ΞΕΝ Ελλ 7.4.6–7.4.11
Κορίνθιοι και Φλειάσιοι αποσύρονται από τον πόλεμο
Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καταλάβουν την Κόρινθο, αν και ήταν σύμμαχός τους. Οι Κορίνθιοι πληροφορήθηκαν το σχέδιό τους και απέπεμψαν την αθηναϊκή φρουρά.
Τοῖς δὲ Κορινθίοις ἐνθυμουμένοις ὡς χαλεπῶς ἔχοι αὐ-
τοὺς σωθῆναι, κρατουμένους μὲν καὶ πρόσθεν κατὰ γῆν,
προσγεγενημένων δὲ αὐτοῖς Ἀθηναίων ἀνεπιτηδείων, ἔδοξεν
ἁθροίζειν καὶ πεζοὺς καὶ ἱππέας μισθοφόρους. ἡγούμενοι
δὲ τούτων, ἅμα μὲν τὴν πόλιν ἐφύλαττον, ἅμα δὲ πολλὰ
τοὺς πλησίον πολεμίους κακῶς ἐποίουν· εἰς μέντοι Θήβας
ἔπεμψαν ἐπερησομένους εἰ τύχοιεν ἂν ἐλθόντες εἰρήνης.
[7.4.7] ἐπεὶ δὲ οἱ Θηβαῖοι ἰέναι ἐκέλευον, ὡς ἐσομένης, ἐδεήθησαν
οἱ Κορίνθιοι ἐᾶσαι σφᾶς ἐλθεῖν καὶ ἐπὶ τοὺς συμμάχους, ὡς
μετὰ μὲν τῶν βουλομένων ποιησόμενοι τὴν εἰρήνην, τοὺς δὲ
πόλεμον αἱρουμένους ἐάσοντες πολεμεῖν. ἐφέντων δὲ καὶ
ταῦτα πράττειν τῶν Θηβαίων, ἐλθόντες εἰς Λακεδαίμονα οἱ
Κορίνθιοι εἶπον· [7.4.8] Ἡμεῖς, ὦ ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, πρὸς ὑμᾶς
πάρεσμεν ὑμέτεροι φίλοι, καὶ ἀξιοῦμεν, εἰ μέν τινα ὁρᾶτε
σωτηρίαν ἡμῖν, ἐὰν διακαρτερῶμεν πολεμοῦντες, διδάξαι καὶ
ἡμᾶς· εἰ δὲ ἀπόρως γιγνώσκετε ἔχοντα τὰ ἡμέτερα, εἰ μὲν
καὶ ὑμῖν συμφέρει, ποιήσασθαι μεθ’ ἡμῶν τὴν εἰρήνην· ὡς
οὐδὲ μετ’ οὐδένων ἂν ἥδιον ἢ μεθ’ ὑμῶν σωθείημεν· εἰ
μέντοι ὑμεῖς λογίζεσθε συμφέρειν ὑμῖν πολεμεῖν, δεόμεθα
ὑμῶν ἐᾶσαι ἡμᾶς εἰρήνην ποιήσασθαι. σωθέντες μὲν γὰρ
ἴσως ἂν αὖθις ἔτι ποτὲ ἐν καιρῷ ὑμῖν γενοίμεθα· ἐὰν δὲ
νῦν ἀπολώμεθα, δῆλον ὅτι οὐδέποτε χρήσιμοι ἔτι ἐσόμεθα.
[7.4.9] ἀκούσαντες δὲ ταῦτα οἱ Λακεδαιμόνιοι τοῖς τε Κορινθίοις
συνεβούλευον τὴν εἰρήνην ποιήσασθαι καὶ τῶν ἄλλων συμ-
μάχων ἐπέτρεψαν τοῖς μὴ βουλομένοις σὺν ἑαυτοῖς πολεμεῖν
ἀναπαύεσθαι· αὐτοὶ δ’ ἔφασαν πολεμοῦντες πράξειν ὅ τι ἂν
τῷ θεῷ φίλον ᾖ· ὑφήσεσθαι δὲ οὐδέποτε, ἣν παρὰ τῶν
πατέρων παρέλαβον Μεσσήνην, ταύτης στερηθῆναι. [7.4.10] οἱ οὖν
Κορίνθιοι ἀκούσαντες ταῦτα ἐπορεύοντο εἰς τὰς Θήβας ἐπὶ
τὴν εἰρήνην. οἱ μέντοι Θηβαῖοι ἠξίουν αὐτοὺς καὶ συμ-
μαχίαν ὀμνύναι· οἱ δὲ ἀπεκρίναντο ὅτι ἡ μὲν συμμαχία οὐκ
εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μεταλλαγὴ εἴη· εἰ δὲ βούλοιντο,
παρεῖναι ἔφασαν τὴν δικαίαν εἰρήνην ποιησόμενοι. ἀγα-
σθέντες δὲ αὐτοὺς οἱ Θηβαῖοι, ὅτι καίπερ ἐν κινδύνῳ ὄντες
οὐκ ἤθελον τοῖς εὐεργέταις εἰς πόλεμον καθίστασθαι, συν-
εχώρησαν αὐτοῖς καὶ Φλειασίοις καὶ τοῖς ἐλθοῦσι μετ’ αὐτῶν
εἰς Θήβας τὴν εἰρήνην ἐφ’ ᾧτε ἔχειν τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους.
καὶ ἐπὶ τούτοις ὠμόσθησαν οἱ ὅρκοι. [7.4.11] οἱ μὲν δὴ Φλειάσιοι,
ἐπεὶ οὕτως ἡ σύμβασις ἐγένετο, εὐθὺς ἀπῆλθον ἐκ τῆς
Θυαμίας· οἱ δὲ Ἀργεῖοι ὀμόσαντες ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς τούτοις
εἰρήνην ποιήσεσθαι, ἐπεὶ οὐκ ἐδύναντο καταπρᾶξαι ὥστε
τοὺς τῶν Φλειασίων φυγάδας μένειν ἐν τῷ Τρικαράνῳ ὡς
ἐν τῇ ἑαυτῶν πόλει ἔχοντας, παραλαβόντες ἐφρούρουν, φά-
σκοντες σφετέραν τὴν γῆν ταύτην εἶναι, ἣν ὀλίγῳ πρότερον
ὡς πολεμίαν οὖσαν ἐδῄουν, καὶ δίκας τῶν Φλειασίων
προκαλουμένων οὐκ ἐδίδοσαν.
***
Στο μεταξύ οι Κορίνθιοι σκέφτονταν ότι δύσκολα θα έβρισκαν σωτηρία: από πριν κιόλας μειονεκτούσαν στρατιωτικά στη στεριά, και τώρα αντιμετώπιζαν επιπλέον και τη δυσμένεια των Αθηναίων· αποφάσισαν λοιπόν να προσλάβουν μισθοφόρους, πεζικό και ιππικό. Με τούτους στις προσταγές τους, κατόρθωσαν και την πόλη τους να προστατεύουν και συνάμα να προκαλούν πολλές ζημίες στους γειτονικούς των εχθρούς· έστειλαν μολοντούτο στη Θήβα να ρωτήσουν αν, πηγαίνοντας εκεί, θα πετύχαιναν τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους αποκρίθηκαν καταφατικά και τους παρήγγειλαν να πάνε· τότε οι Κορίνθιοι παρακάλεσαν να τους αφήσουν να συνεννοηθούν και με τους συμμάχους τους, ώστε όσους από αυτούς ήθελαν να τους συμπεριλάβουν στην ειρήνη, κι όσους πάλι προτιμούσαν πόλεμο να τους αφήσουν να πολεμάνε μόνοι. Οι Θηβαίοι το δέχτηκαν κι αυτό. Τότε οι Κορίνθιοι πήγαν στη Λακεδαίμονα και είπαν:
«Ερχόμαστε σε σας, Λακεδαιμόνιοι, σαν φίλοι σας, με μια παράκληση: αν βλέπετε τρόπο να σωθούμε συνεχίζοντας τον πόλεμο, να μας τον εξηγήσετε κι εμάς· στην περίπτωση όμως που κρίνετε τη θέση μας απελπιστική, αν σας συμφέρει, να κάνετε και σεις ειρήνη ταυτόχρονα μ' εμάς ― γιατί με κανέναν άλλον δεν θα μας ήταν πιο ευχάριστο να σωθούμε μαζί, παρά με σας· αν πάλι λογαριάζετε ότι σας συμφέρει η συνέχιση του πολέμου· σας παρακαλούμε να μας αφήσετε να κάνουμε ειρήνη. Γιατί αν σωθούμε, ίσως κάποτε να σας προσφέρουμε και πάλι υπηρεσίες ― ενώ αν καταστραφούμε, είναι φανερό ότι ποτέ πια δεν θα σας φανούμε χρήσιμοι».
Όταν τ' άκουσαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, όχι μόνο συμβούλεψαν τους Κορινθίους να κάνουν ειρήνη, αλλά έδωσαν άδεια και στους υπόλοιπους συμμάχους, εφόσον δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλο στο πλευρό τους, να σταματήσουν. Οι ίδιοι, είπαν, θα συνεχίσουν τον πόλεμο ― κι ό,τι θέλει ο θεός ας γίνει· πάντως ποτέ δεν θα δεχτούν να τους πάρουν αυτό που τους είχαν αφήσει οι πατέρες τους: τη Μεσσήνη.
Ύστερα απ' αυτή την απάντηση, οι Κορίνθιοι πήγαν στη Θήβα για τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους ζήτησαν να ορκιστούν και συμμαχία· οι Κορίνθιοι όμως αποκρίθηκαν ότι συμμαχία δεν θα σήμαινε ειρήνη, αλλά μια διαφορετική μορφή πολέμου· ωστόσο οι ίδιοι, είπαν, είχαν έρθει έτοιμοι να συμφωνήσουν μιαν έντιμη ειρήνη ― αν την ήθελαν οι Θηβαίοι. Η άρνησή τους να πολεμήσουν τους ευεργέτες τους, μ' όλο τον κίνδυνο που διέτρεχαν, προκάλεσε τον θαυμασμό των Θηβαίων, που δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη μ' αυτούς, με τους Φλιάσιους και μ' όσους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα, με τον όρο ότι κάθε πόλη θα διατηρούσε τα δικά της εδάφη. Πάνω σ' αυτούς τους όρους δόθηκαν οι όρκοι.
Οι Φλιάσιοι συμμορφώθηκαν με τη συνθήκη κι εξεκκένωσαν τη Θυαμία. Οι Αργείοι όμως, μ' όλο που ορκίστηκαν να κάνουν ειρήνη με τους ίδιους τούτους όρους, προσπάθησαν να πετύχουν να παραμείνουν οι Φλιάσιοι εξόριστοι στο Τρικάρανο, με το επιχείρημα ότι έτσι θα βρίσκονταν στο έδαφός τους· όταν απέτυχαν, το κατέλαβαν κι εγκατέστησαν φρουρά, με τον ισχυρισμό ότι αποτελούσε δικό τους έδαφος ―αυτό που λίγο πρωτύτερα λεηλατούσαν σαν εχθρικό― και δεν δέχτηκαν τη διαιτησία που πρότειναν οι Φλιάσιοι.
Στο μεταξύ οι Κορίνθιοι σκέφτονταν ότι δύσκολα θα έβρισκαν σωτηρία: από πριν κιόλας μειονεκτούσαν στρατιωτικά στη στεριά, και τώρα αντιμετώπιζαν επιπλέον και τη δυσμένεια των Αθηναίων· αποφάσισαν λοιπόν να προσλάβουν μισθοφόρους, πεζικό και ιππικό. Με τούτους στις προσταγές τους, κατόρθωσαν και την πόλη τους να προστατεύουν και συνάμα να προκαλούν πολλές ζημίες στους γειτονικούς των εχθρούς· έστειλαν μολοντούτο στη Θήβα να ρωτήσουν αν, πηγαίνοντας εκεί, θα πετύχαιναν τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους αποκρίθηκαν καταφατικά και τους παρήγγειλαν να πάνε· τότε οι Κορίνθιοι παρακάλεσαν να τους αφήσουν να συνεννοηθούν και με τους συμμάχους τους, ώστε όσους από αυτούς ήθελαν να τους συμπεριλάβουν στην ειρήνη, κι όσους πάλι προτιμούσαν πόλεμο να τους αφήσουν να πολεμάνε μόνοι. Οι Θηβαίοι το δέχτηκαν κι αυτό. Τότε οι Κορίνθιοι πήγαν στη Λακεδαίμονα και είπαν:
«Ερχόμαστε σε σας, Λακεδαιμόνιοι, σαν φίλοι σας, με μια παράκληση: αν βλέπετε τρόπο να σωθούμε συνεχίζοντας τον πόλεμο, να μας τον εξηγήσετε κι εμάς· στην περίπτωση όμως που κρίνετε τη θέση μας απελπιστική, αν σας συμφέρει, να κάνετε και σεις ειρήνη ταυτόχρονα μ' εμάς ― γιατί με κανέναν άλλον δεν θα μας ήταν πιο ευχάριστο να σωθούμε μαζί, παρά με σας· αν πάλι λογαριάζετε ότι σας συμφέρει η συνέχιση του πολέμου· σας παρακαλούμε να μας αφήσετε να κάνουμε ειρήνη. Γιατί αν σωθούμε, ίσως κάποτε να σας προσφέρουμε και πάλι υπηρεσίες ― ενώ αν καταστραφούμε, είναι φανερό ότι ποτέ πια δεν θα σας φανούμε χρήσιμοι».
Όταν τ' άκουσαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, όχι μόνο συμβούλεψαν τους Κορινθίους να κάνουν ειρήνη, αλλά έδωσαν άδεια και στους υπόλοιπους συμμάχους, εφόσον δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλο στο πλευρό τους, να σταματήσουν. Οι ίδιοι, είπαν, θα συνεχίσουν τον πόλεμο ― κι ό,τι θέλει ο θεός ας γίνει· πάντως ποτέ δεν θα δεχτούν να τους πάρουν αυτό που τους είχαν αφήσει οι πατέρες τους: τη Μεσσήνη.
Ύστερα απ' αυτή την απάντηση, οι Κορίνθιοι πήγαν στη Θήβα για τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους ζήτησαν να ορκιστούν και συμμαχία· οι Κορίνθιοι όμως αποκρίθηκαν ότι συμμαχία δεν θα σήμαινε ειρήνη, αλλά μια διαφορετική μορφή πολέμου· ωστόσο οι ίδιοι, είπαν, είχαν έρθει έτοιμοι να συμφωνήσουν μιαν έντιμη ειρήνη ― αν την ήθελαν οι Θηβαίοι. Η άρνησή τους να πολεμήσουν τους ευεργέτες τους, μ' όλο τον κίνδυνο που διέτρεχαν, προκάλεσε τον θαυμασμό των Θηβαίων, που δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη μ' αυτούς, με τους Φλιάσιους και μ' όσους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα, με τον όρο ότι κάθε πόλη θα διατηρούσε τα δικά της εδάφη. Πάνω σ' αυτούς τους όρους δόθηκαν οι όρκοι.
Οι Φλιάσιοι συμμορφώθηκαν με τη συνθήκη κι εξεκκένωσαν τη Θυαμία. Οι Αργείοι όμως, μ' όλο που ορκίστηκαν να κάνουν ειρήνη με τους ίδιους τούτους όρους, προσπάθησαν να πετύχουν να παραμείνουν οι Φλιάσιοι εξόριστοι στο Τρικάρανο, με το επιχείρημα ότι έτσι θα βρίσκονταν στο έδαφός τους· όταν απέτυχαν, το κατέλαβαν κι εγκατέστησαν φρουρά, με τον ισχυρισμό ότι αποτελούσε δικό τους έδαφος ―αυτό που λίγο πρωτύτερα λεηλατούσαν σαν εχθρικό― και δεν δέχτηκαν τη διαιτησία που πρότειναν οι Φλιάσιοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου