Σε
διάφορες εποχές και σε διάφορους ανθρώπους υπήρχαν διαφορετικές αντιλήψεις για
το τι είναι ή καλή, ή ενάρετη ζωή. Οι διαφορές, ως ένα σημείο, μπορούν να
συζητηθούν. Αυτό συνέβαινε όταν οι άνθρωποι διαφωνούσαν ως προς τα μέσα για να
πετύχουν έναν δοσμένο σκοπό. Μερικοί πιστεύουν πώς η φυλακή είναι ιδεώδης
τρόπος για πρόληψη του εγκλήματος. Άλλοι υποστηρίζουν πώς η εκπαίδευση είναι
καλύτερος τρόπος. Τέτοιου είδους διαφορές μπορούν να κριθούν με αρκετές
αποδείξεις.
Μερικές
όμως διαφορές δεν είναι δυνατό να αρθούν μέ τον τρόπο αυτό. Ο Τολστόι
καταδίκαζε κάθε πόλεμο. Άλλοι θεωρούσαν πώς η ζωή τού στρατιώτη που μάχεται για
το δίκιο είναι πολύ ευγενική. Εδώ υπάρχει, κατά πάσα πιθανότητα, μια πραγματική
διαφορά όσον αφορά το σκοπό. Εκείνοι πού εξυμνούν τον στρατιώτη, πιστεύουν
συνήθως πώς η τιμωρία του αμαρτωλού είναι καλή, αυτή καθ’ εαυτή. Ο Τολστόι
ωστόσο δεν σκεφτότανε έτσι. Πάνω σέ τέτοια ζητήματα, καμιά συζήτηση δεν χωράει.
Συνεπώς, δεν μπορώ να αποδείξω πώς οι απόψεις μου για μια καλή ζωή είναι σωστές.
Μπορώ μόνο να τις αναπτύξω, με την ελπίδα πώς, όσο το δυνατό περισσότεροι, θα
συμφωνήσουν μαζί μου. Η άποψη μου είναι η έξης:
Καλή
ζωή είναι εκείνη που εμπνέεται από την αγάπη και καθοδηγείται από τη γνώση.
Η
γνώση και η αγάπη μπορούνε κι οι δύο να ακοντίσουν στο άπειρο. Συνεπώς, όσο
καλή κι αν είναι μιά ζωή, μπορούμε να φαντασθούμε μιά καλύτερη. Όμως, ούτε
αγάπη χωρίς γνώση, ούτε γνώση χωρίς αγάπη μπορούν να δημιουργήσουν μιά καλή
ζωή. Τον μεσαίωνα, όταν εμφανιζόταν μιά επιδημία σέ μιά χώρα, οι ευσεβείς
συνιστούσαν στον κόσμο να μαζεύεται μέσα στις εκκλησιές και να προσεύχεται να
σωθεί. το αποτέλεσμα ήταν πώς η μόλυνση ξαπλωνότανε μέ τεράστια βήματα ανάμεσα
στά συνωστισμένα πλήθη των πιστών. Αυτό είναι ένα παράδειγμα αγάπης χωρίς
γνώση. Ό τελευταίος πόλεμος μας προσφέρει ένα παράδειγμα γνώσεως χωρίς αγάπη.
Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα ήταν μαζικός θάνατος.
Αν
και η αγάπη κι’ η γνώση είναι και οι δύο απαραίτητες, η αγάπη ωστόσο είναι,
κατά κάποιαν έννοια, πιο βασική, γιατί οδηγεί τούς συνετούς να αναζητήσουν τή
γνώση, γιά να βρουν έτσι τον τρόπο να ωφελήσουν όσους Αγαπούν. Αν όμως οι
άνθρωποι δεν είναι έξυπνοι, θα αρκούντο στο να πιστεύουν αυτά πού τούς λένε οι
άλλοι και μπορεί έτσι να βλάψουν παρ’ όλη τους τήν καλή θέληση. Η ιατρική μας
προσφέρει ίσως το πιο καλό παράδειγμα για τούτο πού λέω. Ένας ικανός γιατρός
είναι πιο ωφέλιμος στον άρρωστο από τον πιο αφοσιωμένο του φίλο, και η πρόοδος
στις ιατρικές γνώσεις κάνει- περισσότερα για την υγεία της κοινότητας από όσα η
κακώς πληροφορημένη φιλανθρωπία. Παρ’ όλα αυτά, το στοιχείο της καλής θέλησης
είναι βασικό εδώ, Αν βέβαια πρόκειται να ωφεληθούν Από τις επιστημονικές
Ανακαλύψεις όχι μόνο οι πλούσιοι.
Η
αγάπη. είναι μια λέξη πού περιλαμβάνει διάφορα συναισθήματα. Τήν έχω
χρησιμοποιήσει εδώ ξεπίτηδες, γιατί θέλω να τα συμπεριλάβω όλα αυτά. Η αγάπη
σαν συγκίνηση — και γι’ αυτήν μιλάω, γιατί η «αγάπη γιά λόγους αρχής» δεν μου
φαίνεται αληθινή –
κινείται ανάμεσα σέ δύο πόλους: Απ’ τη μια μεριά, από την καθαρή ηδονή της
ενατένισης, κι από την άλλη, από τήν καθαρή αγαθή πρόθεση. Όταν πρόκειται γιά
άψυχα αντικείμενα, τήν απαρτίζει μονάχα η ηδονή. δεν μπορούμε να νοιώσουμε
αγαθή πρόθεση αντίκρυ σ’ ένα τοπίο ή σε μια σονάτα. Αύτη η πηγή ηδονής είναι,
κατά πάσα πιθανότητα, η πηγή της τέχνης. Είναι ισχυρότερη, κατά κανόνα, στά
μικρά παιδιά παρά ατούς μεγάλους, πού τείνουν να βλέπουν τα αντικείμενα από τή
σκοπιά της χρησιμότητας. Παίζει μεγάλο ρόλο και στα αισθήματα μας αντίκρυ σέ
ανθρώπους, μερικοί από τούς όποιους ασκούν γοητεία, ενώ άλλοι, το αντίθετο,
όταν τούς αντικρίζουμε απλώς σαν αντικείμενα αισθητικής ενατένισης.
Ο
αντίθετος πόλος της αγάπης είναι η καλή προαίρεση. Άνθρωποι έχουν θυσιάσει τή ζωή τους
γιά να βοηθήσουν λεπρούς. Στήν περίπτωση αύτη, η αγάπη τους δεν περιείχε κανένα
στοιχείο ηδονής.· Η στοργή τών γονέων για τα παιδιά τους, κατά κανόνα,
συνοδεύεται από τή χαρά πού νοιώθουν γιά τήν εμφάνιση του παιδιού, όμως
παραμένει ισχυρή και όταν το στοιχείο αυτό λείπει ολότελα. Φαίνεται παράξενο το
να αποκαλεί κανένας το ενδιαφέρον της μητέρας για το άρρωστο παιδί της “καλή
προαίρεση”, και τούτο, γιατί συνηθίσαμε μέ τα λόγια αυτά να περιγράφουμε τις
ωχρές εκείνες συγκινήσεις πού είναι κατά τα εννέα δέκατα πλαστές. Είναι ωστόσο
δύσκολο να βρει κανένας άλλες λέξεις για να περιγράφει τήν επιθυμία ενός
ανθρώπου για τήν ευημερία ενός άλλου. Είναι γεγονός πώς μια τέτοια επιθυμία
μπορεί να γίνει πάρα πολύ έντονη στήν περίπτωση της μητρικής στοργής. Στις
άλλες όμως περιπτώσεις είναι πολύ ασθενέστερη.
Θα
ήταν μάλιστα σωστό να πούμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, όλες οι αλτρουιστικές
συγκινήσεις δεν είναι παρά το ξεχείλισμα της στοργής των γονέων για τα παιδιά
τους, ή μιά εξιδανίκευση της στοργής αυτής. Μη βρίσκοντας καλύτερη έκφραση, Θα
ονομάζω τή συγκίνηση αύτη «καλή προαίρεση». ‘Ωστόσο τονίζω πώς μ’ αυτό εννοώ
μια συγκίνηση, όχι μιαν αρχή, και πώς δεν συμπεριλαμβάνω σ’ αυτήν κανένα
συναίσθημα ανωτερότητας, πού μερικές φορές υπονοείται μ’ αυτό. Η λέξη «συμπάθεια» εκφράζει ένα
μέρος απ’ αυτό πού θέλω να πω, αφήνει όμως απ’ έξω το στοιχείο της
δραστηριότητας πού θέλω να συμπεριλάβω.
Η
αγάπη στήν ολοκλήρωσή της είναι ένα αδιάσπαστο κράμα των δύο στοιχείων: της
απόλαυσης και της καλής προαίρεσης. Η ευχαρίστηση πού νοιώθουν οι γονείς
βλέποντας τήν ομορφιά και τις επιτυχίες των παιδιών τους, περιλαμβάνει και τα
δύο τούτα στοιχεία, το ίδιο συμβαίνει και στο σεξουαλικό έρωτα στήν καλύτερη
εκδήλωσή του. Στο σεξουαλικό όμως έρωτα, η καλή προαίρεση υπάρχει μονάχα όταν
υπάρχει σίγουρη κατοχή. Αλλιώς, η ζήλεια τήν καταστρέφει, αν και ίσως μεγαλώνει
ακόμα πιο πολύ τήν απόλαυση της ενατένισης.
Η
απόλαυση, χωρίς καλή προαίρεση, μπορεί να γίνει απάνθρωπη, ενώ η καλή προαίρεση
χωρίς απόλαυση τείνει να γίνει ψυχρή και ν’ αποκτήσει κάποιαν απόχρωση
ανωτερότητας.
Ένα
άτομο πού θέλει να το αγαπούν, θέλει να γίνει αντικείμενο αγάπης πού να
περιέχει και τα δύο στοιχεία, έκτος από τις περιπτώσεις της έσχατης αδυναμίας,
όπως στά πολύ μικρά παιδιά και στους αρρώστους. Στις περιπτώσεις αυτές, η καλή
προαίρεση είναι το μόνο πού επιθυμούμε.
Αντίστροφα,
σε περιπτώσεις εξαιρετικής δύναμης, ο θαυμασμός είναι ότι κυρίως επιδιώκουμε:
αυτή είναι η ψυχική κατάσταση των ηγεμόνων και των διάσημων καλλονών.
Επιθυμούμε την καλή προαίρεση των άλλων μονάχα σα νοιώθουμε την ανάγκη
βοήθειας, η όταν κινδυνεύουμε απ’ αυτούς. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται λογικότερο,
αν και δεν είναι πάντοτε ότι ακριβώς γίνεται στη ζωή.
Ποθούμε
τη στοργή, για να ξεφύγουμε από το αίσθημα της μοναξιάς, για να μας
«καταλάβουν»,
όπως λέμε. Αυτό είναι ζήτημα συμπάθειας και όχι μονάχα καλής προαίρεσης. Το άτομο
πού μας ικανοποιεί η στοργή του, πρέπει όχι μόνο να εύχεται το καλό μας, αλλά
και να ξέρει ακόμα σέ τί έγκειται η ευτυχία μας. Αυτό όμως αναφέρεται στο άλλο
στοιχείο της καλής ζωής, δηλαδή στη γνώση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου