολιτική τους ήταν μερικές φορές άγρια και βρώμικη, αλλά δεν μας λένε τίποτα παραπάνω. Μόνο η Ρώμη και η Αθήνα προσφέρονται για ανάλυση και παρ' όλες τις διαφορές τους είχαν ένα κοινό σημείο: τη συμμετοχή του λαού στα πολιτικά πράγματα. Γι’ αυτόν τον λόγο όποιοι κι αν ήταν οι πολιτικοί τους ηγέτες και με όποιον τρόπο κι αν είχαν κατακτήσει αυτή τη θέση, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν ελιγμούς όχι μόνο μέσα στους κύκλους τους. αλλά και προς τον λαό, για να εξασφαλίζουν την υποστήριξή του σε διάφορα ζητήματα. Αυτή είναι η ουσία της πολιτικής, και οι ιστορικοί, με την τάση τους να τονίζουν την έλλειψη πρωτοβουλίας του πλήθους των πολιτών και να καταλήγουν μετά ότι αυτός ήταν ο λόγος που “στην πραγματικότητα” έπαιζε ασήμαντο ρόλο, παρακάμπτουν όλα τα ερωτήματα που θα έπρεπε να θέτουν.
Αποτελεί γεγονός εξακριβωμένο ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας των πόλεων-κρατών οι πλουσιότεροι πολίτες μονοπωλούσαν την πολιτική ηγεσία, και εν μέρει έχουμε ήδη προτείνει την ερμηνεία αυτού του φαινομένου. Υπήρχαν ψυχολογικά αίτια που απέρρεαν από μία κατά παράδοσιν ιεραρχική κοινωνία με τη βαθιά ριζωμένη ιδεολογία του νόμου και του mos maiorum. του προγονικού ήθους. Υπήρχαν επίσης ισχυροί οικονομικοί λόγοι: οι πλουσιότερες τάξεις είχαν επωμιστεί τα οικονομικά βάρη της διακυβέρνησης και του πολέμου, τουλάχιστον όσα δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν στους ώμους των υποταγμένων λαών και των υπηκόων η γενναιοδωρία, ιδιωτική και δημόσια, έγινε συγχρόνως υποχρέωση και εργαλείο για τους άνδρες με πολιτικές φιλοδοξίες· μάλιστα στη Ρώμη το επίπεδο των δαπανών αυξανόταν με όλο και ταχύτερο ρυθμό. Ο ελεύθερος χρόνος ήταν απαραίτητος όχι μόνο για την ίδια την πολιτική δραστηριότητα, αλλά και για την καλλιέργεια των απαραίτητων προσόντων, κυρίως της ρητορικής δεινότητας, και για την απόκτηση ειδικών γνώσεων (σ’ έναν κόσμο που στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην προφορική επικοινωνία και δεν διέθετε γραφειοκρατικό μηχανισμό).
Με δυο λόγια, η άσκηση της πολιτικής στο επίπεδο της ηγεσίας ήταν πλήρης απασχόληση, ή μάλλον ήταν τρόπος ζωής. Και για τον λόγο αυτό η παρατήρηση ότι υπήρχαν «οικογένειες με παράδοση ανάμειξης στα δημόσια πράγματα, οι οποίες περίμεναν ότι οι βλαστοί τους θα είχαν ενεργή ανάμειξη στην πολιτική και τους ενθάρρυναν προς αυτή την κατεύθυνση»[25] είναι σωστή, αλλά μόνο εν μέρει. Ο κάθε πολίτης έπρεπε να επιλέξει εάν θα αφιερωθεί ή όχι στην πολιτική και μετά έπρεπε ο ίδιος να χαράξει τον δρόμο του· η οικογένειά του παρείχε ένα πλεονέκτημα στην εκκίνηση και μια συνεχή υποστήριξη, αλλά έπρεπε να λάβει μέρος σε έναν αγώνα μετ’ εμποδίων που θα διαρκούσε όσο και η πολιτική του σταδιοδρομία. Τα εμπόδια τα τοποθετούσαν στην πορεία οι πολιτικοί αντίπαλοι και ανταγωνιστές στην πάλη για την ηγεσία, και σοβαροί κίνδυνοι ελλόχευαν σε κάθε βήμα. Πολλοί βλαστοί οικογενειών με πολιτική παράδοση είτε δεν ενδιαφέρθηκαν για την πολιτική είτε απέτυχαν στη σταδιοδρομία τους. Στην Αθήνα αυτό εκδηλώνεται με τη μετατόπιση της εξουσίας μετά τον θάνατο του Περικλή από τους παραδοσιακούς “αριστοκρατικούς” οίκους στους “νέους πολιτικούς”, όπως τους αποκαλούν οι νεότεροι ιστορικοί κατά μάλλον ατυχή αναλογία με τους Ρωμαίους “νέους άνδρες” (homines novi).
Εν τέλει δεν είμαστε οε θέση να μιλήσουμε με αριθμούς. Ελάχιστες πολιτικές φυσιογνωμίες επέζησαν στις πηγές: ορισμένοι από τους άνδρες που τα ονόματα τους αναφέρονται συχνά στα όστρακα (βλ. παραπάνω) είναι κατά τα άλλα άγνωστοι, ενώ ο αριθμός των οστράκων με το όνομά τους είναι πολύ μεγάλος για να τους θεωρήσουμε πρόσωπα πλασματικά, σαν αυτά που συχνά αναγράφουν οι ψηφοφόροι σε ψηφοδέλτια στις μέρες μας. Υπάρχει ο Μένωνας, ο γιος του Μενεκλείδη, με περίπου 700 όστρακα, ή ο Καλλίξενος. ο γιος του Αριστωνύμου, με περισσότερα από 250.[26] Οι προσωπογραφικές πηγές για την αρχαία Ρώμη είναι κατά πολύ πληρέστερες και. υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας πιο κλειστής ολιγαρχίας. Αρκεί να παραθέσω ορισμένους πολύ γνωστούς αριθμούς: μεταξύ του 232 και του 133 π.Χ. οι 200 ύπατοι προέρχονταν από 58 αριστοκρατικά γένη (gentes)· απ' αυτούς, 159 προέρχονταν από 26 γένη, 99 από μόνο δέκα.[27] Όμως ακόμη και σ’ αυτά τα εκατό χρόνια υπήρχαν γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών που απέτυχαν να γίνουν ύπατοι, υπήρχαν "νέοι άνδρες” που εισήλθαν στον κύκλο των εκλεκτών και, το πιο σημαντικό, μόνο λίγοι ύπατοι ήταν όντως πολιτικοί ηγέτες.
Και οι υπόλοιποι ύπατοι όμως, όσο ανίκανοι ή αδιάφοροι κι αν ήταν, κατείχαν στη διάρκεια του αξιώματός τους imperium. όπως άλλωστε και οι πραίτορες. Όταν στην αρχή του τρίτου βιβλίου του Περί των νόμων (De legibus) ο Κικέρωνας τόνιζε ότι το imperium ήταν εκ φύσεως απαραίτητο για τη διασφάλιση της δικαιοσύνης και της τάξης, απλώς διατύπωνε ένα ήδη από καιρό αποδεκτό ρωμαϊκό δόγμα. «Μπορούμε να πούμε», συνεχίζει, «ότι ο άρχων είναι ομιλών νόμος {lex loquens) και ο νόμος σιωπηλός άρχων». Άρα η υπακοή στους άρχοντες είναι μία απαραίτητη προϋπόθεση μίας δίκαιης κοινωνίας: η ετυμολογική σημασία του imperium είναι “τάξη”, “διαταγή” και έχει καθαρά στρατιωτικούς συνειρμούς. Επίσης, οι “εκατονταρχίες” της λοχίτιδας εκκλησίας ήταν αρχικά στρατιωτικές μονάδες. Αυτές και το imperium μας οδηγούν πίσω στις πρωιμότερες φάσεις της Δημοκρατίας, στο επεκτατικό κράτος και το αδιαίρετο της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας. Το ορατό σύμβολο του imperium ήταν ον fasces (ράβδοι και πελέκεις δεμένοι με κόκκινους ιμάντες) των ραβδούχων (lictores), οι οποίοι συνόδευαν πάντα τους υπάτους και τους πραίτορες, διαρκής υπόμνηση της στρατιωτικής προέλευσης της πολιτικής εξουσίας προς τους Ρωμαίους πολίτες, που δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη μόρφωση για να αντιληφτούν τη σχέση.[28]
Δεν υπήρχε τίποτε ανάλογο στις ελληνικές πόλεις-κράτη (με την πιθανή, και στην καλύτερη περίπτωση μερική, εξαίρεση των δύο κληρονομικών βασιλέων στη Σπάρτη). Ούτε ανέπτυξαν οι Έλληνες ένα θεσμό σαν τον επίσημο θρίαμβο, το βραβείο που κατά τον Λίβιο (30.15.12) ήταν «η πλέον μεγαλοπρεπής διάκριση» που μπορούσε να απονεμηθεί σε Ρωμαίο πολίτη. Ο θρίαμβος δεν παραχωρούνταν εύκολα· η επιτυχία μίας αίτησης εξαρτιόταν από πολιτικούς ελιγμούς και συχνά προκαλούσε τριβές μέσα και κάποτε έξω από τη Σύγκλητο.[29] Ακριβώς όπως και το imperium, ο θρίαμβος είχε σαφώς ιερό χαρακτήρα,[30] και γι’ αυτό επιβάλλει τη διερεύνηση του ρόλου όχι μόνο της στρατιωτικής δόξας αλλά και της θρησκείας στην πολιτική. Εν γένει, η θρησκεία παρείχε δυνατότητες για πολιτικούς χειρισμούς σ’ αυτούς που ήδη διέθεταν αυθεντία και η συζήτηση αυτή μπορεί να μετατεθεί. Όμως η στρατιωτική δόξα ήταν αναμφισβήτητα σημαντικός παράγοντας στην ανάδειξη των ηγετών και κατ’ ακολουθίαν μας ενδιαφέρει άμεσα.
Δεν είναι εύκολο να διαμορφώσουμε μία γνώμη. Το θέμα μας είναι οι στρατιωτικοί ηγέτες και όχι οι απλοί στρατιώτες ή οι κατώτεροι αξιωματικοί. Η διεκδίκηση θριάμβου από στρατηγούς ήταν ως γνωστόν ολισθηρό εγχείρημα, ακόμη και όταν στεφόταν τελικά από επιτυχία. Εξάλλου, οι πηγές είναι ακόμη λιγότερο αξιόπιστες απ’ ό, τι συνήθως: οι διηγήσεις για το παρελθόν των ένδοξων ανδρών τις περισσότερες φορές είναι εντελώς, ή σχεδόν εντελώς, αποκυήματα της φαντασίας, που κατασκευάζονταν εκ τον υστέρων, επειδή θεωρούνταν κατάλληλες για ένδοξους άνδρες. Παρ’ όλα αυτά οι φανταστικές διηγήσεις ως γενική κατηγορία είναι ενδεικτικές: τονίζουν ομόφωνα τη σημασία της καλής στρατιωτικής σταδιοδρομίας και, ει δυνατόν, της οικογενειακής παράδοσης πολεμικών ανδραγαθιών. Το παράδειγμα του Κάτωνα του Πρεσβύτερου είναι αρκετό.[31] Έχει ειπωθεί ότι «σε ολόκληρη τη διάρκεια των αρχαίων χρόνων δεν υπήρξε κανένας στρατηγός που... να μη θεωρούσε απαραίτητο να επιδείξει. τουλάχιστον κατά διαστήματα, τα χαρίσματά του με μεγαλόπρεπες πράξεις».[32] Όπως και να έχει το θέμα, ακόμη και ο πιο αυστηρός σκεπτικιστής πρέπει να παραδεχτεί ότι οι δομές εξουσίας στον ελληνικό και ρωμαϊκό στρατό ήταν μονοπώλιο των ανώτερων τάξεων, και ότι τα μέλη των ηγετικών οικογενειών δεν είχαν δικαίωμα επιλογής ως προς το θέμα αυτό· αντίθετα από την πολιτική, η ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί (μέχρι τον πρώτο αιώνα π.Χ.), τουλάχιστον στο επίπεδο της “ταξιαρχίας”. Μόνο οι πιο φτωχοί πολίτες είχαν επιλογή: ο Σωκράτης πολέμησε ως οπλίτης τουλάχιστον σε δύο μάχες όταν ήταν ήδη περίπου σαράντα ετών.
Δεν υπάρχει τίποτα ανάλογο στη σύγχρονη εμπειρία. Στην αρχαιότητα ο πόλεμος ήταν μέρος της καθημερινής ζωής· δεν είχε βέβαια πάντα την ένταση των Περσικών πολέμων, του Πελοποννησιακού ή του πολέμου κατά του Αννίβα, αλλά είναι ζήτημα εάν πέρασε ένας χρόνος χωρίς επίσημη απόφαση για κήρυξη πολέμου, επιστράτευση και τις απαραίτητες προετοιμασίες, ή χωρίς να ξεσπάσει τελικά κάποια ένοπλη σύρραξη. Οι περισσότεροι από τους πολίτες που συμμετείχαν στη λήψη της απόφασης είχαν ήδη προσωπική πολεμική εμπειρία και πιθανόν θα καλούνταν πάλι να πολεμήσουν. Ο στρατός ήταν ουσιαστικά πολιτοφυλακή· δεν υπήρχε τάξη στρατιωτικών, ούτε ιδιαίτερη κάστα αξιωματικών διακριτή από την κοινωνική ιεραρχία στον πολιτικό τομέα. Άρα η απαίτηση να έχουν επιδείξει, και να συνεχίζουν να επιδεικνύουν, στρατιωτικές ικανότητες και διακρίσεις οι στρατιωτικοί ηγέτες είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν κατανοητή.
Βεβαίως, οι λεπτές διαφοροποιήσεις στις μεμονωμένες περιπτώσεις μας διαφεύγουν. Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν ο Αριστείδης, ο Περικλής ή ο Κάτωνας ο Πρεσβύτερος ήταν ικανοί ή εξαίρετοι στρατιωτικοί ηγέτες· δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο οι δύο πλέον ικανοί ηγέτες στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ο Λάμαχος και ο Δημοσθένης, δεν έδειξαν απ’ ό, τι φαίνεται ενδιαφέρον για την πολιτική· εάν ορισμένοι Ρωμαίοι με πολεμικές διακρίσεις επιζητούσαν την υπατεία μόνον ως τιμητικό αξίωμα χωρίς να έχουν στην πραγματικότητα πολιτικές φιλοδοξίες. Ούτε είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε την περιφρόνηση και αποστροφή του Θουκυδίδη όταν διηγείται (4.27-37) λεπτομερούς πώς ο Κλέωνας το 425 π.Χ. κομπάζοντας υποσχέθηκε να πάρει πίσω την Πύλο σε είκοσι μέρες και μετά το πραγματοποίησε. Και όμως, Ακόμη και αυτή η ιστορία, όποια κι αν είναι η αλήθεια για τις προσωπικές ή στρατιωτικές ικανότητες του Κλέωνα. είναι ενδεικτική για τη γενική τάση.
Και πάλι, πρέπει να σημειώσουμε κάποιες σημαντικές διαφορές μεταξύ της Ελλάδας -δηλαδή της Αθήνας - και της Ρώμης. Στην Αθήνα της κλασικής εποχής κανένα από τα παραδοσιακά αξιώματα (π.χ. των αρχόντων) δεν σχετιζόταν αυτομάτως με την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία. Οι στρατηγοί δεν αποτελούσαν τυπική περίπτωση· εκλέγονταν με ψηφοφορία, και όχι με κλήρο, και μπορούσαν να επανεκλεγούν, προφανώς επειδή οι εξακριβωμένες πολεμικές ικανότητες θεωρούνταν αναγκαία προϋπόθεση. Όμως οι ελλιπείς πληροφορίες υποδηλώνουν ότι στην πραγματικότητα υπήρχαν τρεις εμφανώς διακριτοί τύποι: άνδρες σαν τον Κίμωνα ή τον Αλκιβιάδη, που διέθεταν πολεμικές ικανότητες και πολιτικές φιλοδοξίες, άνδρες σαν τον Λάμαχο και τον Δημοσθένη, που είχαν εκλεγεί κυρίως για τις γνωστές πολεμικές τους επιδόσεις, και τέλος άλλοι σαν τον Περικλή και τον Κλέωνα, που είχαν εκλεγεί επειδή ήταν ισχυροί πολιτικοί ηγέτες (αν και έπρεπε να είναι σε θέση να ηγηθούν του στρατού). Αντίθετα, στη δημοκρατική Ρο'ιμη, η στρατιωτική ηγεσία παρέμεινε καθήκον και προνόμιο των δύο υπάτων και ήταν συχνά ο μόνος λόγος που κάποιος επιζητούσε αυτό το αξίωμα. Η κατά γράμμα προσκόλληση στους τύπους είχε ως αποτέλεσμα την παράδοξη κατάσταση να πρέπει να υπομένει κατά καιρούς η Ρώμη, το κατ’ εξοχήν επεκτατικό κράτος, ανίκανους ηγέτες για όλη τη διάρκεια της θητείας τους. Μόνο όταν ήταν απαραίτητοι συγχρόνους παραπάνω από δύο στρατηγοί, η Ρώμη στρεφόταν σε άλλους , αλλά ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις έμενε πιστή στο αρχικό αξίωμα επιζητώντας τη βοήθεια πραιτόρων ή μετατρέποντας τους ύπατους και τους πραίτορες σε ανθύπατους και αντιστράτηγους για στρατιωτικούς σκοπούς.[33]
Φυσικά, η ποιότητα της σχέσης μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών δραστηριοτήτων επηρέαζε την πολιτική ζωή και με τη σειρά της επηρεαζόταν απ' αυτή. Όπως ανέφερα παραπάνω, στην Αθήνα του τέταρτου αιώνα σημειώθηκε μία σημαντική αλλαγή. Παρά τους συνεχείς πολέμους, ο διαχωρισμός της στρατιωτικής από την πολιτική ηγεσία γινόταν όλο και πιο έντονος. Σύγχρονοι συγγραφείς, και κυρίως επικριτές του συστήματος, παρατήρησαν και έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτή την εξέλιξη. Και όμως φαίνεται να μη μείωσε το κύρος των πολιτικών ανδρών (που συνέχισαν να υπηρετούν ως οπλίτες ή, εφόσον διέθεταν τους απαραίτητους πόρους, ως τριήραρχοι στον στόλο). Η σημαντική αύξηση του επαγγελματισμού στον στρατιωτικό τομέα αναμφίβολα συνέβαλε στη διαδικασία αυτή· δεν πιστεύω όμως ότι αποτελεί επαρκή εξήγηση. Τα στρατεύματα της Ρώμης ήταν, αν μη τι άλλο, περισσότερο επαγγελματικά, αλλά εκεί δεν σημειώθηκαν ανάλογες μεταβολές. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στον τελευταίο αιώνα της Δημοκρατίας ήταν ριζικά διαφορετικές και επέφεραν τελικά την πλήρη ανατροπή του συστήματος. Ενώ το αθηναϊκό κράτος, δηλαδή ο δήμος, διατήρησε τους επαγγελματίες στρατηγούς υπό τον έλεγχό του, έτσι ώστε ούτε ο Κόνωνας ούτε ο Ιφικράτης μπόρεσαν να παίξουν σημαντικό πολιτικό ρόλο,[34] η Ρωμαϊκή Δημοκρατία τελικά καταστράφηκε από μία σειρά καθαρά πολιτικών ηγετών, από τον Μάριο μέχρι τον Ιούλιο Καίσαρα, που δεν υπόκεινταν σε ανάλογο λαϊκό έλεγχο.
Ήδη είχαν περάσει αρκετοί αιώνες, και κανένα από τα συστήματα συμπεριφοράς, καμία από τις εξελίξεις που σκιαγράφησα δεν γίνονται κατανοητές αν δεν λάβουμε υπόψη το πολιτικό πλαίσιο που τις περιέβαλλε. Ούτε τα μέλη της επίλεκτης τάξης, άλλοτε σύμμαχοι και άλλοτε ανταγωνιστές, ούτε το πλήθος παρέμειναν παθητικοί παρατηρητές. Έπρεπε να ανταποκριθούν σε εκκλήσεις, να ζητηθεί η γνώμη τους, να ασκηθεί πάνω τους επιρροή, να εμπλακούν ή να κρατηθούν μακριά από τους πολιτικούς ελιγμούς. Αυτό ήταν το αντίτιμο του συστήματος της πόλης-κράτους και της λαϊκής συμμετοχής στα κοινά.
-----------------
[1] R. Thomsen. The Origin of Ostracism, (Κοπεγχάγη 1972). σ. 84-108.
[2] Ενδεικτικό του πόσο βαθιά έχει ριζώσει η παραδοσιακή άποψη είναι το σχόλιο του W. den Boer, Private Morality in Greece and Rome (Mnemosyne, Supp. 57, 1979) o. 184: «Έχει ειπωθεί ότι όστρακα με το όνομα του Θεμιστοκλή είχαν διανεμηθεί πριν από την ψηφοφορία που καταδίκασε αυτόν και τις ενέργειές του. Αναμφισβήτητα περιπτώσεις νοθείας υπήρξαν, δεν μπορούν όμως να θεωρηθούν γενικό φαινόμενο». Η πρόσφατη έρευνα του A. Antlrewes «The Opposition to Perikles», Journal of Hellenic Studies 98 (1978) 1-8, αποδεικνύει ότι ο Πλούταρχος δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για την Αθήνα του 5ου αιώνα.
[3] Έχει υιοθετηθεί η μετάφραση του D.R. Shackleton Bailey
[4] M. Oakeshott, στον τόμο Laslett (1956) 2.
[5] Αριστοτέλης Ρητορική 1359b19-60a37.
[6] E. Badian, «Archons and Strategoi» Antichton 5 (1971) 1-34, στη σ.19
[7] «Hume’ s Early Memoranda, 1729-1740, επιμ. E. C. Mossner, Journal of the History of Ideas 9 (1948) 492-518 αρ. 237.
[8] Hignett (1952) 165. Για μία σωστή προσέγγιση στην υπόθεση του Υπέρβολου, βλέπε το σχόλιο του Andrewes στο χωρίο του Θουκυδίδη και Connor (1971) 79-84.
[9] Η εργασία του H.J. Wolff, Normenkontrolle und Gesetzesbegriff in der attischen Demokratie (Sitzungsberichte der Heidelberger Akad. d. Wiss.. Phil.-hist. Klasse 2. 1970) αντικαθιστά όλες τις προηγούμενες μελέτες για τη γραφή παρανόμων. Ο Μ.Η. Hansen, The Sovereignty of the People’s Court in Athens ... (Odense Univ. Classical Sludies 4, 1974), σ. 28-43, παρουσιάζει περιληπτικά τις 39 γνωστές περιπτώσεις (ορισμένες είναι αμφισβητήσιμες) από την περίοδο μεταξύ 415 και 322 π.Χ., από τις οποίες πιθανόν ol μισές κατέληξαν στην αθώωση του κατηγορουμένου.
[10] Astin (1967) 53.
[11] Για μια επισκόπηση της συζήτησης, βλέπε W. Kunkel. «Magistratische Gewalt und Senatsherrschaft», στο H. Temporini. Επιμ., Aufstieg mid Nieilergang tier riimisrhen Welt. I 2 (1972). σ. 3-22.
[12] R.A. DeI.aix, Proboitleuxis til Athens (Μ.τέοζ/α-ϊ. 1973). Για τις αδυναμίες της μελέτης, ακόμη και στο περιορισμένο πεδίο της, βλέπε τη βιβλιοκρισία του H.W. Pleket. Mnemosyne, 4η σειρά. 31 (1978) 328-33.
[13] Οι επιγραφές από τη Δρήρο, τη Χίο και τη Λοκρίδα είναι αντίστοιχα οι υπ' αριθμόν 2, 8 και 13 στο Meiggs/Lewis (1969).
[14] Η μελέτη του Nippel (1980) αντικαθιστά την προηγούμενη βιβλιογραφία επί του θέματος.
[15] Ο Harris (1979) 10-41 κάνει μία εξαίρετη και λεπτομερειακή παρουσίαση στην ενότητα με τίτλο «The Aristocracy and War».
[16] Ο ρήτορας και πολιτικός του τέταρτου αιώνα με το όνομα Δημοσθένης δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο στρατηγό του πέμπτου αιώνα, που θα αναφερθεί παρακάτω σ’ αυτό το κεφάλαιο.
[17] Για την αναπόφευκτη πολιτική «ταλάντευση» στις μικρές πόλεις-κράτη βλέπε Heuss (1973) 19-24.
[18] Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί συνειδητοποίησαν αυτή τη διαλεκτική σχέση χάρη στον Otto Hintze: βλέπε κυρίως Hintze (1962) 34-40, 53-6. Η διαλεκτική αυτή σχέση είναι κεντρικό θέμα στον Heuss (1973)· πβ. Sculler (1979).
[19] Στην περίπτωση της Σπάρτης αναφέρομαι εδώ μόνο στα «συμμαχικά» κράτη της Πελοποννησιακής συμμαχίας, και όχι στους Μεσσήνιους που είχαν υποταγεί και μεταβληθεί σε είλωτες με αποφασιστικέ; συνέπειες για το σπαρτιατικό σύστημα, όπως εξέθεσα με συντομία στο κεφ. 1. Βλέπε Finley (1975) κεφ. 10· για την Πελοποννησιακή συμμαχία, de Sle Croix (1972) κε<(. 4.
[20] Ο I.A.F. Bruce, «The Democratic Revolution at Rhodes», Classical Quarterly, n.s. 11 (1961) 166-70, και «Inlernul Politics at the Outbreak of the Corinthian war». Emerita 28 (1960) 75-86, επισημαίνει ότι οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ολιγαρχικούς ήταν συχνά η αφορμή για εξωτερική επέμβαση.
[21] Βλέπε γενικά Finley (1978α) 11-14,(19786) 124-6.
[22] Πολιτικά 1270b14, b28. 1306a 18. αντιστοίχως.
[23] Ο A. Andrewes. «The Government of Classical Sparta», στο Badian (1966) I -20. παρουσιάζει όσα γνωρίζουμε· βλέπε επίσης D.M. Lewis, Sparta and Persia (Λέιντεν 1977) κεφ. 2.
[24] Βλέπε την εξαίρετη συνοπτική δήλωση του Brunt (1971α) κεφ. 1.
[25] Connor (1971) 10. Λιγότερο προσεκτικοί συγγραφείς προχωρούν ακόμη περισσότερο. Μία πρόσφατη μάλλον φαντασιόπληκτη αναπαράσταση της πολιτικής μεταξύ των πολιτικών φατριών της Αθήνας γύρω στο 480 π.Χ. στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι η καταγωγή από ηγετικό γένος αυτομάτως εξασφάλιζε de facto πολιτική αναγνώριση στους νεαρούς φιλόδοξους Αθηναίους πολιτικούς, δηλαδή πολύ πριν εξασφαλίσουν την είσοδο στην κατηγορία των αξιωματούχων: G.M.F. Williams. «The Kerameikos Ostraka», Zeitschrift fur Papyrologie und Epigraphik 31 (1980), σ. 106-7. Ως παράδειγμα αναφέρεται ο Κίμωνας, ο οποίος ήταν το πολύ 21 ετών το 489 π.Χ. όταν πέθανε ο πατέρας του. Η άποιμη αυτή στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στη συμβατική σύγχρονη (και όχι αρχαία) μυθολογία περί γένους και εύκολα ανασκευάζεται: βλέπε F. Bourriot, Recherches sur la nature du genus (2 τόμοι. Λίλη και Παρίσι 1976).
[26] Στον κατάλογο των πλούσιων οικογενειών που συνέταξε ο Davies (1971), ο Καλλίξενος είναι ο υπ' αριθμόν 9688 VII· ο Μένων δεν αναφέρεται επειδή το σχετικό υλικό δεν είχε «κόμη Βρεθεί. Ο Connor (1968) 124-7 είχε ήδη καταλήξει σ' αυτό το συμπέρασμα με βάση μόνο τα 1.500 όστρακα που ήταν γνωστά εκείνη την εποχή.
[27] Η.Η. Scullard. Roman Politics 220-150 B.C. (2η έκδ., Οξφόρδη 1973). σ. 11. Η λέξη «οικογένεια» που χρησιμοποιεί ο Scullard είναι, όπως παρατηρεί ο Brunt (υπό έκδοση), παραπλανητική: «δεν είναι βέβαιο εάν [τα μέλη ενός gens] είχαν ποτέ συγγένεια αίματος, μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σαφές ότι ακόμη κι αν είχαν κοινούς προγόνους, η σχέση τους (εκτός κι αν είχε παγιωθεί με γάμο) είχε καταντήσει πολύ μακρινή». Η σύγκριση μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, διότι, πρώτον, οι ελληνικές οικογένειες ήταν περισσότερο πυρηνικές απ' ό, τι τα ρωμαϊκά gentes. δεύτερον, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν πιο συχνά την υιοθεσία για πολιτικούς σκοπούς και. τρίτον, στην ελληνική πόλη δεν υπήρχε κανένα αξίωμα αντίστοιχης σημασίας προς το ετήσιο αξίωμα του ύπατου ή του πραίτορα.
[28] Βλέπε E.S. Staveley. «The Fasces and Imperium Mains», Ihsloria 12 (1963) 458-64· B. Gladigow, «Die sakralcn Funktionen des Liktoren», στο H. Temporini. επιμ., Aufstieg und Niedergung der rdmischen Well, I 2 (1972), u. 295-314· Mommsen (1887-8) I 373-93.
[29] Βλέπε J.S. Richardson, «The Triumph. Ihe Praetors and the Senate in the Early Second Century B.C.». Journal of Roman Studies 65 (1975) 50-63’ το άρθρο καλύπτει μεγαλύτερη χρονική περίοδο απ' ό,τι υπονοεί ο τίτλος.
[30] H.S. Versnel, Triumphus (Λέιντεν 1970).
[31] Astin (1978) κεφ. 1-2, ο οποίος με προθυμία πιστεύει όλους αυτούς τους ισχυρισμούς.
[32] Garlan (1975) 148· πβ. Harris (1979) 38-40.
[33] Η πολύ σύντομη αυτή παρουσίαση αναπόφευκτα υπεραπλουστεύει την κατάσταση. Για παράδειγμα, δεν ανέφερα τον δικτάτορα των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων στον οποίο δινόταν υπέρτατη εξουσία, κύριος στρατιωτική, σε κρίσιμες εποχές όχι όμως για περισσότερο από έξι μήνες.
[34] Pritchett (1971-9) 11 κεφ. 2-3.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου