ΛΥΣ 1.1–5
Προοίμιον: Καθολική η απέχθεια για το αδίκημα της μοιχείας – Ο κατηγορούμενος θύμα και όχι θύτης του Ερατοσθένη
Ο Ευφίλητος απολογείται για τη δολοφονία του Ερατοσθένη, τον οποίον συνέλαβε επ' αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία με τη γυναίκα του. Παραδέχεται την ενοχή του, θα προσπαθήσει, ωστόσο, να αποδείξει ότι ενήργησε σύμφωνα με το δίκαιο και τον νόμο.
[1] Περὶ πολλοῦ ἂν ποιησαίμην, ὦ ἄνδρες, τὸ τοιούτους
ὑμᾶς ἐμοὶ δικαστὰς περὶ τούτου τοῦ πράγματος γενέ-
σθαι, οἷοίπερ ἂν ὑμῖν αὐτοῖς εἴητε τοιαῦτα πεπονθότες·
εὖ γὰρ οἶδ’ ὅτι, εἰ τὴν αὐτὴν γνώμην περὶ τῶν ἄλλων
ἔχοιτε, ἥνπερ περὶ ὑμῶν αὐτῶν, οὐκ ἂν εἴη ὅστις οὐκ
ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις ἀγανακτοίη, ἀλλὰ πάντες ἂν περὶ
τῶν τὰ τοιαῦτα ἐπιτηδευόντων τὰς ζημίας μικρὰς ἡγοῖ-
σθε. [2] καὶ ταῦτα οὐκ ἂν εἴη μόνον παρ’ ὑμῖν οὕτως
ἐγνωσμένα, ἀλλ’ ἐν ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι· περὶ τούτου γὰρ
μόνου τοῦ ἀδικήματος καὶ ἐν δημοκρατίᾳ καὶ ὀλιγαρχίᾳ
ἡ αὐτὴ τιμωρία τοῖς ἀσθενεστάτοις πρὸς τοὺς τὰ μέγιστα
δυναμένους ἀποδέδοται, ὥστε τὸν χείριστον τῶν αὐτῶν
τυγχάνειν τῷ βελτίστῳ· οὕτως, ὦ ἄνδρες, ταύτην τὴν
ὕβριν ἅπαντες ἄνθρωποι δεινοτάτην ἡγοῦνται. [3] περὶ μὲν
οὖν τοῦ μεγέθους τῆς ζημίας ἅπαντας ὑμᾶς νομίζω τὴν
αὐτὴν διάνοιαν ἔχειν, καὶ οὐδένα οὕτως ὀλιγώρως δια-
κεῖσθαι, ὅστις οἴεται δεῖν συγγνώμης τυγχάνειν ἢ μικρᾶς
ζημίας ἀξίους ἡγεῖται τοὺς τῶν τοιούτων ἔργων αἰτίους·
[4] ἡγοῦμαι δέ, ὦ ἄνδρες, τοῦτό με δεῖν ἐπιδεῖξαι, ὡς ἐμοίχευεν
Ἐρατοσθένης τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν καὶ ἐκείνην τε διέ-
φθειρε καὶ τοὺς παῖδας τοὺς ἐμοὺς ᾔσχυνε καὶ ἐμὲ αὐτὸν
ὕβρισεν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐμὴν εἰσιών, καὶ οὔτε ἔχθρα
ἐμοὶ καὶ ἐκείνῳ οὐδεμία ἦν πλὴν ταύτης, οὔτε χρημάτων
ἕνεκα ἔπραξα ταῦτα, ἵνα πλούσιος ἐκ πένητος γένωμαι,
οὔτε ἄλλους κέρδους οὐδενὸς πλὴν τῆς κατὰ τοὺς νόμους
τιμωρίας. [5] ἐγὼ τοίνυν ἐξ ἀρχῆς ὑμῖν ἅπαντα ἐπιδείξω
τὰ ἐμαυτοῦ πράγματα, οὐδὲν παραλείπων, ἀλλὰ λέγων
τἀληθῆ· ταύτην γὰρ ἐμαυτῷ μόνην ἡγοῦμαι σωτηρίαν,
ἐὰν ὑμῖν εἰπεῖν ἅπαντα δυνηθῶ τὰ πεπραγμένα.
***
Πολύ θα επεθύμουν, κύριοι δικασταί, να δικάσητε την υπόθεσιν ταύτην, όπως θα εδικάζατε, εάν σεις οι ίδιοι είχατε πάθει, όσα εγώ έπαθον. Διότι έχω πεποίθησιν ότι, εάν και διά τους άλλους σκέπτεσθε, όπως και διά τον εαυτόν σας, πάντες θα αγανακτήτε διά τα γενόμενα και θα θεωρήτε μικράν οιανδήποτε τιμωρίαν διά τους διαπράττοντας τοιαύτα εγκλήματα. Ταύτην δε την γνώμην δεν έχομεν μόνον ημείς, αλλά όλοι οι Έλληνες. Διότι διά τούτο μόνον το αδίκημα και εις τας δημοκρατικώς και εις τας ολιγαρχικώς διοικουμένας πόλεις παρέχει ο νόμος να τιμωρήται ο δυνατώτατος κατά τον ίδιον τρόπον που θα ετιμωρείτο ο ασθενέστατος (εάν επεβουλεύετο την τιμήν του δυνατωτάτου), ώστε ο αδύνατος να επιβάλλη εις τον ισχυρόν την αυτήν τιμωρίαν, (την οποίαν ο ισχυρός εις αυτήν την περίπτωσιν επιβάλλει εις τον αδύνατον). Έτσι, κύριοι δικασταί, όλοι οι άνθρωποι ταύτην την ύβριν την θεωρούν φρικτήν. Περί του μεγέθους μεν λοιπόν της τιμωρίας νομίζω ότι όλοι συμφωνείτε και ουδείς υπάρχει ο μη αγανακτών, όστις νομίζει ότι πρέπει να συγχωρούνται οι αίτιοι των τοιούτων έργων, ή ότι οι ένοχοι είναι άξιοι μικράς τιμωρίας. Νομίζω δε, κύριοι δικασταί, ότι τούτο πρέπει να σας αποδείξω, ότι δηλαδή ο Ερατοσθένης εμοίχευε την σύζυγόν μου, και ότι εκείνην διέφθειρε και τους παίδας μου κατήσχυνε, και εμέ προσέβαλε εισερχόμενος εις την οικίαν μου, και ότι καμμίαν άλλην έχθραν δεν είχον μαζί του, ότι δεν έπραξα ταύτα χάριν χρημάτων διά να γίνω πλούσιος, ούτε χάριν ουδενός άλλου κέρδους, πλην της επιθυμίας να τον τιμωρήσω σύμφωνα με το δικαίωμα που μου παρέχει ο νόμος. Θα σας διηγηθώ όλα λοιπόν εξ αρχής όσα μου συνέβησαν εκθέτων όλην την αλήθειαν χωρίς να παραλείψω τίποτε· διότι τούτο θεωρώ ως μόνην μου σωτηρίαν, εάν θα δυνηθώ δηλαδή να εκθέτω ενώπιον υμών λεπτομερώς όλην την υπόθεσιν.
Πολύ θα επεθύμουν, κύριοι δικασταί, να δικάσητε την υπόθεσιν ταύτην, όπως θα εδικάζατε, εάν σεις οι ίδιοι είχατε πάθει, όσα εγώ έπαθον. Διότι έχω πεποίθησιν ότι, εάν και διά τους άλλους σκέπτεσθε, όπως και διά τον εαυτόν σας, πάντες θα αγανακτήτε διά τα γενόμενα και θα θεωρήτε μικράν οιανδήποτε τιμωρίαν διά τους διαπράττοντας τοιαύτα εγκλήματα. Ταύτην δε την γνώμην δεν έχομεν μόνον ημείς, αλλά όλοι οι Έλληνες. Διότι διά τούτο μόνον το αδίκημα και εις τας δημοκρατικώς και εις τας ολιγαρχικώς διοικουμένας πόλεις παρέχει ο νόμος να τιμωρήται ο δυνατώτατος κατά τον ίδιον τρόπον που θα ετιμωρείτο ο ασθενέστατος (εάν επεβουλεύετο την τιμήν του δυνατωτάτου), ώστε ο αδύνατος να επιβάλλη εις τον ισχυρόν την αυτήν τιμωρίαν, (την οποίαν ο ισχυρός εις αυτήν την περίπτωσιν επιβάλλει εις τον αδύνατον). Έτσι, κύριοι δικασταί, όλοι οι άνθρωποι ταύτην την ύβριν την θεωρούν φρικτήν. Περί του μεγέθους μεν λοιπόν της τιμωρίας νομίζω ότι όλοι συμφωνείτε και ουδείς υπάρχει ο μη αγανακτών, όστις νομίζει ότι πρέπει να συγχωρούνται οι αίτιοι των τοιούτων έργων, ή ότι οι ένοχοι είναι άξιοι μικράς τιμωρίας. Νομίζω δε, κύριοι δικασταί, ότι τούτο πρέπει να σας αποδείξω, ότι δηλαδή ο Ερατοσθένης εμοίχευε την σύζυγόν μου, και ότι εκείνην διέφθειρε και τους παίδας μου κατήσχυνε, και εμέ προσέβαλε εισερχόμενος εις την οικίαν μου, και ότι καμμίαν άλλην έχθραν δεν είχον μαζί του, ότι δεν έπραξα ταύτα χάριν χρημάτων διά να γίνω πλούσιος, ούτε χάριν ουδενός άλλου κέρδους, πλην της επιθυμίας να τον τιμωρήσω σύμφωνα με το δικαίωμα που μου παρέχει ο νόμος. Θα σας διηγηθώ όλα λοιπόν εξ αρχής όσα μου συνέβησαν εκθέτων όλην την αλήθειαν χωρίς να παραλείψω τίποτε· διότι τούτο θεωρώ ως μόνην μου σωτηρίαν, εάν θα δυνηθώ δηλαδή να εκθέτω ενώπιον υμών λεπτομερώς όλην την υπόθεσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου