«Σε κάποια απόμερη γωνιά του εκχυμένου σε αναρίθμητα λαμπυρίζοντα ηλιακά συστήματα σύμπαντος, υπήρξε μια φορά και έναν καιρό ένα αστέρι, πάνω στο οποίο ευφυή ζώα επινόησαν τη γνώση. Ήταν η πιο υπερφίαλη και η πιο απατηλή στιγμή της ‘Παγκόσμιας ιστορίας’, αλλά ήταν βέβαια μονάχα μια στιγμή. Έπειτα από λιγοστές ανάσες της φύσης, το αστέρι πάγωσε και τα δαιμόνια ζώα έπρεπε να πεθάνουν».
Μ’ αυτόν τον παραβολικό τρόπο επιλέγει να μιλήσει ο Νίτσε για την ανθρώπινη γνώση. Μια νατουραλιστική οπτική, έξω από κάθε τελεολογικό και μεταφυσικό ορίζοντα, ακριβώς στην προοπτική της δαρβινικής σκέψης, που αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη γνώση ως ένα μέγεθος απλώς της βιολογικής τάξης. Το ανθρώπινο υποκείμενο, ένα εξελιγμένο προϊόν της φύσης, μια κουκίδα ζωής εξορισμένη σ’ αυτό το αχανές της συμπαντικής απειρίας, αγωνίζεται να επιβιώσει μέσα στον κόσμο προτάσσοντας, το πιο ισχυρό του όπλο, αυτόν τον εξελιγμένο του εγκέφαλο.
Μέσα σ’ αυτή την πολυμορφία του κόσμου η αισθητηριακή αντίληψη του ανθρώπου, μία απλώς μέσα στις τόσες άλλες, δεν είναι παρά η ευφυΐα της παραλλαγής και της παραπλάνησης, των στοιχείων δηλαδή εκείνων που εγκαθιδρύουν την κοσμική μας συμβίωση και υπεροχή. Οι γνωστικές μας αντιλήψεις για τον κόσμο, αυστηρά ανθρωποκεντρικές, δεν γνωρίζουν στην πραγματικότητα τον κόσμο αλλά την σιωπή του, την αδιαφάνεια των σημείων του. Ολόκληρος έτσι ο νοοκεντρισμός της φιλοσοφικής παράδοσης απορρίπτεται από τον φιλόσοφο ως μια ανθρωποκεντρική αυταπάτη.
Ο άνθρωπος είναι το ον που κλείνεται στον εαυτό του για να ανοιχθεί στον φιλοτεχνημένο του κόσμο, για να ανασύρει μέσα από το βάθος του είναι του τις επικράτειες των γλωσσικών του διερμηνειών. Ο κόσμος του είναι ο γλωσσικός του κόσμος, ο κόσμος της ζωτικής του ανάγκης.
Η γλώσσα έτσι είναι αυτή η συνθήκη που εγείρει την κοινωνική ανάγκη και κανονικοποιεί διαρκώς την πραγματικότητά της. Γι’ αυτό και η αλήθεια, δεν είναι μια απροϋπόθετη αξία, ένα αποκεκαλυμμένο μυστικό, αλλά αυτός ο σωστός χειρισμός της γλωσσικής σύμβασης προς όφελος της κοινωνίας. Η γλώσσα δεν αληθεύει το «καθ’ εαυτόν πράγμα» του Καντ, το πραγματικό θα ναι πάντα ασύλληπτο, η γλώσσα απλώς ερεθίζεται από το πραγματικό, εγγράφει το ίχνος του πάνω της. Με μια εγγραφή μάλιστα δεύτερου βαθμού, όπως επισημαίνει ο Nietzsche:
«Ένα νευρικό ερέθισμα στην αρχή μεταφερμένο σε μια εικόνα! πρώτη μεταφορά. Η εικόνα πάλι μεταμορφωμένη σε ένα φθόγγο! δεύτερη μεταφορά».
Αυτό που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως αλήθεια του πραγματικού δεν είναι παρά η λήθη του πραγματικού, «ο αινιγματικός άγνωστος Χ του πράγματος καθ εαυτόν», καθιστώντας έτσι τον άνθρωπο ως αυτόν τον «μάρτυρα της φενάκης», την πιο απατηλή συνείδηση του κόσμου. Το γλωσσικό εποικοδόμημα που αναπαριστά τον κόσμο γίνεται έτσι αυτή η ίδια η αναπαράσταση του εαυτού του, η εικονικότητα των ίδιων του των λέξεων.
Ο κοσμικός ερεθισμός εγείρει στο λεκτικό πεδίο όχι το είδωλό του (εικόνα), αλλά τον γλωσσικό του αναδιπλασιασμό (φθόγγος), την γλωσσική του απόσυρση. Όσο προσεγγίζεται γλωσσικά ο κόσμος τόσο αποσύρεται στα σκοτάδια της λήθης του και από την άλλη όμως είναι αυτός ακριβώς ο κόσμος των εννοιών και της Λογικής το σταθερό και διαρκές πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας και δημιουργικότητας. Μια δημιουργικότητα που απαλύνει τελικά αυτή την άτεγκτη γεωμετρία και που τελικά τη διασώζει.
Είναι ο κόσμος των δημιουργικών μεταφορών, των καλλιτεχνικών αναζητήσεων προσεγγίσεων, που εκθέτουν ένα πιο φιλάνθρωπο γνωσιολογικό περιβάλλον. Το υποκείμενο που εγκαταλείπεται στη φενάκη του κάλλους, στο πάθος της ευδαιμονικής δαπάνης είναι το μοντέλο του διαισθητικού ανθρώπου, αυτό που ο Nietzsche το αντιπαραθέτει με το υποκείμενο του άτεγκτου γνωσιοκεντρισμού.
«Η τέχνη είναι ανώτερη της αλήθειας», «η ύπαρξη και ο κόσμος διαιωνίζονται αιώνια μόνο ως ένα έργο τέχνης»,
λέει ο Nietzsche, αναγνωρίζοντας έτσι στη γλώσσα της επιστήμης αυτή την μεγαλύτερη αδυναμία. Απέναντι στην ψευδαίσθηση του ορθού λόγου διακρίνει ο φιλόσοφος την ενόραση της τέχνης, την τραγικότητα δηλαδή του απορημένου ανθρώπου.
Η τέχνη είναι για τον Nietzsche μια αγαθή ψευδαίσθηση, μια πλάνη που δεν βλάπτει τον άνθρωπο, μια θεατρική μεταγραφή του κόσμου που εγκαλεί το κοσμικό νόημα στη σκηνή της τραγικής του απογύμνωσης.
Δεν είναι τόσο μια γνώση όσο μια εποπτεία του κόσμου και είναι εδώ που ο φιλόσοφος θα στρέψει τη προσοχή του στην σκοτεινή σκέψη της αρχαίας Ελλάδας, στον Πυθαγόρα και τον Ηράκλειτο ειδικότερα, σ’ αυτούς τους «μοναχικούς οδοιπόρους», σ’ αυτά τα «αστέρια δίχως ατμόσφαιρα», «απίστευτα και αδιανόητα» όντα, που ζουν σ’ ένα «δικό τους ιδιαίτερο ηλιακό σύστημα», τους μύστες ενός αισθητικοποιημένου λόγου, αυτού του Λόγου της ίδιας της φιλοσοφίας, ενός Λόγου που η θέση του θα είναι πάντα πέραν της αλήθειας, πέραν της όποιας γλωσσικής ή αισθητικής συνθήκης. Έξω από κάθε γνωστική ή θεατρική φενάκη. Ένας Λόγος ανοικτός στην έλλειψη της αλήθειας, στην αναγγελία της σιωπής που δεν σιωπά, της γλώσσας που είναι πριν τη γλώσσα, αυτή ακριβώς η οδύνη του μη νοήματος.
Φρήντριχ Νίτσε, Περί αληθείας και ψεύδους - Υπό εξωηθική έννοια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου