2.4.Β.i. Χορική ποίηση
Ένας ήταν κάθε φορά ο ποιητής, ο συνθέτης και ο χορογράφος των χορικών τραγουδιών, αλλά το έργο του προοριζόταν να παρουσιαστεί από μιαν ομάδα, τον Χορό. Συνοδευτικά μουσικά όργανα για τα χορικά τραγούδια ήταν η λύρα ή/και ο αυλός, και σχεδόν απαραίτητο στοιχείο της παρουσίασης αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε «χορό»: η συνταιριασμένη με τη μουσική περισσότερο ή λιγότερο ζωηρή κίνηση. Ακόμα, συνηθισμένο ήταν μέσα στον Χορό να ξεχωρίζουν σε καθοδηγητικό ρόλο κάποιοι πρωτοτραγουδιστές και πρωτοχορευτές, οι ἔξαρχοι ή χορηγοί.
Τα μέλη του Χορού επιλέγονταν για την καλή τους φωνή και τη χορευτική τους ικανότητα. Δεν ήταν επαγγελματίες αλλά πολίτες (παιδιά, νέοι και νέες, άντρες και γυναίκες) που τη συμμετοχή τους την έβλεπαν ως ευχάριστη και τιμητική κοινωνική λειτουργία. Κοινωνικές ήταν άλλωστε και οι πολλές και ποικίλες εκδηλώσεις που έδιναν την ευκαιρία στους χορικούς ποιητές να συνθέσουν, να διδάξουν και να παρουσιάσουν τα έργα τους· και δεν είναι λάθος να πούμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα χορικά τραγούδια συνδέονταν, άμεσα ή έμμεσα, με τη λατρεία των θεών και των ηρώων.
Η φιλολογική παράδοση ξεχωρίζει, ανάλογα με το περιεχόμενο, τρεις μεγάλες κατηγορίες χορικών τραγουδιών:
(α) Οι ύμνοι ήταν τραγούδια όπου ο Χορός, καμιά φορά και ακίνητος, δοξολογούσε θεούς και ήρωες. Στους ύμνους ανήκουν οι παιάνες (ύμνοι λατρευτικοί του Απόλλωνα), οι διθύραμβοι (ύμνοι λατρευτικοί του Διονύσου), οι γαμήλιοι υμέναιοι κ.ά.
(β) Οι θρήνοι ήταν πένθιμα τραγούδια όπου ο Χορός, με στηθοκοπήματα και άλλες ανάλογες κινήσεις, μοιρολογούσε τους νεκρούς.
(γ) Τα εγκώμια ήταν τραγούδια επαινετικά για ζωντανούς ανθρώπους, π.χ. για τυράννους. Στα εγκώμια ανήκουν και τα επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου) και οι επίνικοι (τραγούδια τιμητικά για τους νικητές των αθλητικών αγώνων).
Παραδοσιακοί είναι και μερικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στα χορικά τραγούδια ανάλογα με τον τρόπο που παρουσιάζονταν:
(α) Παρθένεια χαρακτηρίζονταν τα τραγούδια που τραγουδούσαν οι Χοροί των κοριτσιών.
(β) Προσόδια χαρακτηρίζονταν τα τραγούδια που τραγουδούσε ο Χορός καθώς ως λατρευτική πομπή όδευε, με συνοδεία αυλού, προς τους ναούς.
(γ) Υπορχήματα ονομάζονταν τα τραγούδια που συνοδεύονταν από μιμητικές κινήσεις.
Δεν είναι σύμπτωση ότι η χορική ποίηση πρωτάνθισε στη Σπάρτη. Σε αντίθεση με τις πλουσιότερες και πιο εξελιγμένες ιωνικές και αιολικές περιοχές, όπου τα ταξίδια, το εμπόριο και ο συνακόλουθος πλούτος βοηθούσαν να ξυπνήσει και να αναπτυχτεί η ατομικότητα, η αγροτική Σπάρτη και το σεμνό δωρικό ήθος ευνοούσαν την ομαδική περισσότερο παρά την ατομική έκφραση. Άλλωστε, η Σπάρτη του 7ου π.Χ. αιώνα ήταν διαφορετική από την κατοπινή αυστηρή και στρατοκρατούμενη πόλη,[1] όπου τίποτα καινούργιο ή ξένο δε γινόταν δεκτό: ήταν ακόμα ανοιχτή, με πλούσιες γιορτές, τελετές και μουσικές εκδηλώσεις, με ικανούς τεχνίτες που δούλευαν τα μέταλλα και το ελεφαντόδοντο - πόλη όπου ανθούσαν «η παλληκαριά των νέων, η καλλίφωνη Μούσα και η κοινωνική Δικαιοσύνη, που ευνοεί τα όμορφα έργα» (Τέρπανδρος;)·[2] δεν πρέπει να απορήσουμε, όταν αρκετοί πρωτεργάτες της χορικής ποίησης κατάγονταν από άλλες περιοχές, αλλά για ένα διάστημα έδρασαν προσκαλεσμένοι στη Σπάρτη.
ΑΛΚΜΑΝΑΣ (7ος/6ος π.Χ. αι.)
Πατρίδα του ήταν οι Σάρδεις της Μικρασίας, αλλά η δράση του τοποθετείται στη Σπάρτη. Από τα έργα του σώζονται αρκετά αποσπάσματα, τα μεγαλύτερα από ένα Παρθένειο που προοριζόταν να το τραγουδήσει Χορός από δέκα κορίτσια στη γιορτή μιας θεάς, ίσως της Άρτεμης ή της ωραίας Ελένης, που και αυτή ξέρουμε ότι λατρευόταν στη Σπάρτη.
Ξεκινά με την αφήγηση ενός τοπικού πολεμικού μύθου και προχωρά στη διαπίστωση ότι «υπάρχει εκδίκηση από τους θεούς»· στη συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος του τραγουδιού αφορά τις ίδιες τις κοπέλες του Χορού, που παινούν την ομορφιά της μιας και της άλλης, μιλούν για τα μαλλιά, το ντύσιμο και τα στολίδια τους - όλα γελαστά και καλοσυνάτα, με άνεση, ονομαστικά. Έτσι τυχαίνει να γνωρίζουμε σήμερα δέκα κορίτσια που έζησαν, τραγούδησαν και χόρεψαν στη Σπάρτη τον 7ο/6ο π.Χ. αιώνα: εκτός από την Αγιδώ και την Αγησιχόρα, που φαίνεται να είχαν κάποιον ηγετικό ρόλο, ήταν η Ναννώ, η Αρέτη, η Θυλακίδα, η Κλεησιθήρα, η Ασταφίδα, η Φίλυλλα, η Δημαρέτη και η Ιανθεμίδα.[3]
Σε άλλα αποσπάσματα ο Αλκμάνας περιγράφει με εξαιρετική απλότητα τη φύση, δηλώνει πως γνωρίζει «όλες τις μελωδίες των πουλιών», αλλά δεν κρύβει και πως είναι φαγάς και του αρέσει η … φάβα «ζεστή το μεσοχείμωνο» (απόσπ. 5 P):
Καλό φαγί δε γύρεψε ποτέ του·
σαν τη φτωχολογιά κι αυτός, του φτάνει μόνο
να ᾽χει να τρώει το πιο συνηθισμένο.
Η χορική ποίηση καλλιεργήθηκε και στη Μεγάλη Ελλάδα. Ο Ηρόδοτος διηγείται πώς ο Αρίων από τη Μυτιλήνη, που ζούσε στην αυλή του τυράννου Περίανδρου στην Κόρινθο,[4] επισκέφτηκε τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία, όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στο ταξίδι του γυρισμού οι ναύτες θέλησαν, λέει, να τον σκοτώσουν για να τον κλέψουν· όμως εκείνος στάθηκε στην πρύμνη, τραγούδησε και πήδησε μόνος στη θάλασσα, όπου ένα δελφίνι, μαγεμένο από τη μουσική του, τον πήρε στη ράχη του και τον έβγαλε σώο στο Ταίναρο. Την ίδια πάνω κάτω εποχή, τέλος του 7ου και αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, στην Ιμέρα της Σικελίας, έδρασε ο Στησίχορος και λίγες δεκαετίες αργότερα, στο Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας, ο Ίβυκος.
ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ (7ος/6ος π.Χ. αι.)
Ο Στησίχορος από την Ιμέρα της Σικελίας έζησε σε δωρικό περιβάλλον και έγραψε χορικά τραγούδια. Ωστόσο, τόσο γλωσσικά όσο και θεματικά τα έργα του συγγενεύουν με το έπος. Τα περισσότερα είναι μυθολογικά-αφηγηματικά, με τίτλους όπως: Γηρυονηίς, Νόστοι,Ὀρέστεια, Θηβαΐς, Ἐριφύλη κ.ά. Πιο γνωστά είναι τα έργα του Ἑλένα και Παλινῳδία, καθώς η παράδοση τα συνδέει με ένα συγκεκριμένο του βίωμα. Είχε, λένε, γράψει για την Ελένη πως ακολούθησε τον Πάρη στην Τροία κλπ., αλλά ως θεά η Ελένη θύμωσε και του στέρησε το φως του. Τυφλός και μετανιωμένος ο Στησίχορος έγραψε τότε την Παλινῳδία,[5] παίρνοντας πίσω όλα όσα είχε πει στο πρώτο τραγούδι:
Δεν είναι αληθινός αυτός ο λόγος·
ούτε μπήκες στα καλάρμοστα καράβια,
ούτε στα κάστρα έφτασες της Τροίας…
(απόσπ. 62 Ρ) - και αμέσως ανάβλεψε!
Το έργο του Στησίχορου είχε μεγάλη επίδραση και στις εικαστικές τέχνες, όπου συχνά βλέπουμε να εικονίζονται οι δικές του μυθολογικές παραλλαγές, και στους δραματικούς ποιητές που επεξεργάστηκαν αργότερα τα ίδια θέματα. Έτσι, για παράδειγμα η τραγωδία Ἑλένη του Ευριπίδη ακολουθεί την εκδοχή της Παλινωδίας.
Από τα ποιήματά του σώζονται γύρω στα 100 αποσπάσματα, μικρά τα περισσότερα - πολύ λίγα, αν σκεφτούμε ότι οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι είχαν συγκεντρώσει τα έργα του σε 26 βιβλία.
Μελετώντας τον Ίβυκο, που η δράση του τοποθετείται στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα,[6] διαπιστώνουμε μια χαρακτηριστική εξέλιξη. Όσο έμενε στην πατρίδα του, το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας, ακολουθούσε το πρότυπο του Στησίχορου συνθέτοντας μυθολογικά αφηγηματικά τραγούδια με προτίμηση στις σπάνιες και τοπικές παραλλαγές. Αργότερα, όταν έζησε σε ιωνικό περιβάλλον, στην αυλή του Πολυκράτη στη Σάμο, τα τραγούδια του πήραν άλλη, έντονα ερωτική, κατεύθυνση. Από τα έργα του (γραμμένα στην επική ποιητική γλώσσα με κάποιους δωρισμούς) δε σώζονται ούτε εκατό στίχοι· ένα όμως απόσπασμα (263 Ρ) είναι διαφωτιστικό, καθώς σε αυτό ο Ίβυκος από τη μια κολακεύει, άμεσα, τον τύραννο που τον φιλοξενούσε, από την άλλη εξυψώνει, έμμεσα, τον εαυτό του και την τέχνη του:
και συ, Πολυκράτη, αθάνατη θα έχεις δόξα
απ᾽ το τραγούδι και τη δόξα τη δική μου.
ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ (556-468 π.Χ.)
Ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν
προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν.[7]
Πλούταρχος, Ηθικά 346f
Ο Σιμωνίδης γεννήθηκε στην ιωνική Κέω, τη Τζια, όπου και άρχισε να συνθέτει. Γρήγορα έγινε διάσημος και ταξίδεψε πρώτα στην Αθήνα, προσκαλεσμένος από τους Πεισιστρατίδες, ύστερα στη Θεσσαλία, προσκαλεσμένος από τους πανίσχυρους Σκοπάδες. Αργότερα, στα χρόνια των Περσικών πολέμων, τον συναντούμε πάλι στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε με τον Θεμιστοκλή, και στη συνέχεια στη Σικελία, στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών.
Τα έργα του είναι πολλά και ποικίλα, και αποσπάσματά τους σώζονται αρκετά. Φαίνεται να ήταν ο πρώτος που έγραψε επίνικους, εγκωμιαστικά τραγούδια για τους νικητές των αθλητικών αγώνων, ενώ παράλληλα εξαιρετική επιτυχία είχαν οι θρήνοι, τα επιγράμματα, τα σκόλια και οι διθύραμβοί του. Ο ίδιος καυχήθηκε σε ένα του επίγραμμα πως για τους διθυραμβικούς και μόνο Χορούς που εδίδαξε ανέβηκε πενήντα έξι φορές στο «αγλαό άρμα της εύδοξης Νίκης» (Ελληνική ανθολογία 6.213).
Γράφει ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό:[8] «Στον Σιμωνίδη παρατήρησε την επιλογή των λέξων και την ακρίβεια της σύνθεσης, και ακόμα πρόσεξε πώς ξεπερνά και τον Πίνδαρο, θρηνώντας όχι μεγαλόπρεπα αλλά συμπονετικά.» Μπορούμε και γενικότερα να πούμε πως ο Σιμωνίδης προτίμησε την καλομελετημένη απλότητα από το βαρύ εντυπωσιακό ύφος, και πως αντιμετώπισε την ανθρώπινη μοίρα με φιλοσοφικό στοχασμό και κατανόηση. Δική του είναι η διαπίστωση (απόσπ. 356 Ρ) ότι στο τέλος,
όλα φτάνουν στην αχόρταγη Χάρυβδη,
και οι μεγάλες αρετές κι ο πλούτος.
Όπως σε όλες τις εποχές ο Όμηρος, όπως αργότερα το δράμα, η χορική ποίηση στάθηκε στα αρχαϊκά χρόνια μεγάλο σχολειό για τον δήμο. Στις θρησκευτικές γιορτές και τις άλλες σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις όπου τραγουδιόνταν τα έργα τους, οι χορικοί ποιητές ήξεραν βέβαια και να εκφράσουν και να καθοδηγήσουν το λαϊκό αίσθημα· παράλληλα όμως, με τα μυθολογικά παραδείγματα, με τα γνωμικά, με τους προβληματισμούς και τις προτροπές τους, οι ποιητές διαφώτιζαν ιδεολογικά και προετοίμαζαν το πλήθος για τη βαθμιαία του χειραφέτηση.
----------------------
1. Η αλλαγή έγινε μετά το τέλος του δεύτερου Μεσσηνιακού πολέμου (600 π.Χ.), οπότε και πρωτοεφαρμόστηκαν τα αυστηρά μέτρα της παλαιότερης νομοθεσίας του Λυκούργου.
2. Ο Τέρπανδρος από τη Μυτιλήνη, γνωστός και για τους μουσικούς του νεωτερισμούς, είχε βραβευτεί στη Σπάρτη, στη γιορτή του Απόλλωνα, το 674 (;) π.Χ. Τα έργα του, εκτός από ελάχιστους στίχους, έχουν χαθεί.
3. Ο πάπυρος που διασώζει το κείμενο είναι φθαρμένος και με πολλά κενά· οι συμπληρώσεις που προτείνονται είναι αβέβαιες, ορισμένοι υπαινιγμοί του κειμένου μένουν ανεξήγητοι, και γενικά το παρθένειο του Αλκμάνα αποτελεί λαμπρό πεδίο για τους φιλολόγους να δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους και να διαφωνούν.
4. Ο Αρίων, μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ήταν ο καλύτερος τα χρόνια εκείνα κιθαρῳδός. Από το έργο του δε σώζεται ούτε ένας στίχος.
5. Στα αρχαία ελληνικά το πάλιν δε δήλωνε επανάληψη αλλά αντίθεση: παλινῳδία ήταν «η ωδή που λέει τα αντίθετα».
6. Η γνωστή ιστορία ότι ο Ίβυκος σκοτώθηκε από ληστές, ότι επικαλέστηκε μάρτυρες ένα κοπάδι γερανών που περνούσαν, και ότι πραγματικά τα πουλιά φανέρωσαν αργότερα τους ενόχους, είναι το ίδιο πιστευτή με τη σωτηρία του Αρίωνα από τα δελφίνια και με τον θάνατο του Ομήρου από στενοχώρια όταν δε μπόρεσε να λύσει ένα ψαράδικο αίνιγμα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι αρχαίοι επινοούσαν όμορφες ιστορίες για τους ποιητές τους.
7. «Ο Σιμωνίδης ονομάζει τη ζωγραφική ποίηση που σιωπά, και την ποίηση ζωγραφική που μιλά».
8. Ιστορικός και φιλόλογος της ρωμαϊκής εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου