Σχετικά με το τι είναι ο καυχησιάρης ο Αριστοτέλης εξηγεί από την αρχή: «Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη ο καυχησιάρης» (αλαζών στο πρωτότυπο) «θέλει να φαίνεται ότι έχει πράγματα που δίνουν στον άνθρωπο αξία και καλό όνομα (που στην πραγματικότητα δεν τα έχει), ή ότι έχει περισσότερα από αυτά που πράγματι έχει». (1127a 7, 24-26). Με δυο λόγια, ο άνθρωπος που καυχιέται επιθυμεί να περάσει μια στρεβλή – υπερεκτιμημένη εικόνα για τον εαυτό του. Πρωτίστως θέλει να επιδειχθεί. Κατά βάση είναι ανειλικρινής.
Για τον Αριστοτέλη η καυχησιολογία είναι άλλη μια επίπτωση της απομάκρυνσης από τη μεσότητα: «Στην ίδια, σχεδόν, περιοχή ανήκει και η μεσότητα ως προς την καυχησιά». (αλαζονεία στο πρωτότυπο). «Και γι’ αυτή τη μεσότητα η γλώσσα μας δεν έχει λέξη που να τη δηλώνει». (1127a 7, 15-16).
Κι ως μεσότητα (σ’ αυτή την περίπτωση) δεν πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο η σωστή στάση σχετικά με το τι λέει κανείς για τον εαυτό του, αλλά και η ψυχική ισορροπία, που προέρχεται από την επίγνωση του εαυτού. Ο κάτοχος της αυτογνωσίας όχι μόνο είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα μειονεκτήματά του, ώστε να βελτιωθεί, αλλά ταυτόχρονα μαθαίνει να συμφιλιώνεται με τον εαυτό του αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες και τις δυνατότητές του.
Από αυτή την άποψη, η μεσότητα εκφράζει την ύψιστη ψυχική ισορροπία που προκύπτει από τη γνώση του εαυτού. Ο καυχησιάρης (αλαζών κατά τον Αριστοτέλη) πέρα από το ότι χάνει το μέτρο ως προς τον τρόπο που παρουσιάζεται, καθιστά σαφή και την έλλειψη αυτοεκτίμησης, καθώς δεν του αρκεί αυτό που πραγματικά είναι, αλλά νιώθει την ανάγκη της υπερβολής προκειμένου να δώσει την εικόνα που θα ήθελε να έχει, αλλά δεν μπορεί.
Η ανειλικρίνεια του καυχησιάρη δεν είναι τίποτε άλλο από το συναισθηματικό κενό της ανασφάλειας, που χρειάζεται ένα ψέμα για να καλυφθεί. Σε τελική ανάλυση ο καυχησιάρης είναι θύμα του εαυτού του, όπως και κάθε άλλος που αδυνατεί να ακολουθήσει το δρόμο της μεσότητας.
Εν τέλει, στην προσπάθειά του να καλύψει το κενό που του δίνει η αίσθηση της προσωπικής ανεπάρκειας πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο, καθώς, επί της ουσίας, το καταδεικνύει. Κι αυτός είναι ο λόγος που τελικά φαίνεται ανόητος: «Το άτομο που – δίχως να αποβλέπει σε κάτι – προσποιείται ότι έχει περισσότερα από αυτά που πράγματι έχει, δίνει την εντύπωση ότι είναι κατώτερος άνθρωπος (αλλιώς δε θα έβρισκε ευχαρίστηση στην ψευτιά)· πιο πολύ, πάντως, δίνει την εντύπωση λιγόμυαλου και ανόητου ανθρώπου παρά κακού». (1127b 7, 10-13).
Η αναφορά του Αριστοτέλη στον καυχησιάρη που δεν «αποβλέπει σε κάτι», θέλει να αποκλείσει κάθε άλλο κίνητρο πέρα από την ψυχολογικής προέλευσης ανάγκη για τόνωση του εαυτού. Γιατί ο καυχησιάρης μπορεί να έχει κι άλλα κίνητρα: «Αν όμως το κάνει για χρήματα, ή για πράγματα που αποφέρουν χρήματα, τότε η περίπτωση είναι πιο επαίσχυντη». (1127b 7, 15-16). Παρακολουθούμε το διαχωρισμό της καυχησιολογίας από την ψυχική εκδοχή της ανεπαρκούς προσωπικότητας στην καθαρά χρησιμοθηρική εκδοχή του χειροπιαστού κέρδους.
Και η δεύτερη περίπτωση είναι χειρότερη: «αυτοί που αποβλέπουν στο κέρδος καυχώνται ότι έχουν ιδιότητες από τις οποίες μπορούν να επωφεληθούν οι συνάνθρωποί τους και των οποίων την έλλειψη εύκολα μπορεί κανείς να αποκρύψει, τις ιδιότητες π.χ. του μάντη, του σοφού, του γιατρού. Αυτός είναι ο λόγος που πάρα πολλοί άνθρωποι προσποιούνται ότι έχουν αυτού του είδους τις ιδιότητες και καυχώνται γι’ αυτές». (1127b 7, 22-25).
Οι άνθρωποι αυτού του είδους χρησιμοποιούν την καυχησιολογία με τρόπο συνειδητό σαν εργαλείο εξαπάτησης. Το ψέμα αποκτά διαστάσεις σχεδόν επαγγελματικές. Κι αυτός είναι ο λόγος που τους κάνει επαίσχυντους, καθώς δεν ενδιαφέρονται για το γόητρο ή την προσωπική τους τιμή, αλλά για την εκμετάλλευση των άλλων. Πρόκειται περισσότερο για απατεώνες. Η εμπιστοσύνη που τους δείχνει το θύμα μπορεί να αποβεί καταστροφική. Όλα εξαρτώνται από το μέγεθος της αφέλειας κι από τη θρασύτητα της επιτήδειας συμπεριφοράς. Σε κάθε περίπτωση ο σώφρων οφείλει να αποφεύγει αυτούς τους ανθρώπους.
Από την άλλη, όποιος παρουσιάζει τον εαυτό του κατώτερο των πραγματικών του δυνατοτήτων, κινείται στην έλλειψη κι ο Αριστοτέλης του απευθύνει το χαρακτηρισμό «είρων»: «κρυψίνους και ο υποκριτής αρνείται ότι έχει αυτά που έχει, ή μειώνει την αξία τους». (1127a 7, 26-27).
Οι προσδιορισμοί «κρυψίνους» και «υποκριτής» αφορούν τη μεταφραστική απόδοση στον όρο «είρων» που επιλέγει ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται, όταν ο Αριστοτέλης προβαίνει σε επεξηγήσεις: «Όσο για τους ανθρώπους της υποκριτικής κρυψίνοιας,» (είρωνες στο πρωτότυπο) «αυτοί, μειώνοντας τις πραγματικές τους ιδιότητες, δημιουργούν μια κομψότερη και πιο εκλεπτυσμένη εικόνα – από πλευράς χαρακτήρα – στα μάτια των ανθρώπων· γιατί δημιουργούν στους άλλους την εντύπωση ότι μιλούν όπως μιλούν όχι επειδή κυνηγούν το κέρδος, αλλά για να αποφύγουν τα μεγαλεία και την επίδειξη· και αυτοί επίσης αρνούνται ότι έχουν τις ιδιότητες που θεωρούνται ότι προσπορίζουν στον άνθρωπο ένα καλό όνομα – αυτό ακριβώς που συνήθιζε να κάνει και ο Σωκράτης». (1126b 7, 26-30).
Η αναφορά του Σωκράτη ως παράδειγμα ανθρώπου που αποσιωπά τις αληθινές του γνώσεις διαφωτίζει και τη σημασία που δίνει ο Αριστοτέλης στον όρο «είρων». Ο Σωκράτης δεν παρουσιαζόταν ως άνθρωπος που αγνοεί ούτε από κρυψίνοια ούτε από υποκρισία. Επικαλούταν την άγνοια προκειμένου να καταδειχθεί στο τέλος η αλήθεια, που ο ίδιος πίστευε. Επρόκειτο δηλαδή για μέθοδο, για τακτική στην αναζήτηση της φιλοσοφικής αλήθειας κι όχι για υπεκφυγή προς απόκρυψη δυνατοτήτων.
Από αυτή την άποψη, οι όροι «κρυψίνους» και «υποκριτής» δεν αποδίδουν με σαφήνεια αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί «είρων». Κι εδώ, ίσως, βρισκόμαστε πιο κοντά στην αριστοτελική ερμηνεία του ανθρώπου που ελλείπει ως προς την παρουσίαση του εαυτού, αφού δεν υπονοείται η οριστική αποσιώπηση των ικανοτήτων, αλλά ο παροδικός ελιγμός που, όταν ολοκληρωθεί, θα φανερώσει σε όλους την πραγματικότητα.
Εξάλλου, ακόμη κι αν ο όρος ερμηνευτεί σε απόλυτη κυριολεξία, η συμπεριφορά που εστιάζει στην απόκρυψη δυνατοτήτων στερείται νοήματος, αφού δεν προσφέρει καμία ωφέλεια σ’ αυτόν που την έχει. Πέρα από το αδύνατο μιας άμεσης, χειροπιαστής οικονομικής – υλικής ωφέλειας, δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για τα ψυχικά οφέλη της αυτοπεποίθησης μέσω της εκτίμησης από τους άλλους. Θα έλεγε κανείς ότι μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να γίνει από κάποιον που συνειδητά θέλει να βλάψει τον εαυτό του. Κι αυτό απέχει από την κρυψίνοια, πολύ περισσότερο από την υποκρισία. Η υποτίμηση του εαυτού νοηματοδοτείται μόνο ως απόπειρα αποφυγής ανεπιθύμητων καθηκόντων, εκδοχή που επίσης δεν μπορεί να εκληφθεί ως κρυψίνοια.
Η παραδοχή του Αριστοτέλη για τους ανθρώπους που «μειώνοντας τις πραγματικές τους ιδιότητες, δημιουργούν μια κομψότερη και πιο εκλεπτυσμένη εικόνα» έρχεται σε απόλυτη αντιπαράθεση με το παράδειγμα του Σωκράτη, ο οποίος κάθε άλλο παρά εκπροσωπούσε αυτή την εικόνα. Οι αντιπάθειες που προκαλούσε και η τελική θανατική του καταδίκη τη διαψεύδουν κατηγορηματικά. Ο Σωκράτης ήταν είρων (όχι κρυψίνους και υποκριτής) κι ως εκ τούτου έκανε απόλυτα φανερή την πνευματική υπεροχή του καταδεικνύοντας την ανεπάρκεια των άλλων. Το ότι απέφευγε «τα μεγαλεία και την επίδειξη» (όπως ορίζει ο Αριστοτέλης) κατέστη σε όλους σαφές, χωρίς όμως να διαμορφώσει μια κομψή εικόνα «στα μάτια των άλλων». Εξάλλου, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για κάτι τέτοιο.
Είναι προφανές ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται ξανά στην έλλειψη της μεσότητας που επιδρά, όπως πάντα, αρνητικά. Η απόκρυψη των ικανοτήτων δεν μπορεί παρά να έχει παροδικό χαρακτήρα, αφού κανείς δεν μπορεί να υποτιμά συνειδητά τον εαυτό του συνέχεια (εκτός αν υπόκειται σε κάποια τυραννική εξουσιαστική σχέση), και οφείλεται σε εσφαλμένη εκτίμηση για τον τρόπο που θα πλάσει τη δημόσια εικόνα του. Προσπαθώντας κάποιος να μη γίνει εριστικός ή να μην προκαλέσει αντιπάθειες μπορεί να επιλέξει την υποχωρητικότητα προκειμένου να φανεί μετριοπαθής.
Όμως, η διαρκής υποχωρητικότητα είναι αδιέξοδη. Όταν κάποιος αντιλαμβάνεται ότι δεν αναγνωρίζονται τα προτερήματά του στην πόλη κι ότι αναρριχώνται άλλοι κατώτερης ποιότητας άνθρωποι, δεν μπορεί παρά να γίνει συγκρουσιακός. Και τότε δε θα έχει να αντιμετωπίσει μόνο τη δυσπιστία των άλλων, αλλά και την εικόνα που ο ίδιος είχε πλάσει για τον εαυτό του.
Με άλλα λόγια, η σύγκρουση θα είναι σφοδρότερη από εκείνη που θα είχε, αν εξαρχής ακολουθούσε το μέσο δρόμο της ειλικρίνειας. Το παράδειγμα του Σωκράτη έχει να κάνει τόσο με την κατάδειξη της αδυναμίας του κόσμου να αποδεχτεί την ανωτερότητα κάποιου (ιδίως αν μέχρι πρότινος υποτιμούσε τις ικανότητές του), όσο και με το αδιέξοδο αυτής της συμπεριφοράς, που, όταν νομοτελειακά αποκαλυφθεί η πραγματικότητα, θα εκληφθεί περισσότερο σαν ειρωνεία, η οποία κάθε άλλο παρά θα συμβάλει στην κομψή εικόνα του εαυτού.
Και προς ενίσχυση αυτού ο Αριστοτέλης θα παραθέσει και την έννοια του «βαυκοπανούργου», την οποία στα σχόλια που παραθέτει επεξηγεί ως εξής: «Η λέξη βαυκοπανούργος είναι σύνθετη με πρώτο συνθετικό το άγνωστης ετυμολογίας επίθετο βαυκός-ή-όν και δεύτερο το επίθετο πανούργος. Για το πρώτο συνθετικό μπορούμε να έχουμε τη βεβαιότητα ότι είχε τη σημασία “προσποιούμενος”, μια προσποίηση πάντως που γινόταν με “νάζια και χαϊδέματα”. Το δεύτερο συνθετικό μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι ο λόγος είναι για ανθρώπους που προσπαθούν να εξαπατήσουν τους άλλους κρύβοντας την αλήθεια με χαριεντισμούς».
Ο Αριστοτέλης γράφει: «Όσοι όμως αρνούνται ότι έχουν κάποιες μικρές και ασήμαντες ιδιότητες, καθώς και ιδιότητες που ολοφάνερα τις έχουν, αυτοί χαρακτηρίζονται με τη λέξη βαυκοπανούργοι και είναι πιο καταφρονητέοι». (1126b 7, 30-32).
Και συμπληρώνει: «καμιά φορά μάλιστα αυτό δεν είναι παρά μια ολοφάνερη καυχησιά, κάτι σαν τα ρούχα των Σπαρτιατών· γιατί και η υπερβολή και η μεγάλη έλλειψη είναι κομπασμός και καυχησιά». (1126b 7, 32-34).
Το μέτρο προτείνεται ως μοναδικός τρόπος συμπεριφοράς σε σχέση με τις επιταγές της αρετής. Η έλλειψη, όταν είναι επιτηδευμένη, δεν έχει καμία σχέση ούτε με την ταπεινότητα ούτε με την κατάδειξη της προτεραιότητας των πνευματικών ιδανικών (οι ιδέες της πλήρους σωματικής απαξίωσης – στα όρια της τιμωρητικής συμπεριφοράς – για χάρη πνευματικών ή θρησκευτικών αξιών δεν είναι άγνωστες στην ανθρωπότητα).
Τα ρούχα των Σπαρτιατών, ασφαλώς δεν απαξιώνουν το σώμα, αλλά αποτελούν ξεκάθαρη έπαρση, αφού προβάλουν το πρότυπο της λιτότητας ως σύμβολο ανωτερότητας. Οτιδήποτε ξεπερνά το μέτρο είτε από τη μια είτε από την άλλη μεριά (υπερβολή – έλλειψη) αποτελεί σφάλμα κι αν γίνεται με τρόπο επιδεικτικό – σαν να πρόκειται για κάτι σπουδαίο – δεν αποτελεί μόνο στρέβλωση, αλλά και κομπασμό. Η επίγνωση ότι και η στέρηση μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως καυχησιολογία είναι η κατάδειξη ενός άλλου είδους υπερβολής που στηρίζεται στην έλλειψη. Είναι η στρέβλωση της μεσότητας, που προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος της υπερβολής προτιμάται το άλλο άκρο.
Ο άνθρωπος που αγαπά την αλήθεια ξέρει να αποδίδει τα γεγονότα όπως ακριβώς έχουν, χωρίς ούτε να αποκρύπτει ούτε να υπερβάλλει. Κι αυτό έχει να κάνει με τη θετική του έξη, που τον έκανε ικανό να διακρίνει και να αναζητά την αλήθεια, σαν κάτι που πηγάζει μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την ειλικρίνεια με τη σημασία της τιμιότητας στις καθημερινές συναλλαγές, αλλά με τη σημασία της ορθής απόδοσης του εαυτού, χωρίς να εξυπηρετείται κανένα κέρδος: «Δε μιλούμε για τον άνθρωπο που είναι ειλικρινής στις συμφωνίες που συνάπτει, ούτε για πράγματα που ανήκουν στην περιοχή της αδικίας ή της δικαιοσύνης (αυτά θα είχαν να κάνουν με μια άλλη αρετή), αλλά για τον άνθρωπο που εκεί όπου δεν τίθεται κανένα τέτοιο θέμα είναι ειλικρινής και στα λόγια και στις πράξεις της καθημερινής του ζωής επειδή τέτοια είναι η έξη του». (1127a 7, 38-39 και 1127b 7, 1-3).
Και βέβαια, η σημασία αυτή που θέλει ο Αριστοτέλης να αποδώσει όσο κι αν αποκλίνει ελαφρώς από την καθαυτή έννοια της εντιμότητας ως δικαιοσύνη, είναι αδύνατο και να αποκοπεί από αυτή. Και η επιείκεια προτάσσεται ως ύψιστη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και συμπληρώνει: «Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι – θα το δεχόταν όλοι – προικισμένος με την αρετή της δικαιοσύνης». («επιεικής» στο πρωτότυπο). (1127b 7, 4).
Από κει και πέρα όμως, ακόμη και η αλήθεια δεν προτάσσεται με τρόπο άκαμπτο σαν μορφή αδιαλλαξίας, γιατί τότε θα μπορούσε να οδηγήσει στη σκληρότητα. Ο Αριστοτέλης ομολογεί ότι ακόμη κι ο φιλαλήθης μπορεί να βρεθεί μπροστά σε μια κατάσταση που θα πρέπει να αποδώσει την αλήθεια κομψά, δηλαδή συγκαλυμμένα. Και τότε θα προτιμήσει την παρουσίαση των πραγμάτων από την πλευρά της έλλειψης κι όχι της υπερβολής: «Αν ο άνθρωπος αυτός χρειαστεί να παρεκκλίνει από την αλήθεια, θα κλίνει προς την πλευρά της έλλειψης, δεδομένου ότι αυτό μοιάζει πιο ευπρεπές, αφού οι υπερβολές είναι γενικά κάτι το βαρύ και χοντροκομμένο». (1127b 7, 8-10).
Η αλήθεια πρέπει να διαχωρίζεται από την αγένεια ή τη θρασύτητα. Πολλές φορές η αποσιώπηση γεγονότων είναι προτιμότερη για τον άνθρωπο που τα πληροφορείται. Για παράδειγμα οι επώδυνες λεπτομέρειες μιας συμφοράς, όταν δεν έχουν καμία σημασία για τις περαιτέρω εξελίξεις, δεν υπάρχει λόγος να ανακοινώνονται. Κάτι τέτοιο θα το έκανε ο θρασύς που θα έβρισκε χαρά από τον πόνο των άλλων.
Το κριτήριο είναι και πάλι η μεσότητα που θα επέλθει από τη λογική. Γενικά, όταν γίνεται λόγος για την ανθρώπινη συμπεριφορά, τίποτα δεν τίθεται με τρόπο απόλυτο, καθώς όλα καθορίζονται από την υποκειμενικότητα της στιγμής που συμβαίνουν. Αυτό που μένει είναι η γενική κατεύθυνση της ορθής συμπεριφοράς, που πρέπει να διέπεται από την αρετή, ώστε να αποδίδει το καλύτερο δυνατό σε όλες τις περιστάσεις. Και η κατάδειξη αυτού είναι και η πρόθεση του Αριστοτέλη.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου