Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

ΠΛ Θεαιτ 184b–186e

Η γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις

Μετά την παρέκβαση, όπου συγκρίθηκαν οι φιλόσοφοι με όσους συχνάζουν στα δικαστήρια (βλ. σχετικά ΠΛ Θεαιτ 172a–174a και 176a–177a), η συζήτηση επανήλθε στον έλεγχο του αξιώματος του Πρωταγόρα ότι « πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» (βλ. και ΠΛ Θεαιτ 169d–171e).

Υποστηρίχθηκε, λοιπόν, ότι μέτρο σε κάθε ζήτημα είναι ο ειδικός και ότι, λόγω της αέναης ροής των πραγμάτων, ο ορισμός πως "γνώση είναι η αίσθηση" δεν έχει καμιά αξία. Λόγω της σπουδαιότητας του θέματος, Σωκράτης και Θεόδωρος συμφωνούν ότι πρέπει με τη μαιευτική μέθοδο να βοηθήσουν τον Θεαίτητο να εξωτερικεύσει τις απόψεις του για τη γνώση.

ΣΩ. Ἔτι τοίνυν, ὦ Θεαίτητε, τοσόνδε περὶ τῶν εἰρη-
μένων ἐπίσκεψαι. αἴσθησιν γὰρ δὴ ἐπιστήμην ἀπεκρίνω·
ἦ γάρ;

ΘΕΑΙ. Ναί.

ΣΩ. Εἰ οὖν τίς σε ὧδ’ ἐρωτῴη· «Τῷ τὰ λευκὰ καὶ μέλανα
ὁρᾷ ἄνθρωπος καὶ τῷ τὰ ὀξέα καὶ βαρέα ἀκούει;» εἴποις ἂν
οἶμαι «Ὄμμασί τε καὶ ὠσίν.»

ΘΕΑΙ. Ἔγωγε.

[184c] ΣΩ. Τὸ δὲ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων τε καὶ ῥημάτων καὶ
μὴ δι’ ἀκριβείας ἐξεταζόμενον τὰ μὲν πολλὰ οὐκ ἀγεννές,
ἀλλὰ μᾶλλον τὸ τούτου ἐναντίον ἀνελεύθερον, ἔστι δὲ ὅτε
ἀναγκαῖον, οἷον καὶ νῦν ἀνάγκη ἐπιλαβέσθαι τῆς ἀποκρίσεως
ἣν ἀποκρίνῃ, ᾗ οὐκ ὀρθή. σκόπει γάρ· ἀπόκρισις ποτέρα
ὀρθοτέρα, ᾧ ὁρῶμεν τοῦτο εἶναι ὀφθαλμούς, ἢ δι’ οὗ ὁρῶμεν,
καὶ ᾧ ἀκούομεν ὦτα, ἢ δι’ οὗ ἀκούομεν;

ΘΕΑΙ. Δι’ ὧν ἕκαστα αἰσθανόμεθα, ἔμοιγε δοκεῖ, ὦ
Σώκρατες, μᾶλλον ἢ οἷς.

[184d] ΣΩ. Δεινὸν γάρ που, ὦ παῖ, εἰ πολλαί τινες ἐν ἡμῖν
ὥσπερ ἐν δουρείοις ἵπποις αἰσθήσεις ἐγκάθηνται, ἀλλὰ μὴ
εἰς μίαν τινὰ ἰδέαν, εἴτε ψυχὴν εἴτε ὅτι δεῖ καλεῖν, πάντα
ταῦτα συντείνει, ᾗ διὰ τούτων οἷον ὀργάνων αἰσθανόμεθα
ὅσα αἰσθητά.

ΘΕΑΙ. Ἀλλά μοι δοκεῖ οὕτω μᾶλλον ἢ ἐκείνως.

ΣΩ. Τοῦδέ τοι ἕνεκα αὐτά σοι διακριβοῦμαι, εἴ τινι ἡμῶν
αὐτῶν τῷ αὐτῷ διὰ μὲν ὀφθαλμῶν ἐφικνούμεθα λευκῶν τε
[184e] καὶ μελάνων, διὰ δὲ τῶν ἄλλων ἑτέρων αὖ τινῶν· καὶ ἕξεις
ἐρωτώμενος πάντα τὰ τοιαῦτα εἰς τὸ σῶμα ἀναφέρειν; ἴσως
δὲ βέλτιον σὲ λέγειν αὐτὰ ἀποκρινόμενον μᾶλλον ἢ ἐμὲ
ὑπὲρ σοῦ πολυπραγμονεῖν. καί μοι λέγε· θερμὰ καὶ σκληρὰ
καὶ κοῦφα καὶ γλυκέα δι’ ὧν αἰσθάνῃ, ἆρα οὐ τοῦ σώματος
ἕκαστα τίθης; ἢ ἄλλου τινός;

ΘΕΑΙ. Οὐδενὸς ἄλλου.

ΣΩ. Ἦ καὶ ἐθελήσεις ὁμολογεῖν ἃ δι’ ἑτέρας δυνάμεως
[185a] αἰσθάνῃ, ἀδύνατον εἶναι δι’ ἄλλης ταῦτ’ αἰσθέσθαι, οἷον ἃ
δι’ ἀκοῆς, δι’ ὄψεως, ἢ ἃ δι’ ὄψεως, δι’ ἀκοῆς;

ΘΕΑΙ. Πῶς γὰρ οὐκ ἐθελήσω;

ΣΩ. Εἴ τι ἄρα περὶ ἀμφοτέρων διανοῇ, οὐκ ἂν διά γε
τοῦ ἑτέρου ὀργάνου, οὐδ’ αὖ διὰ τοῦ ἑτέρου περὶ ἀμφοτέρων
αἰσθάνοι’ ἄν.

ΘΕΑΙ. Οὐ γὰρ οὖν.

ΣΩ. Περὶ δὴ φωνῆς καὶ περὶ χρόας πρῶτον μὲν αὐτὸ
τοῦτο περὶ ἀμφοτέρων ἦ διανοῇ, ὅτι ἀμφοτέρω ἐστόν;

ΘΕΑΙ. Ἔγωγε.

ΣΩ. Οὐκοῦν καὶ ὅτι ἑκάτερον ἑκατέρου μὲν ἕτερον, ἑαυτῷ
δὲ ταὐτόν;

[185b] ΘΕΑΙ. Τί μήν;

ΣΩ. Καὶ ὅτι ἀμφοτέρω δύο, ἑκάτερον δὲ ἕν;

ΘΕΑΙ. Καὶ τοῦτο.

ΣΩ. Οὐκοῦν καὶ εἴτε ἀνομοίω εἴτε ὁμοίω ἀλλήλοιν,
δυνατὸς εἶ ἐπισκέψασθαι;

ΘΕΑΙ. Ἴσως.

ΣΩ. Ταῦτα δὴ πάντα διὰ τίνος περὶ αὐτοῖν διανοῇ; οὔτε
γὰρ δι’ ἀκοῆς οὔτε δι’ ὄψεως οἷόν τε τὸ κοινὸν λαμβάνειν
περὶ αὐτῶν. ἔτι δὲ καὶ τόδε τεκμήριον περὶ οὗ λέγομεν· εἰ
γὰρ δυνατὸν εἴη ἀμφοτέρω σκέψασθαι ἆρ’ ἐστὸν ἁλμυρὼ ἢ οὔ,
[185c] οἶσθ’ ὅτι ἕξεις εἰπεῖν ᾧ ἐπισκέψῃ, καὶ τοῦτο οὔτε ὄψις οὔτε
ἀκοὴ φαίνεται, ἀλλά τι ἄλλο.

ΘΕΑΙ. Τί δ’ οὐ μέλλει, ἥ γε διὰ τῆς γλώττης δύναμις;

ΣΩ. Καλῶς λέγεις. ἡ δὲ δὴ διὰ τίνος δύναμις τό τ’ ἐπὶ
πᾶσι κοινὸν καὶ τὸ ἐπὶ τούτοις δηλοῖ σοι, ᾧ τὸ «ἔστιν»
ἐπονομάζεις καὶ τὸ «οὐκ ἔστι» καὶ ἃ νυνδὴ ἠρωτῶμεν
περὶ αὐτῶν; τούτοις πᾶσι ποῖα ἀποδώσεις ὄργανα δι’ ὧν
αἰσθάνεται ἡμῶν τὸ αἰσθανόμενον ἕκαστα;

ΘΕΑΙ. Οὐσίαν λέγεις καὶ τὸ μὴ εἶναι, καὶ ὁμοιότητα
καὶ ἀνομοιότητα, καὶ τὸ ταὐτόν τε καὶ [τὸ] ἕτερον, ἔτι δὲ
[185d] ἕν τε καὶ τὸν ἄλλον ἀριθμὸν περὶ αὐτῶν. δῆλον δὲ ὅτι
καὶ ἄρτιόν τε καὶ περιττὸν ἐρωτᾷς, καὶ τἆλλα ὅσα τού-
τοις ἕπεται, διὰ τίνος ποτὲ τῶν τοῦ σώματος τῇ ψυχῇ
αἰσθανόμεθα.

ΣΩ. Ὑπέρευ, ὦ Θεαίτητε, ἀκολουθεῖς, καὶ ἔστιν ἃ ἐρωτῶ
αὐτὰ ταῦτα.

ΘΕΑΙ. Ἀλλὰ μὰ Δία, ὦ Σώκρατες, ἔγωγε οὐκ ἂν
ἔχοιμι εἰπεῖν, πλήν γ’ ὅτι μοι δοκεῖ τὴν ἀρχὴν οὐδ’ εἶναι
τοιοῦτον οὐδὲν τούτοις ὄργανον ἴδιον ὥσπερ ἐκείνοις, ἀλλ’
[185e] αὐτὴ δι’ αὑτῆς ἡ ψυχὴ τὰ κοινά μοι φαίνεται περὶ πάντων
ἐπισκοπεῖν.

ΣΩ. Καλὸς γὰρ εἶ, ὦ Θεαίτητε, καὶ οὐχ, ὡς ἔλεγε
Θεόδωρος, αἰσχρός· ὁ γὰρ καλῶς λέγων καλός τε καὶ
ἀγαθός. πρὸς δὲ τῷ καλῷ εὖ ἐποίησάς με μάλα συχνοῦ λόγου
ἀπαλλάξας, εἰ φαίνεταί σοι τὰ μὲν αὐτὴ δι’ αὑτῆς ἡ ψυχὴ
ἐπισκοπεῖν, τὰ δὲ διὰ τῶν τοῦ σώματος δυνάμεων. τοῦτο γὰρ
ἦν ὃ καὶ αὐτῷ μοι ἐδόκει, ἐβουλόμην δὲ καὶ σοὶ δόξαι.

[186a] ΘΕΑΙ. Ἀλλὰ μὴν φαίνεταί γε.

ΣΩ. Ποτέρων οὖν τίθης τὴν οὐσίαν; τοῦτο γὰρ μάλιστα
ἐπὶ πάντων παρέπεται.

ΘΕΑΙ. Ἐγὼ μὲν ὧν αὐτὴ ἡ ψυχὴ καθ’ αὑτὴν ἐπορέγεται.

ΣΩ. Ἦ καὶ τὸ ὅμοιον καὶ τὸ ἀνόμοιον καὶ τὸ ταὐτὸν καὶ
ἕτερον;

ΘΕΑΙ. Ναί.

ΣΩ. Τί δέ; καλὸν καὶ αἰσχρὸν καὶ ἀγαθὸν καὶ κακόν;

ΘΕΑΙ. Καὶ τούτων μοι δοκεῖ ἐν τοῖς μάλιστα πρὸς
ἄλληλα σκοπεῖσθαι τὴν οὐσίαν, ἀναλογιζομένη ἐν ἑαυτῇ τὰ
[186b] γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα.

ΣΩ. Ἔχε δή· ἄλλο τι τοῦ μὲν σκληροῦ τὴν σκληρότητα
διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθήσεται, καὶ τοῦ μαλακοῦ τὴν μαλακότητα
ὡσαύτως;

ΘΕΑΙ. Ναί.

ΣΩ. Τὴν δέ γε οὐσίαν καὶ ὅτι ἐστὸν καὶ τὴν ἐναντιότητα
πρὸς ἀλλήλω καὶ τὴν οὐσίαν αὖ τῆς ἐναντιότητος αὐτὴ ἡ
ψυχὴ ἐπανιοῦσα καὶ συμβάλλουσα πρὸς ἄλληλα κρίνειν
πειρᾶται ἡμῖν.

ΘΕΑΙ. Πάνυ μὲν οὖν.

ΣΩ. Οὐκοῦν τὰ μὲν εὐθὺς γενομένοις πάρεστι φύσει
[186c] αἰσθάνεσθαι ἀνθρώποις τε καὶ θηρίοις, ὅσα διὰ τοῦ σώματος
παθήματα ἐπὶ τὴν ψυχὴν τείνει· τὰ δὲ περὶ τούτων ἀνα-
λογίσματα πρός τε οὐσίαν καὶ ὠφέλειαν μόγις καὶ ἐν χρόνῳ
διὰ πολλῶν πραγμάτων καὶ παιδείας παραγίγνεται οἷς ἂν καὶ
παραγίγνηται;

ΘΕΑΙ. Παντάπασι μὲν οὖν.

ΣΩ. Οἷόν τε οὖν ἀληθείας τυχεῖν, ᾧ μηδὲ οὐσίας;

ΘΕΑΙ. Ἀδύνατον.

ΣΩ. Οὗ δὲ ἀληθείας τις ἀτυχήσει, ποτὲ τούτου ἐπιστήμων
ἔσται;

[186d] ΘΕΑΙ. Καὶ πῶς ἄν, ὦ Σώκρατες;

ΣΩ. Ἐν μὲν ἄρα τοῖς παθήμασιν οὐκ ἔνι ἐπιστήμη,
ἐν δὲ τῷ περὶ ἐκείνων συλλογισμῷ· οὐσίας γὰρ καὶ ἀλη-
θείας ἐνταῦθα μέν, ὡς ἔοικε, δυνατὸν ἅψασθαι, ἐκεῖ δὲ
ἀδύνατον.

ΘΕΑΙ. Φαίνεται.

ΣΩ. Ἦ οὖν ταὐτὸν ἐκεῖνό τε καὶ τοῦτο καλεῖς, τοσαύτας
διαφορὰς ἔχοντε;

ΘΕΑΙ. Οὔκουν δὴ δίκαιόν γε.

ΣΩ. Τί οὖν δὴ ἐκείνῳ ἀποδίδως ὄνομα, τῷ ὁρᾶν ἀκούειν
ὀσφραίνεσθαι ψύχεσθαι θερμαίνεσθαι;

[186e] ΘΕΑΙ. Αἰσθάνεσθαι ἔγωγε· τί γὰρ ἄλλο;

ΣΩ. Σύμπαν ἄρ’ αὐτὸ καλεῖς αἴσθησιν;

ΘΕΑΙ. Ἀνάγκη.

ΣΩ. Ὧι γε, φαμέν, οὐ μέτεστιν ἀληθείας ἅψασθαι· οὐδὲ
γὰρ οὐσίας.

ΘΕΑΙ. Οὐ γὰρ οὖν.

ΣΩ. Οὐδ’ ἄρ’ ἐπιστήμης.

ΘΕΑΙ. Οὐ γάρ.

ΣΩ. Οὐκ ἄρ’ ἂν εἴη ποτέ, ὦ Θεαίτητε, αἴσθησίς τε καὶ
ἐπιστήμη ταὐτόν.

ΘΕΑΙ. Οὐ φαίνεται, ὦ Σώκρατες. καὶ μάλιστά γε νῦν
καταφανέστατον γέγονεν ἄλλο ὂν αἰσθήσεως ἐπιστήμη.

***
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τούτο μόνο λοιπόν, Θεαίτητε, πρόσεξε ακόμα σχετικά με όσα είπαμε. Αποκρίθηκες ότι η γνώση είναι αίσθηση, δεν είν' έτσι;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αν λοιπόν κάποιος σε ρωτούσε, με τι βλέπει ο άνθρωπος τα λευκά και τα μαύρα, και με τι ακούει τους βαρύτονους και τους οξύτονους ήχους, θα έλεγες νομίζω με τα μάτια και με τ' αυτιά.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Μάλιστα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Το να χειρίζεται όμως κανείς με ευκολία, δίχως και πολλήν ακρίβεια, τα ονόματα και τα ρήματα, αν το εξέτασης, δεν είναι ως επί το πλείστον αγένεια, αλλά μάλλον το αντίθετό του είναι ανελεύθερο πράγμα. Όμως κάποτε, όπως και τώρα, είναι αναγκαίο να καταπιασθούμε με την απόκριση που έδωκες, μήπως και δεν είναι ορθή. Πρόσεξε λοιπόν ποια απόκριση είναι ορθότερη: τα μάτια είναι εκείνα με τα όποια βλέπομε ή τα μάτια είναι εκείνα μέσω των οποίων βλέπομε; και τα αυτιά είναι εκείνα με τα οποία ακούμε ή εκείνα μέσω των οποίων ακούμε;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Μου φαίνεται ορθότερα να ειπούμε, Σωκράτη, για κάθε αισθητήριο ότι μέσω αυτού αισθανόμαστε παρά ότι με αυτό αισθανόμαστε.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Γιατί θα ήταν φοβερό, παιδί μου, αν ήταν μέσα μας εγκατεστημένες πολλές αισθήσεις, σαν μέσα σε δουρείους ίππους, χωρίς να κατατείνουν όλα αυτά σε μια λογική ενότητα, είτε ψυχή είτε οτιδήποτε άλλο πρέπει να την πούμε, και μ' αυτήν δια μέσου αυτών, όπως δια μέσου οργάνων, αισθανόμαστε όσα είναι αισθητά.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Έτσι μου φαίνεται ορθότερα παρά με τον άλλο τρόπο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σου τα λέω με τόση ακρίβεια για να δούμε αν με κάτι δικό μας που μένει πάντα το ίδιο, δια μέσου των οφθαλμών φθάνωμε ως τα λευκά και τα μαύρα, και δια μέσου των άλλων φθάνωμε πάλι ως άλλα, και αν θα μπόρεσης, όταν ερωτηθής, να τα αναφέρης όλα τα παρόμοια στο σώμα. Όμως είναι καλύτερα να τα λες εσύ και να αποκρίνεσαι παρά να καταπιάνωμαι εγώ αντί για σένα με πολλά. Λέγε μου λοιπόν, εκείνα δια μέσου των οποίων αισθάνεσαι τα θερμά και τα σκληρά και τα ελαφρά και τα γλυκά, δεν τα θεωρείς, το καθένα απ' αυτά, μέρος του σώματος, ή μήπως κανενός άλλου;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Κανενός άλλου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα θέλησης ακόμα να παραδεχθής ότι όσα αισθάνεσαι δια μέσου μιας αίσθησης είναι αδύνατον αυτά να τα αισθανθής δια μέσου άλλης, π.χ. όσα αισθάνεσαι μέσω της ακοής αδύνατον να τα αισθανθής μέσω της όρασης ή όσα μέσω της όρασης αδύνατον μέσω της ακοής;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πώς δεν θα θελήσω;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αν λοιπόν διανοήσαι κάτι και για τα δύο, τούτο δεν θα το αισθάνεσαι ούτε με το ένα όργανο ούτε πάλι με το άλλο.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ : Όχι βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Για τη φωνή λοιπόν και για το χρώμα, πρώτα–πρώτα διανοείσαι και για τα δυο τούτο εδώ, ότι και τα δύο υπάρχουν;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Μάλιστα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Κι ακόμα ότι το καθένα είναι διαφορετικό από το άλλο, με τον εαυτό του όμως ίδιο;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πώς αλλιώς;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και ότι αμφότερα είναι δύο, το καθένα όμως από τα δύο ένα;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Και αυτό.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και δεν είσαι σε θέση να εξέτασης, αν είναι όμοια ή ανόμοια το ένα με το άλλο;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ίσως.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αυτά λοιπόν όλα δια μέσου τίνος οργάνου τα σκέπτεσαι γι' αυτά; Γιατί βέβαια ούτε δια μέσου της ακοής ούτε δια μέσου της οράσεως μπορείς να συλλάβης το κοινό γι' αυτά. Ακόμη, για ό,τι συζητούμε υπάρχει και αυτό εδώ το τεκμήριο· αν δηλαδή ήταν δυνατόν να τα εξέταση κανείς και τα δύο, αν είναι αλμυρά ή όχι, γνωρίζεις δια μέσου τίνος θα τα εξέτασης; κι αυτό δεν φαίνεται να είναι ούτε η όραση ούτε η ακοή, αλλά κάτι άλλο.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πώς όχι, αφού είναι η αίσθηση δια μέσου της γλώσσας;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Καλά λες. Δια μέσου τίνος οργάνου όμως εργάζεται η δύναμη που σου φανερώνει το κοινό σε όλα και σ' αυτά εδώ, μ' αυτήν πού εκφράζεις το Είναι και το δεν Είναι και όσα τώρα εμείς ρωτούσαμε γι' αυτά; Σ' αυτά όλα ποια όργανα θα δώσης, δια μέσου των οποίων εκείνο που αισθάνεται μέσα μας λαβαίνει αίσθηση για το καθένα;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Εννοείς το Είναι και το μη Είναι και την ομοιότητα και την ανομοιότητα και την ταυτότητα και την ετερότητα, και προσέτι το ένα και τους άλλους αριθμούς που λέμε γι' αυτά. Και είναι φανερό ότι ρωτάς, το άρτιο και το περιττό και τ' άλλα που σχετίζονται μ' αυτά δια μέσου τίνος σωματικού μας οργάνου τα αισθάνεται η ψυχή;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Έξοχα, καλέ μου Θεαίτητε, παρακολουθείς, και αυτά ακριβώς είναι που σ' ερωτώ.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Αλλά μα το Δία, Σωκράτη μου, εγώ τουλάχιστον δεν έχω να ειπώ τίποτ' άλλο, παρά ότι κατ' αρχήν δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο όργανο ειδικό γι' αυτά, όπως για τ' άλλα· αντίθετα μου φαίνεται ότι η ψυχή από μόνη της στοχάζεται τα κοινά για όλα αυτά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είσαι όμορφος λοιπόν, Θεαίτητε, και όχι όπως έλεγε ο Θεόδωρος άσχημος. Γιατί όποιος μιλάει καλά, είναι όμορφος και καλός. Κι εκτός από την ομορφιά μού έκαμες και καλό, γιατί μ' απάλλαξες από μεγάλη μακρολογία, αφού σου φαίνεται ότι μερικά η ψυχή τα στοχάζεται από μόνη της, άλλα πάλι δια μέσου των δυνάμεων του σώματος. Γιατί αυτό ακριβώς ήτανε και η δική μου γνώμη, ήθελα όμως να είναι και δική σου.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Μα και σε μένα έτσι φαίνεται.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σε ποια λοιπόν από τα δύο βάζεις το Είναι; γιατί αυτό κατ' εξοχήν τα συνοδεύει όλα.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Σ' αυτά που αγαπάει να στοχάζεται η ψυχή από μόνη της.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μήπως και την ομοιότητα και την ανομοιότητα και την ταυτότητα και την ετερότητα;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μήπως όμως και το όμορφο και το άσχημο και το καλό και το κακό;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Και αυτών το Είναι, νομίζω, κατ' εξοχήν στη σχέση του ενός με τ' άλλο στοχάζεται η ψυχή, κι αναλογίζεται μέσα της τα περασμένα και τα παρόντα απέναντι στα μέλλοντα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Στάσου όμως. Με άλλο τίποτα ή με την επαφή θα αισθανθή τη σκληρότητα του σκληρού και τη μαλακότητα του μαλακού;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Το Είναι όμως και ότι υπάρχουν τα δυο τους, και την εναντιότητα του ενός με τ' άλλο, και το Είναι πάλι της εναντιότητας, προσπαθεί μόνη της η ψυχή μέσα μας να κρίνη καθώς επιστρέφει και συγκρίνει το ένα με τάλλο.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δίχως άλλο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μερικά λοιπόν παθήματα είναι από τη φύση δοσμένο να τα αισθάνωνται αμέσως μόλις γεννηθούν και οι άνθρωποι και τα ζώα, όσα δηλαδή καταφθάνουν δια μέσου του σώματος στην ψυχή, ενώ οι διαλογισμοί γι' αυτά και ως προς το Είναι και ως προς την ωφέλεια έρχονται με μόχθο και πολύν καιρό μέσα από πολλή άσκηση και παιδεία, σ' όσους βέβαια έρχονται;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Είναι ολωσδιόλου έτσι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είναι λοιπόν δυνατόν να επιτύχωμε την αλήθεια μ' εκείνο το μέρος του εαυτού μας που δεν συλλαβαίνει ούτε το Είναι;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Αδύνατο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Για ό,τι πράγμα όμως αστοχήσει κανείς την αλήθεια, θα γίνη ποτέ γνώστης του;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πώς να γίνη, Σωκράτη μου;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μέσα λοιπόν στα παθήματα των αισθήσεων δεν υπάρχει γνώση, ενώ μέσα στους διαλογισμούς γι' αυτά υπάρχει. Γιατί, όπως φαίνεται, εδώ μεν μπορεί κανείς ν' αγγίξη το Είναι και την αλήθεια, εκεί όμως είναι αδύνατο.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Έτσι φαίνεται.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα το ειπής λοιπόν εκείνο και τούτο το ίδιο, ενώ έχουν τόσες διαφορές;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δεν θα ήταν δίκαιο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τι όνομα λοιπόν δίνεις σ' εκείνο, δηλαδή στο να βλέπης, ν' ακούς, να οσφραίνεσαι, να κρυώνης και να ζεσταίνεσαι;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Το λέγω αισθάνεσθαι, τι άλλο;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όλα λοιπόν αυτά τα λες αίσθηση;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Κατ' ανάγκη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σ' αυτή λοιπόν, λέμε, δεν είναι δοσμένο να αγγίση την αλήθεια, γιατί ούτε και το Είναι.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Όχι βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ούτε τη γνώση λοιπόν.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Όχι βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δεν θα μπορούσε λοιπόν ποτέ να είναι, Θεαίτητε, η αίσθηση και η γνώση το ίδιο πράγμα.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δεν φαίνεται, Σωκράτη μου. Και τώρα πιο πολύ έγινε ολοφάνερο ότι άλλο είναι η γνώση και άλλο η αίσθηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου