Η Σφίγγα αποτυπώνει το μυστικό για να εισέλθουμε στα άδυτα του εαυτού μας
Ο φιλόσοφος Σωκράτης πρέσβευε ότι, για να φιλοσοφήσει κανείς πραγματικά και να συλλάβει την αλήθεια, θα έπρεπε να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του (αυτογνωσία). Ποιος ήταν κατά τη γνώμη του ο τρόπος που επιτυγχάνεται η γνώση του πραγματικού εαυτού μας; Η απώλεια της διπλής άγνοιας. Δηλαδή μας λέει ο Σωκράτης ότι όλοι οι άνθρωποι αρχικά αγνοούν δύο πράγματα νομίζοντας:
α) ότι είναι βέβαιοι για οτιδήποτε γνωρίζουν (ακόμα και τον εαυτό τους)
β) ότι γνωρίζουν πώς είναι ο κόσμος και η ζωή
Και τα δύο, μας λέει ο Σωκράτης, αποτελούν άγνοια, αμαρτάνουν (δεν έχει σχέση με την χριστιανική θεώρηση - αμαρτάνω σημαίνει κινούμαι έξω από τις μοίρες > εκ του ρήματος "μείρομαι").
Για να συλλάβει κανείς τον πραγματικό εαυτό του και να γνωρίσει τον τρόπο που υπάρχει ο κόσμος πρέπει να αποβάλλει τα εξής:
α) να σταματήσει να νομίζει ότι είναι βέβαιος για αυτά που γνωρίζει
β) να σταματήσει να νομίζει ότι ξέρει πώς είναι ο κόσμος
Αν αποβάλλει κανείς αυτές τις δύο μορφές άγνοιας, τότε έχει τη δυνατότητα να εισέλθει στην ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗ και να διανύσει το δρόμο προς το γνώθι σ΄αυτόν!!
Να θυμίσουμε το μύθο με τον Οιδίποδα και τη Σφίγγα. Γιατί κανείς περαστικός δεν έβρισκε τη λύση του αινίγματος της Σφίγγας που είχε σχέση με το πόσα πόδια "έχει" ο άνθρωπος σε κάθε ηλικία; Γιατί απλά δεν γνώριζαν ότι ήταν άνθρωποι! (Γνώθι σ΄αυτόν). Ας σκεφτούμε επίσης. Μόνο ο Οιδίποδας βρήκε τη λύση. Αλήθεια, γιατί το όνομά του σήμαινε αυτόν με το πρησμένο πόδι και είχε σχέση με τα πόδια του αινίγματος; Η αιώνια σοφία για τον άνθρωπο, το θείο και τον κόσμο είναι κρυμμένη μέσα στην ελληνική φιλοσοφία και μυθολογία.....
Ο Αρχιμήδης (287 π.Χ.-212 π.Χ.) ήταν ένα από τα μεγαλοφυή πνεύματα που γνώρισε στην πορεία της η ανθρωπότητα, ενώ ήταν και ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς, φυσικούς και μηχανικούς της αρχαιότητας.
Γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στις Συρακούσες, τη μεγάλη Ελληνική αποικία της Σικελίας. Πατέρας του Αρχιμήδη ήταν ο αστρονόμος Φειδίας ενώ συγγενής του ήταν και ο βασιλιάς των Συρακουσών, Ιέρων Α΄.
Παρ’ όλο που καταγόταν από ευγενική γενιά, ο Αρχιμήδης αρνήθηκε να πάρει οποιοδήποτε αξίωμα, επιμένοντας να διαθέτει όλο του τον χρόνο στη σπουδή και τη μάθηση. Γι’ αυτόν τον λόγο ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και ήρθε σε επαφή με τους Ερατοσθένη και Δοσίθεο, ενώ ήταν φίλος και συμμαθητής του Κόνωνα του Σάμιου. Το έργο του Αρχιμήδη υπήρξε τεράστιο, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, και η ερευνητική ματιά του κάλυψε πολλούς τομείς: γεωμετρία, οπτική (κατοπτρική, υδραυλική, μηχανική, αρχιτεκτονική και την πολιορκητική.
Συνέδεσε το όνομά του με τη γένεση της μηχανικής στην αρχαία Ελλάδα, τη λύση περίφημων μαθηματικών προβλημάτων, καθώς και με τις αμυντικές εφευρέσεις του που χρησιμοποιήθηκαν όταν οι Ρωμαίοι πολιορκούσαν την πατρίδα του, τις Συρακούσες. Σχολιαστής του έργου του Αρχιμήδη υπήρξε ο Ευτόχιος ο Ασκαλωνίτης. Ο Αρχιμήδης έγραψε τα πρώτα βιβλία για την επίπεδη γεωμετρία και στερεομετρία, την αριθμητική και τα μαθηματικά. Επίσης ανακάλυψε την αρχή του ειδικού βάρους και του μοχλού.
Μία μέρα ο βασιλιάς παρήγγειλε στο μεγαλύτερο καλλιτέχνη των Συρακουσών να του φτιάξει μία κορώνα από καθαρό χρυσάφι. Όταν ο βασιλιάς πήρε την κορώνα, άρχισαν να διαδίδονται φήμες πως ο καλλιτέχνης τον είχε κοροϊδέψει, παίρνοντας ένα μέρος από το χρυσάφι και αντικαθιστώντας το με άλλο μέταλλο. Ωστόσο, η τελειωμένη κορώνα είχε το ίδιο βάρος με το χρυσάφι του βασιλιά. Ο βασιλιάς κάλεσε τότε τον Αρχιμήδη να εξετάσει το ζήτημα. Στα πειράματά του, ο Αρχιμήδης βρήκε τον νόμο του ειδικού βάρους. Ανακάλυψε πως όταν ένα στερεό σώμα μπει μέσα σε υγρό χάνει τόσο βάρος όσο είναι το βάρος του όγκου του υγρού που εκτοπίζει. Ο Αρχιμήδης επινόησε το σύστημα να παίρνει το ειδικό βάρος των στερεών σωμάτων. Ζύγιζε πρώτα το στερεό στον αέρα και έπειτα το ζύγιζε μέσα στο νερό. Και αφού το στερεό ζύγιζε λιγότερο μέσα στο νερό, αφαιρούσε το βάρος που είχε μέσα στο νερό από το βάρος που είχε στον αέρα. Τέλος, διαιρούσε το βάρος του στερεού σώματος στον αέρα με την απώλεια βάρους που είχε το σώμα μέσα στο νερό. Έμαθε έτσι, πως ένας δοσμένος όγκος από χρυσάφι ζυγίζει 19,3 φορές τον ίσο όγκο νερού. Όμως, καθώς δεν μπόρεσε να προχωρήσει περισσότερο στο πρόβλημα της βασιλικής κορώνας, ο Αρχιμήδης σηκώθηκε να πάει στα λουτρά για να ξεκουραστεί. Εκεί βρήκε τη λύση. Μέσα στον ενθουσιασμό του βγήκε από το λουτρό γυμνός στο δρόμο φωνάζοντας: “Εύρηκα! Εύρηκα!”. Έλιξ του Αρχιμήδους
Ο Αρχιμήδης γύρισε στο σπίτι του, ζύγισε την κορώνα στον αέρα και ύστερα τη ζύγισε μέσα στο νερό. Με τη μέθοδο αυτή βρήκε το ειδικό βάρος της κορώνας. Το ειδικό βάρος της δεν ήταν 19,3. Δεν μπορούσε, λοιπόν, η κορώνα να είναι από καθαρό χρυσάφι. Ο Αρχιμήδης απέδειξε πως ο καλλιτέχνης ήταν απατεώνας. Η αποκάλυψη ενός απατεώνα ήταν πολύ μικρή εξυπηρέτηση σε σύγκριση με εκείνες που θα προσέφερε αργότερα ο Αρχιμήδης στο βασιλιά του.
Όταν άρχισαν να κυκλοφορούν στις Συρακούσες φήμες πως οι Ρωμαίοι βάδιζαν εναντίον τους, ο Αρχιμήδης εξακολουθούσε τις μελέτες και τις εφευρέσεις. Σ’ αυτήν την περίοδο και στο χώρο της εφαρμοσμένης μηχανικής, ο Αρχιμήδης επινόησε ιδιοφυείς μηχανές κάθε είδους.
Εφηύρε τον ρωμαϊκό ζυγό (καντάρι), το τρίσπαστο (ανυψωτική τριπλή τροχαλία) και τον ατέρμονα κοχλία (“έλιξ του Αρχιμήδους”), που ήταν ένας σωληνοειδής κοχλίας που χρησίμευε για την άντληση νερού. Επίσης κατασκεύασε ένα υδραυλικό ρολόι το οποίο υπολόγιζε με μεγάλη ακρίβεια τις ώρες και ειδοποιούσε για την αλλαγή της ώρας. Όταν άρχισε η πολιορκία των Συρακουσών από τους Ρωμαίους, οι πολεμικές μηχανές του Αρχιμήδη αποδείχτηκαν εξαιρετικά χρήσιμες: αρχιτρόνιτο (πυροβόλο ατμού), καταπέλτες, άρπαγες (μηχανισμός που ανύψωνε και αναποδογύριζε πλοία) και κάτοπτρα για την καύση των Ρωμαϊκών εχθρικών πλοίων (με παραβολικά ηλιακά κάτοπτρα όπως αποδείχτηκε από τα πειράματα του μηχανικού Ιωάννη Σακκά, ο οποίος το 1973 απέδειξε τον τρόπο με τον οποίο ο Αρχιμήδης έκαψε τον ρωμαϊκό στόλο).
Ωστόσο οι Ρωμαίοι όλο και πλησίαζαν. Ο Αρχιμήδης μισούσε τους εισβολείς αλλά δεν τους φοβότανε. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η πόλη μετά από τριετή αντίσταση των Ελλήνων, κατελήφθη με προδοσία, ένας Ρωμαίος στρατιώτης μπήκε μέσα στο σπίτι του Αρχιμήδη την ώρα που μελετούσε κάποιο γεωμετρικό πρόβλημα.
Ο Αρχιμήδης είπε στον στρατιώτη να βγει έξω και να μη διαταράξει τη σκέψη του, λέγοντάς το περίφημο “Μη μου τους κύκλους τάραττε“. Όμως ο στρατιώτης έβγαλε το σπαθί του και τον σκότωσε. Ο Αρχιμήδης αγαπούσε τόσο πολύ την εργασία του Περί Σφαίρας και Κυλίνδρου, ώστε είπε ότι θα ήθελε όταν πεθάνει να χαραχτεί στον τάφο του το σχήμα μιας σφαίρας εγγεγραμμένης σε κύλινδρο. Ο κατακτητής Μάρκελλος είχε αναπτύξει τέτοιο θαυμασμό και εκτίμηση για τον Αρχιμήδη ως αντίπαλο, ώστε όταν έμαθε πως σκοτώθηκε, τον έθαψε με μεγάλη μεγαλοπρέπεια και τελετές και έστησε στον τάφο του μια πέτρινη στήλη πάνω στην οποία ήταν σκαλισμένο το σχήμα που είχε ζητήσει ο Αρχιμήδης. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Κικέρωνας επισκέφτηκε τις Συρακούσες σαν Ρωμαίος έφορος, κανείς δεν ήξερε να τον οδηγήσει στον τάφο του Αρχιμήδη.
Μετά από πολλές έρευνες βρήκε την ταφόπετρα ανάμεσα σε ψηλούς βάτους και ξανάφτιαξε το έδαφος γύρω από τον τάφο. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, ο τάφος παραμελήθηκε και όλα έδειχναν ότι με την αύξηση της πόλης ο τάφος θα χανόταν οριστικά. Όμως το 1965, σκάβοντας για τη θεμελίωση ενός νέου ξενοδοχείου στις Συρακούσες, ένας εκσκαφέας σήκωσε μία ταφόπετρα με σκαλισμένο πάνω της το σχήμα μιας σφαίρας εγγεγραμμένης σε κύλινδρο σκαλισμένο. Έτσι ανακαλύφτηκε ο τάφος του Αρχιμήδη. Ο Αρχιμήδης επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή επιστημονική σκέψη, καθώς και τους Άραβες επιστήμονες, οι οποίοι αντέγραψαν όλα τα έργα του στα αραβικά, γλώσσα στην οποία διασώθηκαν αρκετά, αφού τα πρωτότυπα είχαν χαθεί.
Ο Πρωταγόρας είναι διάλογος του Πλάτωνα, που γράφτηκε στην πρώτη σωκρατική περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας και αναφέρεται στους ηθικούς κινδύνους που ελλοχεύουν για όσους νέους υποστούν την παιδαγωγική επίδραση των σοφιστών. Τόπος του διαλόγου είναι το σπίτι του πλουσίου Αθηναίου Καλλία, ο οποίος φιλοξενούσε τον σοφιστή και φιλόσοφο Πρωταγόρα.
...Μιλάει ο Πρωταγόρας... Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι’ αυτά η μοίρα να ’ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ’ ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ’ ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στον καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση».
Μ’ αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ’ άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. (…)
Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων – και δεν ήξερε τι να κάνει.
Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου.
Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στον νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά – γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη – και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία.
Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία – ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες.
Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν – με τι μεράκι! – τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο.
Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, [εξαιτίας του Επιμηθέα] σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.
Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ’ όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη.
Μ’ αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν.
Έτσι, τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί σ’ όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ’ αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τους βοηθούσε βέβαια σ’ ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν.
Όμως όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.
Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους.
Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη:
«Με ποιον τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστεί εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ’ όλους;»
«Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν – όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα – λίγοι έχουν μερίδιο απ’ αυτές;
Και βάλε έναν νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας»....
Ήρα & Προμηθέας
Ο μύθος
Ήτανε κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν βέβαια οι θεοί, μα τα θνητά γένη δεν υπήρχανε. Όταν όμως ήρθε και γι΄ αυτά ο καιρός που όρισε η μοίρα να γεννηθούνε, οι θεοί τα σχηματίσανε μέσα στη γη από χώμα και φωτιά ανακατωμένα και απ΄ ό,τι άλλο είναι αναμεμιγμένο με φωτιά και χώμα. Όταν λοιπό ήτανε να τα βγάλουνε στο φως, προστάζαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα προκίσουνε και να μοιράσουνε στο καθένα τις δυνάμεις που του πρέπει. Ο Επιμηθέας όμως παρακαλούσε τον Προμηθέα να τον αφήσει να κάμει αυτός τη μοιρασιά· κι όταν πια εγώ, είπε, έχω κάμει τη μοιρασιά, μπορείς εσύ να την εξετάσεις.
Έτσι τον πείθει και μοιράζει αυτός. Καθώς λοιπόν μοίραζε, έδινε σ΄ άλλα δύναμη χωρίς γρηγοράδα, τα πιο αδύναμα πάλι τα προίκιζε με γρηγοράδα. Και άλλα τα όπλιζε, ενώ για εκείνα, που τους έδινε άοπλη φύση, μηχανεύονταν κάποιον άλλον τρόπο για τη σωτηρία τους. Εκείνα δηλαδή απ΄ αυτά που τα έντυνε με μικρό σχήμα, σ΄αυτά χάριζε φτερά για να φεύγουνε ή υπόγεια κατοικία. Εκείνα όμως τα μεγάλωνε στον όγκο, μ΄αυτόν πάλι τα έσωζε. Και τάλλα έτσι ισοζυγιάζοντας τα μοίραζε.
Αυτά όμως τα μηχανεύονταν, γιατί είχε το νου του μην τυχόν εξολοθρευτεί κανένα γένος. Αφού λοιπόν τους έδωκε τους τρόπους να ξεφεύγουνε το αλληλοφάγωμα, μηχανεύτηκε να βολέψει το καθ΄να και σύμφωνα με τις εποχές του χρόνου, που στέλνει ο Ζευς. Έτσι τα έντυνε με πυκνές τρίχες και στερεά δέρματα, ικανά να τα προστατεύουνε από το χειμώνα και από τις ζέστες.
Και φρόντισε, όταν πηγαίνουν να πλαγιάσουν, τα ίδια πράγματα πάλι να τους είναι κατάλληλο και αυτόφυτο στρώμα για τον καθένα. Και πόδεσε άλλα με νύχια, άλλα με τρίχες και δέρματα στερεά και αμάτωτα. Ύστερα πάλι έβρισκε τροφή χωριστή για το καθένα, γι΄άλλα της γης βότανα, γι΄ άλλα των δένδρων τους καρπούς, γι΄άλλα πάλι τις ρίζες. Και είναι κι άλλα που τους έδωκε για τροφή το φάγωμα άλλων ζώων. Και άλλα τα προίκισε με ολιγογονία, εκείνα πάλιν που εξολοθρεύονται απ΄αυτά με πολυγονία, για να σώζει έτσι το γένος τους.
Επειδή όμως ο Επιμηθεύς δεν ήτανε πολύ φρόνιμος, δίχως να το καταλάβει ξόιδεψε τις δυνάμεις· και είχε ακόμα αφήσει απροίκιστο το γένος των ανθρώπων. Και ήτανε σε απορία, τι να κάμει. Και καθώς ήτανε σε απορία, έρχεται σ΄ αυτόν ο Προμηθεύς για να εξετάσει το μοίρασμα και βλέπει, πως όλα τ΄ άλλα ζώα ήτανε καλοβολεμένα, ο άνθρωπος όμως γυμνός και ανυπόδητος και χωρίς στρώμα και άοπλος. Και έφθασε πια η ημέρα η ορισμένη από τη μοίρα να βγει ο άνθρωπος από τη γη στο φως. Όντας λοιπόν σε αμηχανία ο Προμηθεύς, ποια σωτηρία να βρει για τον άθρωπο, κλέβει από τον Ήφαιστο και την Αθηνά την έντεχνη σοφία μαζί με την φωτιά.
Ο Προμηθέας ήταν μυθική μορφή της αρχαιότητας. Γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέλφια του ήταν οι Ιαπετίδες Επιμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του σημαίνει «συνετός», «προνοητικός». Παράγεται από την πρόθεση «προ» και το ρήμα «μανθάνω», όπου το «α», σε ορισμένες αρχαιοελληνικές διαλέκτους, γίνεται «η».
Ο Επιμηθέας ήταν μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέρφια του ήταν οι Ιαπετίδες Προμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του ταυτίστηκε από την αρχαιότητα, με τον άνθρωπο που δεν προνοεί, τον απερίσκεπτο (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά)[1], αυτός που βγάζει τα συμπεράσματα, μετά το γεγονός.
Κανένα πλατωνικό έργο δεν έχει συζητηθεί περισσότερο από την «Πολιτεία». Πρόκειται για έναν διάλογο περίτεχνο και σύνθετο, στον οποίο ο Σωκράτης περιγράφει μία ιδανική πόλη ή, πιο σωστά, ένα ιδανικό πολίτευμα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για οικονομικοπολιτική πρόταση, όπως ξεκαθαρίζεται από την αρχή κιόλας του διαλόγου, αλλά για μία συζήτηση με θέμα την ύψιστη αρετή· τη δικαιοσύνη. Οι πρωταγωνιστές του έργου προσπαθούν να ορίσουν τη δικαιοσύνη ως αρετή της ψυχής και να διαπιστώσουν αν συμφέρει να έχει κάποιος αυτή την αρετή ή αν ο δίκαιος άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι δυστυχής. Ακούγονται διάφορες θεωρίες περί δικαίου, οι οποίες ήταν δημοφιλείς τότε, και κάποια στιγμή, η παρέα ζητά από τον Σωκράτη να διερευνήσουν το θέμα βαθύτερα. Ο Σωκράτης σκαρφίζεται ένα τέχνασμα, μία μέθοδο, που κατά τη γνώμη του θα τους οδηγήσει ασφαλέστερα σε έναν ορθό ορισμό της δικαιοσύνης:
«...προτείνω να εξετάσουμε το ζήτημα όπως εάν κάποιος έβαζε ανθρώπους με αδύναμη όραση να διαβάσουν μικρά γράμματα από μακρινή απόσταση, κι ύστερα κάποιος αντιλαμβανόταν πως τα ίδια γράμματα, αλλά μεγαλύτερα, είναι γραμμένα και σε κάποια άλλη επιφάνεια μεγαλύτερη, και θα τους φαινόταν, νομίζω, ανέλπιστη τύχη αν κοιτούσαν τα μικρότερα αφού πρώτα είχαν διαβάσει τα μεγαλύτερα, κι εξέταζαν αν είναι ίδια με εκείνα… λέμε πως η δικαιοσύνη είναι ιδιότητα ενός ανθρώπου· δεν μπορεί, όμως, κατά κάποιον τρόπο, να είναι και ολόκληρης πολιτείας; … και δεν είναι η πολιτεία μεγαλύτερη από τον άνθρωπο; …ας αναζητήσουμε στις πολιτείες πρώτα να δούμε τι είδους πράγμα είναι η δικαιοσύνη· κι ύστερα ας αναζητήσουμε και στον καθένα χωριστά εξετάζοντας προσεκτικά πόσο μοιάζει το μεγαλύτερο στη μορφή του μικρότερου»
Όπως είναι φανερό, ο απώτερος στόχος αυτής της συζήτησης ήταν η εξέταση της δικαιοσύνης ως ιδιότητας «ενός ανθρώπου». Κανείς δεν είχε σκοπό να πάει στην Εκκλησία του Δήμου και να προτείνει ένα νέο πολίτευμα στους Αθηναίους.
Ο Σωκράτης και οι φίλοι του, αρχίζουν το «χτίσιμο» μίας πόλης από την αρχή, βήμα – βήμα και αναζητούν μέσα σε αυτή τα χνάρια της δικαιοσύνης, το δίκιο και το άδικο, ώστε να τα αναγνωρίσουν αργότερα και στην ανθρώπινη ψυχή. Γιατί εκεί δύσκολα μπορεί κανείς να τα διακρίνει χωρίς να τα έχει πρώτα «διαβάσει στη μεγάλη επιφάνεια».
Οι πρωταγωνιστές της «Πολιτείας», λοιπόν, δεν είχαν πολιτικές φιλοδοξίες και ο ίδιος ο Πλάτων, αν και η οικογένειά του τον προόριζε για πολιτικό, είχε γυρίσει από νωρίς την πλάτη του στην πολιτική. Και οπωσδήποτε δεν ήταν ανόητος να πιστεύει πως ένα τέτοιο σύστημα, σαν αυτό που περιγράφει στο έργο του, θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί και να επιβιώσει. Άλλωστε, το ομολογεί και ο ίδιος:
«...εννοείς την πολιτεία, της οποίας την ίδρυση μόλις περιγράψαμε, την πόλη που βρίσκεται στα λόγια, διότι πάνω στη γη δεν νομίζω πως βρίσκεται πουθενά. Όμως, είπα, ίσως να υφίσταται ως υπόδειγμα στον ουρανό για όποιον θέλει να τη βλέπει και κοιτώντας να ιδρύσει μία τέτοια πολιτεία μέσα του. Αν κάπου υπάρχει αυτή η πολιτεία ή αν πρόκειται να υπάρξει, δεν κάνει καμία διαφορά· διότι αυτός θα εφαρμόζει τους δικούς της νόμους και καμίας άλλης» (592b 2-4)
Οι νόμοι αυτής της φανταστικής πολιτείας, λοιπόν, είναι οι οι ηθικές αρχές που προτείνει ο Πλάτων, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα του τόπου του.
Τα τρία μέρη της ψυχής και οι τρεις τάξεις
Η θεωρία του Πλάτωνα για τα τρία μέρη της ψυχής είναι λίγο πολύ γνωστή και πάνω σε αυτήν έχουν θεμελιωθεί πολλές μεταγενέστερες ηθικές και ψυχολογικές θεωρίες.
Για την ακρίβεια, όταν λέει «μέρη», εννοεί τις εξής λειτουργίες:
Το «επιθυμητικόν», το οποίο είναι το πιο ευτελές, γιατί φιλοξενεί τις σωματικές επιθυμίες και τις παρορμήσεις. Αυτό είναι το μεγαλύτερο «κομμάτι» της ψυχής και αυτό που δεν χορταίνει ποτέ. Όπως ακριβώς οι «δημιουργοί» της πόλης, δηλαδή η παραγωγική τάξη.
Οι άνθρωποι που είναι προσκολλημένοι στα υλικά αποκτήματα και ενδιαφέρονται πολύ γι’ αυτά είναι οι πλέον κατάλληλοι να τα εργάζονται στην αγροτική παραγωγή, στο εμπόριο, στη βιοτεχνία. Αποκτούν κέρδη και μέσω αυτών, ικανοποιούν τις επιθυμίες τους, αλλά και συντηρούν τις άλλες δύο μικρότερες σε μέγεθος τάξεις, οι οποίες δεν επιτρέπεται να έχουν καμία ιδιοκτησία. Ο Σωκράτης δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με αυτή την τάξη. Δεν θέτει κανέναν περιορισμό στον τρόπο λειτουργίας της, αρκεί να κάνει τη δουλειά της και να μην μπλέκεται στη δουλειά των άλλων δύο τάξεων.
Το «θυμοειδές», είναι ο συναισθηματικός μας κόσμος. Η έδρα των συγκινήσεων, του θυμού, της συμπάθειας, της θλίψης ή του ενθουσιασμού. Αυτός που έχει ανεπτυγμένο αυτό το μέρος της ψυχής, στην «Πολιτεία» , με την κατάλληλη παιδεία θα διοχετεύσει τον δυναμισμό των συναισθημάτων του σε έργα που ωφελούν το σύνολο. Θα γίνει ένας γενναίος, έντιμος και περήφανος φύλακας της πόλης. Τέτοιοι άνθρωποι θα αναλάβουν τη δημόσια ασφάλεια και την άμυνα.
Το «λογιστικόν», δηλαδή τη λογική μας ικανότητα. Αυτή είναι η ανώτατη λειτουργία της προσωπικότητας, η μόνη άξια να της εμπιστευτούμε τη λήψη αποφάσεων. Έτσι, αν κάποιος από τους φύλακες εκδηλώσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πνευματικά ζητήματα, αφού ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του ως φύλακας, θα συνεχίσει σε ανώτερες σπουδές και θα υπηρετήσει την πόλη ως άρχοντας.
Η ευτυχία, λέει ο Σωκράτης, είναι εφικτή μόνο όταν ισχύει «τὸ τὰ αὐτοῦ πράττειν» (το να πράττει κάποιος τα δικά του). Δηλαδή, κάθε μέρος να κοιτάζει τη δουλειά του και, υπακούοντας στις οδηγίες της λογικής , να μην επηρεάζεται από τις άλλες λειτουργίες. Ακριβώς όπως ο ηνίοχος ενός άρματος που τρέχει στους αγώνες, εναρμονίζει τις κινήσεις των δύο αλόγων του ώστε το άρμα να φτάσει στο τέρμα, έτσι και το λογιστικό μέρος της ψυχής, οδηγεί τα δύο άλλα μέρη προς την ορθή κατεύθυνση. Αν δεν αναλάβει η λογική την ευθύνη, αλλά αφήσει τα άλογα να τεμπελιάσουν ή να αφηνιάσουν, τότε το άρμα, στην καλύτερη περίπτωση θα χάσει τον αγώνα και στη χειρότερη θα βγει τελείως από τον δρόμο του και θα ανατραπεί.
Το παράδειγμα της φανταστικής πολιτείας
Η θεωρία για τα τρία μέρη της ψυχής είναι τα «μικρά γράμματα» που είπε στην αρχή ο Σωκράτης και τα οποία μπόρεσε μαζί με τους συνομιλητές του να διαβάσει, αφού πρώτα διάβασαν τα «μεγάλα», δημιουργώντας εκ του μηδενός την φανταστική πολιτεία τους. Διαπίστωσαν πως, για να λειτουργήσει άψογα μία πολιτεία, η άρχουσα τάξη και οι φύλακες (σε αντίθεση με την παραγωγική τάξη) θα πρέπει να είναι πλήρως αφοσιωμένοι στο έργο τους, απαλλαγμένοι από κάθε βιοτική μέριμνα και προφυλαγμένοι από κάθε επιθυμία, η οποία αναπόφευκτα θα τους ανάγκαζε κάποτε να επιλέξουν ανάμεσα στο προσωπικό τους συμφέρον και το συμφέρον της πόλης. Κι επειδή κανείς δεν μπορεί να ζήσει σ’ ένα τόσο αυστηρά ελεγχόμενο σύστημα, κανένα πολιτικό σύστημα δεν ήταν ως τώρα απολύτως δίκαιο.
Τον Σωκράτη και την παρέα του, όμως, δεν τους απασχολεί αυτό. Τους απασχολούν τα «ψιλά γράμματα» που αναζητούσαν από την αρχή. Τώρα είναι σε θέση να κατανοήσουν πόσο σκληρός είναι ο αγώνας για την κατάκτηση της ύψιστης αρετής! Ποιος θα μπορούσε να επιτύχει αυτή την ισορροπία ανάμεσα στα μέρη της της ψυχής του; Πώς να κρατήσει κανείς το «λογιστικό» του σύστημα μακριά από τις επιθυμίες του σώματος και τις παρορμήσεις; Και πώς θα το εκπαιδεύσει να κρατά γερά το χαλινάρι στις καθημερινές συγκινήσεις και, στο τέλος-τέλος, γιατί να υποστεί μία τέτοια ταλαιπωρία, αφού όπως έδειξε το παράδειγμα της φανταστικής πολιτείας, είναι μάλλον ανέφικτο;
Διότι, όπως ισχυρίζεται και όπως απέδειξε με τη ζωή και τον θάνατό του ο Σωκράτης, είναι ένας αγώνας που αξίζει τον κόπο. Η τελευταία συζήτηση στην «Πολιτεία» δεν είναι πολιτική, αλλά εσχατολογική. Όλη αυτή η αναζήτηση καταλήγει στην παρουσίαση της αιώνιας πορείας της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος οφείλει να επιδιώκει τη δικαιοσύνη, όχι γιατί έτσι θα κατορθώσει να φτιάξει ένα τέλειο πολίτευμα, σαν αυτό που φαντάστηκαν νωρίτερα, αλλά επειδή μετά τον θάνατο του σώματός του, η ψυχή θα πρέπει μόνη της να επιλέξει, και το «όχημα» με το οποίο θα κάνει το επόμενο επίγειο ταξίδι, αλλά και τον «δαίμονα» που θα έχει στο έχει στο πλευρό του. Ο μόνος τρόπος για να ολοκληρώσει μια ώρα αρχύτερα τη σταδιοδρομία της στον κόσμο της ύλης είναι να αγωνίζεται για την ομαλή πορεία του «άρματός» της αφήνοντας τη λογική να κουμαντάρει τα άτακτα «άλογα» του συναισθήματος και της επιθυμίας και έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς το τέρμα της διαδρομής «να ιδρύσει μία πολιτεία μέσα του».
Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. […] Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε καθένας το μερίδιό του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. […] Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Στον Ήφαιστο και την Αθηνά, όμως, επειδή είχαν κοινή φύση, σαν αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια κατεύθυνση στη σοφία και τις καλές τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταίριαζε και ήταν κατάλληλη για την αρετή και τη φρόνησή τους. […]
Ακόμα, λεγόταν για τη χώρα μας το εξής πιθανό και πιστευτό, ότι δηλαδή τα σύνορά της τότε έφθαναν μέχρι τον Ισθμό, και από το άλλο μέρος της ξηράς μέχρι τον Κιθαιρώνα και την Πάρνηθα, κι ότι κατέβαιναν τα σύνορα μέχρι τον Ασωπό ποταμό έχοντας στα δεξιά την Ωρωπία και στ’ αριστερά τη θάλασσα.
Αυτός ο τόπος ξεπερνούσε κάθε άλλον στη γονιμότητα, γι’ αυτό και μπορούσε τότε να τρέφει πολύ στρατό που προερχόταν από γειτονικά μέρη. Μεγάλη μάλιστα απόδειξη της γονιμότητάς του είναι το γεγονός ότι το μέρος που απέμεινε σήμερα από εκείνη την περιοχή ξεπερνάει οποιονδήποτε άλλο στην παραγωγή και την αφθονία καρπών, ενώ επίσης είναι πλούσιο σε βοσκοτόπια για όλα τα είδη ζώων.
Εκείνη την εποχή, εκτός από τις φυσικές καλλονές, αυτά όλα τα είχε σε αφθονία. Πώς όμως μπορούν ν’ αποδειχτούν όλ’ αυτά και για ποιο λόγο πρέπει ο τόπος μας να χαρακτηριστεί αληθινά απομεινάρι εκείνης της πλούσιας γης; Η περιοχή μας ξεχωρίζει από την υπόλοιπη στεριά και χώνεται σαν ακρωτήριο μέσα στο πέλαγος, τυχαίνει μάλιστα όλη η θάλασσα γύρω της να έχει μεγάλο βάθος.
Επειδή όμως έγιναν πολλοί μεγάλοι κατακλυσμοί στη διάρκεια των εννέα χιλιάδων ετών –τόσα πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα– το χώμα σ’ αυτά τα χρόνια και εξαιτίας αυτών των γεγονότων απομακρυνόταν από τα υψώματα και δεν συγκεντρωνόταν πάνω στο έδαφος, όπως συμβαίνει σε άλλους τόπους, αλλά πάντοτε γλιστρούσε σε μεγάλες ποσότητες και εξαφανιζόταν στα βάθη της θάλασσας.
Έτσι, όπως συμβαίνει στα μικρά νησιά, αυτό που έχει απομείνει, συγκρινόμενο με εκείνο που υπήρχε στο παρελθόν, μοιάζε με σκελετό άρρωστου κορμιού, αφού το χώμα, όσο ήταν εύφορο και μαλακό, παρασύρθηκε μακριά κι απέμεινε μόνο ο ρηχός φλοιός της γης.
Εκείνη όμως την παλαιά εποχή ο τόπος μας, επειδή διατηρούσε την ακεραιότητά του, αντί για βουνά και τους σημερινούς ξερότοπους είχε ψηλούς χωμάτινους λόφους, και αυτές οι πεδιάδες που σήμερα ονομάζονται φελλεές [= πετρώδεις] ήταν γεμάτες εύφορο χώμα και τα βουνά είχαν πολλά δάση, από τα οποία ακόμα και σήμερα φαίνονται σημάδια.
Υπάρχουν δηλαδή μερικά βουνά που παράγουν μόνο τροφή για μέλισσες, ενώ παλαιότερα είχαν τεράστια δέντρα από τα οποία έχουν γίνει οι στέγες πολλών κτιρίων που εξακολουθούν να είναι άθικτες μέχρι τις μέρες μας. Ακόμα, υπήρχαν πολλά άλλα καρποφόρα δέντρα και άφθονα βοσκοτόπια για τα κοπάδια.
Πλουτιζόταν επίσης κάθε χρόνο με το νερό που έπεφτε από τον Δία, το οποίο δεν χανόταν όπως σήμερα που κυλάει πάνω στην αποψιλωμένη γη και καταλήγει στη θάλασσα, αλλά έχοντας πολλά χώματα το συγκρατούσε η ίδια, αποθηκεύοντάς το κάτω από τη λάσπη που σκέπαζε τη γη, επειδή το άφηνε να τρέχει από τα υψώματα στις λεκάνες που βρίσκονταν πιο χαμηλά. Έτσι όλα τα μέρη είχαν τρεχούμενα νερά από πηγές και ποτάμια.
Οι βωμοί που έχουν απομείνει μέχρι σήμερα στα μέρη όπου υπήρχαν πηγές είναι σημάδια που επιβεβαιώνουν ότι είναι αληθινά όσα λέγονται τώρα γι’ αυτή. Έτσι λοιπόν φτιάχτηκαν από τη φύση τα υπόλοιπα μέρη, τα οποία, όπως είναι φυσικό, καλλιεργούνταν από πραγματικούς γεωργούς, που ασχολούνταν μόνιμα με τη γη, που αγαπούσαν το ωραίο και ήταν έξυπνοι. Είχαν πλούσιο έδαφος, άφθονα νερά και ακόμα εποχές με εύκρατο κλίμα.
Οποιαδήποτε πεποίθηση σας κρατά αιχμάλωτο της δυστυχίας σας! Αν οι πεποιθήσεις σας δεν σας βοηθούν, μη διστάσετε να τις διαγράψετε! Δεν είναι απαραίτητο να είναι λανθασμένες – αλλά σας κάνουν δυστυχισμένους. Αρχικά διαγράψτε τις πεποιθήσεις που περιέχουν στη διατύπωσή τους τις λέξεις «θα έπρεπε»:
ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να μου ανταποδίδουν τις χάρες που κάνω!
ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να με επαινούν! Όταν κάνω κάτι καλά, ο άντρας μου οφείλει να το προσέχει.
ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να με αγαπούν, αφού τους αγαπώ κι εγώ!
ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να ενδιαφέρονται περισσότερο για μένα!
ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να είναι πιο ευγνώμονες!
Μπορεί να πιστεύετε ότι αυτή η λίστα των «θα έπρεπε» περιλαμβάνει ορισμένες λογικές προσδοκίες. Αλλά τι θα συνέβαινε αν δεν τρέφατε καμία από αυτές τις πεποιθήσεις; Τι θα συνέβαινε αν οι άλλοι δεν ήταν αναγκασμένοι να συμφωνούν μαζί σας, να ανταποδίδουν τις χάρες που τους κάνετε, να προσέχουν τα επιτεύγματά σας, να σας αγαπούν όσο τους αγαπάτε κι εσείς; Με ποιον τρόπο θα επηρεαζόταν η ζωή σας; Δεν θα σας σέβονταν και δεν θα σας εκτιμούσαν λιγότερο. Αλλά αν οι άλλοι δεν έκαναν όλα όσα περιμένετε από αυτούς, θα εξακολουθούσατε να είστε ευτυχισμένος.
Αυτές οι πεποιθήσεις δεν μας βοηθούν επειδή η πραγματικότητα δεν κατανοεί τα «θα έπρεπε». Έτσι είναι τα πράγματα, έτσι είναι η ζωή. Όταν τα βάζετε με την πραγματικότητα, η πραγματικότητα βγαίνει πάντα κερδισμένη.
Για παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι πιστεύετε πως οι μπαμπάδες θα έπρεπε να επαινούν τα παιδιά τους και να τους κάνουν πολλά δώρα. Όποτε ο δικός σας μπαμπάς δεν συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο, εσείς στενοχωριέστε. Κι έτσι θέλετε να αλλάξετε μπαμπά. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν σκέφτονται ποτέ ότι υπάρχει μια πιο απλή εναλλακτική λύση: ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ.
Σκέφτεστε: «Μα όλοι δεν πιστεύουν το ίδιο πράγμα;»
Όχι! Ορισμένοι άνθρωποι δεν το πιστεύουν, γι΄αυτό και είναι πιο ευτυχισμένοι. Ορισμένοι άνθρωποι δεν απαιτούν από τους άλλους να συμπεριφέρονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και ως εκ τούτου, είναι πολύ πιο ήρεμοι.
Για να αλλάξετε τις αντιλήψεις σας, δεν χρειάζεται να διαθέτετε ιδιαίτερη δύναμη και αυτοπεποίθηση, ούτε να κάνετε εγχείρηση στον εγκέφαλο. Χρειάζεται απλώς να βρείτε το θάρρος να σκεφτείτε με έναν διαφορετικό τρόπο, έναν τρόπο που δεν σας είναι τόσο γνωστός και οικείος. Την επόμενη φορά που θα νευριάσετε, θυμηθείτε ότι δεν ευθύνονται τόσο πολύ οι άλλοι για το θυμό σας, όσο οι πεποιθήσεις σας. Οι σκέψεις που σας προκαλούν πόνο δεν είναι τίποτα παραπάνω από σκέψεις. Και οι σκέψεις μπορούν να αλλάξουν.
Η παιδαριώδης αγάπη ακολουθεί την αρχή: «Αγαπώ επειδή με αγαπούν». Η ώριμη αγάπη ακολουθεί την αρχή «με αγαπούν επειδή αγαπώ». Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ».
Αν ένα πρόσωπο αγαπά μονάχα ένα άλλο πρόσωπο και αδιαφορεί για τους άλλους συνανθρώπους του, η αγάπη του δεν είναι αγάπη, αλλά μεγενθυμένος εγωισμός. Αν αγαπώ πραγματικά έναν άνθρωπο, τότε αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ όλον τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αυτή είναι η αδελφική αγάπη και βρίσκεται στη βάση κάθε άλλης αγάπης.
Η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να διεγερθεί από την αγωνία της μοναξιάς. Καμιά φορά από ματαιοδοξία. Η πηγή της μπορεί να είναι η επιθυμία για κατάκτηση, για εκδίκηση ή για καταστροφή. Η αγάπη είναι μόνο ένα από τα δυνατά συναισθήματα που μπορούν να προκαλέσουν σεξουαλική επιθυμία. Οι περισσότεροι άνθρωποι εύκολα ξεγελιούνται και πιστεύουν ότι είναι ερωτευμένοι όταν επιθυμούν ο ένας τον άλλον σεξουαλικά. Η αγάπη μ.π.ο.ρ.ε.ί να εμπνεύσει την επιθυμία για σεξουαλική ένωση κι όταν γίνει αυτό, η σωματική σχέση είναι ένα με την τρυφερότητα. Αν η επιθυμία για σωματική ένωση δεν έχει προκληθεί από αγάπη, τότε ποτέ δεν οδηγεί σε κάτι πέρα από μια φευγαλαία ένωση.
Η ώριμη ερωτική αγάπη θα πρέπει να είναι ουσιαστικά, μια πράξη θέλησης. Να δεσμεύει κανείς τη ζωή του απόλυτα στη ζωή ενός άλλου προσώπου. Το να αγαπά κανείς κάποιον δεν είναι απλώς ένα δυνατό συναίσθημα – είναι μια απόφαση, μια κρίση, μια υπόσχεση. Η αγάπη δεν είναι αποτέλεσμα σεξουαλικής ικανοποίησης. Αντίθετα, η σεξουαλική ευτυχία – ακόμα και η γνώση της λεγόμενης σεξουαλικής τεχνικής – είναι αποτέλεσμα της αγάπης. Αν ένα ανίκανο ή ψυχρό πρόσωπο μπορέσει να αναδυθεί από το φόβο ή το μίσος και να αγαπήσει, τότε τα σεξουαλικά προβλήματα του λύνονται. Αν δεν μπορέσει, τότε καμιά σεξουαλική τεχνική δεν θα τον βοηθήσει.
Οι πραγματικές συγκρούσεις δεν είναι καταστρεπτικές. Όταν αντιμετωπιστούν τίμια, οδηγούν σε ένα ξεκαθάρισμα από το οποίο και οι δύο βγαίνουν κερδισμένοι σε δύναμη και γνώση. Η αγάπη είναι εφικτή μόνο αν δυο πρόσωπα επικοινωνούν μεταξύ τους από το κ.έ.ν.τ.ρ.ο του είναι τους και αν δεν προσπαθούν να αποφύγουν τα προβλήματά τους.
Μόνον ο άνθρωπος που έχει πίστη στον εαυτό του μπορεί να είναι πιστός στους άλλους. Η αγάπη είναι μια δύναμη που παράγει αγάπη. Η ικανότητα να αγαπά κανείς σαν μια πράξη δοσίματος, εξαρτάται από το κατά πόσο ο χαρακτήρας του ανθρώπου έχει εξελιχτεί πέρα από την ανάγκη της εξάρτησης, από την αγάπη του εαυτού του, από την επιθυμία να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τους άλλους ή να συσσωρεύει. Αγαπώ σημαίνει εγκαταλείπομαι χωρίς καμία εγγύηση, δίνομαι εντελώς ελπίζοντας ότι η αγάπη μου θα αφυπνίσει την αγάπη στον άλλον.
Δεν επιλέγουμε τις μάχες μας, τις επιλέγουν οι αξίες μας. Οι μάχες κερδίζονται εσωτερικά. Εξωτερικά γνωστοποιούνται, μοιράζονται, συνδημιουργείται το καινούργιο.
Η αμφισβήτηση είναι αναγκαία και χρειάζεται πρώτα να «τα βρούμε» με τον εαυτό μας. Κανείς άλλος δεν είναι υπεύθυνος για αυτά που επιλέγουμε να πιστεύουμε, να αντιπροσωπεύουμε και να λειτουργούμε. Πρέπει να μπορούμε να κοιτάμε κατάματα τη ζωή, με σεβασμό στην ύπαρξή μας και πραγματική αλληλεγγύη στον συνάνθρωπό μας.
Τι πιο σημαντικό, πιο ευαίσθητο, πιο επιτακτικό, από το παιδί σε μια κοινωνία… την παιδεία, που είναι η ανώτερη επένδυση για το μέλλον της;
Δεν νοούνται «αυτονόητα» πέρα από τις πνευματικές – ανθρώπινες αξίες. Δεν νοούνται πρακτικές που ασεβούν απέναντι στην αξία του ανθρώπου. Δεν νοείται πλέον να διαχωρίζουμε, να διαμελίζουμε, να εθελοτυφλούμε. Και είναι πολλά τα ερωτηματικά…
Πώς φτιάχνουμε «παιδεία» χωρίς τα παιδιά; Πώς συνεχίζουμε να κωφεύουμε στις ανάγκες, τα αιτήματα και τις φυσικές επιθυμίες τους;
Πώς γίνεται να υποτιμούμε τον πρωταρχικό ρόλο, τον πυρήνα της κοινωνίας, τον γονιό; Πώς γίνεται να μην υπάρχει γονεϊκός φορέας; Πώς ανεχόμαστε την απουσία «συνηγόρου του γονέα»; Συνήγορο; Εναντίον ποιανού; Γιατί;
Γιατί μιλάμε για «εκπαίδευση» και δεν μιλάμε για την πραγματική ονομασία της υπάρχουσας κατάστασης, που είναι «υποχρεωτική σχολειοποίηση»; Ζούμε ακόμα σε απολυταρχικά καθεστώτα που ντύνονται με ωραιοποιημένες λέξεις που κρύβουν την πραγματικότητα; Γιατί το επιτρέπουμε;
Καθημερινά ξυπνάμε στις ίδιες πραγματικότητες: παιδιά δυστυχισμένα, απογοητευμένα, κακοποιημένα με χίλιους δυο τρόπους, γονείς φοβισμένους, να αμφισβητούν την κρίση και την αξία τους, δασκάλους αποθαρρυμένους, πιεσμένους, όλοι με κομμένα φτερά, συμβιβασμένοι σε ένα σύστημα που αδιαφορεί, εξαναγκάζει, αστυνομεύει και κλείνει τις πόρτες στον δημιουργικό διάλογο. Έως πότε;
Μεγαλώνοντας ένα ελεύθερο παιδί, μαθαίνω μαζί της να σκέφτομαι απλά (όχι απλοϊκά), με αθωότητα (όχι αφέλεια), κοιτώντας την όμορφη πλευρά της ζωής και σπρώχνοντας τα όρια της ζώνης άνεσής μου, κάθε φορά, λίγο περισσότερο, προς το όραμά μου/μας. Της οφείλω, όπως οφείλω σε όλα τα παιδιά και στη ζωή, να ζω αληθινά, να αναλαμβάνω την ευθύνη των αρχών μου και να αγωνίζομαι με πίστη για ένα καλύτερο κόσμο.
Ξέρω ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν νέο, διαφορετικό από αυτόν που έχουμε (που επιτρέψαμε με τη συναίνεσή μας) κόσμο, μόνο αν το θέλουμε πραγματικά, αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας, αν τολμήσουμε να πούμε «όχι».
Οι εσωτερικές μάχες είναι οι πιο δύσκολες. Οι εξωτερικές χρειάζονται στάση ζωής, επιμονή και συνεργασία. Και εδώ βρισκόμαστε… περιμένοντας τη συνέχεια… με ειρηνικές, σταθερές διαθέσεις, πιστοί στο όραμα μας.
«Ένας κούκος δεν φέρνει την Άνοιξη», αν πιστέψουμε πως ο «ένας κούκος» είναι μια σταγόνα αντί ένας ωκεανός, που ΑΥΤΟ είμαστε πραγματικά! Ένα σώμα, μια ψυχή, μια φωνή… ο καθένας μας με τη μοναδική συμβολή του!
Μια φορά και έναν καιρό μια μικρή νεράιδα αποφάσισε να αλλάξει την οπτική της για τον κόσμο. Ο σκοπός της ζωής της ήταν πια να ανακαλύψει τι σημαίνει πραγματικά να ζεις.
Ξεκίνησε λοιπόν ένα ταξίδι μακρινό και πολλά υποσχόμενο, προχωρώντας σε δρόμους επικίνδυνους. Μα δεν την ένοιαζε ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει. Πέρασε από βουνά και μίλησε με δέντρα, σταμάτησε σε πεδιάδες και συνομίλησε με ρυάκια, λουλούδια, μέλισσες , διέσχισε θάλασσες και ρώτησε τα ψάρια όμως κανείς δεν της έδινε μια απάντηση που να την κάλυπτε.
Στα αλήθεια δεν ξέρω αν ήταν το θέμα ότι οι απαντήσεις δεν την κάλυπταν ή ότι απογοητευόταν σιγά – σιγά γιατί δεν έβρισκε αυτό που ζητούσε. Όπως και να έχει κάθε φορά που έσκυβε το κεφάλι σε μια απάντηση, έλεγε ξανά μέσα της την ερώτηση, σήκωνε το κεφάλι και προχώραγε γιατί δεν θα την σταμάταγε τίποτα από το να μάθει στα αλήθεια τι σημαίνει να ζεις.
Η Νεράιδα με τον καιρό μεγάλωνε. Άλλαζε εξωτερικά και εσωτερικά μα πάντα ένα πράγμα ήταν ίδιο. Η ανάγκη της να μάθει το νόημα της ζωής. Το θέμα είναι ότι αυτό το ταξίδι το έκανε μόνη της. Ήθελε αυτή την μάχη να την δώσει και να την κερδίσει μόνη. Κι όσο να ‘ναι υπήρξαν στιγμές που ήθελε κάποιος να καταλάβει αυτό που ένιωθε και να σταθεί δίπλα της σε αυτό το δρόμο που διάλεξε να πάρει. Πόσες φορές όμως αποκτάς εύκολα αυτό που θες; Συγκεντρώθηκε λοιπόν στον σκοπό της.
Μια μέρα ο φύλακας άγγελος της που την κοιτούσε όλη την ώρα από εκεί ψηλά και παρατηρούσε κάθε της κίνηση, άκουσε πόσο θλιμμένα τραγουδούσε και κατέβηκε στην Γη, δεν άντεξε άλλο να την παρακολουθεί μη κάνοντας τίποτα. «Γεια σου, γιατί τραγουδάς τόσο θλιμμένα μικρή Νεράιδα;» την ρώτησε . Εκείνη δεν αποκρίθηκε, κοίταξε τον άγγελο με ένα βλέμμα που ουσιαστικά του έλεγε «Δεν θα καταλάβεις φύγε».
Ο Άγγελος έκατσε δίπλα της για πολύ ώρα χωρίς να της μιλά. Κοίταζαν και οι δυο μπροστά, τον ορίζοντα που ανοίγονταν μπροστά τους. Η Νεράιδα αναρωτιόταν αν εκεί, τόσο μακριά μπορεί επιτέλους να βρει αυτό που ζητάει και ο άγγελος προσπαθούσε να σκεφτεί τι να της πει. « Ξέρεις…» της είπε ο άγγελος με στόμφο, «η σιωπή ενθαρρύνει τις σκέψεις όμως δεν δίνει λύσεις». Αυτό ήταν, η Νεράιδα δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κάποιον που δεν ήξερε οπότε σηκώθηκε και άρχισε να περπατά.
«Περίεργο, μια Νεράιδα να περπατά και να μην πετά. Το επόμενο βήμα ποιο θα είναι ένα φίδι να περπατά και να μην σέρνεται ;» είπε ο άγγελος πολύ ειρωνικά. «Άτοπο το επιχείρημα σου» αποκρίθηκε εκείνη, «εκτός από φτερά έχω και πόδια. Αυτό που δεν έχω είναι διάθεση να μιλήσω μαζί σου. Πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου. Καλή σου τύχη.»
Ο Άγγελος την ακολούθησε ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει μόνη. Σε κάθε στάση της μιλούσε και προσπαθούσε να την κάνει να καταλάβει. Εκείνη όμως ήταν πολύ πληγωμένη για να δεχτεί πράγματα που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Ήθελε ξεκάθαρες καταστάσεις πλέον και ήταν προετοιμασμένη να μην συμβιβαστεί όποιο κόστος και αν έπαιρνε με αυτή της η απόφαση.
Αποφάσισε πως ήθελε να συνεχίσει μόνη το ταξίδι της δεν είχε ανάγκη της υποδείξεις κανενός, ήθελε να ανακαλύψει η ίδια τα μυστικά της ύπαρξης της. Έτσι έδιωξε τον άγγελο λέγοντας του «θέλω να φύγεις, θα συνεχίσω μόνη μου. Εμένα μου αρέσει η μοναξιά, είναι για δυνατούς. Και είναι όμορφη γι αυτούς που την αντέχουν» και συνέχισε να περπατά σε αυτούς τους δρόμους που την τρόμαζαν μα έπρεπε να ακολουθήσει για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της.
Έτσι και έγινε ο άγγελος ανέβηκε ξανά στον παράδεισο του φοβούμενος για το τι θα γίνει η μικρή νεράιδα. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αποφάσισε αυτή και για τους δύο.
Ένα βράδυ εκείνη κοίταζε το Φεγγάρι και του ζητούσε με παράπονο να της πει τι είναι στα αλήθεια η ζωή. Γιατί δεν άντεχε άλλο να βαδίζει στο σκοτάδι αναζητώντας κάτι που δεν ήξερε πως μοιάζει. Κουράστηκε του φώναζε δυνατά και δεν άντεχε αλήθεια, δεν άντεχε άλλο. Κοίταζε τα φτερά της που δεν ήταν πλέον όμορφα και χρωματιστά. Ήταν ξεφτισμένα και τρύπια και δεν άντεχε να τα βλέπει έτσι. Της θύμιζαν τα όνειρα της. Της θύμιζαν πολλά που ήθελε να ξεχάσει.
Βασικά δεν άντεχε άλλο να υπάρχει μόνη της σε έναν κόσμο που δεν ήξερε κανείς τι σημαίνει ζωή. Ήθελε να φωνάξει να τους πει « Ε, εσύ ξέρεις τι σημαίνει ζωή; Κι αν όχι γιατί δεν ρώτησες ποτέ να μάθεις;». Δεν καταλάβαινε , όχι όσο κι αν προσπαθούσε δεν καταλάβαινε τι είχαν οι άλλοι που τους αρκούσε. Έτσι λοιπόν θυμήθηκε πως είχε έναν φίλο εκεί ψηλά και έτσι δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να ανεχτεί αυτήν την άγνοια του κόσμου. Έκοψε τα φτερά της και έπεσε για ύπνο…
Όταν άνοιξε τα μάτια της ξανά, ήταν σε ένα κρεβάτι. Σηκώθηκε και κοίταξε από το παράθυρο για να καταλάβει που βρίσκεται.
Όλα ήταν όμορφα και γαλήνια, μα ακόμα και το πιο ωραίο δάσος που είχε δει δεν συγκρίνονταν με αυτή την ομορφιά. Σε μια γωνιά ο φύλακας άγγελος της την κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει τα συναισθήματα του. Ένιωθε ανακούφιση που πλέον εκείνη δεν θα υπέφερε ή ένιωθε απογοήτευση που δεν κατάφερε να την βοηθήσει; Τελικά της έκανε απλά μια ερώτηση. «Νόμιζα πως σου αρέσει η μοναξιά τι κάνεις εδώ;». «Σου είπα πως η μοναξιά είναι για τους δυνατούς, για εκείνους που μπορούν να την αντέξουν. Δεν άντεξα άλλο» αυτά είπε η Νεράιδα και έσκυψε το κεφάλι νιώθοντας ντροπή.
«Τώρα θα είσαι καλά» της είπε ο άγγελος και τα λόγια του την γέμισαν με ηρεμία, ένιωσε την παρηγοριά που δεν ζήτησε όμως είχε τόσο ανάγκη. «Ξέρεις είναι ειρωνικό» του είπε εκείνη με το βλέμμα κολλημένο συνέχεια έξω από το παράθυρο και έχοντας ένα μειδίαμα στα χείλη. «Είναι ειρωνικό που ενώ έμαθα τι είναι ο θάνατος ποτέ δεν κατάλαβα ουσιαστικά τι είναι η ζωή. Κατάλαβα μόνο πως το να υπάρχεις δεν είναι αρκετό». «Κι αν είχες μια δεύτερη ευκαιρία» της είπε ο άγγελος, «τότε τι θα έκανες; Θα αγαπούσες την ζωή;». « Θα αγαπούσα την ανάγκη μου για ζωή» είπε η Νεράιδα χαμογελώντας.
Το επόμενο πρωί η μέρα είχε ξημερώσει με έναν υπέροχο λαμπερό ήλιο να φωτίζει τα πάντα. Σαν να φώναζε η ζωή «ξυπνήστε, μοιράζονται ευκαιρίες». Η Νεράιδα ξύπνησε και καμάρωσε τα υπέροχα, λαμπερά, πολύχρωμα φτερά της. Ήταν έκπληκτη μα δεν κάθισε να σκεφτεί τι συνέβη. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο σκέφτηκε. Χαμογέλασε. Στηρίχθηκε στα χέρια της και σηκώθηκε. Ξεκίνησε να προχωρά, ήρθε η ώρα να ζήσει…
Ο Θησέας, ο δεύτερος σε δημοτικότητα ήρωας της αρχαίας Ελλάδας μετά τον Ηρακλή, είναι ο καρπός της αρπαγής της Αίθρας από τον Ποσειδώνα, που αποτελεί το σημερινό μας θέμα. Η μητέρα του ήρωα, Αίθρα ήταν κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας, Πιτθέα. Πατέρας του θεωρείτο ο Αιγέας, ο ένατος κατά σειρά βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας, ο οποίος καταγόταν απ’ ευθείας από τη γενιά του Ερεχθέα.
Ο μύθος όμως θέλει αληθινό πατέρα του τον Ποσειδώνα, ο οποίος ερωτεύθηκε, άρπαξε την νεαρή Αίθρα και την έκανε δική του. Ας δούμε όμως πώς εξελίχθηκε η όλη ιστορία: Ο Αιγέας από τα Μέγαρα όπου είχε γεννηθεί επέστρεψε στην Αθήνα και κατόρθωσε να πάρει το θρόνο που είχε χάσει ο πατέρας του Πανδίων. Είχε όμως ένα πρόβλημα. Δεν μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, ενώ είχε ήδη πραγματοποιήσει δύο γάμους. Μες την απελπισία του πήγε να συμβουλευθεί το Μαντείο των Δελφών.
Εκεί η Πυθία του έδωσε ένα σκοτεινό χρησμό που πήρε από τη Θέμιδα: « Ασκού τον προύχοντα πόδα, μέγα φέρτατε λαών, μη λύσης, πριν εις άκρον Αθηναίων αφίκειας» δηλαδή "Μη λύσεις το προεξέχον πόδι του ασκού, μεγάλε αρχηγέ των λαών, πριν φτάσεις στο δήμο των Αθηναίων". Αυτό που ήθελε να πει ο χρησμός ήταν ότι ο Αιγέας πριν φθάσει στην Αθήνα δε θα έπρεπε να μεθύσει για να μην πέσει στην παγίδα και νυμφευθεί. Ο ασκός στον οποίον αναφερόταν ο χρησμός χρησίμευε για να μεταφέρουν το κρασί και το προεξέχον πόδι για το γέμισμά του.
Ο Αιγέας δεν κατάλαβε το νόημα του χρησμού και, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, πήγε στον βασιλιά Πιτθέα, βασιλιά της Τροιζήνας που θεωρείτο σοφός να τον συμβουλευθεί. Ο Πιτθέας ερμήνευσε το χρησμό, αλλά δεν τον αποκάλυψε στον Αιγέα, γιατί αποφάσισε να τον χρησιμοποιήσει για να τον παντρέψει με την κόρη του Αίθρα. Έτσι οργάνωσε το βράδυ λαμπρό γλέντι, μέθυσε τον Αιγέα και τον έβαλε να κοιμηθεί με την κόρη του, η οποία είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ με τον Ποσειδώνα.
Άλλη εκδοχή του μύθου θέλει να γίνεται η αρπαγή της Αίθρας από τον Ποσειδώνα τη στιγμή που εκείνη πήγαινε να συναντήσει το σύζυγό της Αιγέα στη νήσο Σφαιρία. Και ενώ εκείνη πατούσε επάνω σε βραχάκια για να φθάσει πεζή, ο Ποσειδώνας την πήρε στην υγρή αγκαλιά του, την έκανε δική του πριν από τον Αιγέα αφήνοντάς την έγκυο στο Θησέα. Κατ’ άλλη εκδοχή, η θεά Αθηνά παρουσιάστηκε στον ύπνο της Αίθρας και την παρακίνησε να πάει στη νήσο Σφαιρία για να προσφέρει θυσία για το νεκρό ηνίοχο του Πέλοπα, τον Σφαίρο ή Μύρτιλο, του οποίου το μνήμα ήταν επάνω στο νησί αυτό. Και είναι φυσικό ένας ήρωας σαν το Θησέα να μην είναι απόγονος ενός κοινού θνητού αλλά θεού, «θεία σπορά» όπως χαρακτήριζαν οι αρχαίοι τους ήρωες.
Στους μύθους που σχετίζονται με τη γέννηση του Θησέα διαπιστώνουμε ότι πρωταγωνιστές είναι ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, οι δύο θεοί ανταγωνιστές για την προστασία της Αθήνας. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι μετά από τους χθόνιους βασιλείς της Αθήνας, έρχεται ένας βασιλιάς γεννημένος από το θεό της θάλασσας και με την προστασία της Αθηνάς, της προστάτιδας της πόλης . Αναφέρεται επίσης και η άποψη ότι ακόμα και οι θνητοί γονείς του αποτελούν αντανάκλαση των δύο αυτών θεών σε γήινο επίπεδο, δηλαδή ο Αιγέας του Ποσειδώνα, καθώς το όνομά του θυμίζει την αίγα που ήταν αρχαίο σύμβολο για τα κύματα της θάλασσας και η Αίθρα της Αθηνάς, καθώς ήταν ιέρεια της θεάς Αθηνάς και το όνομά της σημαίνει το ουράνιο φως. Ιδανικοί πρόγονοι για έναν ήρωα σαν το Θησέα που υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλείς για την Αθήνα.
Έγινε όχι μόνο λυτρωτής της πόλης, αλλά και κοινωνικός μεταρρυθμιστής και ασχολήθηκε ακόμα και με τα πολιτιστικά θέματα . Λέγεται ότι αναδιοργάνωσε τα Παναθήναια και ότι θέσπισε τα Ίσθμια. Ο Θησέας απεκάλεσε για πρώτη φορά τη πόλη με το όνομα «Αθήναι», ενώνοντας τις αντιμαχόμενες αθηναϊκές φυλές γεγονός που οι Αθηναίοι εόρταζαν στις 16 Ελατομβαιώνος με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια" και έθεσε τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ας επανέλθουμε όμως στη συνέχεια της αφήγησής μας για τη σύλληψη και γέννηση του Θησέα. Όταν ξεμέθυσε ο Αιγέας, κατάλαβε το δόλο του Πιτθέα, άφησε την Αίθρα κι έφυγε μόνος του για την Αθήνα. Πριν φύγει, άφησε εντολή στην Αίθρα εάν από το γάμο τους γεννηθεί γιος, να τον αναθρέψει όπως αξίζει σε ένα γιο του Αιγέα, χωρίς όμως να φανερώσει την ταυτότητά του. Τέλος πήρε την Αίθρα και την οδήγησε στην Ερμιόνη όπου υπήρχε ο «βωμός του Σθενίου Διός», δηλαδή ο βωμός του σθεναρού Δία.
Εκεί κάτω έκρυψε το ξίφος του και τα σανδάλια του και είπε στην Αίθρα: «όταν ο γιος μας μεγαλώσει και γίνει έφηβος θα πρέπει να ανασηκώσει αυτή την πέτρα, να φορέσει τα σανδάλια, να πάρει το ξίφος ως σημεία αναγνώρισης και να έρθει στην Αθήνα να με συναντήσει, αλλά με μεγάλη μυστικότητα γιατί οι Παλλαντίδες - ανήψια μου από τον αδελφό μου τον Πάλλαντα- είναι επικίνδυνοι». Το μωρό γεννήθηκε μια γενιά πριν από την εποχή του Τρωικού πολέμου και μια γενιά μετά τον Ηρακλή. Οι πόνοι της γέννας βρήκαν την Αίθρα μπροστά σε ένα ναό του Άρη, στον δρόμο προς το λιμάνι της Κηληντρίδας, στο Γενέθλιο, όπως το είπαν. Ήταν αγόρι και η Αίθρα το ονόμασε Θησέα (από το ρήμα θέτω, επειδή ο Αιγέας είχε «θέσει» κάτω από το βωμό ως σημεία αναγνώρισης το ξίφος και τα σαντάλια). Ο παππούς Πιτθέας ενθουσιάστηκε με τον εγγονό του και φρόντισε να έχει την ανατροφή που του άξιζε προσλαμβάνοντας τον ξακουστό παιδαγωγό Κοννίδη. Ο Θησέας πέρασε ήσυχα την παιδική του ηλικία στο παλάτι του παππού του Πιτθέα. Το αίμα του όμως έβραζε και ανυπομονούσε για δράση. Έτσι όταν ο Ηρακλής κάποτε επισκέφθηκε την Τροιζήνα, ο μικρόςΘησέας δε δίστασε να επιτεθεί στη λεοντή του ήρωα νομίζοντάς ότι ήταν αληθινό θηρίο, ενώ οι συνομήλικοί του έτρεξαν να κρυφτούν.
Όταν πέρασε την παιδική ηλικία, επισκέφθηκε τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς κι εκεί αφιέρωσε, σύμφωνα με το έθιμο, τους παιδικούς βοστρύχους του. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Τροιζήνα, και όταν έμαθε από την μητέρα του την εντολή του Αιγέα, ανασήκωσε τον βράχο, πήρε το ξίφος και τα σανδάλια του πατέρα του και πήρε το δρόμο για την Αθήνα με στόχο να διεκδικήσει το θρόνο σαν γιός και διάδοχος του. Εύκολος δρόμος από την Τροιζήνα προς την Αθήνα θεωρείτο ο δρόμος της θάλασσας, όπου θα είχε και προστάτη τον αληθινό πατέρα του, Ποσειδώνα. Έτσι τον είχαν συμβουλεύσει και ο παππούς και η μητέρα του, όμως εκείνος προτίμησε να ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο ο οποίος θα αναδείκνυε την ανδρεία του. Η ιστορία του Θησέα έχει πολλά κεφάλαια με ποικίλο ενδιαφέρον: οι άθλοι, η αναγνώριση από τον πατέρα του, Αιγέα, η νίκη του Μινώταυρου, η επιστροφή και κατάκτηση του θρόνου, η κάθοδος στον Άδη, οι γυναίκες της ζωής του και ο ρόλος που έπαιξαν στη μυητική του πορεία. Αυτά όμως όλα δεν αφορούν το σημερινό μας θέμα.
Θα αναφερθούμε μόνο στο τέλος του Θησέα που ήρθε από τον βασιλιά Λυκομήδη στην Σκύρο, όταν τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο. Τα λείψανα του ήρωα βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στη Σκύρο, έπειτα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών «Σκάψτε κάτω από το λόφο όπου έχει τη φωλιά του ένας πελώριος αετός». Το Δελφικό χρησμό εκπλήρωσε ο Κίμων. Σύμφωνα με το μύθο, παρατήρησε έναν αετό να χτυπάει με το ράμφος και να σκάβει με τα νύχια του σε ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου έσκαψαν και βρήκαν τα οστά του Θησέα δίπλα στα όπλα του. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Κίμων λέγεται ότι αναγνώρισε τα οστά του Θησέα από το μεγάλο τους μέγεθος. Τα οστά τα μετάφεραν στην Αθήνα με μεγάλες τιμές, όπου για τη στέγασή τους ιδρύθηκε το Θησείο, το ηρώο που έκτισαν για τον σκοπό αυτό «εν μέσει πόλει» (κατά τον Πλούταρχο, κοντά δηλαδή στον βωμό των 12 θεών).
Και οι δύο θνητοί γονείς του Θησέα έδωσαν τέλος στη ζωή τους. Ο Αιγέας ως γνωστόν από την αβλεψία του Θησέα να αντικαταστήσει τα μαύρα πανιά με λευκά κατά την επιστροφή του από την Κρήτη, νομίζοντας ότι ο γιος του χάθηκε, ρίχτηκε στη θάλασσα που πήρε το όνομά του ως Αιγαίο πέλαγος. Οι Αθηναίοι για να τον τιμήσουν τον τοποθέτησαν στη σειρά των θεών της θάλασσας και τον ανακήρυξαν γιο του Ποσειδώνα. Η δε Αίθρα οδηγήθηκε στην αυτοκτονία εξαιτίας του προώρου θανάτου των εγγονών της
Ερωτευόμαστε και κάνουμε σχέσεις για να είμαστε «μαζί» με κάποιον άλλον άνθρωπο…
Τι στο καλό συμβαίνει και οι σχέσεις στο τέλος καταλήγουν σε πόλεμο? Ή, στην καλύτερη, σε μια συμβιβασμένη ειρήνη, που φέρνει έναν ψυχικό θάνατο σε βάθος χρόνου?
Συνήθως οι άνθρωποι στις σχέσεις τους είναι εντελώς μόνοι τους... Ζουν με έναν άγνωστο μέσα τους και κοιμούνται με έναν άγνωστο έξω τους... Δεν θέλουν να γνωρίσουν ούτε τον έναν, ούτε τον άλλον, πιο βαθιά…
Η πορεία του "μαζί" έχει εκείνο το ζόρι της έκθεσης... Είναι μια ασυνείδητη ανάγκη, όταν έρχεσαι πιο κοντά με έναν άνθρωπο, να θέλεις να απομονώνεσαι συναισθηματικά, γιατί το συναισθηματικό δέσιμο χρειάζεται και διαχείριση συναισθημάτων, όπως και τακτοποίηση της καρδιάς των συντρόφων... Και ποιος μας έμαθε την διαχείριση των συναισθημάτων?
Σπάνια τακτοποιούνται οι καρδιές... Τις περισσότερες φορές παραβλέπουν οι άνθρωποι τις συναισθηματικές τους εκκρεμότητες και συνεχίζουν την σχέση, κάνοντας τάχα πως δεν υπάρχει θέμα...
Μετά μισούνται και βολεύονται, βολεύονται και μισούνται
Η σχέση σε καλεί να είσαι σε εγρήγορση... μα μόνο αν υπάρχει αληθινή Αγάπη θα το κάνει κανείς , γιατί ποτέ δεν αφήνεις να πεθάνει κάτι που αγαπάς πολύ…
Όταν θέλεις να σπουδάσεις μια τέχνη, μαθαίνεις τα πάντα γύρω από αυτήν…
Μα και ο Έρωτας είναι μια Τέχνη, ένα μυστικιστικό μονοπάτι για δύο, που δεν το παίρνεις από σύμπτωση, ούτε μοιραία… Το παίρνεις με εκείνη την διάθεση να μάθεις εσένα και έναν άλλον άνθρωπο, βαθύτερα από το βαθιά… Όπως ακριβώς οφείλαμε να κάνουμε και με την Ζωή…
Ποιος ασχολείται όμως με το να γνωρίσει τον Εαυτό του, για να έχει την χαρούμενη διάθεση να γνωρίσει και έναν άλλον άνθρωπο?
Όσα δείχνουν η εικόνα και οι προσδοκίες μας… Μέχρι εκεί φτάνει το ενδιαφέρον μας…
Λογικό είναι τότε να ξεγελιόμαστε… Όχι από τον Έρωτα, αλλά από την εικόνα και τις προσδοκίες μας…
Πριν πούμε ότι ο Έρωτας είναι μια βασανιστική κατάσταση που σπάνια πετυχαίνει, καλύτερα είναι να είμαστε ειλικρινείς και να εκθέσουμε τις προσδοκίες μας και εκείνη την ελάχιστη διάθεση που έχουμε να αντιληφθούμε το βάθος, γκρεμίζοντας την εικόνα που έχουμε για τον Εαυτό μας και έναν άλλον άνθρωπο…
Στην Ψυχή μας είναι τα μαργαριτάρια… Μας χωρίζει από αυτήν ένα χάος ασυνείδητων συναισθημάτων και προσδοκιών… Και ενώ εκείνη είναι ελεύθερη και όμορφη, ότι ξέρουμε για τον Εαυτό μας είναι δεσμευμένο, εξαρτημένο και φτωχό…
Σε μια σχέση δεν πολεμάω εγώ με έναν άλλον άνθρωπο, κι ας φαίνεται έτσι… Πολεμάω εγώ με την εικόνα μου και τις προσδοκίες μου… Καμιά φορά τόσο λυσσαλέα, που ενώ πεθαίνω από τούτη την μάχη, σέρνομαι για να εξοντώσω και τον άλλον…
Στον Καύκασο, όπως ξέρουμε, ο Ηρακλής διασώζει τον Προμηθέα από την τριαντάχρονη σαρκοβόρα δράση του αετού. Αυτός όμως με θαυμαστό τρόπο εισέρχεται στο σώμα του Ηρακλή, καθιστώντας τον διάδοχο της φιλάνθρωπης αποστολής του. Παρούσα σ' αυτή τη συγχώνευση και η Θεά Αθηνά, που προσκαλεί τον Ηρακλή να ζήσουν μαζί στον ουρανό.
Αθηνά: “Πάμε μαζί στον ουρανό, καλέ μου!”
Ηρακλής: “Ποιον ουρανό, Αθηνά μου αγαπημένη; Γιόμωσε ο μπλάβος ουρανός με χώμα,
το χώμα γίνηκε ουρανός, σκορπίστηκε η καταχνιά και βλέπουμε πως είναι το στήθος μας το μέγα Ολυμποβούνι.
Για το στερνό, Αθηνά, κινώ τον άθλο, που μου μπιστεύτη ο πρόγονος αντάρτης: με το Θεό τον άνθρωπο να σμίξω, όχι στον ουρανό, στη γης ετούτη' και να κοιτώ κατάματα τη Μοίρα, το σκοτεινό γκρεμό, χωρίς να τρέμω' να τον κοιτώ, να τον κοιτώ, ν' αυξαίνει υπερήφανη, όλο πείσμα, η δύναμή μου!
Τέτοιο βαρύ το νέο μπροστά μου χρέος.
Συμπάθα με, θεά, το χέρι απλώνω κι από τον ώμο τον δεξό σε αρπάζω' εδώ στη γης μαζί μου πια θα μείνεις, γυναίκα μου, συντρόφισσα, κυρά μου, με το κρυφό σου τ' όνομα Αρμονία!
Αυτή η συνομιλία Θεού κι ανθρώπου, αποκαλυπτική των προθέσεων του καθενός, είναι έμπνευση καζαντζακική. Την αγάπη ανάμεσα στους συνομιλητές δηλώνουν οι προφωνήσεις: “καλέ μου”, “Αθηνά μου αγαπημένη”.
Ο συγγραφέας που αγαπά το Θεό, που τον θέλει συνομιλητή του, για να διαπραγματεύεται μαζί του, στο παραπάνω απόσπασμα οριοθετεί και τη θεϊκή κατοικία. Ο Ουρανός είναι πια στη ΓΗ, τα δυο στοιχεία ενώνονται στα σπλάχνα του ανθρώπου, απ΄όπου και ξεκινούν οι άθλοι στη ζωή, σύμφωνα με την προγονική παρακαταθήκη στον απόγονο.
Η αλυσίδα των αγώνων είναι αδιάσπαστη, το μέγα Ολυμποβούνι ορθώνεται περήφανα στο στέρνο του ανθρώπου, φανερά σεμνυνόμενο για το συγκερασμό τη θείας κι ανθρώπινης φύσης. Όποιος δε βλέπει, δεν διαισθάνεται τον “όγκο” τούτο μέσα του, πάνω, στα ΨΗΛΑ, εις μάτην θα τον ψάχνει! Στη σμίξη Θεού κι ανθρώπου, στην ευθεία ενατένιση της Μοίρας ο γκρεμός της ζωής γεμίζει φως, η ψυχή πείσμα και περηφάνεια, το σώμα δύναμη και η ζωή, όπου κι ο Θεός, απαχθείς(από τον ώμο το δεξό σε αρπάζω), συμπράττει, αποκτά ΑΡΜΟΝΙΑ.
Φίλοι μου, αν πω κι άλλα, φοβάμαι πως θα “βεβηλώσω”, αν δεν το έκανα ήδη, όσα ήθελε να πει για τον αγωνιζόμενο άνθρωπο ο Ν. Καζαντζάκης. Ξαναδιαβάστε τις σκέψεις του, καταδυθείτε στα λαγαρά νερά τους και στην ανάδυση, είναι βέβαιο,
Μια φορά κι έναν καιρό, ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, ο πετροπαιχνιδιάτορας κι ο Αίολος ο κύριος κι αφέντης των ανέμων είχαν στήσει τρικούβερτο καυγά για το ποιός ήταν πρώτος και καλύτερος!
-Εγώ είμαι ο δυνατότερος, σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Αίολος.
-Όχι αγαπητέ μου Αίολε, ο πιο δυνατός είμαι εγώ, χωρίς εμένα όλοι σου οι γιοι κι οι κόρες δεν θα μπορούσαν να σε υπηρετήσουν, αντέτεινε ο Ήλιος, που λίγο ακόμα και θα έχανε την ψυχραιμία του με τον ανάγωγο Αίολο.
Εκεἰ λοιπόν που καυγάδιζαν του καλού καιρού για την πρωτιά, να σου κι εμφανίζεται από βάθος της δημοσιάς ένας μοναχικός διαβάτης τυλιγμένος στο βαρύ χειμωνιάτικο πανωφόρι του.
-Ορίστε, να μια καλή ευκαιρία να μετρηθούμε Ήλιε μου αγαπητέ, πρότεινε ο Αίολος. Βλέπεις εκείνον τον οδοιπόρο που πλησιάζει προς τα δω.Όποιος από τους δυο μας καταφέρει να τον κάνει να βγάλει το μανδύα του θα είναι και ο πιο δυνατός! Δε μπορεί παρά να συμφωνείς, Ήλιε, Ηλιάτορα.
-Συμφωνώ, δέχτηκε ο Ήλιος το στοίχημα. Βάλε μπροστά να δούμε τι αξίζεις, πρότεινε στο Αίολο. Ο Αίολος κάλεσε το γιο του το Βαρδάρη.
Σε όσους γνωρίζουν αυτά τα θέματα, ξέρουν πολύ καλά ότι ο Βαρδάρης, όταν πιάσει δουλειά δε χαρίζει κάστανα. Τρέχει αδελφωμένα με το μεγάλο μας ποτάμι, τον Αξιό, χιλιάδες χιλιόμετρα, διασχίζοντας βουνά και κάμπους φτάνοντας τελικά στην όμορφη Θεσσαλονίκη μας. Επιτίθεται στα δέντρα, στα σπίτια, στους ανθρώπους με λύσσα άγνωστη σ’ εκείνους που δεν έχουν κάνει τη γνωριμία του.
Ε, λοιπόν, μ’ αυτή τη λύσσα κι ακόμα περισσότερη, για να ευχαριστήσει τον πατέρα του τον Αίολο, όρμησε ο Βαρδάρης πάνω στον ανυποψίαστο παροδίτη.
-Μανούλα μου τι παλιόκαιρος, μουρμούρισε ο άμοιρος διαβάτης, χάνοντας το βηματισμό του από το παγωμένο πνεύμα του Βαρδάρη και βιάστηκε να τυλιχθεί το πανωφόρι του όσο πιο σφιχτά μπορούσε.
Γύρω του, η μανιασμένη ορμή του ανέμου έκανε τις πέτρες να κυλάνε και τα πιο γέρικα κλαδιά των δέντρων να σπάνε με πάταγο, κάνοντας τον οδοιπόρο να σφίγγει τα χέρια του τρέμοντας γύρω από το χοντρό του πανωφόρι και να κουρνιάσει πίσω από τον κορμό μιας θεόρατης οξιάς, περιμένοντας να περάσει το κακό.
Πέρασε αρκετή ώρα έτσι μέχρι που ο Αίολος κατάλαβε ότι έχανε τη μάχη και ζήτησε από το γιο του να πάει από κει που ήρθε. Ο Βαρδάρης αποχώρησε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί.
-Σειρά σου, Ήλιε μου, πρότεινε μουτρωμένος ο Αίολος.
Τότε ο Ήλιος χωρίς κουβέντα χαμογέλασε κι ολόκληρη η πλάση βουτήχτηκε μέσα στις ζεστές αχτίδες του χαμόγελού του. Ο σαστισμένος οδοιπόρος, χωρίς αργοπορία ξαναπήρε το δρόμο του. Μέσα στη ζέστη που αναδίνανε οι πέτρες του ανηφορικού μονοπατιού, γρήγορα χοντρές σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να κυλάνε στο μέτωπό του.
Χωρίς πολλή σκέψη, ο διαβάτης ξεκούμπωσε το πανωφόρι του και βγάζοντάς το, το τακτοποίησε κάτω από τη μια του μασχάλη συνεχίζοντας αμέριμνος το δρόμο του.
-Κέρδισες, Ήλιε μου Ηλιάτορα και πετροπαιχνιδιάτορα, παραδέχτηκε ο Αίολος. Πήρα το μάθημά μου. Τώρα καταλαβαίνω ότι με την μειλιχιότητα ενός χαμόγελου και την ευγένεια, μπορείς να καταφέρεις πολύ περισσότερα πράγματα απ΄ ό,τι με τη βουή και την αντάρα.
Η Επιστολή του Αλχημιστή από τον Carlos Stevens είναι ένα όμορφο βίντεο animation για την επιστολή ενός πατέρα προς το γιο του.
Πρόκειται για ένα βίντεο φαντασίας, αρκετά συγκινητικό με εκπληκτικά γραφικά.
Η ιστορία εξελίσσεται μέσα από μια μηχανή που μετατρέπει τις αναμνήσεις σε χρυσό, ενώ υπέροχοι μικροί κόσμοι ξεπροβάλλουν μέσα από τους πιο δημιουργικούς τρόπους.
Δείτε το βίντεο:
Το δάσος του Αμαζόνιου είναι ένα τεράστια οικοσύστημα που αποτελεί τόπο κατοικίας για διάφορα πλάσματα του ζωικού βασιλείου.
Στον «πνεύμονα της Γης» όμως δεν ζουν μόνο πλάσματα της ξηράς, αλλά και πλήθος ζώων που βρίσκουν καταφύγιο στον Αμαζόνιο ποταμό.
Το μεγαλύτερο ποτάμι στον κόσμο, μπορεί να συναντήσει κανείς ζώα άκρως τρομακτικά, αλλά και άκρως ενδιαφέροντα. Και αν το μυαλό πάει πρώτα στα περίφημα ανακόντα, γελιέστε.
Μια ματιά στη λίστα που ακολουθεί θα σας πείσει ότι στον ποταμό Αμαζόνιο βρίσκονται ακόμη πιο τρομακτικά πλάσματα…
Αραπαΐμα
Πρόκειται για το μεγαλύτερο ψάρι γλυκών υδάτων της φύσης, καθώς μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 4,5 μέτρα (συνηθέστερα βέβαια είναι λίγο πάνω από 2 μέτρα) και σε βάρος τα 100 κιλά.
Είναι σαρκοφάγο και συναντάται στον Αμαζόνιο και τις γύρω λίμνες, ενώ τα εξαιρετικά ισχυρά του λέπια, το προστατεύουν από τα πιράνχας.
Το Αραπαΐμα ζει κοντά στην επιφάνεια, καθώς χρειάζεται να αναπνεύσει για να λάβει περισσότερο οξυγόνο από αυτό που του χαρίζουν τα βράγχιά του. Αξιοσημείωτο είναι ότι το συγκεκριμένο πλάσματα έχει προικιστεί με γλώσσα εξοπλισμένη… με δόντια!
Γιγαντιαία βίδρα
Η γιγαντιαία βίδρα είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της οικογένειας της νυφίτσας, με τα ενήλικα αρσενικά του είδους να φτάνουν σε μήκος μέχρι και τα 2 μέτρα από το κεφάλι ως την ουρά.
Τρέφονται κυρίως με ψάρια και καβούρια, τα οποία κυνηγούν οικογενειακά και κάθε μέρα μπορούν να καταναλώσουν μέχρι και 4 κιλά τροφής.
Το γλυκό τους πρόσωπο ίσως ξεγελά, αλλά οι γιγαντιαίες βίδρες έχουν εντοπιστεί να σκοτώνουν και να τρώνε ολόκληρο ανακόντα, ενώ μια οικογένεια έχει θεαθεί να καταβροχθίζει ένα καϊμάν 1,5 μέτρων, μέσα σε 45 δεύτερα.
Και μπορεί ο πληθυσμός τους να βαίνει διαρκώς μειούμενος, ωστόσο το είδος εξακολουθεί να διατηρεί το παρατσούκλι «λύκος του ποταμιού».
Πράσινο ανακόντα
Το μεγαλύτερο φίδι στον κόσμο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις! Τεχνικά μπορεί να μην το μακρύτερο (αφού ένα είδος πύθωνα το ξεπερνά), όμως τα πράσινα ανακόντα είναι με διαφορά τα πιο βαριά: τα θηλυκά που είναι μεγαλύτερα των αρσενικών, μπορούν να φτάσουν τα 259 κιλά, τα 9 μέτρα σε μήκος και τα 30 εκατοστά σε διάμετρο!
Αν και δεν είναι δηλητηριώδη, η τεράστια μυϊκή δύναμή τους αρκεί για να συνθλίψουν τα θύματά τους, στα οποία περιλαμβάνονται ελάφια, καϊμάν ακόμη και τζάγκουαρ.
Προτιμούν τα ρηχά νερά, ώστε να γλιστρούν ύπουλα πάνω στη λεία τους, ενώ ζουν κυρίως στους παραποτάμους του Αμαζόνιου.
Καντιρού
Ο Αμαζόνιος δεν διαθέτει μόνο μεγαλόσωμα τρομακτικά ζώα, καθώς και μικροσκοπικοί κάτοικοι του ποταμού μπορούν να γίνουν άκρως επικίνδυνοι. Για παράδειγμα το καντιρού ή αλλιώς ψάρι-βαμπίρ, που κάνει τα πιράνχας να μοιάζουν άκακα ψαράκια!
Πρόκειται για ένα μικρό, παρασιτικό λυκόψαρο το οποίο μπαίνει στο σώμα ανθρώπων οι οποίοι θα κάνουν το λάθος να ουρήσουν μέσα στο ποτάμι, με τη βοήθεια των αγκαθιών στην πλάτη του.
Παρόλο που τα καταγεγραμμένα περιστατικά σπανίζουν και υπάρχουν διαφωνίες για το κατά πόσο ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, υπάρχει τουλάχιστον μία περίπτωση ενός άντρας που αναγκάστηκε να αφαιρέσει χειρουργικά ένα καντιρού από την ουρήθρα του και το οποίο μάλιστα επιχείρησε να φτάσει μέχρι τους όρχεις!
Ωστόσο, τα καντιρού συνήθως προσκολλούνται με τα αγκάθια τους στα βράγχια των μεγάλων ψαριών και τρέφονται με το αίμα του ξενιστή.
Ταυροκαρχαρίας
Παρόλο που προτιμούν κυρίως το αλμυρό νερό, οι ταυροκαρχαρίες φαίνεται πως αισθάνονται άνετα και στο γλυκό νερό, καθώς έχουν εντοπιστεί στον Αμαζόνιο μέχρι και το Ικίτος του Περού, περίπου 4.000 χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα. Διαθέτουν ειδικά νεφρά που τους επιτρέπουν να αντιλαμβάνονται τις αλλαγές στην αλμυρότητα του νερού και να προσαρμόζονται αναλόγως.
Φτάνουν σε μήκος τα 3,3 μέτρα, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που σε βάρος έφτασαν τα 312 κιλά.
Όπως οι περισσότεροι καρχαρίες, διαθέτουν αρκετές σειρές αιχμηρών, τριγωνικών δοντιών και πανίσχυρα σαγόνια. Είναι σύνηθες να δαγκώνουν ανθρώπους, καθώς τα περιστατικά επιθέσεων είναι συχνά.
Πακού
Το ψάρι πακού αποτελεί το φόβο και τον τρόμο τον ανδρών, καθώς είναι διάσημο για την προτίμησή του… στα ανδρικά γεννητικά όργανα! Τα δόντια του είναι ιδιαίτερα κοφτερά και θυμίζουν μάλιστα ανθρώπου.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα πλάσματα της λίστας, το πακού είναι παμφάγο καθώς τρέφεται κυρίως με φρούτα και καρπούς.
Ωστόσο, δεν περιορίζεται εκεί, αφού υπάρχουν περιστατικά με άντρες κολυμβητές οι οποία ένιωσαν τα δόντια του ψαριού στα γεννητικά τους όργανα, ενώ κάτοικοι της Παπούα Νέα Γουινέα έχουν βρει το θάνατο μετά από τέτοια επίθεση.
Ηλεκτροφόρο χέλι
Τα ηλεκτροφόρα χέλια σχετίζονται περισσότερο με τα λυκόψαρα, παρά με τα κοινά χέλια. Μπορούν να φτάσουν σε μήκος τα 2,5 μέτρα και μπορούν να προκαλέσουν ηλεκτρικές εκκενώσεις από εδικά κύτταρα, που φτάνουν μέχρι τα 600 βολτ, αρκετά για να κάνουν ένα άλογο να πέσει κάτω!
Παρόλο που μια εκκένωση δεν είναι αρκετή για να σκοτώσει έναν υγιή άνθρωπο, αν δεχτεί περισσότερα, μπορεί να πάθει καρδιακή προσβολή ή αναπνευστική ανεπάρκεια, ενώ δεν αποκλείεται να παραλύσει και να πνιγεί μετά από επίθεση. Πολλές από τις εξαφανίσεις ανθρώπων στην περιοχή έχουν αποδοθεί σε επιθέσεις χελιών.
Τα σαρκοφάγα χέλια τρέφονται κυρίως με ψάρια, αμφίβια, πουλιά και μικρά θηλαστικά.
Πιράνχας
Τα πιράνχας με την κοκκινωπή κοιλιά είναι ίσως ο πιο διάσημος κίνδυνος του Αμαζόνιου, έχοντας αποτελέσει έμπνευση για πολυάριθμες χολιγουντιανές ταινίες. Ξεπερνούν σε μήκος τα 30 εκατοστά, ενώ κολυμπούν σε μεγάλες ομάδες.
Όπως όλα τα πιράνχας, το συγκεκριμένο είδος διαθέτει εξαιρετικά αιχμηρά δόντια, μια σειρά σε κάθε σαγόνι. Τα δόντια τους συμπλέκονται μεταξύ τους, κάνοντάς τα ιδανικά για να ξεσκίσουν κυριολεκτικά τη σάρκα της λείας τους.
Η τρομακτική φήμη που συνοδεύει τα πιράνχας προέρχεται κυρίως από περιστατικά κατασπάραξης θυμάτων, όπου ομάδες ψαριών συγκεντρώνονται και σε ελάχιστα λεπτά διαλύουν τη σάρκα της λείας τους, αφήνοντας μόνο τα οστά. Ωστόσο, οι επιθέσεις αυτές είναι σπάνιες και είναι αποτέλεσμα πείνας ή πρόκλησης του θύματος.
Παγιάρα – Ψάρι-βαμπίρ
Κάθε πλάσμα που φέρει το προσωνύμιο «βαμπίρ» είναι φυσικό να προκαλεί τρόμο και το ψάρι παγιάρα δεν ξεφεύγει από τον κανόνα. Τα εξαιρετικά άγρια αρπακτικά μπορούν άνετα να καταβροχθίσουν ένα ψάρι στο μισό μέγεθος από τα ίδια. Φτάνουν σε μήκος τα 1,2 μέτρα και συνηθίζουν να καταναλώνουν πιράνχας.
Το προσωνύμιο «βαμπίρ» τους έχει δοθεί από τους δύο χαυλιόδοντες που εξέχουν από το κάτω σαγόνι τους, οι οποίοι μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 15 εκατοστά και τους χρησιμοποιούν για να «παλουκώσουν» τη λεία τους.
Οι κυνόδοντές τους είναι τόσο μεγάλοι, που τα παγιάρα διαθέτουν ειδικές τρύπες στην άνω γνάθο, ώστε να μην αυτοτραυματιστούν.
Μαύρο καϊμάν
Ο εξαιρετικά ισχυρός αυτός αλιγάτορας μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 6 μέτρα, ενώ το κεφάλι του είναι μεγαλύτερο από αυτό των κροκοδείλων του Νείλου.
Το μαύρο καϊμάν βρίσκεται στην κορυφή των αρπακτικών του Αμαζόνιου, όντας ο «βασιλιάς» του ποταμιού, καθώς μπορεί να φάει σχεδόν τα πάντα συμπεριλαμβανομένων πιράνχας, μαϊμούδων, ελαφιών και ανακόντα.
Όπως είναι φυσικό, οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση για τα δόντια του καϊμάν. Το 2010, ο βιολόγος Deise Nishimura δέχτηκε επίθεση από ένα τέτοιο ζώο. Κατάφερε να ξεφύγει, χάνοντας όμως το ένα του πόδι.