Οι εμφύλιες διαμάχες που ξέσπασαν για τη διαδοχή, κατά την περίοδο των τεσσάρων αυτοκρατόρων, είχαν ως αποτέλεσμα την επικράτηση του στρατηγού Βεσπασιανού, ο οποίος είχε καταστείλει μαζί με τον πρωτότοκο γιο του Τίτο την επανάσταση των Ιουδαίων.
Μετά το θάνατο του Βεσπασιανού και τον πρόωρο τέλος του Τίτου, η μοίρα έφερε στο προσκήνιο τον Δομιτιανό, ο οποίος, στερούμενος στρατιωτικών περγαμηνών, προσπάθησε να γίνει αποδεκτός από τη Σύγκλητο και το λαό ως «κυρίαρχος και θεός». Η υπεροψία του αυτή οδήγησε και στην εξόντωσή του. Έτσι, εξέλιπε και η δυναστεία των Φλαβίων.
Η περίοδος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αρχίζει το Μάρτιο του 44 π.Χ. με τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα, ο οποίος, λίγο πριν το θάνατό του, είχε αρνηθεί την περιβολή των βασιλικών εμβλημάτων, τα οποία του είχαν προσφερθεί από τον Μάρκο Αντώνιο. Ωστόσο, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ως προς το ποιος θα ήταν ο κυρίαρχος στη Ρώμη: ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρ και κανένας άλλος.
Μετά τη νίκη του επί του Πομπήιου στη Θεσσαλία, ο Ιούλιος Καίσαρ είχε προσπαθήσει για την αποδοχή της εξουσίας του από τους πρώην αντιπάλους του. Ωστόσο, η κυριαρχία του Καίσαρα βασιζόταν μόνο στην ισχύ, η οποία προερχόταν από την πίστη των ρωμαϊκών λεγεώνων στο πρόσωπό του.
Όμως, η ρωμαϊκή αριστοκρατία της Συγκλήτου, έχοντας διαπιστώσει ότι η απροκάλυπτη επιδίωξη για κυριαρχία του ισόβιου δικτάτορα (dictator perpetuus) Ιουλίου Καίσαρα θα έθετε σε κίνδυνο τη δική της θέση στη ρωμαϊκή κοινωνία καθώς και τις αρμοδιότητες που διέθετε για τη δημόσια διοίκηση, προσπάθησε να αντισταθεί δυναμικά στα σχέδια του Καίσαρα για να τον εξοντώσει.
Η σκληρή εκδίκηση της Συγκλήτου πραγματοποιήθηκε, όταν το αίμα του Καίσαρα έβαψε τα σκαλοπάτια του θεάτρου του Πομπήιου, το οποίο βρισκόταν πλησίον των πεδίων του Άρεως.
Αμέσως μετά τη δολοφονία του δικτάτορα, στη πολιτική σκηνή εμφανίστηκε ο ανιψιός του Καίσαρα Γάιος Οκτάβιος (G. Octavius), ο οποίος, με βάση τη διαθήκη του Καίσαρα, που θεοποιήθηκε αμέσως μετά το θάνατό του, αναγνωρίστηκε από όλους ότι ήταν ο υιοθετημένος γιος του Καίσαρα και ο αδιαφιλονίκητος κληρονόμος του. Ήταν τότε ένας φιλάσθενος νέος, μόλις 18 ετών.
Ο Γάιος Οκτάβιος, στη διαμάχη με τους αντιπάλους του, που ήταν αρχικά οι δολοφόνοι του Καίσαρα και μετά ο Μάρκος Αντώνιος, απεδείχθη ότι διέθετε μεγάλες πολιτικές ικανότητες.
Ο Οκτάβιος, που είχε ονομάσει τον εαυτό του Gaius Julius Caesar divi filius (γιος του θεοποιημένου) νίκησε τον ενωμένο στόλο του Μάρκου Αντωνίου και της βασίλισσας της Αιγύπτου Κλεοπάτρας το 31 π.Χ. στο Άκτιο, και τον έτρεψε σε άτακτη φυγή στην Αίγυπτο.
Η ιστορία θέλησε ο Μάρκος Αντώνιος να αυτοκτονήσει και σύντομα στον τάφο να τον ακολουθήσει και η Κλεοπάτρα.
Μετά τη νίκη του στο Άκτιο, ο Οκτάβιος, έχοντας εξασφαλίσει την υπακοή όλων των λεγεώνων, κατέστη ο απόλυτος άρχων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως και ο θετός του πατέρας Ιούλιος Καίσαρ, το 44 π.Χ. Ωστόσο, αντί να χρησιμοποιήσει την ισχύ του, επέστρεψε στη Σύγκλητο τις έκτακτες εξουσίες που του είχαν δοθεί.
Ενώ στην πραγματικότητα, η δημοκρατία προ πολλού είχε πεθάνει, ο Οκτάβιος την αναβίωσε έστω και τυπικά, προβαίνοντας στη συμβολική κρατική πράξη της 13ης Ιανουαρίου του 27 π.Χ.
Με την πράξη αυτή αποκάλυψε την πολιτική του ιδιοφυία και κατόρθωσε να συγκεντρώσει την εξουσία στο πρόσωπό του, διατηρώντας όμως όλους τους θεσμούς της δημοκρατίας και αποφεύγοντας να προσβάλει την ευαισθησία της Συγκλήτου.
Η δήλωσή του για την παράδοση των εκτάκτων εξουσιών άφησε άφωνη τη Σύγκλητο, η οποία δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει εάν έπρεπε να πάρει τα λόγια του Οκτάβιου στα σοβαρά, για να αναθέσει τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων σε φιλόδοξους στρατηγούς, οι οποίοι θα ξεκινούσαν μία ακόμη εμφύλια διαμάχη.
Τότε, η Σύγκλητος, επιθυμώντας να αποφύγει τις επιπλοκές στο μέλλον, αποφάσισε να δώσει στον Οκτάβιο το αξίωμα του ύπατου για δέκα χρόνια, αξίωμα με το οποίο αυτός εξασφάλιζε την αρχηγία του στρατού και του στόλου, ενώ επιπλέον αναλάμβανε και τη διοίκηση των επαρχιών της Ισπανίας, της Γαλατίας, της Αιγύπτου και της Συρίας.
Επιπροσθέτως, η Σύγκλητος, σε επιβράβευση του έργου του, τίμησε τον Οκτάβιο, ο οποίος είχε ονομάσει ταπεινά τον εαυτό του πρώτο πολίτη (princeps), με τον τίτλο του Αυγούστου (Augustus), δηλαδή του Σεβαστού.
Εφόσον του δόθηκε ο τίτλος του Αυγούστου, ο Οκτάβιος περιβλήθηκε με το φωτοστέφανο του ημίθεου, κάτι που τον βοήθησε να παγιώσει την εξουσία του. Μετά από την απόδοση αυτών των τιμών στο πρόσωπό του, ο Οκτάβιος δεν διέφερε πλέον σε τίποτε από τον Ιούλιο Καίσαρα, αφού και αυτός βασικά ήταν ένας στρατιωτικός δικτάτορας.
Η ισχύς του είχε άμεση σχέση με την ανωμαλία και την αταξία που είχε δημιουργηθεί μετά από τους εμφυλίους πολέμους, οι οποίοι είχαν διαρκέσει έναν αιώνα.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Καίσαρα, ο Οκτάβιος Αύγουστος είχε αντιληφθεί ότι εκτός από τους στρατιωτικούς υπήρχαν και άλλες κοινωνικές ομάδες στη Ρώμη, οι οποίες, διαθέτοντας κοινωνική συνοχή, ομόνοια και ενεργητικότητα, μπορούσαν να κλονίσουν τα θεμέλια της εξουσίας του.
Ο Οκτάβιος, μετά τις παραπάνω διεργασίες, εγκατέλειψε την Ρώμη για ένα διάστημα τριών ετών και μετέβη σε διάφορες επαρχίες για να τακτοποιήσει τις υπάρχουσες διοικητικές και στρατιωτικές εκκρεμότητες. Όμως, τον Ιούνιο του 24 π.Χ. αρρώστησε βαριά και όταν ανάρρωσε, απείλησε ότι θα παραιτηθεί από το αξίωμά του.
Μετά από τη διαμεσολάβηση ορισμένων προσώπων, ο Οκτάβιος παρέμεινε στη θέση του και συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του. Επιπροσθέτως, ανέλαβε και το δημαρχιακό αξίωμα, που του επέτρεπε να νομοθετεί και να προβάλει βέτο.
Οι βασικές κοινωνικές ομάδες, των στρατιωτικών, της αριστοκρατίας της Συγκλήτου και του λαού (plebs urbana), συνέχισαν να αποτελούν τη βάση στην οποία στηρίχτηκε η εξουσία των αυτοκρατόρων και μετά το θάνατο του Αυγούστου. Οι αυτοκράτορες, προκειμένου να τύχουν της αποδοχής των κοινωνικών ομάδων, έπρεπε πρώτα να επικοινωνήσουν μαζί τους.
Για καθεμία από αυτές τις ομάδες, υπήρχε ένα διαφορετικό επίπεδο επαφής. Ο αυτοκράτορας ερχόταν σε επαφή με τους στρατιωτικούς κατά τη διάρκεια των εκστρατειών, με τους συγκλητικούς κατά τη διάρκεια των συμποσίων και με το λαό (plebs urbana) κατά τη διάρκεια των εορτασμών στον ιππόδρομο ή στο αμφιθέατρο.
Όταν ένας ηγεμόνας προσέβαλε τους άγραφους νόμους που ίσχυαν για την ηγεμονία και αδυνατούσε να έλθει σε επαφή με κάποια από τις παραπάνω κοινωνικές τάξεις, τότε οι ημέρες του στην εξουσία ήταν μετρημένες.
Οι κανόνες για την ηγεμονία θεσμοθετήθηκαν κατά την άνοδο στο θρόνο του Τιβέριου, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αύγουστο.
Μετά το θάνατο του Τιβέριου, στο θρόνο ανήλθε ο Γάιος Καλιγούλας (37-41 μ.Χ.), γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ο οποίος ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που αντιμετώπισε τους αστάθμητους παράγοντες των ρυθμίσεων του Αυγούστου για την εξουσία. Δολοφονήθηκε δε από τους αξιωματικούς των Πραιτοριανών, κάτω από έως σήμερα αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Μετά από είκοσι χρόνια σχεδόν, η ιστορία επαναλήφθηκε όταν ο Νέρων (54-68 μ.Χ.) έχασε την υποστήριξη των δύο εκ των τριών κοινωνικών ομάδων, δηλαδή των συγκλητικών και των στρατιωτικών. Ήδη από το 65 μ.Χ. είχε σχηματιστεί μια συγκλητική ομάδα συνωμοτών γύρω από τον πρώην ύπατο Πίσο (L. Calpurnius Piso), της οποίας τα σχέδια απέτυχαν όταν ήλθαν στο φως της δημοσιότητας.
Ωστόσο, όταν μετά από τρία χρόνια οι στρατιωτικοί ηγέτες από όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας προσπάθησαν να καταλάβουν την Αρχή, ξέσπασε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος.
Οι δε δυνάμεις που στρατοπέδευαν στις επαρχίες, έχοντας επίγνωση της ισχύος τους, αφού τοποθετούσαν τους διοικητές τους επάνω σε υψωμένες ασπίδες, τους ανακήρυσσαν αυτοκράτορες. Έτσι, το κλειδί για την εξουσία (Arcanum Imperii, όπως το αποκαλούσε ο Τάκιτος) δεν ήταν πλέον η Ρώμη αλλά οι επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Η περίοδος των 19 μηνών που μεσολάβησε από το θάνατο του Νέρωνα έως την άνοδο του Βεσπασιανού, είναι μία από τις σκοτεινότερες της ρωμαϊκής Ιστορίας. Τότε στο θρόνο της Ρώμης ανήλθαν τέσσερις αυτοκράτορες.
Οι Φλάβιοι
Νικητής του εμφύλιου πολέμου που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Νέρωνα ανεδείχθη ο Βεσπασιανός (Τitus Flavius Vespasianus), που είχε στη διάθεσή του τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη και είχε σπουδαία φήμη ως στρατιωτικός διοικητής.
Προερχόμενος από μια ταπεινή οικογένεια της χώρας των Σαβίνων, κατόρθωσε να αναρριχηθεί σε όλες τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας, το έτος 51 μ.Χ. έγινε ύπατος και, μετά από τις επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Γερμανών και των Βρετανών, τέλεσε θρίαμβο στη Ρώμη.
Ο Νέρων είχε αναθέσει στον Βεσπασιανό τη στρατιωτική διοίκηση της Ιουδαίας. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβραϊκής εξέγερσης, ο Βεσπασιανός κατέλαβε τα οχυρά Γκαμπαρά και Ιοταπατά και υπέταξε τη Γαλιλαία. Όταν δολοφονήθηκε ο Νέρων το 68 μ.Χ., ο Βεσπασιανός πολιορκούσε την Ιερουσαλήμ, διαφαινόταν δε ότι η εκστρατεία θα είχε νικηφόρα κατάληξη.
Ωστόσο, ο Βεσπασιανός μετά τη δολοφονία του Νέρωνος ανέστειλε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις, αναμένοντας το αποτέλεσμα της διαμάχης για τη διαδοχή.
Μετά τη δολοφονία του Γάλβα και την αυτοκτονία του Όθωνα, η αρχή κατελήφθη από τον Βιτέλλιο Αύλο, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί από τις λεγεώνες της Γερμανίας αυτοκράτορας.
Ο Βιτέλλιος ήταν παλαιότερα ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα. Το 48 μ.Χ. είχε γίνει ύπατος και τον επόμενο χρόνο είχε σταλεί ως ανθύπατος στην Αφρική.
Ως διοικητής των ρωμαϊκών λεγεώνων της Γερμανίας είχε ανακηρυχθεί τον Ιούνιο του 69 μ.Χ. αυτοκράτορας και είχε επιστρέψει στη Ρώμη.
Σύντομα όμως, ο ρωμαϊκός στρατός της Αιγύπτου έσπευσε να αναγνωρίσει τον Βεσπασιανό ως αυτοκράτορα και σε λίγο τον ίδιο έπραξαν και οι ρωμαϊκές λεγεώνες που στάθμευαν στην Ιουδαία και την Συρία. Αμέσως μετά ακολούθησαν και οι λεγεώνες που στάθμευαν στις όχθες του Δούναβη.
Εκείνη την περίοδο, επιμελητής της Ρώμης και διοικητής των στρατιωτικών μονάδων που στάθμευαν στην πόλη ήταν ο αδελφός του Βεσπασιανού Φλάβιος Σαβίνος. Ενώ αυτός, σύμφωνα και με τις οδηγίες του Βεσπασιανού, είχε πείσει τον Βιτέλλιο να παραιτηθεί, αιφνιδιαστικά δέχθηκε την επίθεση των Πραιτοριανών.
Ο Φλάβιος Σαβίνος αδυνατώντας να προβάλλει αντίσταση, κατέφυγε τότε στο λόφο του Καπιτωλίου, όπου και σκοτώθηκε. Όμως, η εκδίκηση για το θάνατο του Φλάβιου Σαβίνου δεν ήταν μακριά.
Όταν οι δυνάμεις του Αντώνιου Πρίμου, διοικητή μιας λεγεώνας της Παννονίας, εισήλθαν στη Ρώμη, ακολούθησε ένα λουτρό αίματος στα στενά δρομάκια της πόλης, κατά το οποίο έχασαν τη ζωή τους 50.000 άτομα. Στους νεκρούς συγκαταλεγόταν και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βιτέλλιος.
Μολονότι ο Βεσπασιανός δεν βρισκόταν στη Ρώμη κατά τη διάρκεια των αιματηρών γεγονότων, η Σύγκλητος στις 22.12.69 του απένειμε τον τίτλο του Αυγούστου και την ισχύ της Εξέδρας, που αποτελούσε από την εποχή του Αυγούστου την επίσημη προϋπόθεση του αυτοκρατορικού θεσμού.
Λίγο αργότερα, εκδόθηκε και ο Lex de imperio Vespasiani, δηλαδή o νόμος για την εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας του Βεσπασιανού, ο οποίος καθόριζε τις αρμοδιότητες του νέου αυτοκράτορα. Αυτός ο νόμος δεν ήταν ο πρώτος που εκδόθηκε αλλά ο πρώτος αυτού του τύπου που διασώθηκε. Ως εκ τούτου αποτέλεσε ορόσημο για την αρχή της ηγεμονίας, της οποίας η ύπαρξη διακυβευόταν.
Ενώ η προσπάθεια των ρωμαϊκών δυνάμεων που βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του Τίτου, γιου του Βεσπασιανού, για την καταστολή της εβραϊκής εξέγερσης, συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση και η Ιερουσαλήμ, η Μαχαιρούς, το Ηρώδειο και η Μασάδα βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Εβραίων, ο Βεσπασιανός και ο Τίτος αποφάσισαν να οργανώσουν μια πορεία θριάμβου στη Ρώμη.
Στην πορεία αυτή συμμετείχαν χιλιάδες Ιουδαίων αιχμαλώτων και εκτέθηκαν σε δημόσια θέα τα σύμβολα λατρείας τα οποία είχαν αποσπαστεί από το Ναό της Ιερουσαλήμ, συμπεριλαμβανομένης και της επτάφωτης λυχνίας.
Ο Φλάβιος Βεσπασιανός Τίτος (Flavius Vespasianus Titus) είχε ακολουθήσει το στρατιωτικό επάγγελμα και είχε διακριθεί ως στρατιωτικός διοικητής στη Γερμανία και τη Βρετανία.
Μαζί με τον πατέρα του συμμετείχε στον ιουδαϊκό πόλεμο και ανέλαβε την πολιορκία της πόλεως της Ιερουσαλήμ όταν ο Βεσπασιανός ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας.
Ο Τίτος κατόρθωσε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ, την οποία παρέδωσε στη λεηλασία και την καταστροφή. Τότε κάηκε ο μεγάλος ναός. Όταν ο Βεσπασιανός έγινε αυτοκράτορας ανέθεσε στον Τίτο τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων και τον ονόμασε πρώτα καίσαρα και μετά ύπατο.
Ο Τίτος άσκησε με ιδιαίτερη σκληρότητα τα καθήκοντα του «κηδεμόνα της αυτοκρατορίας». Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 79 μ.Χ., όταν σημειώθηκε η έκρηξη του Βεζούβιου, που κατέστρεψε την Πομπηία. Λίγο αργότερα εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαγιά και μια θανατηφόρα πανούκλα, κατά την οποία ο Τίτος επέδειξε μεγάλη μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία.
Κατά τη μικρή θητεία του απέκτησε τη συμπάθεια της αριστοκρατίας, που ήταν δυσαρεστημένη με την προηγούμενη πολιτική του δραστηριότητα.
Μετά το θάνατο του Τίτου, ο αδελφός του Δομιτιανός ανήγειρε προς τιμήν του και εις ανάμνηση της καταστολής της πρώτης εβραϊκής εξέγερσης μια αψίδα θριάμβου, που σώζεται έως σήμερα. Η αψίδα, που ανεγέρθηκε το 81 μ.Χ., αμέσως μετά το θάνατο του Τίτου, είναι επενδεδυμένη με πεντελικό μάρμαρο. Έχει ύψος 15,4 μέτρα, πλάτος 13,5 μέτρα και βάθος 4,75 μέτρα.
Στα ανάγλυφα που βρίσκονται στην εσωτερική επιφάνεια της αψίδας, εικονίζεται ο Τίτος επάνω σε τέθριππο μαζί με τη θεά Ρώμη.
Σε ανάγλυφο της απέναντι πλευράς παριστάνεται η μεταφορά των λαφύρων από το Ναό της Ιερουσαλήμ. Στο κέντρο της παράστασης εικονίζεται η μεταφορά της επτάφωτης λυχνίας (Menorah) και στα δεξιά αποδίδονται ανάγλυφα σάλπιγγες και άλλα θρησκευτικά σύμβολα.
Η επτάφωτη λυχνία του Ναού της Ιερουσαλήμ είχε κατασκευαστεί από ένα τάλαντο χρυσού, βάρους 44 χιλιόγραμμων. Ήταν τοποθετημένη σε ένα τρίποδα. Αποτελούνταν από τρία κλαριά που φύονταν αριστερά και δεξιά ενός κάθετου άξονα. Ήταν διακοσμημένη με κύπελλα, από τα οποία τα υψηλότερα έφεραν λυχνίες.
Η επτάφωτη λυχνία συμβόλιζε το δέντρο της ζωής. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, δέκα λυχνίες στόλιζαν το ναό του Σολομώντα, από τις οποίες οι πέντε ήταν τοποθετημένες στο νότιο άκρο του κυρίου κλίτους. Μετά το 70 μ.Χ., η επτάφωτη λυχνία έγινε το θρησκευτικό και εθνικό σύμβολο των Εβραίων και αποτελεί μέρος του εμβλήματος του κράτους του Ισραήλ.
Η ικανότητα για στρατιωτικές νίκες, όπως αυτές επιτεύχθηκαν στην Ιουδαία από τον Βεσπασιανό και τον Τίτο, αποτέλεσε το βασικό στοιχείο της νέας δυναστείας. Η ικανότητα αυτή προβλήθηκε ώστε να γίνουν αποδεκτοί πατέρας και γιος από τις κυριότερες κοινωνικές τάξεις. Ο Βεσπασιανός και ο Τίτος, έχοντας υπόψη τους ότι η ορθή συμπεριφορά απέναντι στους στρατιωτικούς ήταν θεμελιώδους σημασίας, φέρθηκαν μεγαλόψυχα προς τους άνδρες τους.
Στο πρόγραμμα των Φλάβιων περιλαμβανόταν και η κατασκευή ενός κτιριακού συγκροτήματος πλησίον της Ρωμαϊκής Αγοράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύνοια των Συγκλητικών και του λαού. Επρόκειτο για το ναό Templum Pacis (Ναός της Ειρήνης), που είχε διακοσμηθεί με αλληγορικές παραστάσεις.
Ο ναός συνδέθηκε με την Pax Augusta (Ειρήνη του Αυγούστου), η οποία είχε λάβει σάρκα και οστά στο μνημείο που είναι γνωστό ως Ara Pacis (Βωμός Ειρήνης), το οποίο είχε ανεγερθεί από τον Αύγουστο.
Ωστόσο, στις νέες παραστάσεις του ναού Templum Pacis, η ειρήνη της δυναστείας των Φλάβιων σήμαινε κάτι διαφορετικό, αφού δεν συνεπαγόταν αποχή από τους πολέμους, αλλά επισφράγιζε την πρωτοκαθεδρία και την πολιτισμική υπεροχή της Ρώμης, που είχαν επιτευχθεί μετά από σκληρό αγώνα.
Έτσι, έγινε προσπάθεια για τη μεταφορά της έννοιας του εσωτερικού εχθρού, που είχε ηττηθεί από τον Βεσπασιανό και τον Τίτο στην Ιουδαία, σε ένα εξωτερικό εχθρό, ο οποίος ήταν ξένος προς τη Ρώμη από πολιτισμική άποψη. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Φλάβιων, εχθροί ήταν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι διέφεραν από πολιτιστική άποψη, όπως προκύπτει και από τις παραστάσεις της αψίδας του Τίτου.
Ο Δομιτιανός και η νέα αντίληψη για την εξουσία
Το έργο του Βεσπασιανού και του Τίτου, ως νικητών και εγγυητών της ρωμαϊκής ικανότητας για νίκη, ήταν εύκολο λόγω του ένδοξου στρατιωτικού παρελθόντος τους. Όμως, ο Δομιτιανός, ο οποίος διαδέχθηκε στο θρόνο τον Τίτο, επειδή είχε παραμείνει στη Ρώμη υστερούσε σε στρατιωτικές ικανότητες και περγαμηνές.
Όταν δε, το 81 μ.Χ., σε ηλικία 30 ετών ανέβηκε στο θρόνο, δεν ήταν εύκολο να γίνει αποδεκτός αφού δεν είχε στο ενεργητικό του στρατιωτικές επιτυχίες. Έπρεπε λοιπόν είτε να στηριχτεί στην αντίληψη περί ηγεμονίας της εποχής του Αυγούστου είτε να επιδιώξει νέες στρατιωτικές επιτυχίες.
Για το σκοπό αυτό αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο κατά των Γερμανών, και το 83 μ.Χ. οργάνωσε μια εκστρατεία εναντίον των Χαττών (Chatti). Οι Ρωμαίοι, ξεκινώντας από το Mainz και προχωρώντας προς βορρά, επέπεσαν επί των Χαττών και τους κατατρόπωσαν. Η νίκη αυτή ήταν αρκετή για να διοργανώσει ο Δομιτιανός μια πομπή θριάμβου.
Ο Τάκιτος θεώρησε ότι οι απαιτήσεις του Δομιτιανού ήταν υπερβολικές και ότι οι αιχμάλωτοι που παρήλασαν στη Ρώμη ήταν μισθωμένοι που φορούσαν περούκες για την περίπτωση. Ωστόσο, η αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει την αλήθεια. Στο σημείο αυτό του Ρήνου βρέθηκε μια οργανωμένη αμυντική γραμμή που χρονολογείται την περίοδο του Δομιτιανού.
Ο Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός, για να στηρίξει ιδεολογικά την εξουσία του, επέλεξε να προβεί σε μια ακόμα καινοτομία: δεν προσπάθησε να γίνει αποδεκτός ως πρόσωπο αλλά να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Κανένας αυτοκράτορας πριν από αυτόν δεν είχε τολμήσει να αμφισβητήσει στην πράξη το «δόγμα» ότι ο ηγεμόνας (princeps) ήταν ένας σύντροφος των Συγκλητικών, του οποίου το κύρος ήταν μεγαλύτερο όλων των άλλων.
Ο Δομιτιανός, αποφασισμένος να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο, το 84 μ.Χ. επιδίωξε την εκλογή του σε ύπατο για μια θητεία δέκα ετών και το 85 μ.Χ. την εκλογή του σε ισόβιο κένσορα (Censor), αξίωμα που επιφυλασσόταν για πρώην υπάτους, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την απογραφή των πολιτών και την εκτίμηση των περιουσιών τους.
Όταν ο Δομιτιανός, εφόσον είχε εισαγάγει αυτή την καινοτομία, άρχισε να εμφανίζεται στη Σύγκλητο, έφερε το ένδυμα του θριαμβευτή και απαιτούσε από τους Συγκλητικούς να τον προσφωνούν ως Κυρίαρχο και Θεό (dominus et deus). Η έννοια και των δυο λέξεων τόνιζε την υπεροχή του αυτοκράτορα έναντι των θεωρούμενων από εδώ και πέρα υποτελών του.
Το Dominus σήμαινε τον κύριο προ των σκλάβων του, ενώ το Deus, σύμφωνα με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στην Ρώμη, δήλωνε την ξεκάθαρη διαφορά βαθμού που υπήρχε ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο της θρησκευτικής λατρείας.
Λίγο μετά την ανάρρηση του Δομιτιανού στο θρόνο, οι Δάκες υπό τον Δεκέβαλο πέρασαν τα σύνορα και το 85 μ.Χ. κατέλαβαν τη Μοισία. O Κορνήλιος Φούσκος ( Cornelius Fuskus), ο οποίος απεστάλη να τους αντιμετωπίσει, αρχικά τους απώθησε πέρα από τον Δούναβη, όμως στην προσπάθειά του να κατακτήσει τη Δακία, το 87 μ.Χ., χάθηκε μαζί με ολόκληρη τη δύναμή του.
Ο Ιουλιανός, ο οποίος απεστάλη εναντίον των Δακών, απεδείχθη ικανότερος στρατηγός. Αφού νίκησε τους Δάκες, προχώρησε προς την πρωτεύουσά τους, τη Σαρμιζεγετούσα (Sarmizegethusa).
Τότε ο Δομιτιανός αποφάσισε την καταβολή ετήσιου επιδόματος στον Δεκέβαλο, με την προϋπόθεση ότι ο ίδιος θα ερχόταν στη Ρώμη για να στεφθεί βασιλιάς από τον Δομιτιανό, όπως στο παρελθόν είχε στεφθεί ο Τιριδάτης, βασιλιάς της Αρμενίας από τον Νέρωνα.
Η προσπάθεια του Δομιτιανού να δώσει έμφαση στη διαφορά θέσεως που υπήρχε, ανάμεσα στον ίδιο, που ήταν κυρίαρχος, και σε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, τους οποίους θεωρούσε υποτελείς του, δεν είχε προηγούμενο στη Ρώμη.
Η αντίληψη αυτή έγινε φανερή στο σχεδιασμό του ανακτόρου, γνωστού ως Domus Flavia, που ανεγέρθη από τον Δομιτιανό το 92 μ.Χ. ως αυτοκρατορικό παλάτι. Στο ανάκτορο αυτό ο ιδιωτικός χώρος του αυτοκράτορα συνδυάστηκε με το δημόσιο χώρο. Ο αυτοκράτορας μπορούσε να παραθέσει συνεστίαση για 500 άτομα, τα οποία κατανέμονταν σε τρεις μεγάλες αίθουσες δείπνου.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας παρίστατο στο συμπόσιο, καταλαμβάνοντας μια κόγχη που προοριζόταν μόνο γι’ αυτόν. Ο τρόπος με τον οποίο εμφανιζόταν και συμπεριφερόταν ο Δομιτιανός στα συμπόσια επιβεβαίωνε το γεγονός ότι ήταν υπερόπτης. Δίχως αμφιβολία, αυτή του η στάση, που αναδείκνυε την ανώτερη θέση του ηγεμόνα από τους Συγκλητικούς, δεν έτυχε ευρείας αποδοχής.
Ο Πλίνιος υπογράμμισε ιδιαίτερα τη διαφορά ανάμεσα στην προσήνεια του Τραϊανού και την υπεροψία του Δομιτιανού.
Επιπλέον, η πρόσοψη του ανακτόρου Domus Flavia η οποία ήταν ορατή από τη Ρωμαϊκή Αγορά, τόνιζε την απόσταση που διατηρούσε ο Δομιτιανός από όλους τους θνητούς. Οι θεμελιώδεις απόψεις του αυτοκράτορα σχετικά με τον κυρίαρχο ηγεμόνα γίνονταν φανερές και από την αρχιτεκτονική του χώρου γνωστού ως Aula Regia, ο οποίος αποτελούσε το αρχιτεκτονικό και λειτουργικό κέντρο του ανακτόρου.
Η Aula Regia, με επιφάνεια 1180 τ.μ., ήταν μια τριώροφη αίθουσα, που καταλάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα του παλατιού. Οι τοίχοι της ήταν επενδεδυμένοι με σπάνια μάρμαρα και οι δύο πρώτοι όροφοι είχαν κίονες.
Ανάμεσα στους κίονες του ισογείου υπήρχαν κόγχες, που σχημάτιζαν στο βάθος τους ναΐσκους. Σε αυτές είχαν τοποθετηθεί κολοσσιαία αγάλματα θεών. Από αυτά διασώθηκαν τα αγάλματα του Βάκχου και του Ηρακλή από βασάλτη. Στο μέτωπο της αίθουσας υπήρχε μια μεγάλη αψίδα, στην οποία ως σύντροφος των θεών εικονιζόταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Εδώ ο Δομιτιανός δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές και παρίστατο σε ακροάσεις.
Το ανάκτορο αυτό, σύμφωνα με τις απόψεις του Δομιτιανού, είχε τη μορφή ενός ιερού. Η θρησκευτική σημασία της Aula Regia υπογραμμιζόταν και από στοιχεία δανεισμένα από την αρχιτεκτονική των ναών.
Επιπλέον, την ιερότητα του χώρου αναδείκνυαν: η διακόσμηση και τα ανάγλυφα των διαζωμάτων, που είχαν θέματα θρησκευτικά, καθώς και τα γιγαντιαία αγάλματα των θεών. Τα διαζώματα προμήνυαν την έλευση μιας νέας εποχής ευδαιμονίας, της οποίας εγγυητής ήταν ο αυτοκράτορας.
Φαίνεται ότι ο Δομιτιανός δεν είχε άλλη επιλογή, προκειμένου να γίνει αποδεκτό το πρόγραμμά του. Εφόσον επιθυμούσε να εξασφαλίσει όχι μόνο την αποδοχή του από το στρατό αλλά και από τους συγκλητικούς και το λαό για να θεμελιώσει την ηγεμονία του, όφειλε να διαφοροποιήσει τις παραμέτρους επικοινωνίας.
Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, ο ίδιος δεν μπορούσε να εμφανιστεί στους συγκλητικούς ως σύντροφος αλλά ως υπεράνθρωπος, του οποίου η παντοδυναμία τον ανήγαγε σε επίπεδο θεού.
Το τέλος του Δομιτιανού
Συνήθως, οι αυτοκράτορες της Ρώμης είχαν βίαιο τέλος. Ο φυσικός θάνατος για έναν αυτοκράτορα ήταν κάτι σπάνιο. Ο αυτοκράτορας Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός (51-96 μ.Χ.) δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα, έστω και αν άφησε την τελευταία του πνοή στην κρεβατοκάμαρα του παλατιού, το οποίο είχε ανεγερθεί στο λόφο του Παλατίνου.
Το ανάκτορο του Δομιτιανού, το οποίο σώζεται έως σήμερα στη ΝΔ πλευρά του λόφου του Παλατίνου, υπενθυμίζει την εσωστρέφεια ενός αυτοκράτορα, ο οποίος, μετά από απόφαση της Συγκλήτου, καταδικάστηκε σε λήθη (damnatio memoriae).
Οι πληροφορίες μας σχετικά με τον Δομιτιανό βασίζονται στις αφηγήσεις του Σουετώνιου και του Κάσιου Δίωνος.
Ο Δομιτιανός, φοβούμενος συνωμοσίες και δολοφονικές απόπειρες εναντίον του, είχε δημιουργήσει ένα ευρύ δίκτυο κατασκόπων, ενώ είχε καταδικάσει άδικα πολλά άτομα σε θάνατο ή τα είχε εξορίσει. Ο αυτοκράτορας για κάθε ενδεχόμενο είχε πάντοτε ένα μαχαίρι κάτω από το προσκέφαλό του.
Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, όλα τα μέτρα που έλαβε για τη σωτηρία της ζωής του απέβησαν μάταια.
Τις μεσημεριανές ώρες της 18ης Σεπτεμβρίου του 96 μ.Χ., ο Παρθένιος, διοικητής της ανακτορικής φρουράς, έτρεξε στον Δομιτιανό να τον πληροφορήσει ότι ο Στέφανος, ένας απελεύθερος σκλάβος της Φλαβίας Δομιτίλλας (Flavia Domitilla), ανιψιάς του αυτοκράτορα, ήθελε να του δώσει κάποιες σπουδαίες πληροφορίες.
Ο Δομιτιανός ανυποψίαστος πήγε στην κρεβατοκάμαρά του για να συναντήσει τον Στέφανο. Όταν τον είδε και άρχισε να διαβάζει την αναφορά του, δέχτηκε ξαφνικά τη δολοφονική επίθεση του πρώην σκλάβου, ο οποίος προσπάθησε να τον σκοτώσει με το στιλέτο του.
Ο Δομιτιανός, που ήταν νέος και δυνατός, προέβαλλε αντίσταση και, κρατώντας το στιλέτο από τη λάμα του, προσπάθησε με τα ματωμένα χέρια του να το αποσπάσει από το δολοφόνο. Ενώ οι δύο μάχονταν, ένας αυλικός πιστός του αυτοκράτορα έτρεξε στο κρεβάτι του Δομιτιανού για να του δώσει το μαχαίρι, το οποίο έπρεπε να βρίσκεται κάτω από το προσκέφαλό του.
Η προσπάθεια του αυλικού απέβη άκαρπη, επειδή οι επίδοξοι δολοφόνοι το είχαν αφαιρέσει προηγουμένως.
Εκείνη τη στιγμή, κάποιοι άνδρες, που ήταν κρυμμένοι πίσω από τις κουρτίνες της βασιλικής κρεβατοκάμαρας, όρμησαν εναντίον του Δομιτιανού και τον αποτελείωσαν με οκτώ μαχαιριές. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Στέφανος δεν ήταν μόνος και ότι η δολοφονία του αυτοκράτορα είχε σχεδιαστεί με κάθε λεπτομέρεια.
Σκέψεις & Συμπεράσματα
Ο Δομιτιανός με διάφορες μεθοδεύσεις προσπάθησε να σταθεροποιήσει την εξουσία του με το να προβάλλει το πρόσωπό του ως περιβεβλημένο από τη θεία χάρη.
Όμως, όπως αποδείχθηκε, οι Συγκλητικοί διέθεταν αρκετή συνοχή ως τάξη για να μη δεχτούν την υποτίμησή τους από έναν αυτοκράτορα, ο οποίος ηττήθηκε τελικά.
Η δολοφονία του Δομιτιανού το 96 μ.Χ. ήταν έργο όχι ενός δολοφόνου αλλά πολλών, που σχεδιάστηκε με επαγγελματική ακρίβεια. Πιθανότατα, στη συνωμοσία συμμετείχαν οι δύο ύπατοι, ένας εκ των δύο διοικητών της Πραιτοριανής Φρουράς και διάφοροι υψηλόβαθμοι Συγκλητικοί.
Η σύζυγος του Δομιτιανού Δομιτία, ανακαλύπτοντας ότι και η ίδια κινδύνευε, ανέθεσε στον απελεύθερο Στέφανο να αναλάβει να δολοφονήσει τον αυτοκράτορα.
Ενώ οι Συγκλητικοί δέχτηκαν με χαρά τα νέα της δολοφονίας του αυτοκράτορα, οι στρατιωτικοί εξέφρασαν τη λύπη τους. Λέγεται μάλιστα ότι αστραπές και κακοί οιωνοί προέλεγαν τη δολοφονία του Δομιτιανού.
Επειδή δε ο Δομιτιανός δεν είχε διάδοχο, η δυναστεία των Φλάβιων έσβησε μετά το θάνατό του.
Όπως προαναφέρθηκε, για τον Δομιτιανό, που ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Φλαβίων, μετά τη δολοφονία του αποφασίστηκε από τη Σύγκλητο damnatio memoriae, δηλαδή καταδίκη της μνήμης του.
Όλα τα αγάλματα που τον παρίσταναν καταστράφηκαν, οι νόμοι που είχε θεσπίσει ακυρώθηκαν και το όνομά του αφαιρέθηκε σχολαστικά από όλες τις επίσημες επιγραφές.
Μετά το θάνατο του Δομιτιανού, ο νέος αυτοκράτορας Νέρβας (96-98 μ.Χ.) που συμμετείχε στη συνωμοσία ξαναγύρισε στην αρχή της αποδοχής της ηγεμονίας και οι Συγκλητικοί ανέκτησαν τα παραδοσιακά τους προνόμια ως σύντροφοι του αυτοκράτορα.
Ωστόσο, οι επόμενοι αυτοκράτορες, όπως ο Κόμοδος, ο Ηλιογάβαλος, ο Αυρηλιανός και ο Διοκλητιανός, προσπάθησαν να λύσουν το θέμα της αποδοχής τους με διάφορα μέσα ο καθένας τους, έως την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος τελικά καθιέρωσε τη θεία χάρη ως μέσο για τη νομιμοποίηση της ηγεμονίας του.
Ακόμη και σήμερα διάφοροι βασιλείς της Ευρώπης βασιλεύουν βασισμένοι στην «Dei Gratia».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου