Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΞΕΝ Απομν 4.5.2–4.5.5

Συζήτηση με τον Ευθύδημο για την εγκράτεια

Ο Ξενοφώντας θέλησε να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίον ο Σωκράτης καθιστούσε τους μαθητές του ικανούς να αντιμετωπίσουν τις καθημερινές προκλήσεις του βίου τους: προϋπόθεση της ευδοκίμησής τους ήταν η ευθυκρισία τους, άμεσο επακόλουθο της εγκράτειάς τους. Έτσι, ο συγγραφέας επανέρχεται στο θέμα της εγκράτειας και παραθέτει τη σχετική συζήτηση του φιλοσόφου με τον Ευθύδημο, απόσπασμα της οποίας ακολουθεί.


[4.5.2] ἀεὶ μὲν οὖν περὶ
τῶν πρὸς ἀρετὴν χρησίμων αὐτός τε διετέλει μεμνημένος
καὶ τοὺς συνόντας πάντας ὑπομιμνῄσκων· οἶδα δέ ποτε
αὐτὸν καὶ πρὸς Εὐθύδημον περὶ ἐγκρατείας τοιάδε διαλεχ-
θέντα· Εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Εὐθύδημε, ἆρα καλὸν καὶ μεγαλεῖον
νομίζεις εἶναι καὶ ἀνδρὶ καὶ πόλει κτῆμα ἐλευθερίαν; Ὡς
οἷόν τέ γε μάλιστα, ἔφη. [4.5.3] Ὅστις οὖν ἄρχεται ὑπὸ τῶν διὰ
τοῦ σώματος ἡδονῶν καὶ διὰ ταύτας μὴ δύναται πράττειν
τὰ βέλτιστα, νομίζεις τοῦτον ἐλεύθερον εἶναι; Ἥκιστα,
ἔφη. Ἴσως γὰρ ἐλευθέριον φαίνεταί σοι τὸ πράττειν τὰ
βέλτιστα, εἶτα τὸ ἔχειν τοὺς κωλύσοντας τὰ τοιαῦτα ποιεῖν
ἀνελεύθερον νομίζεις; Παντάπασί γ’, ἔφη. [4.5.4] Παντάπασιν
ἄρα σοι δοκοῦσιν οἱ ἀκρατεῖς ἀνελεύθεροι εἶναι; Νὴ τὸν
Δί’ εἰκότως. Πότερα δέ σοι δοκοῦσιν οἱ ἀκρατεῖς κωλύεσθαι
μόνον τὰ κάλλιστα πράττειν ἢ καὶ ἀναγκάζεσθαι τὰ αἴσχιστα
ποιεῖν; Οὐδὲν ἧττον ἔμοιγ’, ἔφη, δοκοῦσι ταῦτα ἀναγκά-
ζεσθαι ἢ ἐκεῖνα κωλύεσθαι. [4.5.5] Ποίους δέ τινας δεσπότας ἡγῇ
τοὺς τὰ μὲν ἄριστα κωλύοντας, τὰ δὲ κάκιστα ἀναγκάζοντας;
Ὡς δυνατὸν νὴ Δί’, ἔφη, κακίστους. Δουλείαν δὲ ποίαν
κακίστην νομίζεις εἶναι; Ἐγὼ μέν, ἔφη, τὴν παρὰ τοῖς
κακίστοις δεσπόταις. Τὴν κακίστην ἄρα δουλείαν οἱ ἀκρα-
τεῖς δουλεύουσιν; Ἔμοιγε δοκεῖ, ἔφη.

***
[Πάντοτε μεν λοιπόν τα χρήσιμα διά την αρετήν και αυτός συνεχώς τα είχεν εις την μνήμην του και εις τους μαθητάς του όλους τα υπενθύμιζεν]· ηξεύρω δε ότι αυτός και [προς τον Ευθύδημον] περί εγκρατείας τα εξής περίπου διελέχθη. ― Ειπέ μου, είπεν, ω Ευθύδημε, άρα γε παραδέχεσαι ότι η ελευθερία είναι καλόν και μεγαλοπρεπές κτήμα και εις άνδρα και εις πόλιν; ― Όσον το δυνατόν περισσότερον το παραδέχομαι, είπεν. ― Όποιος λοιπόν κυριαρχείται από τας σωματικάς ηδονάς και εξ αιτίας αυτών δεν ημπορεί να εκτελή τα καθήκοντά του, παραδέχεσαι, ότι αυτός είναι ελεύθερος; ―Καθόλου, είπεν. ― Ίσως διότι σου φαίνεται, ότι είναι ελευθέριον πράγμα το να εκτελή κανείς τα καθήκοντά του, αλλά νομίζεις, ότι είναι ανελεύθερον το να υπάρχουν άνθρωποι που τον εμποδίζουν να τα εκτελή; ― Ακριβώς είπε. ― Σου φαίνονται λοιπόν ότι οι έκδοτοι εις τα πάθη των είναι παντελώς ανελεύθεροι; ― Ναι, μα τον Δία, φυσικώ τω λόγω. ― Ποίον δε από τα δύο σου φαίνονται, ότι οι έκδοτοι εις τα πάθη των μόνον εμποδίζονται να κάμνουν άριστα έργα ή και ότι αναγκάζονται να κάμνουν τα αίσχιστα; Εξ ίσου νομίζω, είπεν, ότι αναγκάζονται να πράττουν ταύτα, όπως εμποδίζονται να πράττουν εκείνα. ― Ποίας δε λογής δεσπόται επάνω–κάτω νομίζεις ότι είναι εκείνοι που αφ' ενός μεν εμποδίζουν τα άριστα έργα, αφ' ετέρου δε αναγκάζουν τους άλλους να κάμουν τα κάκιστα; ― Όσον το δυνατόν, μα τον Δία, είπε, τους νομίζω χειρίστους. ― Ποία δε δουλεία νομίζεις ότι είναι χειροτέρα από όλας; ― Εγώ βέβαια, είπε, την δουλείαν που δουλεύει κανείς πλησίον των χειροτέρων δεσποτών. ― Λοιπόν την χειροτέραν δουλείαν που δουλεύουν οι έκδοτοι εις τα πάθη των; ― Εγώ τουλάχιστον το νομίζω, είπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου