TOTUM GRAECORUM EST...! (= Όλα είναι Ελληνικά, όλα προέρχονται από τους Έλληνες) -Μάρκος Τύλλιος Κικέρων
Ο όρος Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο κατά την περίοδο της αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στις περιοχές του σημερινού σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά την ευρύτερη περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν στους αρχαίους χρόνους ελληνικοί πληθυσμοί, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου, της Ιωνίας, της Μεγάλης Ελλάδας και των ελληνικών εγκαταστάσεων στις ακτές της Μεσογείου, και του Εύξεινου Πόντου.
Η πληθυσμιακή πίεση στην ηπειρωτική Ελλάδα, οδήγησε τα ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας σε μετανάστευση στα νησιά και την αντίπερα ακτή του Αιγαίου.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από έντονες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των πόλεων, οι οποίες, στην Αθήνα κατέληξαν στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.
Με μονάδα οργάνωσης την “πόλιν”, οργανώθηκε η ίδρυση αποικιών στις ακτές της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου από περίπου το 750 έως το 550.
Πιθανώς η έννοια της λέξης “πόλη” να μας φαίνεται ξεκάθαρη, αλλά δεν μπορούμε να δώσουμε ένα μοναδικό και με ακρίβεια διατυπωμένο ορισμό της.
Τούτο γιατί τα οικονομικά, θρησκευτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά κριτήρια της συνύπαρξης των ανθρώπων δεν είναι πάντα ίδια.
Ωστόσο, είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε μια συμφωνία για ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της.
Αρχικά η “πόλη” είναι ένας μόνιμος οικισμός, αντίθετα από τους προσωρινούς οικισμούς, οι οποίοι δημιουργούνται για οικονομικούς και άλλους λόγους.
Ένα δεύτερο στοιχείο της πόλης είναι η εξωτερική της όψη.
Το αστικό τοπίο ορίζεται σε κάθε περιοχή από τις διαφορές του σε σχέση με το τοπίο της υπαίθρου. Μπορεί να είναι η πολεοδομική οργάνωση ή η ύπαρξη ενός ναού και οχυρώσεων.
Ένα τρίτο και καθοριστικό στοιχείο είναι η συγκέντρωση πληθυσμού ανά μονάδα οικοδομημένης επιφάνειας.
Τέταρτο στοιχείο είναι ο ορισμός της πόλης από τις εξειδικευμένες αστικές δραστηριότητες, εκείνες οι οποίες θεωρούνται μη-γεωργικές.
Εδώ χρειάζεται προσοχή, γιατί η πόλη είναι άμεσα εξαρτώμενη από το ιδιοκτησιακό της καθεστώς σε σχέση με τις περιβάλλουσες εκτάσεις της υπαίθρου.
Στατιστικά αναφέρεται πως χρειάζονταν πάνω από δέκα αγρότες, για να μπορεί να επιβιώνει ένα άτομο στην πόλη κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, πόσο μάλλον σε αρχαιότερες περιόδους της ιστορίας.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να πούμε πως η πόλη στην αρχαιότητα είναι ένας οικισμός μόνιμου χαρακτήρα με αρκετό μέγεθος, δομημένος έτσι ώστε να εξυπηρετεί τη συλλογική ζωή.
Μέρος του πληθυσμού της -μεγάλο ή μικρό- είναι δυνατόν να συνδέεται με γεωργικές δραστηριότητες, ενώ η μελέτη της χρειάζεται τυποποιημένα πρότυπα αναφοράς.
Αυτά τα τυποποιημένα πρότυπα είναι η θέση και η τοποθεσία, οι φάσεις της ανάπτυξής της, οι λειτουργίες και η πολεοδομία της, τα ιερά της, ο πληθυσμός της, ο ρόλος της στην ευρύτερη περιφέρεια, η πολιτική και οικονομική της οντότητα, καθώς και ο ρόλος της ως μητρόπολη σε ορισμένες περιπτώσεις.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο η λέξη πόλις ήταν κατά το μάλλον ή ήττον μια ειδική έννοια που αντιπροσώπευε την αστική περιοχή σε αντιπαραβολή με τη χώρα, που αντιπροσώπευε την ύπαιθρο.
Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η πολιτική της οντότητα, ακόμη και αν δεν ήταν κατάλληλη να θεωρείται πόλη, εξαιτίας του πολεοδομικού της σχεδιασμού ή της έλλειψης δημοσίων κτηρίων.
Ο Θουκυδίδης μεταχειρίζεται τον όρο πόλις και για την ανοχύρωτη ομάδα κωμών και για την οχυρωμένη πόλη.
Η γενική χρήση της λέξης δείχνει μια αδιάσπαστη εξέλιξη από την πρωτόγονη αγροτική κοινότητα ως πρωτοαστικό κέντρο στο άστυ.
Η παράμετρος της πολιτικής οντότητας αναδεικνύει το ρόλο της επιρροής της πόλης στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της περιφέρειας.
Στις αρχές του 5ου αιώνα, ένας συνασπισμός (συμμαχία) ελληνικών πόλεων απέκρουσε την επίθεση της Περσικής αυτοκρατορίας.
Μετά τη λήξη των πολέμων, την ηγεμονία της συμμαχίας ανέλαβε η Αθήνα, που αναδείχθηκε σε πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου και οδηγήθηκε σε σύγκρουση με την άλλη μεγάλη ελληνική δύναμη, τη Σπάρτη.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έληξε το 404 π.χ. με ήττα της Αθήνας και των συμμάχων της. Οί εξασθενημένες από τους συνεχείς μεταξύ τους πολέμους κατά τον 4ο αιώνα, ελληνικές πόλεις, υποτάθηκαν στην ανερχόμενη ισχύ του μακεδονικού βασιλείου.
Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος οδήγησε τους Έλληνες σε μία επιτυχή εκστρατεία κατάλυσης της Περσικής Αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.χ., οι διάδοχοί του διαμοίρασαν την αυτοκρατορία του σε διάφορα βασίλεια.
Ο ελληνικός πολιτισμός γνώρισε μεγάλη διάδοση στα εδάφη των βασιλείων αυτών και, μετά την κατάκτησή τους από τη Ρώμη, σε πολλές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Στους νεώτερους χρόνους, ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων άσκησε σημαντική
επίδραση στη γλώσσα, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες,
ιδίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη και κατά τις
κλασικιστικές περιόδους το 18ο και 19ο αιώνα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και η
ρωμαϊκή εκδοχή του αποτελεί το θεμέλιο λίθο του νεώτερου δυτικού
πολιτισμού.
Ο δυτικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός των δυτικών χωρών της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Η βάση του δυτικού πολιτισμού υπήρξε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός κατά γενικήν ομολογίαν, μέχρι εκεί όμως έμενε η “ομολογία”.
Ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στην Ανατολή κατά την περίοδο των κατακτήσεων του Μ.Αλέξανδρου.
Ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στη Δύση χάρη στη Ρωμαϊκή και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Ρωμαίοι επηρεάστηκαν από τον ελληνικό πολιτισμό και αντέγραψαν έργα γνωστών Eλλήνων φιλόσοφων (Σωκράτης), πολιτικών (Περικλής) και στρατιωτικών (Μέγας Αλέξανδρος). Αργότερα ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στο Βυζάντιο (που ήταν κυρίως ελληνικό κράτος). Αξίζει να σημειωθεί πως το Βυζάντιο είχε πραγματοποιήσει αρκετές κατακτήσεις και τον εκχριστιανισμό των λαών του Δούναβη (Βούλγαροι και Σλάβοι). Στη Δύση ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε και μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Στίς 11.5.1997 η τότε κυβέρνηση του κ. Κ. Σημίτη, με πρωτοβουλία του υπουργού Τύπου της κ. Δημήτρη Ρέππα, ανέθεσε σε μεγάλες εταιρείες δημοσκοπήσεων στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στη Γαλλία και στη Γερμανία έρευνα με στόχο να μάθουμε «από πρώτο χέρι» τις απόψεις οι οποίες διαμορφώνονται εκείνη την χρονική περίοδο, στις χώρες αυτές, για την Ελλάδα και τους Ελληνες.
Τα πρώτα ξένα, ευρωπαϊκά, “μάτια” τα οποία κατέγραψαν την ελληνική εικόνα είναι τα ρωμαϊκά. Οι ουσιαστικές επαφές της Ρώμης με την Ελλάδα αρχίζουν μέσα στον δεύτερο προχριστιανικό αιώνα.
Είναι η περίοδος της “ελληνιστικής οικουμένης”, όταν η κυρίως Ελλάδα, στρατιωτικά καθυποταγμένη στη Ρώμη, αποτελεί εν τούτοις γλωσσική και πολιτισμική υπερδύναμη.
Ετσι, οι Ρωμαίοι, ενώ εορτάζουν τον στρατιωτικό και πολιτικό θρίαμβό τους, ομολογούν την πολιτισμική αιχμαλωσία τους.
Γράφει ο Κικέρων στον αδελφό του:
«…Πρόσεχε ωστόσο, να μην αναπτύσσεις μεγάλες οικειότητες με τους Ελληνες, εκτός ελαχίστων οι οποίοι είναι άξιοι των προγόνων τους, …… στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αναξιόπιστοι και επιπόλαιοι και έχουν μάθει, λόγω της μακροχρόνιας υποτέλειάς τους, να φέρονται με εξαιρετική δουλοπρέπεια».
Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (γνωστός και απλά ως Κικέρων, στα λατινικά Marcus Tullius Cicero, (3 Ιανουαρίου 106 π.Χ. – 7 Δεκεμβρίου 43 π.Χ.) ήταν ρήτορας και πολιτικός που έζησε στα τέλη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.
Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες και συγγραφείς στη λατινική γλώσσα, εκφραστής της λατινικής κουλτούρας.
Το ρωμαϊκό κωμικό θέατρο του δεύτερου π.Χ. αιώνα επιμένει ότι η “απάτη” είναι ο επιούσιος άρτος του ελληνικού ιδιωτικού βίου και διακρίνει δύο βασικές κατηγορίες Ελλήνων: τους εξαπατώντες και τους εξαπατωμένους.
Αν οι συμβάσεις της κωμωδίας επιβάλλουν την “καρικατούρα” και την “υπερβολή”, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι αυτή η άποψη για το ελληνικό γένος μνημειώνεται και στο εθνικό έπος των Ρωμαίων, την «Αινειάδα» του Βιργιλίου.
Η αλήθεια είναι ότι από τα μέσα περίπου του δεύτερου π.Χ. Αιώνα, η Ρώμη δέχεται μαζική εισροή ανθρώπων από την Ελλάδα και την ελληνόφωνη Ανατολή.
Πολλοί από αυτούς κινούνται τυχοδιωκτικά στις παρυφές της κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής, μόνο που στην περίπτωση αυτών των μεταναστών το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ανεργία όσο η ελληνικού τύπου πανουργία.
Ο σατιρικός Γιουβενάλης, δεν ήταν ο πρώτος και δεν έμελλε να είναι ο τελευταίος αντισημίτης στην Ευρώπη, είχε πρόβλημα και με τους «Γραικύλους», οι οποίοι ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί.
Γι` αυτόν, και για πολλούς άλλους Ρωμαίους, οι Ελληνες δεν φέρονταν σαν απατεώνες αλλά οι απατεώνες φέρονταν ώς Ελληνες.
Οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν αρχικά ιθαγενή «ντόλτσε βίτα». Η βιομηχανία του θεάματος και των «σόου μπίζνες», τα κυκλώματα των «κολ γκερλ», τα «ρέιβ πάρτι» και τα όμοια ήσαν ελληνικής εισαγωγής. Το συνολικό φάσμα της ηδυπάθειας συνδέθηκε με το ελληνικό όνομα και την ελληνική πρακτική. Οι πρώτοι ρωμαίοι γλεντζέδες βγήκαν από ελληνικά σεμινάρια και το ρήμα «ασωτεύω» στα λατινικά παράγεται από το Graecus.
Για άλλη μια φορά οι Ελληνες δεν είναι σαν τους ηδονοθήρες αλλά οι ηδονοθήρες είναι σαν τους Ελληνες.
Γενικά, οι Ρωμαίοι, ενώ αναγνωρίζουν τη διανοητική ευστροφία, την καλλιτεχνική ευρηματικότητα, το στοχαστικό βάθος και την υψηλή αντίληψη αισθητικής των Ελλήνων, κατά κανόνα αμφισβητούν την κοινωνική ευσυνειδησία τους, την πολιτική φρόνησή τους και την ηθική σοβαρότητά τους.
Η Ευρώπη διέθετε, τηρουμένων των αναλογιών, και Μπάυρον και Κάνινγκ και Φάλμεραϊερ και Μέτερνιχ, προκειμένου να εδραιώσει τη δική της τάξη πραγμάτων και την Pax Romana, ξόδευε όμως ελεγχόμενες ποσότητες καλής διάθεσης απέναντι στην «ένδοξη Ελλάδα, ως κοιτίδα του πολιτισμού», αλλά συνέχιζε να σχεδιάζει στο Καπιτώλιο τη συνολική στρατηγική της χωρίς συναισθηματισμούς και με “επικερδή” επίγνωση των ελληνικών αδυναμιών.
Το αποτέλεσμα, από την ελληνική πλευρά, ήταν η πικρία, η προγονόπληκτη εσωστρέφεια και, πολύ συχνά, ποικίλες παραλλαγές του μοτίβου «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες εσείς τρώγατε βελανίδια».
Τίποτε δεν είναι τόσο καινούργιο όσο φαίνεται.
Ο όρος Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο κατά την περίοδο της αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στις περιοχές του σημερινού σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά την ευρύτερη περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν στους αρχαίους χρόνους ελληνικοί πληθυσμοί, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου, της Ιωνίας, της Μεγάλης Ελλάδας και των ελληνικών εγκαταστάσεων στις ακτές της Μεσογείου, και του Εύξεινου Πόντου.
Η πληθυσμιακή πίεση στην ηπειρωτική Ελλάδα, οδήγησε τα ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας σε μετανάστευση στα νησιά και την αντίπερα ακτή του Αιγαίου.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από έντονες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των πόλεων, οι οποίες, στην Αθήνα κατέληξαν στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.
Με μονάδα οργάνωσης την “πόλιν”, οργανώθηκε η ίδρυση αποικιών στις ακτές της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου από περίπου το 750 έως το 550.
Πιθανώς η έννοια της λέξης “πόλη” να μας φαίνεται ξεκάθαρη, αλλά δεν μπορούμε να δώσουμε ένα μοναδικό και με ακρίβεια διατυπωμένο ορισμό της.
Τούτο γιατί τα οικονομικά, θρησκευτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά κριτήρια της συνύπαρξης των ανθρώπων δεν είναι πάντα ίδια.
Ωστόσο, είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε μια συμφωνία για ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της.
Αρχικά η “πόλη” είναι ένας μόνιμος οικισμός, αντίθετα από τους προσωρινούς οικισμούς, οι οποίοι δημιουργούνται για οικονομικούς και άλλους λόγους.
Ένα δεύτερο στοιχείο της πόλης είναι η εξωτερική της όψη.
Το αστικό τοπίο ορίζεται σε κάθε περιοχή από τις διαφορές του σε σχέση με το τοπίο της υπαίθρου. Μπορεί να είναι η πολεοδομική οργάνωση ή η ύπαρξη ενός ναού και οχυρώσεων.
Ένα τρίτο και καθοριστικό στοιχείο είναι η συγκέντρωση πληθυσμού ανά μονάδα οικοδομημένης επιφάνειας.
Τέταρτο στοιχείο είναι ο ορισμός της πόλης από τις εξειδικευμένες αστικές δραστηριότητες, εκείνες οι οποίες θεωρούνται μη-γεωργικές.
Εδώ χρειάζεται προσοχή, γιατί η πόλη είναι άμεσα εξαρτώμενη από το ιδιοκτησιακό της καθεστώς σε σχέση με τις περιβάλλουσες εκτάσεις της υπαίθρου.
Στατιστικά αναφέρεται πως χρειάζονταν πάνω από δέκα αγρότες, για να μπορεί να επιβιώνει ένα άτομο στην πόλη κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, πόσο μάλλον σε αρχαιότερες περιόδους της ιστορίας.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να πούμε πως η πόλη στην αρχαιότητα είναι ένας οικισμός μόνιμου χαρακτήρα με αρκετό μέγεθος, δομημένος έτσι ώστε να εξυπηρετεί τη συλλογική ζωή.
Μέρος του πληθυσμού της -μεγάλο ή μικρό- είναι δυνατόν να συνδέεται με γεωργικές δραστηριότητες, ενώ η μελέτη της χρειάζεται τυποποιημένα πρότυπα αναφοράς.
Αυτά τα τυποποιημένα πρότυπα είναι η θέση και η τοποθεσία, οι φάσεις της ανάπτυξής της, οι λειτουργίες και η πολεοδομία της, τα ιερά της, ο πληθυσμός της, ο ρόλος της στην ευρύτερη περιφέρεια, η πολιτική και οικονομική της οντότητα, καθώς και ο ρόλος της ως μητρόπολη σε ορισμένες περιπτώσεις.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο η λέξη πόλις ήταν κατά το μάλλον ή ήττον μια ειδική έννοια που αντιπροσώπευε την αστική περιοχή σε αντιπαραβολή με τη χώρα, που αντιπροσώπευε την ύπαιθρο.
Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η πολιτική της οντότητα, ακόμη και αν δεν ήταν κατάλληλη να θεωρείται πόλη, εξαιτίας του πολεοδομικού της σχεδιασμού ή της έλλειψης δημοσίων κτηρίων.
Ο Θουκυδίδης μεταχειρίζεται τον όρο πόλις και για την ανοχύρωτη ομάδα κωμών και για την οχυρωμένη πόλη.
Η γενική χρήση της λέξης δείχνει μια αδιάσπαστη εξέλιξη από την πρωτόγονη αγροτική κοινότητα ως πρωτοαστικό κέντρο στο άστυ.
Η παράμετρος της πολιτικής οντότητας αναδεικνύει το ρόλο της επιρροής της πόλης στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της περιφέρειας.
Στις αρχές του 5ου αιώνα, ένας συνασπισμός (συμμαχία) ελληνικών πόλεων απέκρουσε την επίθεση της Περσικής αυτοκρατορίας.
Μετά τη λήξη των πολέμων, την ηγεμονία της συμμαχίας ανέλαβε η Αθήνα, που αναδείχθηκε σε πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου και οδηγήθηκε σε σύγκρουση με την άλλη μεγάλη ελληνική δύναμη, τη Σπάρτη.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έληξε το 404 π.χ. με ήττα της Αθήνας και των συμμάχων της. Οί εξασθενημένες από τους συνεχείς μεταξύ τους πολέμους κατά τον 4ο αιώνα, ελληνικές πόλεις, υποτάθηκαν στην ανερχόμενη ισχύ του μακεδονικού βασιλείου.
Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος οδήγησε τους Έλληνες σε μία επιτυχή εκστρατεία κατάλυσης της Περσικής Αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.χ., οι διάδοχοί του διαμοίρασαν την αυτοκρατορία του σε διάφορα βασίλεια.
Ο ελληνικός πολιτισμός γνώρισε μεγάλη διάδοση στα εδάφη των βασιλείων αυτών και, μετά την κατάκτησή τους από τη Ρώμη, σε πολλές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο δυτικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός των δυτικών χωρών της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Η βάση του δυτικού πολιτισμού υπήρξε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός κατά γενικήν ομολογίαν, μέχρι εκεί όμως έμενε η “ομολογία”.
Ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στην Ανατολή κατά την περίοδο των κατακτήσεων του Μ.Αλέξανδρου.
Ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στη Δύση χάρη στη Ρωμαϊκή και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Ρωμαίοι επηρεάστηκαν από τον ελληνικό πολιτισμό και αντέγραψαν έργα γνωστών Eλλήνων φιλόσοφων (Σωκράτης), πολιτικών (Περικλής) και στρατιωτικών (Μέγας Αλέξανδρος). Αργότερα ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στο Βυζάντιο (που ήταν κυρίως ελληνικό κράτος). Αξίζει να σημειωθεί πως το Βυζάντιο είχε πραγματοποιήσει αρκετές κατακτήσεις και τον εκχριστιανισμό των λαών του Δούναβη (Βούλγαροι και Σλάβοι). Στη Δύση ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε και μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Στίς 11.5.1997 η τότε κυβέρνηση του κ. Κ. Σημίτη, με πρωτοβουλία του υπουργού Τύπου της κ. Δημήτρη Ρέππα, ανέθεσε σε μεγάλες εταιρείες δημοσκοπήσεων στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στη Γαλλία και στη Γερμανία έρευνα με στόχο να μάθουμε «από πρώτο χέρι» τις απόψεις οι οποίες διαμορφώνονται εκείνη την χρονική περίοδο, στις χώρες αυτές, για την Ελλάδα και τους Ελληνες.
Τα πρώτα ξένα, ευρωπαϊκά, “μάτια” τα οποία κατέγραψαν την ελληνική εικόνα είναι τα ρωμαϊκά. Οι ουσιαστικές επαφές της Ρώμης με την Ελλάδα αρχίζουν μέσα στον δεύτερο προχριστιανικό αιώνα.
Είναι η περίοδος της “ελληνιστικής οικουμένης”, όταν η κυρίως Ελλάδα, στρατιωτικά καθυποταγμένη στη Ρώμη, αποτελεί εν τούτοις γλωσσική και πολιτισμική υπερδύναμη.
Ετσι, οι Ρωμαίοι, ενώ εορτάζουν τον στρατιωτικό και πολιτικό θρίαμβό τους, ομολογούν την πολιτισμική αιχμαλωσία τους.
Γράφει ο Κικέρων στον αδελφό του:
«…Πρόσεχε ωστόσο, να μην αναπτύσσεις μεγάλες οικειότητες με τους Ελληνες, εκτός ελαχίστων οι οποίοι είναι άξιοι των προγόνων τους, …… στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αναξιόπιστοι και επιπόλαιοι και έχουν μάθει, λόγω της μακροχρόνιας υποτέλειάς τους, να φέρονται με εξαιρετική δουλοπρέπεια».
Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (γνωστός και απλά ως Κικέρων, στα λατινικά Marcus Tullius Cicero, (3 Ιανουαρίου 106 π.Χ. – 7 Δεκεμβρίου 43 π.Χ.) ήταν ρήτορας και πολιτικός που έζησε στα τέλη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.
Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες και συγγραφείς στη λατινική γλώσσα, εκφραστής της λατινικής κουλτούρας.
Το ρωμαϊκό κωμικό θέατρο του δεύτερου π.Χ. αιώνα επιμένει ότι η “απάτη” είναι ο επιούσιος άρτος του ελληνικού ιδιωτικού βίου και διακρίνει δύο βασικές κατηγορίες Ελλήνων: τους εξαπατώντες και τους εξαπατωμένους.
Αν οι συμβάσεις της κωμωδίας επιβάλλουν την “καρικατούρα” και την “υπερβολή”, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι αυτή η άποψη για το ελληνικό γένος μνημειώνεται και στο εθνικό έπος των Ρωμαίων, την «Αινειάδα» του Βιργιλίου.
Η αλήθεια είναι ότι από τα μέσα περίπου του δεύτερου π.Χ. Αιώνα, η Ρώμη δέχεται μαζική εισροή ανθρώπων από την Ελλάδα και την ελληνόφωνη Ανατολή.
Πολλοί από αυτούς κινούνται τυχοδιωκτικά στις παρυφές της κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής, μόνο που στην περίπτωση αυτών των μεταναστών το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ανεργία όσο η ελληνικού τύπου πανουργία.
Ο σατιρικός Γιουβενάλης, δεν ήταν ο πρώτος και δεν έμελλε να είναι ο τελευταίος αντισημίτης στην Ευρώπη, είχε πρόβλημα και με τους «Γραικύλους», οι οποίοι ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί.
Γι` αυτόν, και για πολλούς άλλους Ρωμαίους, οι Ελληνες δεν φέρονταν σαν απατεώνες αλλά οι απατεώνες φέρονταν ώς Ελληνες.
Οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν αρχικά ιθαγενή «ντόλτσε βίτα». Η βιομηχανία του θεάματος και των «σόου μπίζνες», τα κυκλώματα των «κολ γκερλ», τα «ρέιβ πάρτι» και τα όμοια ήσαν ελληνικής εισαγωγής. Το συνολικό φάσμα της ηδυπάθειας συνδέθηκε με το ελληνικό όνομα και την ελληνική πρακτική. Οι πρώτοι ρωμαίοι γλεντζέδες βγήκαν από ελληνικά σεμινάρια και το ρήμα «ασωτεύω» στα λατινικά παράγεται από το Graecus.
Για άλλη μια φορά οι Ελληνες δεν είναι σαν τους ηδονοθήρες αλλά οι ηδονοθήρες είναι σαν τους Ελληνες.
Γενικά, οι Ρωμαίοι, ενώ αναγνωρίζουν τη διανοητική ευστροφία, την καλλιτεχνική ευρηματικότητα, το στοχαστικό βάθος και την υψηλή αντίληψη αισθητικής των Ελλήνων, κατά κανόνα αμφισβητούν την κοινωνική ευσυνειδησία τους, την πολιτική φρόνησή τους και την ηθική σοβαρότητά τους.
Η Ευρώπη διέθετε, τηρουμένων των αναλογιών, και Μπάυρον και Κάνινγκ και Φάλμεραϊερ και Μέτερνιχ, προκειμένου να εδραιώσει τη δική της τάξη πραγμάτων και την Pax Romana, ξόδευε όμως ελεγχόμενες ποσότητες καλής διάθεσης απέναντι στην «ένδοξη Ελλάδα, ως κοιτίδα του πολιτισμού», αλλά συνέχιζε να σχεδιάζει στο Καπιτώλιο τη συνολική στρατηγική της χωρίς συναισθηματισμούς και με “επικερδή” επίγνωση των ελληνικών αδυναμιών.
Το αποτέλεσμα, από την ελληνική πλευρά, ήταν η πικρία, η προγονόπληκτη εσωστρέφεια και, πολύ συχνά, ποικίλες παραλλαγές του μοτίβου «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες εσείς τρώγατε βελανίδια».
Τίποτε δεν είναι τόσο καινούργιο όσο φαίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου