ΠΛ Συμπ 215a–216c
Ο Αλκιβιάδης εγκωμιάζει τον Σωκράτη
Μετά την είσοδο του Αλκιβιάδη στον χώρο του συμποσίου (βλ. ΠΛ Συμπ 212c–213e), οι συμποσιαστές τον κάλεσαν να εκφωνήσει το δικό του εγκώμιο στον Έρωτα, αυτός όμως εκφωνεί το εγκώμιο του Σωκράτη.
Σωκράτη δ’ ἐγὼ ἐπαινεῖν, ὦ ἄνδρες, οὕτως ἐπιχειρήσω,
δι’ εἰκόνων. οὗτος μὲν οὖν ἴσως οἰήσεται ἐπὶ τὰ γελοιότερα,
ἔσται δ’ ἡ εἰκὼν τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γελοίου. φημὶ
γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σιληνοῖς τούτοις τοῖς
[215b] ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις, οὕστινας ἐργάζονται οἱ
δημιουργοὶ σύριγγας ἢ αὐλοὺς ἔχοντας, οἳ διχάδε διοιχθέντες
φαίνονται ἔνδοθεν ἀγάλματα ἔχοντες θεῶν. καὶ φημὶ αὖ
ἐοικέναι αὐτὸν τῷ σατύρῳ τῷ Μαρσύᾳ. ὅτι μὲν οὖν τό γε
εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὐδ’ αὐτὸς ἄν που
ἀμφισβητήσαις· ὡς δὲ καὶ τἆλλα ἔοικας, μετὰ τοῦτο ἄκουε.
ὑβριστὴς εἶ· ἢ οὔ; ἐὰν γὰρ μὴ ὁμολογῇς, μάρτυρας παρ-
έξομαι. ἀλλ’ οὐκ αὐλητής; πολύ γε θαυμασιώτερος ἐκείνου.
[215c] ὁ μέν γε δι’ ὀργάνων ἐκήλει τοὺς ἀνθρώπους τῇ ἀπὸ τοῦ
στόματος δυνάμει, καὶ ἔτι νυνὶ ὃς ἂν τὰ ἐκείνου αὐλῇ ―ἃ γὰρ
Ὄλυμπος ηὔλει, Μαρσύου λέγω, τούτου διδάξαντος― τὰ οὖν
ἐκείνου ἐάντε ἀγαθὸς αὐλητὴς αὐλῇ ἐάντε φαύλη αὐλητρίς,
μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ καὶ δηλοῖ τοὺς τῶν θεῶν τε καὶ
τελετῶν δεομένους διὰ τὸ θεῖα εἶναι. σὺ δ’ ἐκείνου τοσοῦτον
μόνον διαφέρεις, ὅτι ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ταὐτὸν
[215d] τοῦτο ποιεῖς. ἡμεῖς γοῦν ὅταν μέν του ἄλλου ἀκούωμεν
λέγοντος καὶ πάνυ ἀγαθοῦ ῥήτορος ἄλλους λόγους, οὐδὲν
μέλει ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδενί· ἐπειδὰν δὲ σοῦ τις ἀκούῃ ἢ τῶν
σῶν λόγων ἄλλου λέγοντος, κἂν πάνυ φαῦλος ᾖ ὁ λέγων,
ἐάντε γυνὴ ἀκούῃ ἐάντε ἀνὴρ ἐάντε μειράκιον, ἐκπεπληγ-
μένοι ἐσμὲν καὶ κατεχόμεθα. ἐγὼ γοῦν, ὦ ἄνδρες, εἰ μὴ
ἔμελλον κομιδῇ δόξειν μεθύειν, εἶπον ὀμόσας ἂν ὑμῖν οἷα δὴ
πέπονθα αὐτὸς ὑπὸ τῶν τούτου λόγων καὶ πάσχω ἔτι καὶ
[215e] νυνί. ὅταν γὰρ ἀκούω, πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαν-
τιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ καὶ δάκρυα ἐκχεῖται ὑπὸ τῶν
λόγων τῶν τούτου, ὁρῶ δὲ καὶ ἄλλους παμπόλλους τὰ
αὐτὰ πάσχοντας· Περικλέους δὲ ἀκούων καὶ ἄλλων ἀγαθῶν
ῥητόρων εὖ μὲν ἡγούμην λέγειν, τοιοῦτον δ’ οὐδὲν ἔπασχον,
οὐδ’ ἐτεθορύβητό μου ἡ ψυχὴ οὐδ’ ἠγανάκτει ὡς ἀνδραποδω-
δῶς διακειμένου, ἀλλ’ ὑπὸ τουτουῒ τοῦ Μαρσύου πολλάκις δὴ
[216a] οὕτω διετέθην ὥστε μοι δόξαι μὴ βιωτὸν εἶναι ἔχοντι ὡς
ἔχω. καὶ ταῦτα, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἐρεῖς ὡς οὐκ ἀληθῆ. καὶ
ἔτι γε νῦν σύνοιδ’ ἐμαυτῷ ὅτι εἰ ἐθέλοιμι παρέχειν τὰ ὦτα,
οὐκ ἂν καρτερήσαιμι ἀλλὰ ταὐτὰ ἂν πάσχοιμι. ἀναγκάζει
γάρ με ὁμολογεῖν ὅτι πολλοῦ ἐνδεὴς ὢν αὐτὸς ἔτι ἐμαυτοῦ
μὲν ἀμελῶ, τὰ δ’ Ἀθηναίων πράττω. βίᾳ οὖν ὥσπερ ἀπὸ
τῶν Σειρήνων ἐπισχόμενος τὰ ὦτα οἴχομαι φεύγων, ἵνα μὴ
αὐτοῦ καθήμενος παρὰ τούτῳ καταγηράσω. πέπονθα δὲ
[216b] πρὸς τοῦτον μόνον ἀνθρώπων, ὃ οὐκ ἄν τις οἴοιτο ἐν ἐμοὶ
ἐνεῖναι, τὸ αἰσχύνεσθαι ὁντινοῦν· ἐγὼ δὲ τοῦτον μόνον
αἰσχύνομαι. σύνοιδα γὰρ ἐμαυτῷ ἀντιλέγειν μὲν οὐ δυνα-
μένῳ ὡς οὐ δεῖ ποιεῖν ἃ οὗτος κελεύει, ἐπειδὰν δὲ ἀπέλθω,
ἡττημένῳ τῆς τιμῆς τῆς ὑπὸ τῶν πολλῶν. δραπετεύω οὖν
αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα.
[216c] καὶ πολλάκις μὲν ἡδέως ἂν ἴδοιμι αὐτὸν μὴ ὄντα ἐν ἀνθρώποις·
εἰ δ’ αὖ τοῦτο γένοιτο, εὖ οἶδα ὅτι πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην,
ὥστε οὐκ ἔχω ὅτι χρήσωμαι τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ.
***
Του Σωκράτους το εγκώμιον, κύριοι, θα προσπαθήσω να το κάμω έτσι, με παρομοιώσεις. Αυτός βέβαια θα πιστεύση, προς γελοιοποίησιν· και όμως η παρομοίωσις θα γίνη χάριν ακριβείας, όχι προς διακωμώδησιν. Ισχυρίζομαι λοιπόν, ότι ομοιάζει εξαιρετικά μ' αυτούς τους Σιληνούς των μαρμαρογλυφείων, που κατασκευάζουν οι καλλιτέχναι καθισμένους να κρατούν σύριγγα ή αυλούς· αv τους ανοίξης εις δύο, αποκαλύπτονται πως κλείουν μέσα θεών αγάλματα. Και πάλιν ισχυρίζομαι πως είναι όμοιος με τον Μαρσύαν τον Σάτυρον. Και όσον μεν αφορά την εξωτερικήν εμφάνισιν, ούτε συ, υποθέτω, Σωκράτη, δεν θ' αμφισβητούσες, ότι τους ομοιάζεις. Ότι όμως και εις τα άλλα είσαι παρόμοιος, άκουσε. Εισ' ένας αλαζονικός σκώπτης. Ή όχι; Αν το αρνείσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρας. Αλλά μήπως αυλητής δεν είσαι; Και πολύ περισσότερον θαυμαστός παρ' όσον εκείνος. Εκείνος εχρειάζετο όργανα μουσικά, δια να σαγηνεύη τους ανθρώπους με την δύναμιν που είχεν εις το στόμα, και τους σαγηνεύει ακόμη και τώρα οποιοσδήποτε παίζει εις τον αυλόν τους σκοπούς του. Διότι τ' αυλήματα του Ολύμπου εις τον Μαρσύαν τ' αποδίδω· εκείνος του τα εδίδαξε. Λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε καλλιτέχνης αυλητής ειν' εκείνος που τους παίζει εις τον αυλόν, είτε μία κοινή αυλητρίς, και μόνοι των έχουν την δύναμιν να φέρουν τους ανθρώπους εις έκστασιν και ν' αποκαλύπτουν, επειδή έχουν θείαν την προέλευσιν, πόσοι έχουν μέσα των τον πόθον της θεότητος και της μυσταγωγίας. Ενώ συ εις τούτο μόνον διαφέρεις απ' εκείνον: ότι χωρίς όργανα, με γυμνάς τας λέξεις προκαλείς το ίδιον ακριβώς αποτέλεσμα. Ημείς έξαφνα, οσάκις ακούομεν έναν άλλον ν' αναπτύσση λόγους άλλους, και ας είναι πολύ καλός ομιλητής, μας αφήνει σχεδόν όλους αδιαφόρους. Αντιθέτως, όταν ακούη κανείς συ να ομιλής ή τας ομιλίας σου να διηγήται ένας άλλος, και ας είναι τελείως ασήμαντος, είτε γυναίκα είναι που τ' ακούει είτε άνδρας είτε έφηβος, όλοι μένομεν εκστατικοί και αιχμαλωτισμένοι.
Εγώ π.χ., κύριοι, αν δεν εκινδύνευα να θεωρηθώ υπερβολικά μεθυσμένος, θα σας διηγούμην με όρκους, τι συγκινήσεις έχω δοκιμάσει ο ίδιος από τα λόγια του και δοκιμάζω ακόμη και σήμερα. Οσάκις τον ακούω, χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορον χορόν των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδρασιν της ομιλίας του· παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια. Τον Περικλέα οσάκις ήκουα και τους άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα πως ομιλούν ωραία, αλλά δεν είχα αισθανθή ποτέ ανάλογον συγκίνησιν, ούτε είχε συνταραχθή η ψυχή μου τόσον, ούτε κατελαμβάνετο από αγανάκτησιν με την σκέψιν πως ευρισκόμην εις ανδραπόδου κατάστασιν. Ενώ υπό την επίδρασιν αυτού του Μαρσύου επανειλημμένως εδοκίμασα αισθήματα παρόμοια, ώστε να πιστεύσω, πως δεν ήξιζε να ζω εις την θέσιν που είμαι. Και αυτά, Σωκράτη, δεν θ' αρνηθής πως ειν' αληθινά. Να και τώρα ακόμη αισθάνομαι, πως αν απεφάσιζα να δώσω ακρόασιν, δεν θα ημπορούσα ν' ανθέξω· τα ίδια θα επάθαινα. Μ' εξαναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ, ότι ενώ προσωπικώς έχω πολλάς ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω δια τον εαυτόν μου, αλλ' ασχολούμαι με των Αθηναίων τας υποθέσεις. Βιαίως λοιπόν, σαν να ήσαν αι Σειρήνες, φράσσω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι· ει δε μη, ολόκληρον την ζωήν μου θα εδαπανούσα εις το πλευρόν του καθισμένος, ως που να γηράσω. Εξ άλλου ενώπιον αυτού (και είναι ο μόνος άνθρωπος) έχω δοκιμάσει το αίσθημα, που δεν θα επίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να εντρέπωμαι οιονδήποτε. Και όμως αυτόν και μόνον τον εντρέπομαι. Διότι έχω την επίγνωσιν, πως δεν έχω την δύναμιν να διαφωνήσω, ότι δεν είναι καθήκον μου να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά. Και όμως, μόλις απομακρυνθώ, υποκύπτω εις την μάζαν και τας τιμάς της. Δραπετεύω λοιπόν και εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω, και οσάκις τον συναντήσω, καταλαμβάνομαι από εντροπήν δι' όσα είχα παραδεχθή. Είναι περιστάσεις, που θα ήμην ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα εις τους ζωντανούς· και εντούτοις, αν τυχόν εγίνετο αυτό, θα ήμην (το ξέρω καλά) πολύ περισσότερον δυστυχής. Έτσι δεν ξέρω και εγώ τι να κάμω μ' αυτόν τον άνθρωπον.
Του Σωκράτους το εγκώμιον, κύριοι, θα προσπαθήσω να το κάμω έτσι, με παρομοιώσεις. Αυτός βέβαια θα πιστεύση, προς γελοιοποίησιν· και όμως η παρομοίωσις θα γίνη χάριν ακριβείας, όχι προς διακωμώδησιν. Ισχυρίζομαι λοιπόν, ότι ομοιάζει εξαιρετικά μ' αυτούς τους Σιληνούς των μαρμαρογλυφείων, που κατασκευάζουν οι καλλιτέχναι καθισμένους να κρατούν σύριγγα ή αυλούς· αv τους ανοίξης εις δύο, αποκαλύπτονται πως κλείουν μέσα θεών αγάλματα. Και πάλιν ισχυρίζομαι πως είναι όμοιος με τον Μαρσύαν τον Σάτυρον. Και όσον μεν αφορά την εξωτερικήν εμφάνισιν, ούτε συ, υποθέτω, Σωκράτη, δεν θ' αμφισβητούσες, ότι τους ομοιάζεις. Ότι όμως και εις τα άλλα είσαι παρόμοιος, άκουσε. Εισ' ένας αλαζονικός σκώπτης. Ή όχι; Αν το αρνείσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρας. Αλλά μήπως αυλητής δεν είσαι; Και πολύ περισσότερον θαυμαστός παρ' όσον εκείνος. Εκείνος εχρειάζετο όργανα μουσικά, δια να σαγηνεύη τους ανθρώπους με την δύναμιν που είχεν εις το στόμα, και τους σαγηνεύει ακόμη και τώρα οποιοσδήποτε παίζει εις τον αυλόν τους σκοπούς του. Διότι τ' αυλήματα του Ολύμπου εις τον Μαρσύαν τ' αποδίδω· εκείνος του τα εδίδαξε. Λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε καλλιτέχνης αυλητής ειν' εκείνος που τους παίζει εις τον αυλόν, είτε μία κοινή αυλητρίς, και μόνοι των έχουν την δύναμιν να φέρουν τους ανθρώπους εις έκστασιν και ν' αποκαλύπτουν, επειδή έχουν θείαν την προέλευσιν, πόσοι έχουν μέσα των τον πόθον της θεότητος και της μυσταγωγίας. Ενώ συ εις τούτο μόνον διαφέρεις απ' εκείνον: ότι χωρίς όργανα, με γυμνάς τας λέξεις προκαλείς το ίδιον ακριβώς αποτέλεσμα. Ημείς έξαφνα, οσάκις ακούομεν έναν άλλον ν' αναπτύσση λόγους άλλους, και ας είναι πολύ καλός ομιλητής, μας αφήνει σχεδόν όλους αδιαφόρους. Αντιθέτως, όταν ακούη κανείς συ να ομιλής ή τας ομιλίας σου να διηγήται ένας άλλος, και ας είναι τελείως ασήμαντος, είτε γυναίκα είναι που τ' ακούει είτε άνδρας είτε έφηβος, όλοι μένομεν εκστατικοί και αιχμαλωτισμένοι.
Εγώ π.χ., κύριοι, αν δεν εκινδύνευα να θεωρηθώ υπερβολικά μεθυσμένος, θα σας διηγούμην με όρκους, τι συγκινήσεις έχω δοκιμάσει ο ίδιος από τα λόγια του και δοκιμάζω ακόμη και σήμερα. Οσάκις τον ακούω, χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορον χορόν των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδρασιν της ομιλίας του· παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια. Τον Περικλέα οσάκις ήκουα και τους άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα πως ομιλούν ωραία, αλλά δεν είχα αισθανθή ποτέ ανάλογον συγκίνησιν, ούτε είχε συνταραχθή η ψυχή μου τόσον, ούτε κατελαμβάνετο από αγανάκτησιν με την σκέψιν πως ευρισκόμην εις ανδραπόδου κατάστασιν. Ενώ υπό την επίδρασιν αυτού του Μαρσύου επανειλημμένως εδοκίμασα αισθήματα παρόμοια, ώστε να πιστεύσω, πως δεν ήξιζε να ζω εις την θέσιν που είμαι. Και αυτά, Σωκράτη, δεν θ' αρνηθής πως ειν' αληθινά. Να και τώρα ακόμη αισθάνομαι, πως αν απεφάσιζα να δώσω ακρόασιν, δεν θα ημπορούσα ν' ανθέξω· τα ίδια θα επάθαινα. Μ' εξαναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ, ότι ενώ προσωπικώς έχω πολλάς ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω δια τον εαυτόν μου, αλλ' ασχολούμαι με των Αθηναίων τας υποθέσεις. Βιαίως λοιπόν, σαν να ήσαν αι Σειρήνες, φράσσω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι· ει δε μη, ολόκληρον την ζωήν μου θα εδαπανούσα εις το πλευρόν του καθισμένος, ως που να γηράσω. Εξ άλλου ενώπιον αυτού (και είναι ο μόνος άνθρωπος) έχω δοκιμάσει το αίσθημα, που δεν θα επίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να εντρέπωμαι οιονδήποτε. Και όμως αυτόν και μόνον τον εντρέπομαι. Διότι έχω την επίγνωσιν, πως δεν έχω την δύναμιν να διαφωνήσω, ότι δεν είναι καθήκον μου να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά. Και όμως, μόλις απομακρυνθώ, υποκύπτω εις την μάζαν και τας τιμάς της. Δραπετεύω λοιπόν και εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω, και οσάκις τον συναντήσω, καταλαμβάνομαι από εντροπήν δι' όσα είχα παραδεχθή. Είναι περιστάσεις, που θα ήμην ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα εις τους ζωντανούς· και εντούτοις, αν τυχόν εγίνετο αυτό, θα ήμην (το ξέρω καλά) πολύ περισσότερον δυστυχής. Έτσι δεν ξέρω και εγώ τι να κάμω μ' αυτόν τον άνθρωπον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου