Αρκεί η εσωτερική απόφαση, αυτή μπορεί να μετατρέψει τον υποταγμένο άνθρωπο σε αγωνιστή. Ο καθένας οφείλει ν' αναμετρηθεί με τον εαυτό του στον ανοδικό δρόμο προς το δύσκολο χρέος...
Ο πρόλογος του ίδιου του συγραφέα:
Το ελληνικό Γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε υστέρα από τόσους εχτρούς – εξωτερικούς κι εσωτερικούς, προ πάντων εσωτερικούς – ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριά, σκλαβιά και πείνα, το χρωστάει όχι στη λογική – θυμηθείτε τους τρεις εμποράκους που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, θυμηθείτε το 21 – το χρωστάει στο θάμα. Στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.
Ευλογημένη ή σπίθα αύτη πού αψηφάει τις φρόνιμες συμβουλές της λογικής, κι όταν φτάσει το Γένος στα χείλια του γκρεμού βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ψυχή και φέρνει το θάμα. Στα θάματα χρωστάει ή Ελλάδα τη ζωή της.
[…] Η τύχη μας, λέει πάλι ο Μακρυγιάννης, έχει τους ΄Ελληνες πάν τοτε ολίγους· παλαιόθε ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε’ τρώνε, τρώνε, μα μένει πάντα μαγιά. Αυτή τη μαγιά την ελέω σπίθα. Είναι ή σπίθα που καίει αθάνατη μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.
Αυτό είναι το μυστικό της Ελλάδας, σαν το παραμυθένιο πουλί καίγεται, γίνεται στάχτη, κι από τι στάχτη ξεπετιέται άνανιωμένη.
«Πολλοί πού διάβασαν τον Καπετάν Μιχάλη θαρρούν πώς τέτοια παιδιά – τέτοια αντράκια, όπως λέμε στην Κρήτη – ποτέ δεν υπήρξαν, ούτε άντρες τόσο χεροδύναμοι, τόσο ψυχοδύναμοι, που ν’ αγαπούν με τόση λαχτάρα τή ζωή και ν’ αντικρίζουν με τόση περιφρόνηση το θάνατο.
Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θαύματα μπορεί να γεννήσει ή πίστη; Ξεχνούν πώς ή ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πίκρες δοκιμασίες, καταλάβεις πώς μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις πώς υπάρχει ή δύναμη αυτή δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άναντρες πράξεις σου για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους· ξέρεις πια πώς εσύ, όχι ή τύχη, όχι ή μοίρα, μήτε οι άνθρωποι γύρα σου, εσύ μο νάχα έχεις, ότι κι αν κάμεις, ότι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο.
Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή ‘ναι ή άξια του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να ‘ναι σίγου ρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τί του κανοναρχάει ή λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε θα μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.
Το ελληνικό Γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε υστέρα από τόσους εχτρούς – εξωτερικούς κι εσωτερικούς, προ πάντων εσωτερικούς – ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριά, σκλαβιά και πείνα, το χρωστάει όχι στη λογική – θυμηθείτε τους τρεις εμποράκους που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, θυμηθείτε το 21 – το χρωστάει στο θάμα. Στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.
Ευλογημένη ή σπίθα αύτη πού αψηφάει τις φρόνιμες συμβουλές της λογικής, κι όταν φτάσει το Γένος στα χείλια του γκρεμού βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ψυχή και φέρνει το θάμα. Στα θάματα χρωστάει ή Ελλάδα τη ζωή της.
[…] Πάλι οι φρόνιμοι, οι λιγόπιστοι, δίνουν νηφάλιες ,πολύ λογικές συμβουλές πώς μπορεί, λένε, μία σπίθα φως να τα βάλει με τόσο παντοδύναμο σκοτάδι; όμως ο αληθινός άντρας δεν απελπίζεται’ ξέρει αυτός πως στον άτιμο, αλλοπρόσαλλο τούτον κόσμο ζουν, ας είναι και σε λιγοστά στήθια, μερικές θεμελιακές αρχές, θυγατέρες του ανθρώπου, πού αυτός τις έπλασε με Ιδρώτα, αίμα και κλάματα, κι είναι αθάνατες- οι περισσότερες γεννήθηκαν στην Ελλάδα, δυό οι πιο τρανές; ή ελευθερία κι ή αξιοπρέπεια του ανθρώπου[…]
[…] Η τύχη μας, λέει πάλι ο Μακρυγιάννης, έχει τους ΄Ελληνες πάν τοτε ολίγους· παλαιόθε ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε’ τρώνε, τρώνε, μα μένει πάντα μαγιά. Αυτή τη μαγιά την ελέω σπίθα. Είναι ή σπίθα που καίει αθάνατη μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.
Αυτό είναι το μυστικό της Ελλάδας, σαν το παραμυθένιο πουλί καίγεται, γίνεται στάχτη, κι από τι στάχτη ξεπετιέται άνανιωμένη.
Δε θα πεθάνει λοιπόν ποτέ ή ράτσα ετούτη; Δεν μπορεί να την εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης μήτε καν ή διχόνοια; Όχι, δεν μπορεί, σίγουρα υπάρχει μέσα της κάτι το αναπάντεχο, το ακατάπαυστα ανανεούμενο, το αληθινά θεϊκό· κι εί χαν δίκιο τα παιδικά μας μάτια να ταυτίζουν τα πάθη του Χριστού με τα πάθη της Κρήτης, όπως, είμαι βέβαιος, σήμερα τα μι κρά Κυπριωτόπουλα ταυτίζουν τά Πάθη του Χρίστου με τα πάθη της Κύπρου, και να περιμένουν με ακλόνητη πίστη κι αυτά, όπως κι εμείς τότε, την Ανάσταση.»
Απόσπασματα από τον πρόλογο του βιβλίου «Ο καπετάν Μιχάλης», του Νίκου Καζαντζάκη.
Απόσπασματα από τον πρόλογο του βιβλίου «Ο καπετάν Μιχάλης», του Νίκου Καζαντζάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου