Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ

ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.1.2–5.1.8

Μια γυναίκα για τον Κύρο

Ο Κύρος αναθέτει σε έναν φίλο του, τον Αράσπα, να του φυλάει την όμορφη γυναίκα του βασιλιά των Σουσίων, του Αβραδάτα, η οποία ονομαζόταν Πάνθεια και είχε πιαστεί αιχμάλωτη.


[5.1.2] Καλέσας δὲ ὁ Κῦρος Ἀράσπαν Μῆδον, ὃς ἦν αὐτῷ
ἐκ παιδὸς ἑταῖρος, ᾧ καὶ τὴν στολὴν ἐκδὺς ἔδωκε τὴν
Μηδικήν, ὅτε παρ’ Ἀστυάγους εἰς Πέρσας ἀπῄει, τοῦτον
ἐκέλευσε διαφυλάξαι αὐτῷ τήν τε γυναῖκα καὶ τὴν σκηνήν·
[5.1.3] ἦν δὲ αὕτη ἡ γυνὴ τοῦ Ἀβραδάτου τοῦ Σουσίου· ὅτε δὲ
ἡλίσκετο τὸ τῶν Ἀσσυρίων στρατόπεδον, ὁ ἀνὴρ αὐτῆς οὐκ
ἔτυχεν ἐν τῷ στρατοπέδῳ ὤν, ἀλλὰ πρὸς τὸν τῶν Βακτρίων
βασιλέα πρεσβεύων ᾤχετο· ἔπεμψε δὲ αὐτὸν ὁ Ἀσσύριος
περὶ συμμαχίας· ξένος γὰρ ὢν ἐτύγχανε τῷ τῶν Βακτρίων
βασιλεῖ· ταύτην οὖν ἐκέλευσεν ὁ Κῦρος διαφυλάττειν τὸν
Ἀράσπαν, ἕως ἂν αὐτὸς λάβῃ. [5.1.4] κελευόμενος δὲ ὁ Ἀράσπας
ἐπήρετο· Ἑώρακας δ’, ἔφη, ὦ Κῦρε, τὴν γυναῖκα, ἥν με
κελεύεις φυλάττειν; Μὰ Δί’, ἔφη ὁ Κῦρος, οὐκ ἔγωγε.
Ἀλλ’ ἐγώ, ἔφη, ἡνίκα ἐξῃροῦμέν σοι αὐτήν· καὶ δῆτα, ὅτε
μὲν εἰσήλθομεν εἰς τὴν σκηνὴν αὐτῆς, τὸ πρῶτον οὐ διέ-
γνωμεν αὐτήν· χαμαί τε γὰρ ἐκάθητο καὶ αἱ θεράπαιναι
πᾶσαι περὶ αὐτήν· καὶ τοίνυν ὁμοίαν ταῖς δούλαις εἶχε τὴν
ἐσθῆτα· ἐπεὶ δὲ γνῶναι βουλόμενοι ποία εἴη ἡ δέσποινα
πάσας περιεβλέψαμεν, ταχὺ πάνυ καὶ πασῶν ἐφαίνετο δια-
φέρουσα τῶν ἄλλων, καίπερ καθημένη κεκαλυμμένη τε καὶ
εἰς γῆν ὁρῶσα. [5.1.5] ὡς δὲ ἀναστῆναι αὐτὴν ἐκελεύσαμεν,
συνανέστησαν μὲν αὐτῇ ἅπασαι αἱ ἀμφ’ αὐτήν, διήνεγκε δ’
ἐνταῦθα πρῶτον μὲν τῷ μεγέθει, ἔπειτα δὲ καὶ τῇ ἀρετῇ
καὶ τῇ εὐσχημοσύνῃ, καίπερ ἐν ταπεινῷ σχήματι ἑστηκυῖα.
δῆλα δ’ ἦν αὐτῇ καὶ τὰ δάκρυα στάζοντα, τὰ μὲν κατὰ τῶν
πέπλων, τὰ δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας. [5.1.6] ὡς δ’ ἡμῶν ὁ γεραί-
τατος εἶπε, Θάρρει, ὦ γύναι· καλὸν μὲν γὰρ κἀγαθὸν ἀκούο-
μεν καὶ τὸν σὸν ἄνδρα εἶναι· νῦν μέντοι ἐξαιροῦμεν ἀνδρί
σε εὖ ἴσθι ὅτι οὔτε τὸ εἶδος ἐκείνου χείρονι οὔτε τὴν γνώ-
μην οὔτε δύναμιν ἥττω ἔχοντι, ἀλλ’ ὡς ἡμεῖς γε νομίζομεν,
εἴ τις καὶ ἄλλος ἀνήρ, καὶ Κῦρος ἄξιός ἐστι θαυμάζεσθαι,
οὗ σὺ ἔσῃ τὸ ἀπὸ τοῦδε· ὡς οὖν τοῦτο ἤκουσεν ἡ γυνή,
περικατερρήξατό τε τὸν ἄνωθεν πέπλον καὶ ἀνωδύρατο·
συνανεβόησαν δὲ καὶ αἱ δμωαί. [5.1.7] ἐν τούτῳ δὲ ἐφάνη μὲν
αὐτῆς τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ προσώπου, ἐφάνη δὲ ἡ δέρη
καὶ αἱ χεῖρες· καὶ εὖ ἴσθι, ἔφη, ὦ Κῦρε, ὡς ἐμοί τε ἔδοξε
καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασι τοῖς ἰδοῦσι μήπω φῦναι μηδὲ γενέ-
σθαι γυνὴ ἀπὸ θνητῶν τοιαύτη ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἀλλὰ πάντως,
ἔφη, καὶ σὺ θέασαι αὐτήν. [5.1.8] καὶ ὁ Κῦρος ἔφη· [Ναὶ] Μὰ
Δία, πολύ γε ἧττον, εἰ τοιαύτη ἐστὶν οἵαν σὺ λέγεις. Τί
δαί; ἔφη ὁ νεανίσκος. Ὅτι, ἔφη, εἰ νυνὶ σοῦ ἀκούσας ὅτι
καλή ἐστι πεισθήσομαι ἐλθεῖν θεασόμενος, οὐδὲ πάνυ μοι
σχολῆς οὔσης, δέδοικα μὴ πολὺ θᾶττον ἐκείνη αὖθις ἀνα-
πείσῃ καὶ πάλιν ἐλθεῖν θεασόμενον· ἐκ δὲ τούτου ἴσως ἂν
ἀμελήσας ὧν με δεῖ πράττειν καθῄμην ἐκείνην θεώμενος.

***
Έπειτα ο Κύρος κάλεσε το Μήδο Αράσπα, που ήταν παιδικός του φίλος (και που του είχε χαρίσει, αφού έβγαλε, την περσική στολή, τότε που έφυγε από τον Αστυάγη για την Περσία) και του ανέθεσε τη φροντίδα να του φυλάξει τη γυναίκα και τη σκηνή. Η γυναίκα εκείνη ήταν σύζυγος του Αβραδάτα από τα Σούσα. Όταν κυρίευαν το στρατόπεδο των Ασσυρίων, ο σύζυγός της συνέβη να μη βρίσκεται εκεί, γιατί είχε σταλεί σαν πρεσβευτής στο βασιλιά των Βάκτριανών, από το βασιλιά της Ασσυρίας, για να διαπραγματευθεί συμμαχία, επειδή έτυχε να είναι φίλος του. Αυτή λοιπόν τη γυναίκα διέταξε τον Αράσπα να φυλάξει, μέχρις ότου την πάρει ο ίδιος. Ο Αράσπας, παίρνοντας τη διαταγή, ρώτησε: Έχεις δει, Κύρε, τη γυναίκα που μου αναθέτεις να φυλάξω; Όχι, μα το Δία, απάντησε ο Κύρος. Εγώ όμως την είδα, είπε, όταν τη διαλέξαμε για σένα. Καθώς τότε μπήκαμε στη σκηνή της, στην αρχή δεν την αναγνωρίσαμε, γιατί καθόταν χάμω και γύρω της όλες οι δούλες· μετά, όταν θελήσαμε να μάθουμε ποια ήταν η δέσποινα και τις κοιτάξαμε όλες, όπως ήταν ολόγυρά της, αμέσως φάνηκε πως πολύ διέφερε απ' όλες τις άλλες, μολονότι καθόταν σκεπασμένη και με το βλέμμα στραμμένο στη γη. Όταν τη διατάξαμε να σηκωθεί, σηκώθηκαν μαζί της κι όλες εκείνες που ήταν γύρω της∙ τότε πράγματι διέφερε από τις άλλες τόσο στο ανάστημα, όσο και στην ωραιότητα και την ευπρέπεια, αν και στεκόταν κατά τρόπο ταπεινό. Φαίνονταν μάλιστα και τα δάκρυά της να τρέχουν, άλλα στο φόρεμά της και άλλα στα πόδια της. Τότε ο γεροντότερος από μας είπε: Να έχεις θάρρος, γυναίκα· ακούμε βέβαια πως ο σύζυγος σου είναι ωραίος και ανδρείος. Τώρα όμως έχε υπόψη σου πως σου διαλέξαμε έναν άντρα, που δεν είναι κατώτερος από εκείνον, ούτε στην ωραιότητα, ούτε στο πνεύμα, ούτε και λιγότερη έχει δύναμη, αλλά, τουλάχιστο κατά τη γνώμη μας, ο Κύρος είναι περισσότερο από κάθε άλλον αξιοθαύμαστος. Σ' αυτόν θα ανήκεις από σήμερα. Μόλις άκουσε αυτό η γυναίκα, καταξέσχισε το πάνω μέρος του πέπλου της και άρχισε να κλαίει και να φωνάζει, και μαζί της έκλαιγαν φωνάζοντας και οι δούλες. Τότε πια αποκαλύφτηκε το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της, καθώς και ο λαιμός και τα χέρια της∙ σε βεβαιώνω λοιπόν, Κύρε, πως κατά τη γνώμη και τη δική μου και όλων των άλλων που την είδαν, δε γεννήθηκε ακόμη, μήτε υπήρξε ποτέ τέτοια γυναίκα, γεννημένη από θνητούς ανθρώπους στην Ασία. Πάντως πρέπει κι εσύ οπωσδήποτε να τη δεις. Μα το Δία, καθόλου, του είπε ο Κύρος, και μάλιστα πολύ λιγότερο, αν είναι όπως εσύ την περιγράφεις. Μα γιατί; ρώτησε ο νεαρός. Γιατί, του απάντησε, αν θα πειστώ τώρα σε σένα που μου λες πως είναι ωραία, και έρθω να τη δω, ενώ δεν έχω και πολύ καιρό στη διάθεσή μου, φοβάμαι μήπως εκείνη με πείσει πολύ γρηγορότερα να έρθω και πάλι να τη δω· και ύστερα, για να κάθομαι να τη βλέπω, ίσως παραμελήσω όσα πρέπει να κάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου