«Έχω την εντύπωση ότι αξιομνημόνευτες δεν είναι μόνο οι σοβαρές πράξεις των καλών και αγαθών ανθρώπων (καλῶν κἀγαθῶν) αλλά και όσα πράττουν όταν βρίσκονται σε χαλαρή διάθεση. Επομένως, αυτά που γνωρίζω ως παρευρισκόμενος θα ήθελα να τα παρουσιάσω.» -Ξενοφώντας, Συμπόσιον 1.1
Με αυτή την παρατήρηση ξεκινάει το Συμπόσιον του Ξενοφώντα, ένα από τα τέσσερα έργα που ο Αθηναίος πολιτικός και ιστορικός αφιέρωσε στη μνήμη του δασκάλου του. Ο τίτλος εμφανώς παραπέμπει στο ομώνυμο πλατωνικό έργο, αν και εκεί οι ομοιότητες μεταξύ των δύο σταματούν. Ο Ξενοφώντας (θέλοντας με τη σειρά του να υμνήσει τον Σωκράτη) θα δώσει μία πιο ανάλαφρη ατμόσφαιρα στη συζήτηση που θα λάβει μέρος στο σπίτι του Καλλία. Η περιπαιχτική διάθεση είναι φανερή από την αρχή.
Όσο εξελίσσεται το ξενοφώντειο Συμπόσιον τόσο ο χαρακτήρας του Σωκράτη απομακρύνεται από τον πλατωνικό. Ωστόσο, ο Ξενοφώντας μάς έχει προειδοποιήσει ότι θα παρουσιάσει τη συμπεριφορά των «καλῶν κἀγαθῶν» ανθρώπων σε παιγνιώδη διάθεση. Έτσι, ο Σωκράτης θα εκδηλώσει την επιθυμία του να χορέψει και θα προτείνει να πιουν όλοι, ώστε να φτάσουν σε ευθυμία. Είναι όμως αυτό αρκετό; «Μήπως καλύτερα να ωφεληθούμε κιόλας ή μόνο να διασκεδάσουμε;», ρωτάει τους συνδαιτημόνες, για να επανέλθει στο ζητούμενο. Το θέμα της συζήτησης έχει μόλις βρεθεί. Όλοι μπορούν να πουν κάτι αξιόλογο, κάτι για το οποίο είναι υπερήφανοι. Ο Καλλίας, ως οικοδεσπότης, θα ξεκινήσει πρώτος, ισχυριζόμενος ότι «είναι περήφανος γιατί κάνει τους ανθρώπους καλύτερους». Όταν φτάνει η σειρά του Σωκράτη, απαντά με σοβαρότητα:
«’Εσύ, λοιπόν, Σωκράτη’, είπε ο Καλλίας, ‘για ποιο πράγμα είσαι περήφανος;’
Και αυτός ανασηκώνοντας το πρόσωπό του με πολύ σοβαρό ύφος απάντησε: ‘Για το επάγγελμα του μαστροπού (ἐπὶ μαστροπείᾳ)’.
Επειδή όλοι γέλασαν μαζί του, είπε: ‘Εσείς μπορεί να γελάτε, αλλά εγώ ξέρω ότι θα μπορούσα να βγάλω πάρα πολλά χρήματα, αν ήθελα να ασκήσω αυτή την τέχνη.’» -Ξενοφώντας, Συμπόσιον 3.10
Θα περιμένουμε το επόμενο κεφάλαιο, για να καταλάβουμε τι εννοούσε ο Σωκράτης, όταν επέλεξε να προβάλλει μια «τόσο ανυπόληπτη τέχνη». Όταν ο Καλλίας λοιπόν τού απευθύνει την ερώτηση, ο Σωκράτης θα επιχειρήσει να αιτιολογήσει την επιλογή του εξηγώντας «ποῖά ἐστιν ἔργα τοῦ μαστροποῦ». Τους ζητά να ακολουθήσουν τον συλλογισμό του: Κατ’ αρχάς, έργο του καλού μαστροπού είναι να κάνει αρεστό στον άλλο εκείνον ή εκείνη που θα συνευρεθούν μαζί του. Επομένως, έργο του καλού μαστροπού είναι να διδάξει στο άτομο το οποίο «μαστροπεύει» πώς θα είναι αρεστό. Αφού συμφωνήσουν όλοι, ο Σωκράτης συνεχίζει τη σκέψη του. Δεν θα ήταν καλύτερα το άτομο να μάθαινε πώς θα ήταν αρεστό σε πολλούς παρά σε έναν; Μήπως σε ολόκληρη πόλη;
«’Αν κάποιος μπορούσε να κάνει ένα άτομο αρεστό σε ολόκληρη την πόλη αυτός δεν θα ήταν ο ιδανικός μαστροπός; ‘
‘Σαφώς’, απάντησαν όλοι.
‘Αν κάποιος μπορούσε κάποιος να καλλιεργεί τέτοιου είδους ανθρώπους, τότε δίκαια δεν θα ήταν υπερήφανος και δίκαια δεν θα έπρεπε να λαμβάνει πολύ υψηλή αμοιβή;’
Επειδή πάλι συμφώνησαν όλοι, αυτός συνέχισε:
‘Μου φαίνεται ότι ο Αντισθένης είναι ένας τέτοιος άνθρωπος.’
Και ο Αντισθένης ρώτησε: ‘Μου παραδίδεις την τέχνη σου, Σωκράτη;’
‘Ναι’, συμφώνησε, γιατί βλέπω ότι έχεις καλλιεργήσει και την τέχνη που την ακολουθεί’.
‘Και ποια είναι αυτή;’
‘Η τέχνη του προαγωγού (τὴν προαγωγείαν)’, απάντησε.»
Ξενοφώντας, Συμπόσιον 4.60-61
Ο Αντισθένης, ενοχλημένος βέβαια, θα αναζητήσει τον λόγο, για να λάβει από τον Σωκράτη την απάντηση: Δεν ήταν ο Αντισθένης που «προήγαγε» (προαγωγεύσαντα) τον Καλλία στον (σοφιστή) Πρόδικο, εξυπηρετώντας και τις δύο πλευρές, αφού ο πρώτος ήταν ερωτευμένος με τη φιλοσοφία και ο δεύτερος με τα χρήματα;
Ωστόσο, στο τέλος του Συμποσίου, ο οικοδεσπότης Καλλίας θα ζητήσει από τον Σωκράτη «να γίνει ο μαστροπός του, ώστε να ασχοληθεί με την πολιτική και να γίνει αρεστός στην πόλη» (8.42-43). Ο Σωκράτης, ως δάσκαλος της αρετής, δέχεται να γίνει ο μαστροπός του Καλλία, γιατί «η πραγματική αρετή είναι αυτή που εξασφαλίζει την λαμπρότερη δόξα».
Η συζήτηση λήγει εδώ, προφανώς γιατί ο Ξενοφώντας έχει πετύχει τον αρχικό σκοπό του: «να παρουσιάσει καλούς και αγαθούς ανθρώπους σε χαλαρή διάθεση». Για να το επιβεβαιώσει, τοποθετεί τον Λύκωνα (πατέρα του Αυτόλυκου και αργότερα έναν από τους τρεις κατήγορους του Σωκράτη), καθώς βγαίνει από την πόρτα να γυρίζει για να πει μια τελευταία κουβέντα: «Πράγματι, Σωκράτη, είσαι καλός και αγαθός άνθρωπος».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου