Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, [ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ] - Βατραχομυομαχία (99-167)

Πολεμικά συμβούλια - Εξοπλισμοί αντιπάλων

Ὣς εἰπὼν ἀπέπνευσεν ἐν ὕδασι· τὸν δὲ κατεῖδεν
100Λειχοπίναξ ὄχθῃσιν ἐφεζόμενος μαλακῇσιν·
δεινὸν δ᾽ ἐξολόλυξε, δραμὼν δ᾽ ἤγγειλε μύεσσιν.
ὡς δ᾽ ἔμαθον τὴν μοῖραν ἔδυ χόλος αἰνὸς ἅπαντας.
καὶ τότε κηρύκεσσιν ἑοῖς ἐκέλευσαν ὑπ᾽ ὄρθρον
κηρύσσειν ἀγορήνδ᾽ ἐς δώματα Τρωξάρταο,
105πατρὸς δυστήνου Ψιχάρπαγος, ὃς κατὰ λίμνην
ὕπτιος ἐξήπλωτο νεκρὸν δέμας, οὐδὲ παρ᾽ ὄχθαις
ἦν ἤδη τλήμων, μέσσῳ δ᾽ ἐπενήχετο πόντῳ.
ὡς δ᾽ ἦλθον σπεύδοντες ἅμ᾽ ἠοῖ, πρῶτος ἀνέστη
Τρωξάρτης ἐπὶ παιδὶ χολούμενος, εἶπέ τε μῦθον·
110Ὦ φίλοι εἰ καὶ μοῦνος ἐγὼ κακὰ πολλὰ πέπονθα
ἐκ βατράχων, ἡ πεῖρα κακὴ πάντεσσι τέτυκται.
εἰμὶ δ᾽ ἐγὼ δύστηνος ἐπεὶ τρεῖς παῖδας ὄλεσσα.
καὶ τὸν μὲν πρῶτόν γε κατέκτανεν ἁρπάξασα
ἔχθιστος γαλέη, τρώγλης ἔκτοσθεν ἑλοῦσα.
115τὸν δ᾽ ἄλλον πάλιν ἄνδρες ἀπηνέες ἐς μόρον εἷλξαν
καινοτέραις τέχναις ξύλινον δόλον ἐξευρόντες,
ἣν παγίδα καλέουσι, μυῶν ὀλέτειραν ἐοῦσαν.
ὃ τρίτος ἦν ἀγαπητὸς ἐμοὶ καὶ μητέρι κεδνῇ,
τοῦτον ἀπέπνιξεν Φυσίγναθος ἐς βυθὸν ἄξας.
120ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ὁπλίζεσθε καὶ ἐξέλθωμεν ἐπ᾽ αὐτοὺς
σώματα κοσμήσαντες ἐν ἔντεσι δαιδαλέοισιν.
Ταῦτ᾽ εἰπὼν ἀνέπεισε καθοπλίζεσθαι ἅπαντας.
καὶ τοὺς μέν ῥ᾽ ἐκόρυσσεν Ἄρης πολέμοιο μεμηλώς·
κνημῖδας μὲν πρῶτον ἐφήρμοσαν εἰς δύο μηρούς,
125ῥήξαντες κυάμους χλωρούς, εὖ δ᾽ ἀσκήσαντες,
οὓς αὐτοὶ διὰ νυκτὸς ἐπιστάντες κατέτρωξαν.
θώρηκας δ᾽ εἶχον καλαμοστεφέων ἀπὸ βυρσῶν,
οὓς γαλέην δείραντες ἐπισταμένως ἐποίησαν.
ἀσπὶς δ᾽ ἦν λύχνου τὸ μεσόμφαλον· ἡ δέ νυ λόγχη
130εὐμήκης βελόνη, παγχάλκεον ἔργον Ἄρηος·
ἡ δὲ κόρυς τὸ λέπυρον ἐπὶ κροτάφοις ἐρεβίνθου.

Οὕτω μὲν μύες ἦσαν ἔνοπλοι· ὡς δ᾽ ἐνόησαν
βάτραχοι ἐξανέδυσαν ἀφ᾽ ὕδατος, ἐς δ᾽ ἕνα χῶρον
ἐλθόντες βουλὴν ξύναγον πολέμοιο κακοῖο.
135σκεπτομένων δ᾽ αὐτῶν πόθεν ἡ στάσις ἢ τίς ὁ θρύλλος,
κῆρυξ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων ῥάβδον μετὰ χερσίν,
Τυρογλύφου υἱὸς μεγαλήτορος Ἐμβασίχυτρος,
ἀγγέλλων πολέμοιο κακὴν φάτιν, εἶπέ τε τοῖα·
Ὦ βάτραχοι, μύες ὔμμιν ἀπειλήσαντες ἔπεμψαν
140εἰπεῖν ὁπλίζεσθαι ἐπὶ πτόλεμόν τε μάχην τε.
εἶδον γὰρ καθ᾽ ὕδωρ Ψιχάρπαγα ὅν περ ἔπεφνεν
ὑμέτερος βασιλεὺς Φυσίγναθος. ἀλλὰ μάχεσθε
οἵ τινες ἐν βατράχοισιν ἀριστῆες γεγάατε.
Ὣς εἰπὼν ἀπέφηνε· λόγος δ᾽ εἰς οὔατα πάντων
145εἰσελθὼν ἐτάραξε φρένας βατράχων ἀγερώχων·
μεμφομένων δ᾽ αὐτῶν Φυσίγναθος εἶπεν ἀναστάς·
Ὦ φίλοι οὐκ ἔκτεινον ἐγὼ μῦν, οὐδὲ κατεῖδον
ὀλλύμενον· πάντως δ᾽ ἐπνίγη παίζων παρὰ λίμνην,
νήξεις τὰς βατράχων μιμούμενος· οἱ δὲ κάκιστοι
150νῦν ἐμὲ μέμφονται τὸν ἀναίτιον· ἀλλ᾽ ἄγε βουλὴν
ζητήσωμεν ὅπως δολίους μύας ἐξολέσωμεν.
τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα.
σώματα κοσμήσαντες ἐν ὅπλοις στῶμεν ἅπαντες
ἄκροις πὰρ χείλεσσιν, ὅπου κατάκρημνος ὁ χῶρος·
155ἡνίκα δ᾽ ὁρμηθέντες ἐφ᾽ ἡμέας ἐξέλθωσι,
δραξάμενοι κορύθων, ὅς τις σχεδὸν ἀντίος ἔλθῃ,
ἐς λίμνην αὐτοὺς σὺν ἐκείναις εὐθὺ βάλωμεν.
οὕτω γὰρ πνίξαντες ἐν ὕδασι τοὺς ἀκολύμβους
στήσομεν εὐθύμως τὸ μυοκτόνον ὧδε τρόπαιον.
160Ὣς εἰπὼν ἀνέπεισε καθοπλίζεσθαι ἅπαντας.
φύλλοις μὲν μαλαχῶν κνήμας ἑὰς ἀμφεκάλυψαν,
θώρηκας δ᾽ εἶχον καλῶν χλοερῶν ἀπὸ σεύτλων,
φύλλα δὲ τῶν κραμβῶν εἰς ἀσπίδας εὖ ἤσκησαν,
ἔγχος δ᾽ ὀξύσχοινος ἑκάστῳ μακρὸς ἀρήρει,
165καί ῥα κέρα κοχλιῶν λεπτῶν ἐκάλυπτε κάρηνα.
φραξάμενοι δ᾽ ἔστησαν ἐπ᾽ ὄχθαις ὑψηλαῖσι
σείοντες λόγχας, θυμοῦ δ᾽ ἔμπλητο ἕκαστος.

***
Έτσι σαν είπε αυτός ξεψύχησε στη λίμνη· μα τον είδε100ο Πιατογλύφτης που στ᾽ ακρόγιαλο καθόταν και θωρούσε·σκούζει στριγκά κι ό,τι είδε τρέχοντας στους ποντικούς μηνάει.Άγρια τους έπιασε όλους μάνητα τη συμφορά σαν μάθαν.Τους κράχτες τους αμέσως πρόσταξαν, πριν φέξει, όλους να κράξουν,να συναχτούνε στ᾽ αρχοντόσπιτο του άρχοντα Ψωμοφάγου,105κυρού του δόλιου Ψιχουλάρπαγα, π᾽ ανάσκελα στη λίμνηείχε απλωθεί κουφάρι πια άψυχο, κι ούτε κοντά στις όχθεςο δύστυχος, μα μεσοπέλαγα πα στα νερά πλανιόταν.Με βιάση ως μαζωχτήκαν σύναυγα, σηκώθη πρώτος πρώτος,καημό γιομάτος για το σπλάχνο του, και λέει ο Ψωμοφάγος:110― Μόλο που εγώ μονάχα, φίλοι μου, πολλά κακά ᾽χω πάθειαπ᾽ τους βατράχους, όλους πρόσβαλε το κάμωμά τους τούτο.Δύστυχος είμαι εγώ, γιατί έχασα τρεις γιους μου, τρεις λεβέντες.Τον πρώτο μου στα νύχια αρπάζοντας τον ξέσκισεν η γάτα,η τρισκατάρατη βουτώντας τον αλάργα απ᾽ τη φωλιά του.115Το δεύτερο άνθρωποι σκληρόκαρδοι στο θάνατο το σύραν,με τα καινούρια τους τεχνάσματα, τη μηχανή από ξύλο,που είναι για τα ποντίκια θάνατος και που τη λεν παγίδα.Τον τρίτο, που κι εγώ κι η μάνα του τον είχαμε ακριβό μας,τον παρασέρνει ο Φουσκομάγουλος και στο βυθό τον πνίγει.120Εμπρός λοιπόν τα πολυξόμπλιαστα ζωστείτε τ᾽ άρματά σαςκι αρματωμένοι καταπάνω τους αμέσως να ριχτούμε.Έτσι είπε κι όλους τούς ξεσήκωσε τις πανοπλίες να βάλουν,κι άναβε ο Άρης, πολεμόχαρος, τον πόθο τους για μάχη.Κνημίδες πρώτα αυτοί συνταίριασαν στα δυο μεριά τους γύρω125από χλωρά μαστοροδούλευτα κουκιά, που τα τσακίσανκι ολονυχτίς καλά ροκάνισαν με προσοχή περίσσια.Θώρακες τεχνικά μαστόρεψαν από κομμάτια δέρμαμιας γάτας που έγδαραν, κι απάνω τους καλάμια πλήθος στρώσαν.Του λυχναριού το αφάλι φόρεσαν γι᾽ ασπίδα· και στο χέρι130μακριά βελόνα το κοντάρι τους, ολόχαλκο έργο του Άρη.Βάλαν και κράνη στα μελίγγια τους το τσόφλι απ᾽ το ρεβίθι.

Οι ποντικοί ζωστήκαν τ᾽ άρματα· μα τότε, σαν τους είδαν,έξω απ᾽ τη λίμνη ευθύς οι βάτραχοι πηδούν, δρομώντας φτάνουνσε μια απλωσιά και για τον πόλεμο συμβούλιο συγκαλούνε.135Κι ως στ᾽ αναπάντεχο ξεσήκωμα πασχίζαν άκρη νά βρουν,ήρθε κοντά τους ένας κήρυκας, ραβδί στο χέρι εκράτει,του Τυρογλύφτη του τρανόκαρδου το τέκνο, ο Χυτροβούταςκαι του πολέμου μαύρο μήνυμα μηνάει μ᾽ αυτά τα λόγια:― Οι ποντικοί σε σας, ω βάτραχοι, με στείλαν με φοβέρες,140ζητούν ν᾽ αρματωθείτε, πόλεμος θ᾽ αρχίσει κι άγρια μάχη.Γιατί είδαν που τον Ψιχουλάρπαγα τον έπνιξε στη λίμνηο ρήγας σας ο Φουσκομάγουλος. Εμπρός λοιπόν για μάχηόσοι αντρειωμένοι μες στους βάτραχους λογιούνται παλικάρια.Μίλησε ορθά, κοφτά, ξεκάθαρα· κι οι λόγοι του ακουστήκαν145σ᾽ όλους, κι οι βάτραχοι ταράχτηκε η περήφανη ψυχή τους.Κατάκριναν το Φουσκομάγουλο, κι αυτός σηκώθη κι είπε:― Φίλοι μου, εγώ δεν τον θανάτωσα τον ποντικό, κι ούτε είδατο πώς εχάθη· ατός του πνίγηκε παίζοντας πλάι στη λίμνησαν βάτραχος κολύμπι θέλοντας να κάνει· και νά τώρα,150σ᾽ εμέ τα ρίχνουν, που δεν έφταιξα, οι παμπόνηροι· μα ελάτε,να βρούμε τρόπο ν᾽ αφανίσουμε τα δολερά ποντίκια.Λοιπόν εγώ θα πω τη γνώμη μου, σαν πιο σωστό ποιό κρίνω.Όλοι μας τ᾽ άρματα ν᾽ αρπάξουμε και να παραταχτούμεστις όχθες δίπλα, εκεί που απότομος κι όλο γκρεμούς ο τόπος.155Και σαν κινήσουν καταπάνω μας και κάνουν το γιουρούσι,από τα κράνη τους αδράχνοντας τον κάθε οχτρό, σαν φτάσειμπροστά μας, ίσια να τους σπρώξουμε μαζί μ᾽ αυτά στη λίμνη.Εκεί στα σίγουρα τους πνίγουμε, δεν ξέρουν και κολύμπι,και το ποντικοκτόνο τρόπαιό μας θα στήσουμε, ω χαρά μας!160Έτσι είπε κι όλους τούς ξεσήκωσε τις πανοπλίες να βάλουν.Με φύλλα από μολόχες σκέπασαν τα πόδια γύρω γύρω,θώρακες φόρεσαν απ᾽ όμορφα χλωρά κοκκινογούλια,με μαστοριά από λαχανόφυλλα συνταίριασαν ασπίδες,βούρλο μακρύ και μυτερό άρμοσε καθένας τους για δόρυ,165και με μικρών σαλιάγκων καύκαλα σκεπάσαν τα κεφάλια.Αρματωμένοι παρατάχτηκαν πλάι στις ψηλές τις όχθες,κουνώντας τα κοντάρια· γέμισε πολέμου ορμή η ψυχή τους.