<Οι τελευταίες λέξεις του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου - Ντελακρουά 1844
Τα πάντα είναι τα ίδια' συνηθισμένα όσον αφορά στην εμπειρία' εφήμερα όσον αφορά στο χρόνο' ρυπαρά όσον αφορά στην ύλη. Και τα πάντα στις μέρες μας είναι όπως ήταν στην εποχή εκείνων που έχουμε από καιρό θάψει. (9.14).
Να σκέφτεσαι συνεχώς, πόσοι γιατροί πέθαναν, που πολλές φορές συνοφρυώθηκαν πάνω από τους ασθενείς τους' πόσοι αστρολόγοι που είχαν προβλέψει θανάτους άλλων, σαν να έκαναν τίποτε σπουδαίο' πόσοι φιλόσοφοι που υποστήριζαν τα μύρια όσα περί θανάτου ή αθανασίας' πόσοι στρατιωτικοί ηγέτες που σκότωσαν κόσμο' πόσοι τύραννοι, που εξούσιαζαν τις ζωές των άλλων με φοβερή έπαρση, θαρρείς κι οι ίδιοι ήσαν αθάνατοι! Πόσες πόλεις, ολόκληρες πόλεις -ας το πω έτσι- πέθαναν' η Ελίκη, η Πομπηία, το Ερκουλάνο και άλλες αναρίθμητες!
Μαζί με τα παραπάνω, βάλε και όσους γνώρισες, του ένα μετά τον άλλο. Ο ένας που κήδεψε τον άλλο, τώρα κείται κι αυτός νεκρός, το ίδιο κι αυτός που κήδεψε τον τελευταίο. Όλα μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Γενικά, πάντα να βλέπεις τα ανθρώπινα ως εφήμερα και ευτελή: χτες ήσουν ένα μυξιάρικο, αύριο θα σε κάμουν στάχτη ή θα σε ταριχεύσουν. Την ακαριαία ετούτη στιγμή του χρόνου πέρνα την όπως το θέλει η φύση, και φτάσε στο τέλος του ταξιδιού ικανοποιημένος' σαν μια ελιά που ωρίμασε πάνω στο δέντρο και θα πέσει, ευλογώντας το χώμα που θα την κρατήσει και ευχαριστώντας το δέντρο που τη γέννησε. (4.48).
Φέρε στο νου σου, ας πούμε, την εποχή του Βεσπασιανού, και θα δεις όλα να είναι τα ίδια: άνθρωποι να παντρεύονται, να ανατρέφουν παιδιά, να ’ναι άρρωστοι, να πεθαίνουν, να πολεμούν, να ξεφαντώνουν, να ταξιδεύουν για δουλειές, να καλλιεργούν χωράφια, να κολακεύουν, να ’ναι αλαζονικοί, να υποψιάζονται ή να επιβουλεύονται, να εύχονται το θάνατο κάποιων άλλων, να γκρινιάζουν για την κατάστασή τους, να ερωτεύονται, να θησαυρίζουν, να θέλουν να γίνουν ύπατοι, να θέλουν να βασιλεύσουν. Από τη ζωή αυτών των ανθρώπων δεν έχει απομείνει τίποτα πουθενά. Πέρνα τώρα στην εποχή του Τραϊανού. Όλα ξανά τα ίδια. Χάθηκε κι εκείνη η ζωή. Πάλι, κοίτα προσεχτικά τα σημάδια αλλοτινών καιρών, εθνών ολόκληρων, και δες πόσα έθνη έβαλαν τα δυνατά τους να επικρατήσουν, κι ύστερα από λίγο σωριάστηκαν και διαλύθηκαν. Μα περισσότερο από καθετί συλλογίσου εκείνους που και συ ο ίδιος τους ήξερες, πώς κυνηγούσαν μάταιους στόχους, παραμελώντας να κάνουν αυτό που ταίριαζε στη φύση τους, να κρατηθούν από αυτό γερά και να αρκεστούν σ’ αυτό. Κι εδώ είναι απαραίτητο να θυμόμαστε ότι ο ζήλος με τον οποίο καταπιάνεται κανείς με κάθε πράξη του, έχει τη δική του αξία και το δικό του μέτρο. Έτσι δεν θα σε πιάσει απελπισία αν δεν δείξεις μεγαλύτερο ζήλο απ’ όσο θα ’πρεπε για πράγματα δευτερεύουσας σημασίας. (4.32).
Λέξεις που κάποτε ήταν συνηθισμένες, τώρα πια τις βρίσκεις μόνο στα λεξικά. Το ίδιο και τα ονόματα, ανθρώπων ξακουστών κάποτε, που τώρα πια δεν σημαίνουν τίποτα: Κάμιλλος, Ουόλεσος, Δέντατος, και λίγο αργότερα Σκιπίων, Κάτων, και μετά Αύγουστος, και μετά Αδριανός και Αντωνίνος. Γρήγορα όλα ξεθωριάζουν, γρήγορα τα σκεπάζει η λησμονιά. Και μιλάω για ανθρώπους με λάμψη θαυμαστή. Γιατί οι άλλοι, απ’ τη στιγμή που άφησαν την τελευταία τους πνοή, «μην τους είδες, μην τους ακόυσες». Tt σημαίνει τελοσπάντων αυτό το «αείμνηστος»; Μια σκέτη ματαιότητα. Λοιπόν, σε τι αξίζει να αφοσιωθούμε; Σ’ ετούτο: σκέψεις γεμάτες δικαιοσύνη, πράξεις ανιδιοτελείς, λόγος που δεν θα αποδεικνύεται ψεύτικος, ψυχική διάθεση που θα καλοδέχεται ο,τιδήποτε συμβαίνει ως κάτι το αναγκαίο και συγγενικό μ’ εμάς, ως κάτι που απορρέει από την ίδια αρχή και την ίδια πηγή. (4.33)·
Κενότητα των επιδείξεων, δράματα επί σκηνής, ποίμνια, αγέλες, κονταροχτυπήματα, ένα κοκαλάκι ριγμένο στα σκυλιά, ψίχουλα ψωμιού στη στέρνα με τα ψάρια, ταλαίπωρα και αχθοφόρα μυρμήγκια, τρεχαλητά φοβισμένων ποντικιών, μαριονέτες με κινήσεις σπασμωδικές. Λοιπόν, πρέπει ανάμεσα σ’ όλα ετούτα να στέκεσαι πράος και χωρίς αλαζονική αναίδεια' όμως να ’χεις πάντα στο νου σου, πως ο καθένας αξίζει όσο αξίζουν εκείνα για τα οποία φροντίζει. (7-3)
Οι ιερεμιάδες του Μάρκου Αυρηλίου καταλήγουν σχεδόν πάντα σε ένα θετικό συμπέρασμα που τις σώζει από τον κυνισμό, ίσως και από τη ζοφερότητα: ο Μάρκος μας συμβουλεύει, όχι μόνο να αδιαφορούμε για την εφήμερη ευτυχία ή δυστυχία, αλλά να στυλώνουμε το βλέμμα στο μόνο Αγαθό που είναι αιώνιο.
Οι μεγάλοι Στωικοί με την άτεγκτη ηθική μας φαίνονται απόμακροι, καμιά φορά και απάνθρωποι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Μάρκο Αυρήλιο, που παρουσιάζεται πολύ ανθρώπινος, απλός και συνηθισμένος. Η φύση δεν τον προίκισε με εξαιρετικές ιδιότητες εκτός ίσως από ένα συνεσταλμένο συναισθηματισμό, πέρα για πέρα αταίριαστο με το «επάγγελμά» του. Η τύχη τού χάρισε ένα αξίωμα που ποτέ δεν θέλησε, και τον φόρτωσε με καθήκοντα που δεν τον έθελγαν. Μόνος του έγινε ό,τι έγινε.
Τα πάντα είναι τα ίδια' συνηθισμένα όσον αφορά στην εμπειρία' εφήμερα όσον αφορά στο χρόνο' ρυπαρά όσον αφορά στην ύλη. Και τα πάντα στις μέρες μας είναι όπως ήταν στην εποχή εκείνων που έχουμε από καιρό θάψει. (9.14).
Να σκέφτεσαι συνεχώς, πόσοι γιατροί πέθαναν, που πολλές φορές συνοφρυώθηκαν πάνω από τους ασθενείς τους' πόσοι αστρολόγοι που είχαν προβλέψει θανάτους άλλων, σαν να έκαναν τίποτε σπουδαίο' πόσοι φιλόσοφοι που υποστήριζαν τα μύρια όσα περί θανάτου ή αθανασίας' πόσοι στρατιωτικοί ηγέτες που σκότωσαν κόσμο' πόσοι τύραννοι, που εξούσιαζαν τις ζωές των άλλων με φοβερή έπαρση, θαρρείς κι οι ίδιοι ήσαν αθάνατοι! Πόσες πόλεις, ολόκληρες πόλεις -ας το πω έτσι- πέθαναν' η Ελίκη, η Πομπηία, το Ερκουλάνο και άλλες αναρίθμητες!
Μαζί με τα παραπάνω, βάλε και όσους γνώρισες, του ένα μετά τον άλλο. Ο ένας που κήδεψε τον άλλο, τώρα κείται κι αυτός νεκρός, το ίδιο κι αυτός που κήδεψε τον τελευταίο. Όλα μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Γενικά, πάντα να βλέπεις τα ανθρώπινα ως εφήμερα και ευτελή: χτες ήσουν ένα μυξιάρικο, αύριο θα σε κάμουν στάχτη ή θα σε ταριχεύσουν. Την ακαριαία ετούτη στιγμή του χρόνου πέρνα την όπως το θέλει η φύση, και φτάσε στο τέλος του ταξιδιού ικανοποιημένος' σαν μια ελιά που ωρίμασε πάνω στο δέντρο και θα πέσει, ευλογώντας το χώμα που θα την κρατήσει και ευχαριστώντας το δέντρο που τη γέννησε. (4.48).
Φέρε στο νου σου, ας πούμε, την εποχή του Βεσπασιανού, και θα δεις όλα να είναι τα ίδια: άνθρωποι να παντρεύονται, να ανατρέφουν παιδιά, να ’ναι άρρωστοι, να πεθαίνουν, να πολεμούν, να ξεφαντώνουν, να ταξιδεύουν για δουλειές, να καλλιεργούν χωράφια, να κολακεύουν, να ’ναι αλαζονικοί, να υποψιάζονται ή να επιβουλεύονται, να εύχονται το θάνατο κάποιων άλλων, να γκρινιάζουν για την κατάστασή τους, να ερωτεύονται, να θησαυρίζουν, να θέλουν να γίνουν ύπατοι, να θέλουν να βασιλεύσουν. Από τη ζωή αυτών των ανθρώπων δεν έχει απομείνει τίποτα πουθενά. Πέρνα τώρα στην εποχή του Τραϊανού. Όλα ξανά τα ίδια. Χάθηκε κι εκείνη η ζωή. Πάλι, κοίτα προσεχτικά τα σημάδια αλλοτινών καιρών, εθνών ολόκληρων, και δες πόσα έθνη έβαλαν τα δυνατά τους να επικρατήσουν, κι ύστερα από λίγο σωριάστηκαν και διαλύθηκαν. Μα περισσότερο από καθετί συλλογίσου εκείνους που και συ ο ίδιος τους ήξερες, πώς κυνηγούσαν μάταιους στόχους, παραμελώντας να κάνουν αυτό που ταίριαζε στη φύση τους, να κρατηθούν από αυτό γερά και να αρκεστούν σ’ αυτό. Κι εδώ είναι απαραίτητο να θυμόμαστε ότι ο ζήλος με τον οποίο καταπιάνεται κανείς με κάθε πράξη του, έχει τη δική του αξία και το δικό του μέτρο. Έτσι δεν θα σε πιάσει απελπισία αν δεν δείξεις μεγαλύτερο ζήλο απ’ όσο θα ’πρεπε για πράγματα δευτερεύουσας σημασίας. (4.32).
Λέξεις που κάποτε ήταν συνηθισμένες, τώρα πια τις βρίσκεις μόνο στα λεξικά. Το ίδιο και τα ονόματα, ανθρώπων ξακουστών κάποτε, που τώρα πια δεν σημαίνουν τίποτα: Κάμιλλος, Ουόλεσος, Δέντατος, και λίγο αργότερα Σκιπίων, Κάτων, και μετά Αύγουστος, και μετά Αδριανός και Αντωνίνος. Γρήγορα όλα ξεθωριάζουν, γρήγορα τα σκεπάζει η λησμονιά. Και μιλάω για ανθρώπους με λάμψη θαυμαστή. Γιατί οι άλλοι, απ’ τη στιγμή που άφησαν την τελευταία τους πνοή, «μην τους είδες, μην τους ακόυσες». Tt σημαίνει τελοσπάντων αυτό το «αείμνηστος»; Μια σκέτη ματαιότητα. Λοιπόν, σε τι αξίζει να αφοσιωθούμε; Σ’ ετούτο: σκέψεις γεμάτες δικαιοσύνη, πράξεις ανιδιοτελείς, λόγος που δεν θα αποδεικνύεται ψεύτικος, ψυχική διάθεση που θα καλοδέχεται ο,τιδήποτε συμβαίνει ως κάτι το αναγκαίο και συγγενικό μ’ εμάς, ως κάτι που απορρέει από την ίδια αρχή και την ίδια πηγή. (4.33)·
Κενότητα των επιδείξεων, δράματα επί σκηνής, ποίμνια, αγέλες, κονταροχτυπήματα, ένα κοκαλάκι ριγμένο στα σκυλιά, ψίχουλα ψωμιού στη στέρνα με τα ψάρια, ταλαίπωρα και αχθοφόρα μυρμήγκια, τρεχαλητά φοβισμένων ποντικιών, μαριονέτες με κινήσεις σπασμωδικές. Λοιπόν, πρέπει ανάμεσα σ’ όλα ετούτα να στέκεσαι πράος και χωρίς αλαζονική αναίδεια' όμως να ’χεις πάντα στο νου σου, πως ο καθένας αξίζει όσο αξίζουν εκείνα για τα οποία φροντίζει. (7-3)
Οι ιερεμιάδες του Μάρκου Αυρηλίου καταλήγουν σχεδόν πάντα σε ένα θετικό συμπέρασμα που τις σώζει από τον κυνισμό, ίσως και από τη ζοφερότητα: ο Μάρκος μας συμβουλεύει, όχι μόνο να αδιαφορούμε για την εφήμερη ευτυχία ή δυστυχία, αλλά να στυλώνουμε το βλέμμα στο μόνο Αγαθό που είναι αιώνιο.
Οι μεγάλοι Στωικοί με την άτεγκτη ηθική μας φαίνονται απόμακροι, καμιά φορά και απάνθρωποι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Μάρκο Αυρήλιο, που παρουσιάζεται πολύ ανθρώπινος, απλός και συνηθισμένος. Η φύση δεν τον προίκισε με εξαιρετικές ιδιότητες εκτός ίσως από ένα συνεσταλμένο συναισθηματισμό, πέρα για πέρα αταίριαστο με το «επάγγελμά» του. Η τύχη τού χάρισε ένα αξίωμα που ποτέ δεν θέλησε, και τον φόρτωσε με καθήκοντα που δεν τον έθελγαν. Μόνος του έγινε ό,τι έγινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου