Η λέξη «σουρεαλιστικός» εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1917. Εκείνο το χρόνο, ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ παρουσίασε τη θεατρική παρωδία Οι μαστοί του Τειρεσία (Les Mamelles de Tiresias), ένα έργο πού ο ίδιος χαρακτήρισε «σουρεαλιστικό».
O ποιητής των Alcools δε σκέφτηκε βέβαια ποτέ να φτιάξει ολόκληρη θεωρία και ακόμα λιγότερο νά ιδρύσει σχολή. 'Ωστόσο, ή λέξη πού επινόησε “έπιασε” καί έγινε αμέσως τής μόδας στους φιλολογικούς καί καλλιτεχνικούς κύκλους όπου ο Άπολλιναίρ αποτελούσε είδωλο. ο Πωλ Ντερμέ χρησιμοποίησε τή λέξη αύτη σαν επίθετο στο πρώτο τεύχος τού περιοδικού L’ Esprit Nouveau τό 1929, ενώ ο Ιβάν Γκολ δέν έπαψε ποτέ σέ όλη τή ζωή του νά διατρανώνει πώς ήταν ο πρώτος πού έδωσε στή λέξη σημασία ουσιαστικού (Surrealisme, Οκτώβριος 1924, μοναδικό τεύχος), διεκδικώντας έτσι τον τίτλο τού πραγματικού εφευρέτη τού σουρεαλισμού.
Στήν ουσία, όλα αυτά τα περί καταγωγής καί προτεραιότητας είναι έκτος θέματος, καί έχουμε κάθε λόγο νά πιστεύουμε πώς ο σουρεαλισμός θα είχε μείνει ένας πολύ ειδικός καί ακαδημαϊκός όρος (όπως, γιά παράδειγμα, ο γκονγκορισμός ή ο εύφυϊσμός), αν ο Αντρέ Μπρετόν δέν τού είχε εμφυσήσει όλη εκείνη τή μυστηριώδη δύναμη τών ονείρων, τού ασυνείδητου καί τής εξέγερσης.
Τό Σουρεαλιστικό Μανιφέστο (1924), ένα πύρινο καί αλαζονικό βιβλιαράκι, δίνει στή λέξη τον ακόλουθο ορισμό:
ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, ούσ. άρ. Καθαρός ψυχικός αυτοματισμός πού χρησιμοποιείται γιά νά εκφραστεί προφορικά, γραπτά ή μέ οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ή πραγματική λειτουργία τής σκέψης. Υπαγόρευση τής σκέψης έξω από κάθε έλεγχο τής λογικής καί πέρα από κάθε αισθητική ή ηθική μέριμνα.
ΕΓΚΥΚΛ. Φιλοσ. ο σουρεαλισμός βασίζεται σέ μιά πίστη στήν ανώτερη πραγματικότητα ορισμένων παραμελημένων πριν απ’ αυτόν μορφών συνειρμού, στην παντοδυναμία του ονείρου, στο ανέμελο παιχνίδι τής σκέψης. Τείνει νά καταστρέψει οριστικά όλους τούς άλλους ψυχικούς μηχανισμούς καί νά τούς αντικαταστήσει στή λύση των θεμελιωδών προβλημάτων τής ζωής.
Είναι φανερό πώς ο ορισμός αυτός, ανεξάρτητα από τό πόσο άκριθής καί απόλυτος μπορεί νά είναι, δέν μπορεί νά αποσπαστεί από τό υπόλοιπο κείμενο, στο όποιο ο Αντρέ Μπρετόν περιγράφει, μέ εμπνευσμένο πράγματι λόγο, τό νέο ρεύμα.
Πριν εξετάσουμε λεπτομερειακά τό σημαντικό αυτό ντοκουμέντο, πρέπει νά πούμε πώς ο όρος σουρεαλισμός μπορεί νά ερμηνευτεί μέ εντελώς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα μέ τό αν θα τον πάρει κανείς στή σωστή του έννοια, εκείνη πού υποστήριζαν ο Μπρετόν καί ο κύκλος του, ή στην πολύ γενική καί αόριστη έννοια, μέ τήν όποια χρησιμοποιείται σήμερα από τό κοινό καί μερικούς κριτικούς. Στή δεύτερη περίπτωση, μπορεί νά αντικατασταθεί ανεπιφύλακτα από λέξεις όπως φανταστικό, αλλόκοτο, περίεργο, ή ακόμα καί τρελό. Είναι αυτονόητο πώς ή εκλαϊκευμένη αυτή έννοια, χωρίς νά είναι λάθος — αφού όλα αυτά τα επίθετα μπορούν θαυμάσια νά αποδοθούν σέ σουρεαλιστικά έργα — είναι οπωσδήποτε ανεπαρκής.
Μπορεί νά φαίνεται περίεργο, άλλα είναι γεγονός πώς ή λέξη σουρεαλιστικός γράφτηκε γιά πρώτη φορά στά επίσημα κείμενα τής Γαλλικής Δημοκρατίας τό 1934, μετά από ένα λόγο τού πρωθυπουργού, τού Αλμπέρ Σαρρώ, στή Βουλή. ’Απαντώντας στις επερωτήσεις δύο ιδιαίτερα επιθετικών βουλευτών, ο Σαρρώ είπε πώς αρνείται νά «υποστεί βασανιστήρια, σαν νά βρίσκεται σέ σουρεαλιστικό πίνακα του Σαλβαντόρ Νταλί, ανάμεσα στον πέλεκυ τού κυρίου Φροσσάρ καί τή λεπίδα τού κυρίου Μπερζερί».
Εξαιρετικά επιφυλακτικό πάντα στην αξιολόγηση τών νεολογισμών, τό Nouveau Petit Larousse Illustre περίμενε μέχρι τό 1949 γιά νά δώσει τον ακόλουθο ορισμό τού σουρεαλισμού: «'Η τάση μιας σχολής (πού εμφανίστηκε γύρω στά 1924) νά αγνοεί κάθε λογική ενασχόληση». Στο ιστορικό ωστόσο τμήμα τού ίδιου βιβλίου, δίνονται οι παρακάτω λεπτομέρειες: «Τό λογοτεχνικό κίνημα πού, βασισμένο στά έργα τού Ρεμπώ, τού Λωτρεαμόν καί τού Άπολλιναίρ, πήρε τό 1924 τό όνομα σουρεαλισμός, είχε σαν κορυφαίους εκπροσώπους τούς Α. Μπρετόν, Α. Άραγκόν καί Π. Έλυάρ. Σκοπός του ήταν ή έκφραση τής καθαρής σκέψης, απαλλαγμένης άπ’όλους τούς περιορισμούς πού επιβάλλει ή λογική καί οι ηθικές καί κοινωνικές προκαταλήψεις». Όσο συνοπτικές καί αν είναι αυτές οι γραμμές, ή σημασία τους παραμένει αμείωτη, γιατί ή εισαγωγή τής λέξης σουρεαλισμός σέ ένα βιβλίο τόσο ευρείας κυκλοφορίας ήταν τελικά συνέπεια τής πλατιάς ήδη χρήσης του.
Σκοπός αυτής τής εισαγωγής είναι νά εξηγήσει τις προθέσεις καί τούς στόχους εκείνων πού υπήρξαν οι πρωτεργάτες καί οι πρωταγωνιστές τού σουρεαλισμού. Θα περιγράψω τήν εξελικτική πορεία καί τα παρακλάδια τού “κινήματος”, δείχνοντας παράλληλα καί τή σημαντική επίδραση καί προσφορά του στο χώρο τής εικαστικής έκφρασης. Δέν πρέπει όμως νά ξεχνάμε πώς, μολονότι ή σουρεαλιστική άποψη βρήκε τήν εντυπωσιακότερη εφαρμογή της στή ζωγραφική, τή γλυπτική καί τό αντικείμενο, ο σουρεαλισμός στο ξεκίνημά του φιλοδοξούσε νά γίνει ένας τρόπος σκέψης, ένας τρόπος αίσθησης καί ένας τρόπος ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου