Τρίτη 11 Ιουλίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ

ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.3.43–3.3.55

Πριν από την πρώτη σύγκρουση Μήδων–Ασσυρίων

Ο Κυαξάρης και ο Κύρος με το στράτευμά τους, το οποίο αποτελούσαν Μήδοι, Πέρσες, Αρμένιοι και Χαλδαίοι, ξεκίνησαν, για να αντιμετωπίσουν τους Ασσυρίους και τους συμμάχους τους. Καθώς κανένα από τα αντίπαλα στρατεύματα δεν εγκατέλειπε τις θέσεις όπου είχε οχυρωθεί, ο Κύρος προσπάθησε με λόγο του να εμψυχώσει τους αρχηγούς της οπισθοφυλακής.


[3.3.43] οἱ μὲν δὴ ἀμφὶ Κῦρον
ἐν τούτοις ἦσαν· οἱ δὲ Ἀσσύριοι καὶ δὴ ἠριστηκότες ἐξῇσάν
τε θρασέως καὶ παρετάττοντο ἐρρωμένως. παρέταττε δὲ
αὐτοὺς αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ἐφ’ ἅρματος παρελαύνων καὶ τοιάδε
παρεκελεύετο.

[3.3.44] Ἄνδρες Ἀσσύριοι, νῦν δεῖ ἄνδρας ἀγαθοὺς εἶναι· νῦν
γὰρ ὑπὲρ ψυχῶν τῶν ὑμετέρων ἁγὼν καὶ ὑπὲρ γῆς ἐν ᾗ
ἔφυτε καὶ [περὶ] οἴκων ἐν οἷς ἐτράφητε, καὶ ὑπὲρ γυναικῶν
τε καὶ τέκνων καὶ περὶ πάντων ὧν πέπασθε ἀγαθῶν. νική-
σαντες μὲν γὰρ ἁπάντων τούτων ὑμεῖς ὥσπερ πρόσθεν
κύριοι ἔσεσθε· εἰ δ’ ἡττηθήσεσθε, εὖ ἴστε ὅτι παραδώσετε
ταῦτα πάντα τοῖς πολεμίοις. [3.3.45] ἅτε οὖν νίκης ἐρῶντες
μένοντες μάχεσθε. μῶρον γὰρ τὸ κρατεῖν βουλομένους τὰ
τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα ταῦτα ἐναντία
τάττειν τοῖς πολεμίοις φεύγοντας· μῶρος δὲ καὶ εἴ τις ζῆν
βουλόμενος φεύγειν ἐπιχειροίη, εἰδὼς ὅτι οἱ μὲν νικῶντες
σῴζονται, οἱ δὲ φεύγοντες ἀποθνῄσκουσι μᾶλλον τῶν μενόν-
των· μῶρος δὲ καὶ εἴ τις χρημάτων ἐπιθυμῶν ἧτταν προσίε-
ται. τίς γὰρ οὐκ οἶδεν ὅτι οἱ μὲν νικῶντες τά τε ἑαυτῶν
σῴζουσι καὶ τὰ τῶν ἡττωμένων προσλαμβάνουσιν, οἱ δὲ
ἡττώμενοι ἅμα ἑαυτούς τε καὶ τὰ ἑαυτῶν πάντα ἀποβάλ-
λουσιν; ὁ μὲν δὴ Ἀσσύριος ἐν τούτοις ἦν.

[3.3.46] Ὁ δὲ Κυαξάρης πέμπων πρὸς τὸν Κῦρον ἔλεγεν ὅτι ἤδη
καιρὸς εἴη ἄγειν ἐπὶ τοὺς πολεμίους· εἰ γὰρ νῦν, ἔφη, ἔτι
ὀλίγοι εἰσὶν οἱ ἔξω τοῦ ἐρύματος, ἐν ᾧ ἂν προσίωμεν πολλοὶ
ἔσονται· μὴ οὖν ἀναμείνωμεν ἕως ἂν πλείους ἡμῶν γένων-
ται. ἀλλ’ ἴωμεν ἕως ἔτι οἰόμεθα εὐπετῶς ἂν αὐτῶν
κρατῆσαι. ὁ δ’ αὖ Κῦρος ἀπεκρίνατο· [3.3.47] Ὦ Κυαξάρη, εἰ μὴ
ὑπὲρ ἥμισυ αὐτῶν ἔσονται οἱ ἡττηθέντες, εὖ ἴσθι ὅτι ἡμᾶς
μὲν ἐροῦσι φοβουμένους τὸ πλῆθος τοῖς ὀλίγοις ἐπιχειρῆσαι,
αὐτοὶ δὲ οὐ νομιοῦσιν ἡττῆσθαι, ἀλλ’ ἄλλης σοι μάχης
δεήσει, ἐν ᾗ ἄμεινον ἂν ἴσως βουλεύσαιντο ἢ νῦν βεβού-
λευνται, παραδόντες ἑαυτοὺς ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὥσθ’ ὁπόσοις
ἂν βουλώμεθα αὐτῶν μάχεσθαι. [3.3.48] οἱ μὲν δὴ ἄγγελοι ταῦτ’
ἀκούσαντες ᾤχοντο.

Ἐν τούτῳ δὲ ἧκε Χρυσάντας ὁ Πέρσης καὶ ἄλλοι τινὲς
τῶν ὁμοτίμων αὐτομόλους ἄγοντες. καὶ ὁ Κῦρος ὥσπερ
εἰκὸς ἠρώτα τοὺς αὐτομόλους τὰ ἐκ τῶν πολεμίων. οἱ δ’
ἔλεγον ὅτι ἐξίοιέν τε ἤδη σὺν τοῖς ὅπλοις καὶ παρατάττοι
αὐτοὺς αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ἔξω ὢν καὶ παρακελεύοιτο μὲν δὴ
τοῖς αἰεὶ ἔξω οὖσι πολλά τε καὶ ἰσχυρά, ὡς ἔφασαν λέγειν
τοὺς ἀκούοντας. [3.3.49] ἔνθα δὴ ὁ Χρυσάντας εἶπε· Τί δ’, ἔφη,
ὦ Κῦρε, εἰ καὶ σὺ συγκαλέσας ἕως ἔτι ἔξεστι παρακελεύ-
σαιο, εἰ ἄρα τι καὶ σὺ ἀμείνους ποιήσαις τοὺς στρατιώτας;
καὶ ὁ Κῦρος εἶπεν· [3.3.50] Ὦ Χρυσάντα, μηδέν σε λυπούντων αἱ
τοῦ Ἀσσυρίου παρακελεύσεις· οὐδεμία γάρ ἐστιν οὕτω καλὴ
παραίνεσις ἥτις τοὺς μὴ ὄντας ἀγαθοὺς αὐθημερὸν ἀκού-
σαντας ἀγαθοὺς ποιήσει· οὐκ ἂν οὖν τοξότας γε, εἰ μὴ
ἔμπροσθεν τοῦτο μεμελετηκότες εἶεν, οὐδὲ μὴν ἀκοντιστάς,
οὐδὲ μὴν ἱππέας, ἀλλ’ οὐδὲ μὴν τά γε σώματα ἱκανοὺς
πονεῖν, ἢν μὴ πρόσθεν ἠσκηκότες ὦσι. [3.3.51] καὶ ὁ Χρυσάντας
εἶπεν· Ἀλλ’ ἀρκεῖ τοι, ὦ Κῦρε, ἢν τὰς ψυχὰς αὐτῶν ἀμεί-
νονας παρακελευσάμενος ποιήσῃς. Ἦ καὶ δύναιτ’ ἄν, ἔφη
ὁ Κῦρος, εἷς λόγος ῥηθεὶς αὐθημερὸν αἰδοῦς μὲν ἐμπλῆσαι
τὰς ψυχὰς τῶν ἀκουόντων, ἢ ἀπὸ τῶν αἰσχρῶν κωλῦσαι,
προτρέψαι δὲ ὡς χρὴ ἐπαίνου μὲν ἕνεκα πάντα μὲν πόνον,
πάντα δὲ κίνδυνον ὑποδύεσθαι, λαβεῖν δ’ ἐν ταῖς γνώμαις
βεβαίως τοῦτο ὡς αἱρετώτερόν ἐστι μαχομένους ἀποθνῄσκειν
μᾶλλον ἢ φεύγοντας σῴζεσθαι; [3.3.52] ἆρ’ οὐκ, ἔφη, εἰ μέλλουσι
τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις καὶ ἔμμονοι
ἔσεσθαι, πρῶτον μὲν νόμους ὑπάρξαι δεῖ τοιούτους δι’ ὧν
τοῖς μὲν ἀγαθοῖς ἔντιμος καὶ ἐλευθέριος ὁ βίος παρα-
σκευασθήσεται, τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ
ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; [3.3.53] ἔπειτα διδασκάλους οἶμαι δεῖ
καὶ ἄρχοντας ἐπὶ τούτοις γενέσθαι οἵ τινες δείξουσί τε
ὀρθῶς καὶ διδάξουσι καὶ ἐθιοῦσι ταῦτα δρᾶν, ἔστ’ ἂν
ἐγγένηται αὐτοῖς τοὺς μὲν ἀγαθοὺς καὶ εὐκλεεῖς εὐδαιμονε-
στάτους τῷ ὄντι νομίζειν, τοὺς δὲ κακοὺς καὶ δυσκλεεῖς
ἀθλιωτάτους ἁπάντων ἡγεῖσθαι. οὕτω γὰρ δεῖ διατεθῆναι
τοὺς μέλλοντας τοῦ ἀπὸ τῶν πολεμίων φόβου τὴν μάθησιν
κρείττονα παρέξεσθαι. [3.3.54] εἰ δέ τοι ἰόντων εἰς μάχην σὺν
ὅπλοις, ἐν ᾧ πολλοὶ καὶ τῶν παλαιῶν μαθημάτων ἐξίστανται,
ἐν τούτῳ δυνήσεταί τις ἀπορραψῳδήσας παραχρῆμα ἄνδρας
πολεμικοὺς ποιῆσαι, πάντων ἂν ῥᾷστον εἴη καὶ μαθεῖν καὶ
διδάξαι τὴν μεγίστην τῶν ἐν ἀνθρώποις ἀρετήν. [3.3.55] ἐπεὶ ἔγωγ’,
ἔφη, οὐδ’ ἂν τούτοις ἐπίστευον ἐμμόνοις ἔσεσθαι οὓς νῦν
ἔχοντες παρ’ ἡμῖν αὐτοῖς ἠσκοῦμεν, εἰ μὴ καὶ ὑμᾶς ἑώρων
παρόντας, οἳ καὶ παράδειγμα αὐτοῖς ἔσεσθε οἵους χρὴ εἶναι
καὶ ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται. τοὺς δ’
ἀπαιδεύτους παντάπασιν ἀρετῆς θαυμάζοιμ’ ἄν, ἔφη, ὦ
Χρυσάντα, εἴ τι πλέον ἂν ὠφελήσειε λόγος καλῶς ῥηθεὶς
εἰς ἀνδραγαθίαν ἢ τοὺς ἀπαιδεύτους μουσικῆς ᾆσμα καλῶς
ᾀσθὲν εἰς μουσικήν.

***
O Κύρος λοιπόν και οι δικοί του σ' αυτά κατεγίνοντο. Οι Ασσύριοι μετά το γεύμα βγήκαν με θάρρος από το οχύρωμα. Τους παρέτασσε ο ίδιος ο βασιλιάς περνώντας μπροστά τους απάνω στο αμάξι του, και τους παρακινούσε μ' αυτά τα λόγια:

Τώρα, Ασσύριοι, χρειάζεται να φανήτε γενναίοι. Γιατί τώρα αγωνίζεστε για τη ζωή σας, για τη χώρα που γεννηθήκατε, για τα σπίτια που ανατραφήκατε, για τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, και για όλα τα αγαθά που απολαμβάνετε. Γιατί αν νικήσετε, όλους αυτούς θα τους έχετε στην εξουσία σας, καθώς και πρωτύτερα, και αν νικηθήτε, μάθετέ το καλά ότι όλα αυτά θα τα παραδώσετε στους εχθρούς. Επειδή λοιπόν επιθυμείτε να νικήσετε, μείνετε να πολεμήσετε. Γιατί είναι ανόητον εκείνοι που επιθυμούν να νικούν, φεύγοντας να αντιτάσσουν στους εχθρούς τα μέρη του σώματος που δεν έχουν ούτε μάτια, ούτε άρματα, ούτε χέρια. Και ανόητος είναι κείνος που επιχειρεί να φεύγη, ενώ επιθυμεί να ζη, μολονότι ξέρει ότι όσοι μένουν στη μάχη σώζονται, και όσοι τρέπονται εις φυγήν σκοτώνονται ευκολώτερα παρά εκείνοι που μένουν στις θέσεις τους και πολεμούν. Ανόητος ακόμη είναι και εκείνος που, ενώ επιθυμεί χρήματα, δέχεται να νικηθή. Γιατί ποιος δεν ξέρει ότι όσοι νικούν σώζουν την περιουσία τους, και ακόμα παίρνουν τα πράγματα των νικωμένων, και ότι εκείνοι που νικώνται και τη ζωή τους και την περιουσία τους χάνουν; Ο βασιλιάς λοιπόν της Ασσυρίας σ' αυτά καταγινότανε.

Ο δε Κυαξάρης έστελνε αγγελιοφόρους στον Κύρο και τούλεγε, ότι καιρός είναι πλέον να βαδίζη εναντίον των εχθρών, γιατί, είπε, αν τώρα είναι ακόμη λίγοι έξω του οχυρώματος, θα γίνουν πολλοί ως ότου πλησιάσωμε. Ο Κύρος απεκρίθη: Αν, Κυαξάρη, όσοι νικηθούν δεν θα είναι οι μισοί, μάθε ότι θα πουν πως εμείς φοβηθήκαμε το πλήθος τους και επιχειρήσαμε να χτυπήσωμε τους λίγους, και δεν θα θεωρήσουν πως νικήθηκαν, αλλά θα χρειαστή άλλη μάχη, όπου ίσως σκεφθούν καλύτερα από ό,τι σκέπτονται τώρα να τους έχωμε στην εξουσία μας, ώστε να πολεμούμε με όσους απ' αυτούς θέλομε. Οι αγγελιοφόροι σαν άκουσαν αυτά, ανεχώρησαν.

Τότε έφτασε ο Πέρσης Χρυσάντας και μερικοί άλλοι ευπατρίδες, που είχαν μαζί τους μερικούς αυτομόλους. Ο Κύρος, όπως ήτο φυσικό, ερωτούσε τους αυτομόλους τι κάνουν οι εχθροί του, και εκείνοι έλεγαν ότι ο στρατός των Ασσυρίων βγήκε ένοπλος από το οχύρωμα, και ότι ο ίδιος ο βασιλιάς βρίσκεται έξω από το οχύρωμα και τον παρατάσσει, και κάνει σε κείνους, που κάθε τόσο βγαίνουν, πολλές και έντονες προτροπές, καθώς έλεγαν εκείνοι που τις άκουσαν. Τότε ο Χρυσάντας είπε: Τι σκέπτεσαι, Κύρε, αν και συ συγκάλεσης τους στρατιώτες ως ότου ακόμη είναι καιρός, και τους παρακινήσης, για να δοκιμάσης, μήπως τυχόν με την παρακίνηση τους κάμης κάπως γενναιότερους; Ο Κύρος απάντησε: Ας μη σε στενοχωρούν καθόλου, Χρυσάντα, οι παρακινήσεις του βασιλιά των Ασσυρίων, γιατί καμμιά παραίνεση δεν είναι τόσο ικανή, ώστε να κάμη τους δειλούς την ίδια μερα γενναίους, όταν την ακούσουν. Ούτε τοξότες βέβαια ικανούς μπορεί να κάμη ή παραίνεση, αν δεν έχουν πρωτύτερα ασκηθή στο τόξο, ούτε κονταρομάχους, ούτε ιππείς, ούτε μπορεί να κάμη ικανούς τους στρατιώτες να υποφέρουν τους κόπους, αν δεν έχουν γυμνάσει πρωτύτερα τα σώματά τους. Και ο Χρυσάντας απάντησε: Αλλά αρκετό βέβαιο, Κύρε, είναι, αν με τις παρακινήσεις σου τους κάμης γενναιότερους. Θα είναι άραγε δυνατόν, είπε ο Κύρος, ένας μόνος λόγος να γεμίση την ίδια μέρα τις ψυχές των ακροατών φιλοτιμία, ή να τους εμποδίση από κακές πράξεις, και να τους κάμη να πιστεύουν ότι πρέπει χάριν του επαίνου κάθε κόπο, κάθε κίνδυνο να αναλαμβάνουν, και να τους κάμη να πεισθούν απολύτως περί τούτου, ότι δηλαδή προτιμότερο είναι μαχόμενοι να πεθάνουν παρά φεύγοντας να σώζωνται; Δεν πρέπει άραγε, είπε, αν πρόκειται τέτοια φρονήματα να χαραχτούν στις ψυχές των ανθρώπων και να μείνουν σταθερά, πρώτα πρώτα να υπάρξουν νόμοι τέτοιοι που για τους αγαθούς θα παρασκευασθή βίος έντιμος, και ταιριαστός στους ελεύθερους, και για τους δειλούς θα είναι ταπεινός, γεμάτος βάσανα και χειρότερος από το θάνατο; Ύστερα φρονώ πως πρέπει να υπάρχουν γι' αυτούς δασκάλοι και άρχοντες που θα υποδείξουν ορθώς και θα τους διδάξουν, και θα τους συνηθίσουν να κάνουν αυτά, έως ότου χαραχτή στις ψυχές τους να θεωρούν τους γενναίους και ένδοξους πραγματικά ευτυχέστατους, και τους δειλούς και άδοξους δυστυχεστάτους όλων. Αν βέβαια, όταν πάνε ένοπλοι στη μάχη οι στρατιώτες, όπου πολλοί και τα παλαιά μαθήματα λησμονούν, μπορή κανείς τότε απαγγέλλοντας ποιήματα να τους κάμη αμέσως άντρες πολεμικούς, θα ήτο το ευκολώτερο πράγμα του κόσμου να μάθη κανείς και να διδάξη την πιο μεγάλη από τις ανθρώπινες αρετές (την αντρεία). Γιατί εγώ τουλάχιστον, είπε, δεν θα πίστευα ότι αυτοί είναι σταθεροί, όσους έχοντας κοντά μας γυμνάζομε, αν δεν έβλεπα και σας παρόντας, που θα τους χρησιμεύσετε για παράδειγμα, ποιοι πρέπει να είναι, και θα μπορέσετε να τους το θυμίζετε, αν κάτι λησμονήσουν. Θα παραξενευόμουν, είπε, Χρυσάντα, αν θα μπορέση ένας καλός λόγος να ωφελήσει περισσότερο για να γίνουν γενναίοι εκείνοι που διόλου δε διδαχτήκανε την αρετή, από όσο θα δυνηθή να ωφελήση ένα ωραίο τραγούδι όσους δεν έχουν διδαχτή μουσική για να γίνουν μουσικοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου