Στα είκοσι έξι του χρόνια, ο Μπετόβεν διαπιστώνει ότι δεν ακούει καλά. Άκουγε το πιάνο να εξασθενίζει και υπέφερε στη σκέψη ότι το πάθος της μουσικής ίσως να μη τον συντροφεύει στο υπόλοιπο της ζωής του όσο μέχρι τότε. Στα 49 χρόνια ήταν τελείως κουφός.
Η Διαθήκη του Χάιλγκενσταντ ήταν ένα γράμμα προς την ανθρωπότητα και έχει ως εξής:
«Ω με κοιτάζετε παίρνοντάς με για μνησίκακο, για τρελλό ή για μισάνθρωπο, πόσο άδικοι είστε μαζί μου!… Δεν ξέρετε την κρυφή αιτία των πράξεών μου. Η καρδιά και το πνεύμα μου, απ’ τα παιδικά μου χρόνια, ήταν ανοιχτά στο γλυκό αίσθημα της καλωσύνης, κι ο σκοπός μου ήταν ένας και μόνο: να πραγματοποιήσω μεγάλα, έργα. Αλλά, μάθετε, πως εδώ κι έξη χρόνια, χτυπήθηκα από ένα αγιάτρευτο κακό, που έγινε σοβαρώτερο από τους ανίδεους γιατρούς.
Ναι, όλοι αυτοί με ξεγέλασαν, από χρόνο σε χρόνο, αφήνοντάς με τελικά να καταλάβω ότι η γιατρειά μου θα χρειασθεί να περάσει καιρός πολύς, αν βέβαια δεν είναι πια πολύ αργά!…
Γεννημένος με φλογερή ιδιοσυγκρασία, αγαπώντας τις διασκεδάσεις της κοινωνίας, αναγκάστηκα δυστυχώς να απομακρυνθώ από τους ανθρώπους και να ζήσω στην μοναξιά μου. Χτυπήθηκα βαθειά και σκληρά απ’ την φοβερή δοκιμασία της αναπηρίας μου!.. Κι όμως δεν μπορούσα να απαιτήσω απ’ τους ανθρώπους κι ούτε να τους πω: μιλάτε πιο δυνατά γιατί είμαι κουφός!
Αχ, πως να αποκαλύψω στον κόσμο την αδυναμία μιας αίσθησης, που έπρεπε να είναι η πιο τέλεια σε μένα, παρά σε έναν οποιοδήποτε άνθρωπο. Ναι, κάποτε είχα το πιο ευαίσθητο και λεπτό αυτί απ’ όλους τους συναδέλφους του επαγγέλματός μου…
– Ω, αυτό δεν το ανέχομαι! Να λοιπόν γιατί πρέπει να με συγχωρήσετε και πώς δικαιολογείται το ότι ζω στο περιθώριο, αν και θα ‘θελα πολύ να αναμιχθώ μαζί σας.
Η δυστυχία μου, μου είναι διπλά οδυνηρή: πρώτα γιατί είμαι σχεδόν κουφός και κατόπι γιατί οφείλω να το κρύβω. Δεν έχω πια την δυνατότητα να διασκεδάζω κι εγώ ανάμεσα στους συνανθρώπους μου, ούτε να παίρνω μέρος στις αξιόλογες συζητήσεις ή τα αμοιβαία αστεία. Πρέπει να ‘μαι μόνος ολομόναχος. Δεν απευθύνομαι στους συνανθρώπους μου, παρά μόνο αν μια εξαιρετική ανάγκη το απαιτεί. Ζω σαν ξεγραμμένος πια. Όταν θέλω να πλησιάσω μια παρέα, λιώνω απ’ την αγωνία, μη τυχόν και καταλάβουν την κατάστασή μου.
Το αν ζω, το οφείλω μόνο στην τέχνη μου. Γιατί μου φαίνεται αδύνατο, να εγκαταλείψω τον κόσμο τούτο, χωρίς να εκπληρώσω την αποστολή, που νοιώθω ότι μου έχει ανατεθεί απ’ το Θεό.
Έτσι λοιπόν συνεχίζω αυτήν την παλιοζωή!
Τι άθλια τύχη! Μ’ ένα σώμα ευερέθιστο που η παραμικρή ενόχληση, βυθίζει στην χειρότερη απελπισία.
Ο κόσμος μου λέει: «Υπομονή»! Έχουν δίκιο γιατί από δω και πέρα δεν μου μένει παρά αυτή για σύντροφος και οδηγός.
Η απόφασή μου να αντισταθώ, πρέπει να διαρκέσει μέχρι τη στιγμή που ανεξερεύνητες «βουλές του κυρίου» ικανοποιηθούν και μου κόψουν το νήμα της ζωής.
Ίσως όμως η κατάστασή μου καλυτερεύσει, ίσως όμως όχι… Είμαι έτοιμος για τα πάντα. Το να είναι κανείς αναγκασμένος στα εικοσιοκτώ του χρόνια, να κάνει τον φιλόσοφο, δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα, και μάλιστα για έναν καλλιτέχνη. Θεέ μου, συ που εισχωρείς στο βάθος της ψυχής μου, ξέρεις, ότι η αγάπη για τους ανθρώπους κι η επιθυμία να κάνω το καλό κατοικούν εκεί μέσα! Ω άνθρωποι, αν κάποια μέρα τύχει να διαβάσετε αυτά, μάθετε ότι υπήρξατε άδικοι απέναντι μου!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου