ΛΥΣ 12.1–13
Προοίμιον: Η ιδιομορφία της συγκεκριμένης δίκης – Η αρχή της διηγήσεως: Τα αληθινά κίνητρα των Τριάκοντα – Η φιλαργυρία του Πείσωνα
Ο Λυσίας κατηγορεί τον Ερατοσθένη ότι ως ένας από τους Τριάκοντα προκάλεσε τον φόνο του αδελφού του, του Πολέμαρχου. Ο λόγος εκφωνήθηκε το 403 π.Χ. από τον ίδιο τον ρήτορα.
[1] Οὐκ ἄρξασθαί μοι δοκεῖ ἄπορον εἶναι, ὦ ἄνδρες δι-
κασταί, τῆς κατηγορίας, ἀλλὰ παύσασθαι λέγοντι· τοιαῦτα
αὐτοῖς τὸ μέγεθος καὶ τοσαῦτα τὸ πλῆθος εἴργασται, ὥστε
μήτ’ ἂν ψευδόμενον δεινότερα τῶν ὑπαρχόντων κατηγορῆ-
σαι, μήτε τἀληθῆ βουλόμενον εἰπεῖν ἅπαντα δύνασθαι,
ἀλλ’ ἀνάγκη ἢ τὸν κατήγορον ἀπειπεῖν ἢ τὸν χρόνον ἐπι-
λιπεῖν. [2] τοὐναντίον δέ μοι δοκοῦμεν πείσεσθαι ἢ ἐν τῷ πρὸ
τοῦ χρόνῳ. πρότερον μὲν γὰρ ἔδει τὴν ἔχθραν τοὺς κατη-
γοροῦντας ἐπιδεῖξαι, ἥτις εἴη πρὸς τοὺς φεύγοντας· νυνὶ
δὲ παρὰ τῶν φευγόντων χρὴ πυνθάνεσθαι ἥτις ἦν αὐτοῖς
πρὸς τὴν πόλιν ἔχθρα, ἀνθ’ ὅτου τοιαῦτα ἐτόλμησαν εἰς
αὐτὴν ἐξαμαρτάνειν. οὐ μέντοι ὡς οὐκ ἔχων οἰκείας ἔχθρας
καὶ συμφορὰς τοὺς λόγους ποιοῦμαι, ἀλλ’ ὡς ἅπασι πολ-
λῆς ἀφθονίας οὔσης ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἢ ὑπὲρ τῶν δημοσίων
ὀργίζεσθαι. [3] ἐγὼ μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες δικασταί, οὔτ’ ἐμαυτοῦ
πώποτε οὔτε ἀλλότρια πράγματα πράξας νῦν ἠνάγκασμαι
ὑπὸ τῶν γεγενημένων τούτου κατηγορεῖν, ὥστε πολλάκις
εἰς πολλὴν ἀθυμίαν κατέστην, μὴ διὰ τὴν ἀπειρίαν ἀνα-
ξίως καὶ ἀδυνάτως ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἐμαυτοῦ τὴν κα-
τηγορίαν ποιήσομαι. ὅμως δὲ πειράσομαι ὑμᾶς ἐξ ἀρχῆς
ὡς ἂν δύνωμαι δι’ ἐλαχίστων διδάξαι.
[4] Οὑμὸς πατὴρ Κέφαλος ἐπείσθη μὲν ὑπὸ Περικλέους
εἰς ταύτην τὴν γῆν ἀφικέσθαι, ἔτη δὲ τριάκοντα ᾤκησε,
καὶ οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε
ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν, ἀλλ’ οὕτως ᾠκοῦμεν δημο-
κρατούμενοι ὥστε μήτε εἰς τοὺς ἄλλους ἐξαμαρτάνειν μήτε
ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀδικεῖσθαι. [5] ἐπειδὴ δ’ οἱ τριάκοντα πονηροὶ
[μὲν] καὶ συκοφάνται ὄντες εἰς τὴν ἀρχὴν κατέστησαν,
φάσκοντες χρῆναι τῶν ἀδίκων καθαρὰν ποιῆσαι τὴν πόλιν
καὶ τοὺς λοιποὺς πολίτας ἐπ’ ἀρετὴν καὶ δικαιοσύνην τρα-
πέσθαι, [καὶ] τοιαῦτα λέγοντες οὐ τοιαῦτα ποιεῖν ἐτόλμων,
ὡς ἐγὼ περὶ τῶν ἐμαυτοῦ πρῶτον εἰπὼν καὶ περὶ τῶν
ὑμετέρων ἀναμνῆσαι πειράσομαι. [6] Θέογνις γὰρ καὶ Πείσων
ἔλεγον ἐν τοῖς τριάκοντα περὶ τῶν μετοίκων, ὡς εἶέν τινες
τῇ πολιτείᾳ ἀχθόμενοι· καλλίστην οὖν εἶναι πρόφασιν τι-
μωρεῖσθαι μὲν δοκεῖν, τῷ δ’ ἔργῳ χρηματίζεσθαι· πάντως
δὲ τὴν μὲν πόλιν πένεσθαι τὴν <δ’> ἀρχὴν δεῖσθαι χρη-
μάτων. [7] καὶ τοὺς ἀκούοντας οὐ χαλεπῶς ἔπειθον· ἀποκτιν-
νύναι μὲν γὰρ ἀνθρώπους περὶ οὐδενὸς ἡγοῦντο, λαμβάνειν
δὲ χρήματα περὶ πολλοῦ ἐποιοῦντο. ἔδοξεν οὖν αὐτοῖς δέκα
συλλαβεῖν, τούτων δὲ δύο πένητας, ἵνα αὐτοῖς ᾖ πρὸς τοὺς
ἄλλους ἀπολογία, ὡς οὐ χρημάτων ἕνεκα ταῦτα πέπρακ-
ται, ἀλλὰ συμφέροντα τῇ πολιτείᾳ γεγένηται, ὥσπερ τι
τῶν ἄλλων εὐλόγως πεποιηκότες. [8] διαλαβόντες δὲ τὰς οἰκίας
ἐβάδιζον· καὶ ἐμὲ μὲν ξένους ἑστιῶντα κατέλαβον, οὓς
ἐξελάσαντες Πείσωνί με παραδιδόασιν· οἱ δὲ ἄλλοι εἰς τὸ
ἐργαστήριον ἐλθόντες τὰ ἀνδράποδα ἀπεγράφοντο. ἐγὼ δὲ
Πείσωνα μὲν ἠρώτων εἰ βούλοιτό με σῶσαι χρήματα λαβών.
[9] ὁ δ’ ἔφασκεν, εἰ πολλὰ εἴη. εἶπον οὖν ὅτι τάλαντον ἀργυ-
ρίου ἕτοιμος εἴην δοῦναι· ὁ δ’ ὡμολόγησε ταῦτα ποιήσειν.
ἠπιστάμην μὲν οὖν ὅτι οὔτε θεοὺς οὔτ’ ἀνθρώπους νομίζει,
ὅμως δ’ ἐκ τῶν παρόντων ἐδόκει μοι ἀναγκαιότατον εἶναι
πίστιν παρ’ αὐτοῦ λαβεῖν. [10] ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν, ἐξώλειαν
ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶν ἐπαρώμενος, λαβὼν τὸ τάλαντόν
με σώσειν, εἰσελθὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὴν κιβωτὸν ἀνοίγνυμι.
Πείσων δ’ αἰσθόμενος εἰσέρχεται, καὶ ἰδὼν τὰ ἐνόντα καλεῖ
τῶν ὑπηρετῶν δύο, καὶ τὰ ἐν τῇ κιβωτῷ λαβεῖν ἐκέλευσεν.
[11] ἐπεὶ δὲ οὐχ ὅσον ὡμολόγητο εἶχεν, ὦ ἄνδρες δικασταί,
ἀλλὰ τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς
καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας ἀργυρᾶς τέτταρας, ἐδεό-
μην αὐτοῦ ἐφόδιά μοι δοῦναι, ὁ δ’ ἀγαπήσειν με ἔφασκεν,
εἰ τὸ σῶμα σώσω. [12] ἐξιοῦσι δ’ ἐμοὶ καὶ Πείσωνι ἐπιτυγχάνει
Μηλόβιός τε καὶ Μνησιθείδης ἐκ τοῦ ἐργαστηρίου ἀπιόν-
τες, καὶ καταλαμβάνουσι πρὸς αὐταῖς ταῖς θύραις, καὶ
ἐρωτῶσιν ὅποι βαδίζοιμεν· ὁ δ’ ἔφασκεν εἰς [τὰ] τοῦ ἀδελ-
φοῦ τοῦ ἐμοῦ, ἵνα καὶ τὰ ἐν ἐκείνῃ τῇ οἰκίᾳ σκέψηται.
ἐκεῖνον μὲν οὖν ἐκέλευον βαδίζειν, ἐμὲ δὲ μεθ’ αὑτῶν ἀκο-
λουθεῖν εἰς Δαμνίππου. [13] Πείσων δὲ προσελθὼν σιγᾶν μοι
παρεκελεύετο καὶ θαρρεῖν, ὡς ἥξων ἐκεῖσε. καταλαμβάνο-
μεν δὲ αὐτόθι Θέογνιν ἑτέρους φυλάττοντα· ᾧ παραδόντες
ἐμὲ πάλιν ᾤχοντο. ἐν τοιούτῳ δ’ ὄντι μοι κινδυνεύειν
ἐδόκει, ὡς τοῦ γε ἀποθανεῖν ὑπάρχοντος ἤδη.
***
Κύριοι δικασταί μου φαίνεται ότι δεν είναι δύσκολον να αρχίσω κατηγορίαν, αλλά ότι δύσκολον είναι να παύσω ομιλών. Τόσον μεγάλα και τόσον πολλά εγκλήματα υπ' αυτών (των Τριάκοντα) έχουν διαπραχθή, ώστε ούτε, εάν ψεύδεται τις είναι δυνατόν να αποδώση εις τους κατηγορουμένους φοβερωτέρας κατηγορίας από τας πραγματικάς, ούτε, αν θέλη να είπη την αλήθειαν, δύναται να απαριθμήση όλα τα εγκλήματά των, αλλ' είναι ανάγκη ή ο κατήγορος να κουρασθή ή ο χρόνος να μη εξαρκέση. Νομίζω ότι θα συμβή εις υμάς το αντίθετον από εκείνο που εγίνετο εις το παρελθόν. Πρότερον δηλαδή οι κατηγορούντες ώφειλον να δείξουν την αιτίαν της έχθρας των προς τους κατηγορουμένους. Τώρα όμως πρέπει να ζητήται από τους κατηγορουμένους να σας εκθέσουν, ποία ήτο η αιτία της έχθρας των εναντίον της πόλεως διά την διάπραξιν τόσων φοβερών εγκλημάτων εναντίον αυτής. Ομιλώ δε κατ' αυτόν τρόπον όχι διότι δεν έχω προσωπικάς έχθρας εναντίον των κατηγορουμένων και συμφοράς εξ αιτίας αυτών, αλλά διότι υπάρχει πολλή αφθονία εις όλους ώστε να αγανακτούν και διά τας ατομικάς των συμφοράς και διά τας συμφοράς της πόλεως. Εγώ λοιπόν, κύριοι δικασταί, ούτε δι' ατομικήν μου υπόθεσιν ούτε διά ξένην παρουσιασθείς ενώπιον δικαστηρίου τώρα είμαι ηναγκασμένος υπό των περιστάσεων να κατηγορώ αυτόν, ώστε πολλάκις εστενοχωρήθην πολύ φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ να κατηγορήσω αυτόν διά τον φόνον του αδελφού μου και τα ιδικά μου παθήματα όσον αξίζει να κατηγορήση τις τοιαύτην υπόθεσιν· αλλά μ' όλα ταύτα θα προσπαθήσω να σας εκθέσω την υπόθεσιν εξ αρχής λίαν συντόμως.
Ο πατήρ μου Κέφαλος επείσθη μεν υπό του Περικλέους να έλθη εις ταύτην την πόλιν, κατώκησε δε επί τριάκοντα έτη, κατά το διάστημα των οποίων ούτε αυτός, ούτε εγώ, ούτε οι αδελφοί μου παρουσιάσθημεν εις δικαστήριον ως κατήγοροι ή κατηγορούμενοι, αλλά τοιουτοτρόπως εζώμεν ως καλοί πολίται της δημοκρατίας, ώστε ούτε τους άλλους εβλάπτομεν ούτε υπό άλλων ηδικούμεθα. Όταν όμως οι Τριάκοντα, πονηροί και συκοφάνται όντες κατέλαβον την εξουσίαν και έλεγον ότι χρειάζεται να καθαρίσουν την πόλιν από τους αδίκους, διά να κάμουν και τους άλλους πολίτας να τραπούν εις την αρετήν και την δικαιοσύνην, αν και έλεγον όμως τοιαύτα, δεν είχον το θάρρος και να τα πράττουν, καθώς εγώ, αφού ομιλήσω πρώτον διά τα συμβάντα εις εμέ, θα προσπαθήσω να σας υπενθυμίσω και τα ιδικά σας. Ο Θέογνις δηλαδή και ο Πείσων ωμίλουν εις τας συνεδριάσεις των Τριάκοντα περί των μετοίκων λέγοντες ότι υπάρχουν τινές οι οποίοι αντιτίθενται εις το πολίτευμα· υπεστήριζον λοιπόν ότι είναι καλλίστη πρόφασις να φαίνωνται μεν ότι τιμωρούν, πραγματικώς δε να χρηματίζωνται· (έλεγον) δε ότι αυτοί πένονται και ότι οι άρχοντες έχουν ανάγκην χρημάτων. Και τους ακούοντας ευκόλως έπειθον· διότι ουδεμίαν σημασίαν απέδιδον εις το να φονεύουν ανθρώπους, πολύ όμως εφρόντιζον να λαμβάνουν χρήματα. Απεφάσισαν λοιπόν να συλλάβουν δέκα μετοίκους, δύο δε από αυτούς να είναι πένητες, διά να έχουν δικαιολογίαν προς τους άλλους, ότι δεν πράττουν ταύτα χάριν χρημάτων, αλλά χάριν του συμφέροντος του κράτους, ωσάν να είχον πράξει και οιονδήποτε άλλο με εύλογον δικαιολογίαν. Διαμοιράσαντες δε τας οικίας εβάδιζον εις αυτάς· και εμέ μεν εύρον εν τη οικία μου φιλοξενούντα φίλους τινάς, τους οποίους εξεδίωξαν, και με παρέδωσαν εις τον Πείσωνα, οι δε άλλοι μεταβάντες εις το εργοστάσιόν μου κατέγραφον τους δούλους. Εγώ δε ηρώτων μεν τον Πείσωνα αν είναι διατεθειμένος να με σώση λαμβάνων χρήματα εκείνος δε παρεδέχετο να με σώση, αν έδιδον πολλά. Είπον λοιπόν ότι είμαι έτοιμος να του δώσω έν αργυρούν τάλαντον εκείνος δε παρεδέχθη να με σώση. Εγνώριζον βεβαίως ότι ούτε τους θεούς σέβεται ούτε τους ανθρώπους λογαριάζει, αλλ' όμως υπό τας συνθήκας τας οποίας ευρισκόμην εθεώρησα αναγκαιότατον να λάβω παρ' αυτού ένορκον διαβεβαίωσιν. Όταν δε ωρκίσθη ότι θα με σώση, αν λάβη το τάλαντον, επικαλούμενος μάρτυρας τους θεούς και ευχόμενος καταστροφήν του εαυτού του και των τέκνων του, αν παραβή τον όρκον του, εισελθών εις τον κοιτώνα μου ανοίγω το κιβώτιον· ο Πείσων δε εννοήσας τούτο εισέρχεται εις τον κοιτώνα, και αφού είδε τα υπάρχοντα εντός του κιβωτίου καλεί δύο από τους υπηρέτας του, και διατάσσει να πάρουν όλα τα εντός αυτού ευρισκόμενα. Επειδή δε, κύριοι δικασταί, είχε όχι όσα είχομεν συμφωνήσει, αλλά τρία αργυρά τάλαντα και τετρακόσια χρυσά νομίσματα της Κυζίκου και εκατόν δαρεικούς και τέσσαρα αργυρά ποτήρια, τον παρεκάλουν να μου δώση τα έξοδα του ταξιδίου μου, εκείνος δε μου έλεγεν ότι πρέπει να είμαι ευχαριστημένος, εάν σώσω την ζωήν μου. Όταν εξηρχόμεθα από την οικίαν μου εγώ και ο Πείσων μας συναντούν εις την θύραν επανερχόμενοι εκ του εργοστασίου μου ο Μηλόβιος και ο Μνησιθείδης και μας ερωτούν πού πηγαίνομεν. Ο δε Πείσων έλεγεν ότι πηγαίνομεν εις την οικίαν του αδελφού μου διά να κάμη έρευναν και εις αυτήν. Εκείνοι λοιπόν είπον εις τον Πείσωνα μεν να υπάγη εις την οικίαν του αδελφού μου, εμέ δε διέτασσον να τους ακολουθήσω εις την οικίαν του Δαμνίππου. Ο Πείσων δε με επλησίασε και με συνεβούλευσε να μη είπω τίποτα, και με προέτρεπε να έχω θάρρος βεβαιών με ότι θα έλθη εις την οικίαν του Δαμνίππου.
Ευρίσκομεν δε εκεί τον Θέογνιν φυλάττοντα άλλους· αφού με παρέδωσαν εις αυτόν ανεχώρησαν. Εις τοιαύτην ευρισκόμενος θέσιν απεφάσισα να ριψοκινδυνεύσω, διότι επίστευον ότι ο θάνατος επεκρέματο πλέον.
Κύριοι δικασταί μου φαίνεται ότι δεν είναι δύσκολον να αρχίσω κατηγορίαν, αλλά ότι δύσκολον είναι να παύσω ομιλών. Τόσον μεγάλα και τόσον πολλά εγκλήματα υπ' αυτών (των Τριάκοντα) έχουν διαπραχθή, ώστε ούτε, εάν ψεύδεται τις είναι δυνατόν να αποδώση εις τους κατηγορουμένους φοβερωτέρας κατηγορίας από τας πραγματικάς, ούτε, αν θέλη να είπη την αλήθειαν, δύναται να απαριθμήση όλα τα εγκλήματά των, αλλ' είναι ανάγκη ή ο κατήγορος να κουρασθή ή ο χρόνος να μη εξαρκέση. Νομίζω ότι θα συμβή εις υμάς το αντίθετον από εκείνο που εγίνετο εις το παρελθόν. Πρότερον δηλαδή οι κατηγορούντες ώφειλον να δείξουν την αιτίαν της έχθρας των προς τους κατηγορουμένους. Τώρα όμως πρέπει να ζητήται από τους κατηγορουμένους να σας εκθέσουν, ποία ήτο η αιτία της έχθρας των εναντίον της πόλεως διά την διάπραξιν τόσων φοβερών εγκλημάτων εναντίον αυτής. Ομιλώ δε κατ' αυτόν τρόπον όχι διότι δεν έχω προσωπικάς έχθρας εναντίον των κατηγορουμένων και συμφοράς εξ αιτίας αυτών, αλλά διότι υπάρχει πολλή αφθονία εις όλους ώστε να αγανακτούν και διά τας ατομικάς των συμφοράς και διά τας συμφοράς της πόλεως. Εγώ λοιπόν, κύριοι δικασταί, ούτε δι' ατομικήν μου υπόθεσιν ούτε διά ξένην παρουσιασθείς ενώπιον δικαστηρίου τώρα είμαι ηναγκασμένος υπό των περιστάσεων να κατηγορώ αυτόν, ώστε πολλάκις εστενοχωρήθην πολύ φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ να κατηγορήσω αυτόν διά τον φόνον του αδελφού μου και τα ιδικά μου παθήματα όσον αξίζει να κατηγορήση τις τοιαύτην υπόθεσιν· αλλά μ' όλα ταύτα θα προσπαθήσω να σας εκθέσω την υπόθεσιν εξ αρχής λίαν συντόμως.
Ο πατήρ μου Κέφαλος επείσθη μεν υπό του Περικλέους να έλθη εις ταύτην την πόλιν, κατώκησε δε επί τριάκοντα έτη, κατά το διάστημα των οποίων ούτε αυτός, ούτε εγώ, ούτε οι αδελφοί μου παρουσιάσθημεν εις δικαστήριον ως κατήγοροι ή κατηγορούμενοι, αλλά τοιουτοτρόπως εζώμεν ως καλοί πολίται της δημοκρατίας, ώστε ούτε τους άλλους εβλάπτομεν ούτε υπό άλλων ηδικούμεθα. Όταν όμως οι Τριάκοντα, πονηροί και συκοφάνται όντες κατέλαβον την εξουσίαν και έλεγον ότι χρειάζεται να καθαρίσουν την πόλιν από τους αδίκους, διά να κάμουν και τους άλλους πολίτας να τραπούν εις την αρετήν και την δικαιοσύνην, αν και έλεγον όμως τοιαύτα, δεν είχον το θάρρος και να τα πράττουν, καθώς εγώ, αφού ομιλήσω πρώτον διά τα συμβάντα εις εμέ, θα προσπαθήσω να σας υπενθυμίσω και τα ιδικά σας. Ο Θέογνις δηλαδή και ο Πείσων ωμίλουν εις τας συνεδριάσεις των Τριάκοντα περί των μετοίκων λέγοντες ότι υπάρχουν τινές οι οποίοι αντιτίθενται εις το πολίτευμα· υπεστήριζον λοιπόν ότι είναι καλλίστη πρόφασις να φαίνωνται μεν ότι τιμωρούν, πραγματικώς δε να χρηματίζωνται· (έλεγον) δε ότι αυτοί πένονται και ότι οι άρχοντες έχουν ανάγκην χρημάτων. Και τους ακούοντας ευκόλως έπειθον· διότι ουδεμίαν σημασίαν απέδιδον εις το να φονεύουν ανθρώπους, πολύ όμως εφρόντιζον να λαμβάνουν χρήματα. Απεφάσισαν λοιπόν να συλλάβουν δέκα μετοίκους, δύο δε από αυτούς να είναι πένητες, διά να έχουν δικαιολογίαν προς τους άλλους, ότι δεν πράττουν ταύτα χάριν χρημάτων, αλλά χάριν του συμφέροντος του κράτους, ωσάν να είχον πράξει και οιονδήποτε άλλο με εύλογον δικαιολογίαν. Διαμοιράσαντες δε τας οικίας εβάδιζον εις αυτάς· και εμέ μεν εύρον εν τη οικία μου φιλοξενούντα φίλους τινάς, τους οποίους εξεδίωξαν, και με παρέδωσαν εις τον Πείσωνα, οι δε άλλοι μεταβάντες εις το εργοστάσιόν μου κατέγραφον τους δούλους. Εγώ δε ηρώτων μεν τον Πείσωνα αν είναι διατεθειμένος να με σώση λαμβάνων χρήματα εκείνος δε παρεδέχετο να με σώση, αν έδιδον πολλά. Είπον λοιπόν ότι είμαι έτοιμος να του δώσω έν αργυρούν τάλαντον εκείνος δε παρεδέχθη να με σώση. Εγνώριζον βεβαίως ότι ούτε τους θεούς σέβεται ούτε τους ανθρώπους λογαριάζει, αλλ' όμως υπό τας συνθήκας τας οποίας ευρισκόμην εθεώρησα αναγκαιότατον να λάβω παρ' αυτού ένορκον διαβεβαίωσιν. Όταν δε ωρκίσθη ότι θα με σώση, αν λάβη το τάλαντον, επικαλούμενος μάρτυρας τους θεούς και ευχόμενος καταστροφήν του εαυτού του και των τέκνων του, αν παραβή τον όρκον του, εισελθών εις τον κοιτώνα μου ανοίγω το κιβώτιον· ο Πείσων δε εννοήσας τούτο εισέρχεται εις τον κοιτώνα, και αφού είδε τα υπάρχοντα εντός του κιβωτίου καλεί δύο από τους υπηρέτας του, και διατάσσει να πάρουν όλα τα εντός αυτού ευρισκόμενα. Επειδή δε, κύριοι δικασταί, είχε όχι όσα είχομεν συμφωνήσει, αλλά τρία αργυρά τάλαντα και τετρακόσια χρυσά νομίσματα της Κυζίκου και εκατόν δαρεικούς και τέσσαρα αργυρά ποτήρια, τον παρεκάλουν να μου δώση τα έξοδα του ταξιδίου μου, εκείνος δε μου έλεγεν ότι πρέπει να είμαι ευχαριστημένος, εάν σώσω την ζωήν μου. Όταν εξηρχόμεθα από την οικίαν μου εγώ και ο Πείσων μας συναντούν εις την θύραν επανερχόμενοι εκ του εργοστασίου μου ο Μηλόβιος και ο Μνησιθείδης και μας ερωτούν πού πηγαίνομεν. Ο δε Πείσων έλεγεν ότι πηγαίνομεν εις την οικίαν του αδελφού μου διά να κάμη έρευναν και εις αυτήν. Εκείνοι λοιπόν είπον εις τον Πείσωνα μεν να υπάγη εις την οικίαν του αδελφού μου, εμέ δε διέτασσον να τους ακολουθήσω εις την οικίαν του Δαμνίππου. Ο Πείσων δε με επλησίασε και με συνεβούλευσε να μη είπω τίποτα, και με προέτρεπε να έχω θάρρος βεβαιών με ότι θα έλθη εις την οικίαν του Δαμνίππου.
Ευρίσκομεν δε εκεί τον Θέογνιν φυλάττοντα άλλους· αφού με παρέδωσαν εις αυτόν ανεχώρησαν. Εις τοιαύτην ευρισκόμενος θέσιν απεφάσισα να ριψοκινδυνεύσω, διότι επίστευον ότι ο θάνατος επεκρέματο πλέον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου