Το να ζεις με την κατάθλιψη μπορεί να σε κάνει να αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι σε μια συναισθηματική φυλακή, αλλά υπάρχει διέξοδος, τουλάχιστον για ορισμένους.
Γράφοντας στο περιοδικό Psychiatry Research, η Esme Fuller-Thomson και οι συνεργάτες της περιγράφουν στην ανάλυσή τους στοιχεία της έρευνας σε 20.000 Καναδούς, η οποία έδειξε ότι 2528 άτομα είχαν διαγνωστεί με μείζονα κατάθλιψη και ότι τα 2/5 αυτής της ομάδας είχαν πλέον αναρρώσει πλήρως, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν εντελώς απαλλαγμένοι από προβλήματα ψυχικής υγείας για πάνω από ένα χρόνο και ένιωθαν χαρούμενοι ή ευχαριστημένοι με τη ζωή τους, σχεδόν σε καθημερινή βάση κατά τον προηγούμενο μήνα.
«Τα ευρήματα μας παρέχουν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους κλινικούς γιατρούς: είναι στο χέρι πολλών ατόμων που έχουν ήδη υποκύψει στην κατάθλιψη να ανακάμψουν πλήρως και να είναι ξανά ψυχικά υγιείς», είπαν.
Δικαιολογημένα, αρκετή έρευνα για τη κατάθλιψη έχει ασχοληθεί με τους τρόπους που οδηγούν στη μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων - με άλλα λόγια στη μελέτη των θεραπειών και των άλλων παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν καλύτερα τα άτομα με διάγνωση να βρουν κάποια λύση. Η συγκεκριμένη μελέτη διέφερε στο ότι οι ερευνητές ενδιαφέρονταν για τον εντοπισμό των παραγόντων που δρουν στο παρασκήνιο επηρεάζοντας τις πιθανότητες των ανθρώπων για την επίτευξη πλήρους ανάκαμψης της ψυχικής τους υγείας.
Τι ήταν επομένως διαφορετικό στα 2/5 των ανθρώπων που είχαν κατάθλιψη, αλλά είχαν πλέον αναρρώσει πλήρως, σε σύγκριση με εκείνους που συνέχισαν να έχουν προβλήματα; Ο πιο σημαντικός παράγοντας φάνηκε να είναι οι υποστηρικτικές σχέσεις.
Οι συμμετέχοντες με ιστορικό κατάθλιψης που απάντησαν καταφατικά στο ερώτημα: «Έχω στενές σχέσεις που μου παρέχουν μια αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας και ευημερίας» είχαν επτά φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν ανακάμψει πλήρως από εκείνους που απάντησαν αρνητικά.
Άλλοι σημαντικοί παράγοντες σχετίζονταν με την σωματική υγεία, όπως ο φυσιολογικός ύπνος, η απουσία σωματικού πόνου και η σωματική ικανότητα. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι τρεις παράγοντες της σωματικής υγείας ήταν ο πιο σημαντικός τομέας της ζωής που σχετιζόταν με την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ψυχικής υγείας. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα αποτελέσματα αποτελούν μια υπενθύμιση ότι είναι σημαντικό να αντιμετωπίζονται συνδυαστικά τα «σωματικά προβλήματα υγείας με τις ψυχολογικές παρεμβάσεις».
Επίσης, θετικά σχετιζόμενα με τις πιθανότητες πλήρους ανάκαμψης από την κατάθλιψη ήταν το εισόδημα (εκείνοι που έβγαζαν περισσότερα από 80.000 $ ετησίως είχαν περισσότερες πιθανότητες να ανακτήσουν πλήρως την ψυχική υγεία τους από εκείνους που έβγαζαν λιγότερα από 20.000 $ ετησίως), η θρησκευτική πίστη και η συμμετοχή σε σωματική άσκηση. Οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες είχαν επίσης περισσότερες πιθανότητες να αναρρώσουν πλήρως. Από την αρνητική πλευρά, οι άνθρωποι που είχαν βιώσει κακοποίηση στην παιδική ηλικία ή που είχαν διαγνωστεί με αγχώδεις διαταραχές στο παρελθόν, ήταν λιγότερο πιθανό να ανακτήσουν πλήρη ψυχική υγεία.
Ένα πολλά υποσχόμενο μήνυμα από την έρευνα ήταν ότι η διάρκεια των προηγούμενων καταθλιπτικών επεισοδίων δεν είχε σχέση με τις πιθανότητες να ανακάμψει κανείς πλήρως.
Για παράδειγμα, κάποιος που είχε βιώσει μια μακρά περίοδο κατάθλιψης δύο ετών στο παρελθόν ήταν εξίσου πιθανό να έχει πλήρως ανακτήσει την ψυχική υγεία του με κάποιον που είχε κατάθλιψη για ένα μήνα.
Παρά τα αισιόδοξα μηνύματα που προέρχονται από την έρευνα αυτή, είναι επίσης σημαντικό να μην υποβαθμιστεί η σοβαρότητα της εμπειρίας ενός επεισοδίου μείζονος κατάθλιψης. Για να παρουσιάσουμε τα πράγματα σε αναλογία, σκεφτείτε ότι οι συμμετέχοντες στην έρευνα οι οποίοι δεν είχαν ιστορικό κατάθλιψης, είχαν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να είναι σε μια κατάσταση πλήρους ψυχικής υγείας από τους συμμετέχοντες, με ιστορικό κατάθλιψης.
Η έρευνα έχει επίσης κάποιους περιορισμούς που σημαίνει ότι τα ευρήματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή. Για παράδειγμα, η έρευνα δεν ήταν πλήρης στα ερωτήματά της σχετικά με θέματα ψυχικής υγείας που αντιμετώπισαν οι συμμετέχοντες κατά το προηγούμενο έτος: για παράδειγμα, δεν υπήρχαν ερωτήσεις σχετικά με τη σχιζοφρένεια ή την οριακή διαταραχή της προσωπικότητας. Δυνητικά αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ορισμένοι από τους συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν ότι είχαν αναρρώσει πλήρως, όταν δεν θα έπρεπε. Αλλά όπως οι ερευνητές επεσήμαναν, αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς οι άνθρωποι με μια τέτοια σοβαρή διάγνωση ψυχικής διαταραχής, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ανέφεραν ότι ήταν ευτυχισμένοι ή ικανοποιημένοι από τη ζωή τις περισσότερες ημέρες του προηγούμενου μήνα.
Από πρακτικής απόψεως , οι ερευνητές τόνισαν ότι αρκετοί από τους παράγοντες που σχετίζονται με την πλήρη ανάκαμψη είναι «μεταβλητοί» - όπως η βοήθεια στη διαχείριση του σωματικού πόνου των ανθρώπων, η ενθάρρυνση της άσκησης και η παροχή κοινωνικής υποστήριξης. Επίσης, τα αποτελέσματά τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν την «προσέγγιση στόχων και παρεμβάσεων για εκείνους που είναι λιγότερο πιθανό να επιτύχουν την πλήρη αποκατάσταση της ψυχικής τους υγείας.
Γράφοντας στο περιοδικό Psychiatry Research, η Esme Fuller-Thomson και οι συνεργάτες της περιγράφουν στην ανάλυσή τους στοιχεία της έρευνας σε 20.000 Καναδούς, η οποία έδειξε ότι 2528 άτομα είχαν διαγνωστεί με μείζονα κατάθλιψη και ότι τα 2/5 αυτής της ομάδας είχαν πλέον αναρρώσει πλήρως, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν εντελώς απαλλαγμένοι από προβλήματα ψυχικής υγείας για πάνω από ένα χρόνο και ένιωθαν χαρούμενοι ή ευχαριστημένοι με τη ζωή τους, σχεδόν σε καθημερινή βάση κατά τον προηγούμενο μήνα.
«Τα ευρήματα μας παρέχουν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους κλινικούς γιατρούς: είναι στο χέρι πολλών ατόμων που έχουν ήδη υποκύψει στην κατάθλιψη να ανακάμψουν πλήρως και να είναι ξανά ψυχικά υγιείς», είπαν.
Δικαιολογημένα, αρκετή έρευνα για τη κατάθλιψη έχει ασχοληθεί με τους τρόπους που οδηγούν στη μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων - με άλλα λόγια στη μελέτη των θεραπειών και των άλλων παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν καλύτερα τα άτομα με διάγνωση να βρουν κάποια λύση. Η συγκεκριμένη μελέτη διέφερε στο ότι οι ερευνητές ενδιαφέρονταν για τον εντοπισμό των παραγόντων που δρουν στο παρασκήνιο επηρεάζοντας τις πιθανότητες των ανθρώπων για την επίτευξη πλήρους ανάκαμψης της ψυχικής τους υγείας.
Τι ήταν επομένως διαφορετικό στα 2/5 των ανθρώπων που είχαν κατάθλιψη, αλλά είχαν πλέον αναρρώσει πλήρως, σε σύγκριση με εκείνους που συνέχισαν να έχουν προβλήματα; Ο πιο σημαντικός παράγοντας φάνηκε να είναι οι υποστηρικτικές σχέσεις.
Οι συμμετέχοντες με ιστορικό κατάθλιψης που απάντησαν καταφατικά στο ερώτημα: «Έχω στενές σχέσεις που μου παρέχουν μια αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας και ευημερίας» είχαν επτά φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν ανακάμψει πλήρως από εκείνους που απάντησαν αρνητικά.
Άλλοι σημαντικοί παράγοντες σχετίζονταν με την σωματική υγεία, όπως ο φυσιολογικός ύπνος, η απουσία σωματικού πόνου και η σωματική ικανότητα. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι τρεις παράγοντες της σωματικής υγείας ήταν ο πιο σημαντικός τομέας της ζωής που σχετιζόταν με την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ψυχικής υγείας. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα αποτελέσματα αποτελούν μια υπενθύμιση ότι είναι σημαντικό να αντιμετωπίζονται συνδυαστικά τα «σωματικά προβλήματα υγείας με τις ψυχολογικές παρεμβάσεις».
Επίσης, θετικά σχετιζόμενα με τις πιθανότητες πλήρους ανάκαμψης από την κατάθλιψη ήταν το εισόδημα (εκείνοι που έβγαζαν περισσότερα από 80.000 $ ετησίως είχαν περισσότερες πιθανότητες να ανακτήσουν πλήρως την ψυχική υγεία τους από εκείνους που έβγαζαν λιγότερα από 20.000 $ ετησίως), η θρησκευτική πίστη και η συμμετοχή σε σωματική άσκηση. Οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες είχαν επίσης περισσότερες πιθανότητες να αναρρώσουν πλήρως. Από την αρνητική πλευρά, οι άνθρωποι που είχαν βιώσει κακοποίηση στην παιδική ηλικία ή που είχαν διαγνωστεί με αγχώδεις διαταραχές στο παρελθόν, ήταν λιγότερο πιθανό να ανακτήσουν πλήρη ψυχική υγεία.
Ένα πολλά υποσχόμενο μήνυμα από την έρευνα ήταν ότι η διάρκεια των προηγούμενων καταθλιπτικών επεισοδίων δεν είχε σχέση με τις πιθανότητες να ανακάμψει κανείς πλήρως.
Για παράδειγμα, κάποιος που είχε βιώσει μια μακρά περίοδο κατάθλιψης δύο ετών στο παρελθόν ήταν εξίσου πιθανό να έχει πλήρως ανακτήσει την ψυχική υγεία του με κάποιον που είχε κατάθλιψη για ένα μήνα.
Παρά τα αισιόδοξα μηνύματα που προέρχονται από την έρευνα αυτή, είναι επίσης σημαντικό να μην υποβαθμιστεί η σοβαρότητα της εμπειρίας ενός επεισοδίου μείζονος κατάθλιψης. Για να παρουσιάσουμε τα πράγματα σε αναλογία, σκεφτείτε ότι οι συμμετέχοντες στην έρευνα οι οποίοι δεν είχαν ιστορικό κατάθλιψης, είχαν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να είναι σε μια κατάσταση πλήρους ψυχικής υγείας από τους συμμετέχοντες, με ιστορικό κατάθλιψης.
Η έρευνα έχει επίσης κάποιους περιορισμούς που σημαίνει ότι τα ευρήματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή. Για παράδειγμα, η έρευνα δεν ήταν πλήρης στα ερωτήματά της σχετικά με θέματα ψυχικής υγείας που αντιμετώπισαν οι συμμετέχοντες κατά το προηγούμενο έτος: για παράδειγμα, δεν υπήρχαν ερωτήσεις σχετικά με τη σχιζοφρένεια ή την οριακή διαταραχή της προσωπικότητας. Δυνητικά αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ορισμένοι από τους συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν ότι είχαν αναρρώσει πλήρως, όταν δεν θα έπρεπε. Αλλά όπως οι ερευνητές επεσήμαναν, αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς οι άνθρωποι με μια τέτοια σοβαρή διάγνωση ψυχικής διαταραχής, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ανέφεραν ότι ήταν ευτυχισμένοι ή ικανοποιημένοι από τη ζωή τις περισσότερες ημέρες του προηγούμενου μήνα.
Από πρακτικής απόψεως , οι ερευνητές τόνισαν ότι αρκετοί από τους παράγοντες που σχετίζονται με την πλήρη ανάκαμψη είναι «μεταβλητοί» - όπως η βοήθεια στη διαχείριση του σωματικού πόνου των ανθρώπων, η ενθάρρυνση της άσκησης και η παροχή κοινωνικής υποστήριξης. Επίσης, τα αποτελέσματά τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν την «προσέγγιση στόχων και παρεμβάσεων για εκείνους που είναι λιγότερο πιθανό να επιτύχουν την πλήρη αποκατάσταση της ψυχικής τους υγείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου