τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι [στρ. ε]
γάρυον τοιαῦτ᾽· ἀνὰ δ᾽ ἡμιόνοις ξε-
στᾷ τ᾽ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας
95 ἵκετο σπεύδων· τάφε δ᾽ αὐτίκα παπτά-
ναις ἀρίγνωτον πέδιλον
δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί. κλέπτων δὲ θυμῷ
δεῖμα προσήνεπε· «Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν᾽, εὔχεαι
πατρίδ᾽ ἔμμεν; καὶ τίς ἀνθρώ-
πων σε χαμαιγενέων πολιᾶς
ἐξανῆκεν γαστρός; ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν
100 καταμιάναις εἰπὲ γένναν.»
τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις [αντ. ε]
ὧδ᾽ ἀμείφθη· «Φαμὶ διδασκαλίαν Χί-
ρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαι
πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας, ἵνα Κενταύ-
ρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.
εἴκοσι δ᾽ ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς οὔτε ἔργον
105 οὔτ᾽ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν ἱκόμαν
οἴκαδ᾽, ἀρχαίαν κομίζων
πατρὸς ἐμοῦ, βασιλευομέναν
οὐ κατ᾽ αἶσαν, τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ
Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν.
πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἄθεμιν λευ- [επωδ. ε]
καῖς πιθήσαντα φρασίν
110 ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων·
τοί μ᾽, ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, ὑπερφιάλου
ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν, κᾶδος ὡσ-
είτε φθιμένου δνοφερόν
ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν,
κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις,
115 νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, Κρονίδᾳ
δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν.
***
Κι εκεί που μίλαγαν και τέτοια λόγια αλλάζαν, [στρ. ε]νά κι ο Πελίας που κατέφτασε γοργά95πάνω στο καλοδουλεμένο αμάξι του, που το ᾽σερναν μουλάρια.Πάγωσε, ξεκάθαρα σαν είδε πως μόνοστο πόδι το δεξί ο ξένος φόραγε σαντάλι.Και, στην καρδιά του κρύβοντας την ταραχή, του λέει:«Από ποιά χώρα, ξένε μου, παινεύεσαι πως είσαι;Και ποιά από τις γυναίκες που γεννήθηκαν στη γησ᾽ έβγαλε από τη σεβαστή κοιλιά της;100Πες τη γενιά σου και μ᾽ αισχρές ψευτιές μην τη μιάνεις».
Κι αυτός, με θάρρος και με λόγια ευγενικά, απεκρίθη: [αντ. ε]«Θα δείξω πως δάσκαλός μου ήταν ο Χείρωνας.Τώρα από τη σπηλιά του έρχομαι,από τη Χαρικλώ και τη Φιλύρα·εκεί μ᾽ ανάθρεψαν οι αγνές οι κόρες του Κενταύρου.Τα είκοσί μου χρόνια έκλεισα κοντά τους και ποτέ μου105κάτι άδικο δεν έπραξα, λόγο κακόν δεν είπα.Τώρα να πάρω του πατρός μου το αρχαίο αξίωμα γύρισα στην πατρίδα,που πια δεν κυβερνιέται καταπώς πρέπει,εκείνο το αξίωμα που ο Δίας κάποτε έδωσεστον αρχηγό του λαού, τον Αίολο, και τους γιους του.
Γιατί μαθαίνω πως αυτός ο άνομος Πελίας, [επωδ. ε]την κρυερή υπακούοντας καρδιά του,110στέρησε απ᾽ τους γονιούς μου με τη βίατην εξουσία που απ᾽ την αρχή και με το δίκιο τους κατείχαν·αυτοί, σαν πρωταντίκρισα το φως του κόσμου,τρέμοντας του υπερφίαλου ηγεμόνα την αγριάδα,κάναν τάχα πως πέθανα κι απλώσαν μαύρο πένθοςμες στο παλάτι, ανάμιχτο με γυναικείο θρήνο,και τυλιγμένο σε γεννοφάσκια πορφυρά115κρυφά με στείλανε —η νύχτα μόνο το ᾽ξερε— ταξίδικαι μ᾽ έδωσαν στον Χείρωνα, τον γιο του Κρόνου,να με αναθρέψει.
γάρυον τοιαῦτ᾽· ἀνὰ δ᾽ ἡμιόνοις ξε-
στᾷ τ᾽ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας
95 ἵκετο σπεύδων· τάφε δ᾽ αὐτίκα παπτά-
ναις ἀρίγνωτον πέδιλον
δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί. κλέπτων δὲ θυμῷ
δεῖμα προσήνεπε· «Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν᾽, εὔχεαι
πατρίδ᾽ ἔμμεν; καὶ τίς ἀνθρώ-
πων σε χαμαιγενέων πολιᾶς
ἐξανῆκεν γαστρός; ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν
100 καταμιάναις εἰπὲ γένναν.»
τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις [αντ. ε]
ὧδ᾽ ἀμείφθη· «Φαμὶ διδασκαλίαν Χί-
ρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαι
πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας, ἵνα Κενταύ-
ρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.
εἴκοσι δ᾽ ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς οὔτε ἔργον
105 οὔτ᾽ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν ἱκόμαν
οἴκαδ᾽, ἀρχαίαν κομίζων
πατρὸς ἐμοῦ, βασιλευομέναν
οὐ κατ᾽ αἶσαν, τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ
Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν.
πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἄθεμιν λευ- [επωδ. ε]
καῖς πιθήσαντα φρασίν
110 ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων·
τοί μ᾽, ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, ὑπερφιάλου
ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν, κᾶδος ὡσ-
είτε φθιμένου δνοφερόν
ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν,
κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις,
115 νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, Κρονίδᾳ
δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν.
***
Κι εκεί που μίλαγαν και τέτοια λόγια αλλάζαν, [στρ. ε]νά κι ο Πελίας που κατέφτασε γοργά95πάνω στο καλοδουλεμένο αμάξι του, που το ᾽σερναν μουλάρια.Πάγωσε, ξεκάθαρα σαν είδε πως μόνοστο πόδι το δεξί ο ξένος φόραγε σαντάλι.Και, στην καρδιά του κρύβοντας την ταραχή, του λέει:«Από ποιά χώρα, ξένε μου, παινεύεσαι πως είσαι;Και ποιά από τις γυναίκες που γεννήθηκαν στη γησ᾽ έβγαλε από τη σεβαστή κοιλιά της;100Πες τη γενιά σου και μ᾽ αισχρές ψευτιές μην τη μιάνεις».
Κι αυτός, με θάρρος και με λόγια ευγενικά, απεκρίθη: [αντ. ε]«Θα δείξω πως δάσκαλός μου ήταν ο Χείρωνας.Τώρα από τη σπηλιά του έρχομαι,από τη Χαρικλώ και τη Φιλύρα·εκεί μ᾽ ανάθρεψαν οι αγνές οι κόρες του Κενταύρου.Τα είκοσί μου χρόνια έκλεισα κοντά τους και ποτέ μου105κάτι άδικο δεν έπραξα, λόγο κακόν δεν είπα.Τώρα να πάρω του πατρός μου το αρχαίο αξίωμα γύρισα στην πατρίδα,που πια δεν κυβερνιέται καταπώς πρέπει,εκείνο το αξίωμα που ο Δίας κάποτε έδωσεστον αρχηγό του λαού, τον Αίολο, και τους γιους του.
Γιατί μαθαίνω πως αυτός ο άνομος Πελίας, [επωδ. ε]την κρυερή υπακούοντας καρδιά του,110στέρησε απ᾽ τους γονιούς μου με τη βίατην εξουσία που απ᾽ την αρχή και με το δίκιο τους κατείχαν·αυτοί, σαν πρωταντίκρισα το φως του κόσμου,τρέμοντας του υπερφίαλου ηγεμόνα την αγριάδα,κάναν τάχα πως πέθανα κι απλώσαν μαύρο πένθοςμες στο παλάτι, ανάμιχτο με γυναικείο θρήνο,και τυλιγμένο σε γεννοφάσκια πορφυρά115κρυφά με στείλανε —η νύχτα μόνο το ᾽ξερε— ταξίδικαι μ᾽ έδωσαν στον Χείρωνα, τον γιο του Κρόνου,να με αναθρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου