Όταν πια η σύγκρουση στον Πειραιά είχε ολοκληρωθεί (με την αδιαπραγμάτευτη επικράτηση των δημοκρατικών), κατά την εκεχειρία που ακολούθησε, για την περισυλλογή των νεκρών, ο Κλεόκριτος, κήρυκας των Μυστηρίων, βρήκε την ευκαιρία να απευθύνει το λόγο στους ολιγαρχικούς οι οποίοι έχοντας πλησιάσει ήταν σε θέση να ακούσουν.
Η δυνατή φωνή, που, ως κήρυκας, διέθετε, έκανε τους πάντες να σωπάσουν. Με βασική επιδίωξη την άμεση συμφιλίωση υπενθύμισε όλα όσα ενώνουν τον αθηναϊκό λαό δίνοντας βαρύτητα στους κοινούς κινδύνους του παρελθόντος σε στεριά και θάλασσα, στους προγόνους και στις πατροπαράδοτες θρησκευτικές τελετές, που αποτελούν τον ενωτικό κρίκο της πόλης.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα καταλήξει: «Μην ακούτε τους Τριάντα! Δεν έχουν ιερό και όσιο αυτοί, που για το δικό τους κέρδος κοντεύουν να ‘χουν σκοτώσει μέσα σ’ οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ’ όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου! Εκεί που μπορούσαμε να ζούμε σαν συμπολίτες, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο απ’ όλους τους πολέμους – σ’ εμφύλιο σπαραγμό!» (2,4,21-22).
Ο Κλεόκριτος δεν έχει άλλη επιλογή από το να περάσει στην ουσία κάθε δικτατορίας που αποβλέπει σε προσωπικά οφέλη εξυπηρετώντας ξένα συμφέροντα. Οι καταστάσεις αυτού του είδους είναι ξεκάθαρα εμφυλιοπολεμικές, αφού η βίαιη επιβολή των λίγων δεν μπορεί παρά να γίνει σε βάρος των πολλών. Το ζήτημα είναι η χρονική στιγμή που η δράση θα φέρει την αντίδραση, ώστε να ξεκινήσουν επισήμως οι ένοπλες συγκρούσεις.
Όμως, ακόμη και στο αρχικό στάδιο των αυθαιρεσιών και των διώξεων, όπου ο λαός μουδιασμένος δε φέρνει αντίσταση, το κλίμα του εμφυλίου είναι δεδομένο, όχι μόνο γιατί εκκολάπτεται η σύγκρουση, αλλά και γιατί δεν υπάρχει καμιά νομιμότητα στον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Σε τελική ανάλυση, αυτό που ονομάζουμε κοινωνική ομαλότητα ή συνοχή είναι ο μηχανισμός που διασφαλίζει ότι οι πολλοί αποδέχονται τα πολιτειακά τεκταινόμενα.
Από τη στιγμή που κάθε τέτοια προοπτική καταλύεται το μόνο που μένει είναι η δύναμη των όπλων, δηλαδή η ολοκάθαρη επίθεση του δικτάτορα που σηματοδοτεί την έναρξη του εμφυλίου. Δεν είναι τυχαίο ότι η Θήβα είχε γεμίσει από Αθηναίους που αναγκάστηκαν να καταφύγουν εκεί. Ήταν οι άμεσα ή έμμεσα εκτοπισμένοι από το καθεστώς, που τους ξεκαθάρισε ότι τα πράγματα στην πατρίδα έχουν αλλάξει. Σε λίγο θα συγκροτήσουν πολεμικές ομάδες για την αντεπίθεση.
Κι όταν πια η σύγκρουση επέλθει και η δικτατορία ηττηθεί, η διάσπαση είναι ο μόνος δρόμος των δικτατόρων, αφού δεν υπάρχει ούτε ιδεολογία ούτε όραμα για να τους ενώσει: «Την άλλη μέρα οι Τριάντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι· ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, ξέσπασαν παντού διαφωνίες: όσοι ευθύνονταν για σοβαρότερα αδικήματα, και γι’ αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με πάθος ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες· όσοι πάλι δεν είχαν κανένα κρίμα στη συνείδησή τους σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους – κι εξηγούσαν και στους άλλους – ότι αυτές οι συμφορές ήταν περιττές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν στους Τριάντα, μήτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά αποφάσισαν με ψηφοφορία να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες· κι όρισαν δέκα, έναν από κάθε φυλή». (2,4,23).
Πέρα όμως από την μέριμνα να σώσει ο καθένας τον εαυτό του, οι δικτάτορες έχουν πάντα την επιλογή να καταφύγουν ξανά στην ξένη δύναμη που τους στηρίζει. Οι Τριάντα, αν και αντικαταστάθηκαν από τους Δέκα και αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα, ανέλαβαν και πάλι πρωτοβουλίες: «Οι Τριάντα, από την Ελευσίνα – και παράλληλα οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα –, έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα να ζητήσουν βοήθεια, λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των Λακεδαιμονίων». (2,4,28).
Όταν όμως η επιβίωση του καθεστώτος εξαρτάται από τις αποφάσεις που θα πάρει μια ξένη δύναμη, αναγκαστικά η μοίρα των δικτατόρων βρίσκεται στο έλεος της πολιτικής σκηνής στην οποία απευθύνονται: «Ο Λύσανδρος λογάριασε πως γρήγορα μπορούσαν ν’ αναγκάσουν τους επαναστάτες να συνθηκολογήσουν, αν τους πολιορκούσαν από στεριά κι από θάλασσα και τους στερήσουν τον ανεφοδιασμό· φρόντισε λοιπόν να δοθούν στους ολιγαρχικούς εκατό τάλαντα δανεικά, καθώς και να διοριστεί ο ίδιος αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ναύαρχος. Αυτός πήγε στην Ελευσίνα και βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς Πελοποννησίους οπλίτες, ενώ ο ναύαρχος φύλαγε από τη μεριά της θάλασσας φροντίζοντας να μην μπαίνει κανένα πλοίο μ’ εφόδια για τους επαναστάτες». (2,4,28-29).
Κι ενώ οι κινήσεις αυτές οδήγησαν τους επαναστάτες σε αδιέξοδο φέρνοντας και πάλι τους δικτάτορες σε θέση ισχύος, «ο βασιλιάς Παυσανίας ζήλεψε τον Λύσανδρο, ότι αν πετύχαινε το σκοπό του και δόξα θα κέρδιζε και δική του θα ‘κανε την Αθήνα. Έπεισε λοιπόν τρεις από τους εφόρους και ξεκίνησε μ’ ένα εκστρατευτικό σώμα». (2,4,29).
Ο Παυσανίας ήθελε να παίξει το ρόλο του διαιτητή, ώστε να επιφέρει τη συμφιλίωση στην Αθήνα προκειμένου να στερήσει από το Λύσανδρο την ευκαιρία να διαλύσει τους επαναστάτες. Η πολιτική σκηνή του ισχυρού (και πλέον η Σπάρτη έχει τη δύναμη της ισχύος) πολλές φορές κινείται από δυνάμεις αδιαφανείς, οι οποίες καθορίζονται από τις προσωπικές φιλοδοξίες και τις υπόγειες εσωτερικές συγκρούσεις που μοιραία προκύπτουν.
Η δυσπιστία και η αμοιβαία καχυποψία δεν αφορά μόνο τα πρόσωπα που στελεχώνουν τους φορείς της εξουσίας του ισχυρού, αλλά και τους συμμάχους, οι οποίοι γίνονται ιδιαιτέρως επιφυλακτικοί: «Τον ακολούθησαν» (τον Παυσανία εννοείται) «κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, που έλεγαν ότι θα το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, μια και τούτοι δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. (Στην πραγματικότητα κρατούσαν αυτή τη στάση, επειδή πίστευαν πως οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους τα εδάφη των Αθηναίων)». (2,4,30).
Τώρα πια ο Παυσανίας βρίσκεται σε θέση να ρυθμίσει τα πράγματα όπως ο ίδιος θέλει. Έχοντας με το μέρος του την πλειοψηφία των εφόρων κι ελέγχοντας στρατιωτικές δυνάμεις, που κανείς δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος. Το μόνο που μένει είναι να φερθεί αρκούντως διπλωματικά, ώστε να μην καταστήσει τις προθέσεις του σαφείς από την αρχή, αλλά να τις παρουσιάσει ως αναγκαιότητα των περιστάσεων: «Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά· διοικούσε ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό. Ο Παυσανίας έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες, μηνώντας τους να πάνε στα σπίτια τους· καθώς αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση – ίσα ίσα για τα προσχήματα, για να μη δείξει τις καλές διαθέσεις που είχε απέναντί τους – και κατόπιν υποχώρησε άπρακτος». (2,4,30-31).
Το σίγουρο είναι ότι όταν κάποιος παίζει με τη φωτιά, δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τον απόλυτο έλεγχό της. Ο Παυσανίας, όταν την άλλη μέρα προχώρησε στον «Κωφό Λιμένα» (ο Ρόδης Ρούφος επισημαίνει ότι ίσως να πρόκειται για τα σημερινά Λεμονάδικα), δέχτηκε επίθεση από τους επαναστάτες κι έδωσε εντολή να τους καταδιώξουν σκοτώνοντας περίπου τριάντα ελαφρά οπλισμένους, μέχρι που έφτασε στο θέατρο του Πειραιά. Εκεί βρέθηκε μπροστά στους πελταστές και το πεζικό των εχθρών κι αναγκάστηκε να υποχωρήσει αφήνοντας πίσω αρκετές απώλειες. Τελικά, αφού ανασύνταξε τις δυνάμεις του, αναγκάστηκε να δώσει μια πραγματική μάχη, πολεμώντας σώμα με σώμα.
Όπως ήταν αναμενόμενο επικράτησε σκοτώνοντας περίπου εκατόν πενήντα Αθηναίους δημοκρατικούς: «Ωστόσο όχι μόνο δεν θύμωσε με τους επαναστάτες, αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, δασκαλεύοντάς τους τι έπρεπε να πουν· κι εκείνοι τον άκουσαν. Ταυτόχρονα βάλθηκε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλνοντας να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι, να παρουσιαστούν στο στρατηγείο του και να δηλώσουν ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, παρά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τ’ άκουσε με ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας». (2,4,35-36).
Ο Παυσανίας ήταν πια ο κυρίαρχος της σπαρτιατικής πολιτικής σκηνής. Οι έφοροι υποστήριζαν πλέον ανοιχτά αυτόν κι όχι το Λύσανδρο. Από τη στιγμή που το τοπίο στη Σπάρτη είχε ξεκαθαρίσει, οι μέρες των τυράννων ήταν μετρημένες. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει τίποτε πιο αναλώσιμο πολιτικά απ’ αυτούς. Τα λόγια του Θρασύβουλου στους ηττημένους ολιγαρχικούς, όταν πια όλα είχαν τελειώσει, είναι η πεμπτουσία των καθεστώτων αυτού του είδους: «Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από το λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν!» (2,4,41).
Ο Θηραμένης δικαιώνεται ξανά. Καμία εξουσία δεν μπορεί να αντέξει στο χρόνο, αν δεν έχει λαϊκό έρεισμα. Σωστά υποστήριζε την παύση των εκτελέσεων που έκαναν το καθεστώς μισητό στον κόσμο· σωστά επιδίωκε άνοιγμα στην εξουσία, ώστε να συμμετέχουν περισσότεροι· είχε καταλάβει ότι μόνο με τη βοήθεια της Σπάρτης το καθεστώς θα είναι ευάλωτο.
Συνήθως όμως, οι δικτάτορες δε βλέπουν τόσο μακριά. Η αρπαγή του πλούτου των άλλων, η μέθη της εξουσίας, η επιβολή κάθε αυθαιρεσίας και η αντικατάσταση του νόμου από την προσωπική βούληση, τους δίνει την αίσθηση του παντοδύναμου. Η αλαζονεία είναι συνυφασμένη με τον τύραννο. Αν δεν ήταν αλαζόνας δε θα ήταν τύραννος. Γι’ αυτό και οι τύραννοι αυτού του είδους είναι ιδιαιτέρως χρήσιμοι προς την κυρίαρχη δύναμη της οποίας τα συμφέροντα εξυπηρετούν. Πρέπει να νιώθουν άτρωτοι, αφού, όσο πιο άτρωτοι νιώθουν, τόσο περισσότερο θα αυθαιρετούν, κι όσο περισσότερο αυθαιρετούν, τόσο περισσότερο θα εξαρτώνται. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο υποχείριο απ’ αυτούς.
Κι αν – παρ’ ελπίδα – υπάρξει κάποιος τύραννος που θα τολμήσει να υψώσει τη φωνή απέναντι στην ισχύ που τον εξέθρεψε, θα γνωρίσει άμεση εξόντωση. Γιατί δεν πρέπει να χάνονται οι ρόλοι, κι ο καθένας πρέπει να ξέρει τα όριά του. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι προτιμότερο να τακτοποιούνται αυτές οι δουλειές στο παρασκήνιο. Δε χρειάζεται να τα ξέρει ο κόσμος όλα. Η ισχύς πρέπει να κάνει τη δουλειά της διακριτικά. Δεν υπάρχει λόγος να προκαλεί.
Εξάλλου, η μυστικότητα κάνει ακόμη πιο αναλώσιμους τους τυράννους. Όταν αλλάξουν τα συμφέροντα, είναι εύκολο να καθαιρεθούν προς υπεράσπιση της «ελευθερίας» και του «ανθρωπισμού». Όσο περισσότερα βγαίνουν στη φόρα, τόσο πιο περίπλοκες γίνονται και οι ενέργειες που πρέπει να κάνει η ισχύς, η οποία, συνήθως, ενδιαφέρεται για τα προσχήματα. Σε κάθε περίπτωση ο τύραννος οφείλει να φερθεί σωστά, δηλαδή να μη δυσαρεστεί, την ισχύ που τον στηρίζει, ακόμη κι αν αποφασιστεί η πτώση του. Αν είναι συνεργάσιμος μέχρι το τέλος, θα υπάρξει μέριμνα και για τη διάσωσή του. Αν όχι, μπορεί να έχουμε τίποτε δημόσιες εκτελέσεις.
Βεβαίως, αυτά αφορούν πιο «μοντέρνες» εκδοχές της τυραννίας. Στην περίπτωση της Αθήνας τα πράγματα τέθηκαν ευθέως. Η ισχύς ήταν της Σπάρτης και οι Τριάντα ήταν ολοφάνερα προσκολλημένοι σ’ αυτή. Το παρασκήνιο αφορούσε την αλλαγή των σπαρτιατικών διαθέσεων, όπως τις διαμόρφωσε εκ νέου ο Παυσανίας εξυπηρετώντας προσωπικές σκοπιμότητες σε βάρος του Λυσάνδρου. Από τη στιγμή που η Σπάρτη έκανε δεκτή την αντιπροσωπεία των επαναστατών, όλα είχαν τελειώσει για τους τυράννους.
Το μόνο που έμενε ήταν οι τελικές διαπραγματεύσεις μήπως και σώσουν τη ζωή τους: «… έστειλαν αντιπροσώπους και οι επίσημοι κυβερνήτες της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάθεση των Λακεδαιμονίων· είχαν όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία». (2,4,37).
Το έργο του Παυσανία είχε σχεδόν τελειώσει. Η Σπάρτη έβλεπε ευνοϊκά τη συμφιλίωση, οι επαναστάτες ένιωθαν δικαιωμένοι και οι Τριάντα δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν τίποτε: «Αφού τους άκουσαν όλους οι έφοροι και η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή αντιπροσωπεία μ’ εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους – όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά· τέλος αποφασίστηκε πως όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα». (2,4,38).
Η τυραννία των Τριάντα ανήκε πια επισήμως στο παρελθόν. Οι δημοκρατικοί τήρησαν τις υποσχέσεις ενότητας και η πόλη κατάφερε να ξεπεράσει τις πληγές του σπαραγμού: «Εκείνο τον καιρό διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο, μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ’ αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμη ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους». (2,4,43).
Η δυνατή φωνή, που, ως κήρυκας, διέθετε, έκανε τους πάντες να σωπάσουν. Με βασική επιδίωξη την άμεση συμφιλίωση υπενθύμισε όλα όσα ενώνουν τον αθηναϊκό λαό δίνοντας βαρύτητα στους κοινούς κινδύνους του παρελθόντος σε στεριά και θάλασσα, στους προγόνους και στις πατροπαράδοτες θρησκευτικές τελετές, που αποτελούν τον ενωτικό κρίκο της πόλης.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα καταλήξει: «Μην ακούτε τους Τριάντα! Δεν έχουν ιερό και όσιο αυτοί, που για το δικό τους κέρδος κοντεύουν να ‘χουν σκοτώσει μέσα σ’ οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ’ όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου! Εκεί που μπορούσαμε να ζούμε σαν συμπολίτες, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο απ’ όλους τους πολέμους – σ’ εμφύλιο σπαραγμό!» (2,4,21-22).
Ο Κλεόκριτος δεν έχει άλλη επιλογή από το να περάσει στην ουσία κάθε δικτατορίας που αποβλέπει σε προσωπικά οφέλη εξυπηρετώντας ξένα συμφέροντα. Οι καταστάσεις αυτού του είδους είναι ξεκάθαρα εμφυλιοπολεμικές, αφού η βίαιη επιβολή των λίγων δεν μπορεί παρά να γίνει σε βάρος των πολλών. Το ζήτημα είναι η χρονική στιγμή που η δράση θα φέρει την αντίδραση, ώστε να ξεκινήσουν επισήμως οι ένοπλες συγκρούσεις.
Όμως, ακόμη και στο αρχικό στάδιο των αυθαιρεσιών και των διώξεων, όπου ο λαός μουδιασμένος δε φέρνει αντίσταση, το κλίμα του εμφυλίου είναι δεδομένο, όχι μόνο γιατί εκκολάπτεται η σύγκρουση, αλλά και γιατί δεν υπάρχει καμιά νομιμότητα στον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Σε τελική ανάλυση, αυτό που ονομάζουμε κοινωνική ομαλότητα ή συνοχή είναι ο μηχανισμός που διασφαλίζει ότι οι πολλοί αποδέχονται τα πολιτειακά τεκταινόμενα.
Από τη στιγμή που κάθε τέτοια προοπτική καταλύεται το μόνο που μένει είναι η δύναμη των όπλων, δηλαδή η ολοκάθαρη επίθεση του δικτάτορα που σηματοδοτεί την έναρξη του εμφυλίου. Δεν είναι τυχαίο ότι η Θήβα είχε γεμίσει από Αθηναίους που αναγκάστηκαν να καταφύγουν εκεί. Ήταν οι άμεσα ή έμμεσα εκτοπισμένοι από το καθεστώς, που τους ξεκαθάρισε ότι τα πράγματα στην πατρίδα έχουν αλλάξει. Σε λίγο θα συγκροτήσουν πολεμικές ομάδες για την αντεπίθεση.
Κι όταν πια η σύγκρουση επέλθει και η δικτατορία ηττηθεί, η διάσπαση είναι ο μόνος δρόμος των δικτατόρων, αφού δεν υπάρχει ούτε ιδεολογία ούτε όραμα για να τους ενώσει: «Την άλλη μέρα οι Τριάντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι· ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, ξέσπασαν παντού διαφωνίες: όσοι ευθύνονταν για σοβαρότερα αδικήματα, και γι’ αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με πάθος ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες· όσοι πάλι δεν είχαν κανένα κρίμα στη συνείδησή τους σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους – κι εξηγούσαν και στους άλλους – ότι αυτές οι συμφορές ήταν περιττές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν στους Τριάντα, μήτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά αποφάσισαν με ψηφοφορία να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες· κι όρισαν δέκα, έναν από κάθε φυλή». (2,4,23).
Πέρα όμως από την μέριμνα να σώσει ο καθένας τον εαυτό του, οι δικτάτορες έχουν πάντα την επιλογή να καταφύγουν ξανά στην ξένη δύναμη που τους στηρίζει. Οι Τριάντα, αν και αντικαταστάθηκαν από τους Δέκα και αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα, ανέλαβαν και πάλι πρωτοβουλίες: «Οι Τριάντα, από την Ελευσίνα – και παράλληλα οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα –, έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα να ζητήσουν βοήθεια, λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των Λακεδαιμονίων». (2,4,28).
Όταν όμως η επιβίωση του καθεστώτος εξαρτάται από τις αποφάσεις που θα πάρει μια ξένη δύναμη, αναγκαστικά η μοίρα των δικτατόρων βρίσκεται στο έλεος της πολιτικής σκηνής στην οποία απευθύνονται: «Ο Λύσανδρος λογάριασε πως γρήγορα μπορούσαν ν’ αναγκάσουν τους επαναστάτες να συνθηκολογήσουν, αν τους πολιορκούσαν από στεριά κι από θάλασσα και τους στερήσουν τον ανεφοδιασμό· φρόντισε λοιπόν να δοθούν στους ολιγαρχικούς εκατό τάλαντα δανεικά, καθώς και να διοριστεί ο ίδιος αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ναύαρχος. Αυτός πήγε στην Ελευσίνα και βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς Πελοποννησίους οπλίτες, ενώ ο ναύαρχος φύλαγε από τη μεριά της θάλασσας φροντίζοντας να μην μπαίνει κανένα πλοίο μ’ εφόδια για τους επαναστάτες». (2,4,28-29).
Κι ενώ οι κινήσεις αυτές οδήγησαν τους επαναστάτες σε αδιέξοδο φέρνοντας και πάλι τους δικτάτορες σε θέση ισχύος, «ο βασιλιάς Παυσανίας ζήλεψε τον Λύσανδρο, ότι αν πετύχαινε το σκοπό του και δόξα θα κέρδιζε και δική του θα ‘κανε την Αθήνα. Έπεισε λοιπόν τρεις από τους εφόρους και ξεκίνησε μ’ ένα εκστρατευτικό σώμα». (2,4,29).
Ο Παυσανίας ήθελε να παίξει το ρόλο του διαιτητή, ώστε να επιφέρει τη συμφιλίωση στην Αθήνα προκειμένου να στερήσει από το Λύσανδρο την ευκαιρία να διαλύσει τους επαναστάτες. Η πολιτική σκηνή του ισχυρού (και πλέον η Σπάρτη έχει τη δύναμη της ισχύος) πολλές φορές κινείται από δυνάμεις αδιαφανείς, οι οποίες καθορίζονται από τις προσωπικές φιλοδοξίες και τις υπόγειες εσωτερικές συγκρούσεις που μοιραία προκύπτουν.
Η δυσπιστία και η αμοιβαία καχυποψία δεν αφορά μόνο τα πρόσωπα που στελεχώνουν τους φορείς της εξουσίας του ισχυρού, αλλά και τους συμμάχους, οι οποίοι γίνονται ιδιαιτέρως επιφυλακτικοί: «Τον ακολούθησαν» (τον Παυσανία εννοείται) «κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, που έλεγαν ότι θα το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, μια και τούτοι δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. (Στην πραγματικότητα κρατούσαν αυτή τη στάση, επειδή πίστευαν πως οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους τα εδάφη των Αθηναίων)». (2,4,30).
Τώρα πια ο Παυσανίας βρίσκεται σε θέση να ρυθμίσει τα πράγματα όπως ο ίδιος θέλει. Έχοντας με το μέρος του την πλειοψηφία των εφόρων κι ελέγχοντας στρατιωτικές δυνάμεις, που κανείς δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος. Το μόνο που μένει είναι να φερθεί αρκούντως διπλωματικά, ώστε να μην καταστήσει τις προθέσεις του σαφείς από την αρχή, αλλά να τις παρουσιάσει ως αναγκαιότητα των περιστάσεων: «Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά· διοικούσε ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό. Ο Παυσανίας έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες, μηνώντας τους να πάνε στα σπίτια τους· καθώς αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση – ίσα ίσα για τα προσχήματα, για να μη δείξει τις καλές διαθέσεις που είχε απέναντί τους – και κατόπιν υποχώρησε άπρακτος». (2,4,30-31).
Το σίγουρο είναι ότι όταν κάποιος παίζει με τη φωτιά, δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τον απόλυτο έλεγχό της. Ο Παυσανίας, όταν την άλλη μέρα προχώρησε στον «Κωφό Λιμένα» (ο Ρόδης Ρούφος επισημαίνει ότι ίσως να πρόκειται για τα σημερινά Λεμονάδικα), δέχτηκε επίθεση από τους επαναστάτες κι έδωσε εντολή να τους καταδιώξουν σκοτώνοντας περίπου τριάντα ελαφρά οπλισμένους, μέχρι που έφτασε στο θέατρο του Πειραιά. Εκεί βρέθηκε μπροστά στους πελταστές και το πεζικό των εχθρών κι αναγκάστηκε να υποχωρήσει αφήνοντας πίσω αρκετές απώλειες. Τελικά, αφού ανασύνταξε τις δυνάμεις του, αναγκάστηκε να δώσει μια πραγματική μάχη, πολεμώντας σώμα με σώμα.
Όπως ήταν αναμενόμενο επικράτησε σκοτώνοντας περίπου εκατόν πενήντα Αθηναίους δημοκρατικούς: «Ωστόσο όχι μόνο δεν θύμωσε με τους επαναστάτες, αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, δασκαλεύοντάς τους τι έπρεπε να πουν· κι εκείνοι τον άκουσαν. Ταυτόχρονα βάλθηκε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλνοντας να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι, να παρουσιαστούν στο στρατηγείο του και να δηλώσουν ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, παρά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τ’ άκουσε με ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας». (2,4,35-36).
Ο Παυσανίας ήταν πια ο κυρίαρχος της σπαρτιατικής πολιτικής σκηνής. Οι έφοροι υποστήριζαν πλέον ανοιχτά αυτόν κι όχι το Λύσανδρο. Από τη στιγμή που το τοπίο στη Σπάρτη είχε ξεκαθαρίσει, οι μέρες των τυράννων ήταν μετρημένες. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει τίποτε πιο αναλώσιμο πολιτικά απ’ αυτούς. Τα λόγια του Θρασύβουλου στους ηττημένους ολιγαρχικούς, όταν πια όλα είχαν τελειώσει, είναι η πεμπτουσία των καθεστώτων αυτού του είδους: «Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από το λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν!» (2,4,41).
Ο Θηραμένης δικαιώνεται ξανά. Καμία εξουσία δεν μπορεί να αντέξει στο χρόνο, αν δεν έχει λαϊκό έρεισμα. Σωστά υποστήριζε την παύση των εκτελέσεων που έκαναν το καθεστώς μισητό στον κόσμο· σωστά επιδίωκε άνοιγμα στην εξουσία, ώστε να συμμετέχουν περισσότεροι· είχε καταλάβει ότι μόνο με τη βοήθεια της Σπάρτης το καθεστώς θα είναι ευάλωτο.
Συνήθως όμως, οι δικτάτορες δε βλέπουν τόσο μακριά. Η αρπαγή του πλούτου των άλλων, η μέθη της εξουσίας, η επιβολή κάθε αυθαιρεσίας και η αντικατάσταση του νόμου από την προσωπική βούληση, τους δίνει την αίσθηση του παντοδύναμου. Η αλαζονεία είναι συνυφασμένη με τον τύραννο. Αν δεν ήταν αλαζόνας δε θα ήταν τύραννος. Γι’ αυτό και οι τύραννοι αυτού του είδους είναι ιδιαιτέρως χρήσιμοι προς την κυρίαρχη δύναμη της οποίας τα συμφέροντα εξυπηρετούν. Πρέπει να νιώθουν άτρωτοι, αφού, όσο πιο άτρωτοι νιώθουν, τόσο περισσότερο θα αυθαιρετούν, κι όσο περισσότερο αυθαιρετούν, τόσο περισσότερο θα εξαρτώνται. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο υποχείριο απ’ αυτούς.
Κι αν – παρ’ ελπίδα – υπάρξει κάποιος τύραννος που θα τολμήσει να υψώσει τη φωνή απέναντι στην ισχύ που τον εξέθρεψε, θα γνωρίσει άμεση εξόντωση. Γιατί δεν πρέπει να χάνονται οι ρόλοι, κι ο καθένας πρέπει να ξέρει τα όριά του. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι προτιμότερο να τακτοποιούνται αυτές οι δουλειές στο παρασκήνιο. Δε χρειάζεται να τα ξέρει ο κόσμος όλα. Η ισχύς πρέπει να κάνει τη δουλειά της διακριτικά. Δεν υπάρχει λόγος να προκαλεί.
Εξάλλου, η μυστικότητα κάνει ακόμη πιο αναλώσιμους τους τυράννους. Όταν αλλάξουν τα συμφέροντα, είναι εύκολο να καθαιρεθούν προς υπεράσπιση της «ελευθερίας» και του «ανθρωπισμού». Όσο περισσότερα βγαίνουν στη φόρα, τόσο πιο περίπλοκες γίνονται και οι ενέργειες που πρέπει να κάνει η ισχύς, η οποία, συνήθως, ενδιαφέρεται για τα προσχήματα. Σε κάθε περίπτωση ο τύραννος οφείλει να φερθεί σωστά, δηλαδή να μη δυσαρεστεί, την ισχύ που τον στηρίζει, ακόμη κι αν αποφασιστεί η πτώση του. Αν είναι συνεργάσιμος μέχρι το τέλος, θα υπάρξει μέριμνα και για τη διάσωσή του. Αν όχι, μπορεί να έχουμε τίποτε δημόσιες εκτελέσεις.
Βεβαίως, αυτά αφορούν πιο «μοντέρνες» εκδοχές της τυραννίας. Στην περίπτωση της Αθήνας τα πράγματα τέθηκαν ευθέως. Η ισχύς ήταν της Σπάρτης και οι Τριάντα ήταν ολοφάνερα προσκολλημένοι σ’ αυτή. Το παρασκήνιο αφορούσε την αλλαγή των σπαρτιατικών διαθέσεων, όπως τις διαμόρφωσε εκ νέου ο Παυσανίας εξυπηρετώντας προσωπικές σκοπιμότητες σε βάρος του Λυσάνδρου. Από τη στιγμή που η Σπάρτη έκανε δεκτή την αντιπροσωπεία των επαναστατών, όλα είχαν τελειώσει για τους τυράννους.
Το μόνο που έμενε ήταν οι τελικές διαπραγματεύσεις μήπως και σώσουν τη ζωή τους: «… έστειλαν αντιπροσώπους και οι επίσημοι κυβερνήτες της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάθεση των Λακεδαιμονίων· είχαν όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία». (2,4,37).
Το έργο του Παυσανία είχε σχεδόν τελειώσει. Η Σπάρτη έβλεπε ευνοϊκά τη συμφιλίωση, οι επαναστάτες ένιωθαν δικαιωμένοι και οι Τριάντα δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν τίποτε: «Αφού τους άκουσαν όλους οι έφοροι και η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή αντιπροσωπεία μ’ εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους – όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά· τέλος αποφασίστηκε πως όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα». (2,4,38).
Η τυραννία των Τριάντα ανήκε πια επισήμως στο παρελθόν. Οι δημοκρατικοί τήρησαν τις υποσχέσεις ενότητας και η πόλη κατάφερε να ξεπεράσει τις πληγές του σπαραγμού: «Εκείνο τον καιρό διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο, μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ’ αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμη ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους». (2,4,43).
Ξενοφώντος: «Ελληνικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου