Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 7.83.1–7.85.4

(ΘΟΥΚ 7.75.1–7.87.6: Η καταστροφή του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος) 

Άκαρπες προτάσεις για συνθηκολόγηση – Παράδοση του στρατεύματος του Νικία μετά τη σφαγή στον Ασσίναρο


[7.83.1] Οἱ δὲ Συρακόσιοι τῇ ὑστεραίᾳ καταλαβόντες αὐτὸν
ἔλεγον ὅτι οἱ μετὰ Δημοσθένους παραδεδώκοιεν σφᾶς
αὐτούς, κελεύοντες κἀκεῖνον τὸ αὐτὸ δρᾶν· ὁ δ’ ἀπιστῶν
σπένδεται ἱππέα πέμψαι σκεψόμενον. [7.83.2] ὡς δ’ οἰχόμενος
ἀπήγγειλε πάλιν παραδεδωκότας, ἐπικηρυκεύεται Γυλίππῳ
καὶ Συρακοσίοις εἶναι ἑτοῖμος ὑπὲρ Ἀθηναίων ξυμβῆναι,
ὅσα ἀνήλωσαν χρήματα Συρακόσιοι ἐς τὸν πόλεμον, ταῦτα
ἀποδοῦναι, ὥστε τὴν μετ’ αὐτοῦ στρατιὰν ἀφεῖναι αὐτούς·
μέχρι οὗ δ’ ἂν τὰ χρήματα ἀποδοθῇ, ἄνδρας δώσειν Ἀθη-
ναίων ὁμήρους, ἕνα κατὰ τάλαντον. [7.83.3] οἱ δὲ Συρακόσιοι καὶ
Γύλιππος οὐ προσεδέχοντο τοὺς λόγους, ἀλλὰ προσπεσόντες
καὶ περιστάντες πανταχόθεν ἔβαλλον καὶ τούτους μέχρι
ὀψέ. [7.83.4] εἶχον δὲ καὶ οὗτοι πονήρως σίτου τε καὶ τῶν ἐπιτη-
δείων ἀπορίᾳ. ὅμως δὲ τῆς νυκτὸς φυλάξαντες τὸ ἡσυχάζον
ἔμελλον πορεύσεσθαι. καὶ ἀναλαμβάνουσί τε τὰ ὅπλα καὶ
οἱ Συρακόσιοι αἰσθάνονται καὶ ἐπαιάνισαν. [7.83.5] γνόντες δὲ
οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι οὐ λανθάνουσι, κατέθεντο πάλιν πλὴν
τριακοσίων μάλιστα ἀνδρῶν· οὗτοι δὲ διὰ τῶν φυλάκων
βιασάμενοι ἐχώρουν τῆς νυκτὸς ᾗ ἐδύναντο.

[7.84.1] Νικίας δ’ ἐπειδὴ ἡμέρα ἐγένετο ἦγε τὴν στρατιάν· οἱ δὲ
Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι προσέκειντο τὸν αὐτὸν τρόπον
πανταχόθεν βάλλοντές τε καὶ κατακοντίζοντες. [7.84.2] καὶ οἱ
Ἀθηναῖοι ἠπείγοντο πρὸς τὸν Ἀσσίναρον ποταμόν, ἅμα
μὲν βιαζόμενοι ὑπὸ τῆς πανταχόθεν προσβολῆς ἱππέων τε
πολλῶν καὶ τοῦ ἄλλου ὄχλου, οἰόμενοι ῥᾷόν τι σφίσιν
ἔσεσθαι, ἢν διαβῶσι τὸν ποταμόν, ἅμα δ’ ὑπὸ τῆς ταλαι-
πωρίας καὶ τοῦ πιεῖν ἐπιθυμίᾳ. [7.84.3] ὡς δὲ γίγνονται ἐπ’ αὐτῷ,
ἐσπίπτουσιν οὐδενὶ κόσμῳ ἔτι, ἀλλὰ πᾶς τέ τις διαβῆναι
αὐτὸς πρῶτος βουλόμενος καὶ οἱ πολέμιοι ἐπικείμενοι χαλε-
πὴν ἤδη τὴν διάβασιν ἐποίουν· ἁθρόοι γὰρ ἀναγκαζόμενοι
χωρεῖν ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν, περί τε τοῖς
δορατίοις καὶ σκεύεσιν οἱ μὲν εὐθὺς διεφθείροντο, οἱ δὲ
ἐμπαλασσόμενοι κατέρρεον. [7.84.4] ἐς τὰ ἐπὶ θἄτερά τε τοῦ ποτα-
μοῦ παραστάντες οἱ Συρακόσιοι (ἦν δὲ κρημνῶδες) ἔβαλλον
ἄνωθεν τοὺς Ἀθηναίους, πίνοντάς τε τοὺς πολλοὺς ἀσμέ-
νους καὶ ἐν κοίλῳ ὄντι τῷ ποταμῷ ἐν σφίσιν αὐτοῖς ταρασ-
σομένους. [7.84.5] οἵ τε Πελοποννήσιοι ἐπικαταβάντες τοὺς ἐν τῷ
ποταμῷ μάλιστα ἔσφαζον. καὶ τὸ ὕδωρ εὐθὺς διέφθαρτο,
ἀλλ’ οὐδὲν ἧσσον ἐπίνετό τε ὁμοῦ τῷ πηλῷ ᾑματωμένον καὶ
περιμάχητον ἦν τοῖς πολλοῖς. [7.85.1] τέλος δὲ νεκρῶν τε πολλῶν
ἐπ’ ἀλλήλοις ἤδη κειμένων ἐν τῷ ποταμῷ καὶ διεφθαρμένου
τοῦ στρατεύματος τοῦ μὲν κατὰ τὸν ποταμόν, τοῦ δὲ καί, εἴ
τι διαφύγοι, ὑπὸ τῶν ἱππέων, Νικίας Γυλίππῳ ἑαυτὸν παρα-
δίδωσι, πιστεύσας μᾶλλον αὐτῷ ἢ τοῖς Συρακοσίοις· καὶ
ἑαυτῷ μὲν χρήσασθαι ἐκέλευεν ἐκεῖνόν τε καὶ Λακεδαι-
μονίους ὅτι βούλονται, τοὺς δὲ ἄλλους στρατιώτας παύ-
σασθαι φονεύοντας. [7.85.2] καὶ ὁ Γύλιππος μετὰ τοῦτο ζωγρεῖν
ἤδη ἐκέλευεν· καὶ τούς τε λοιποὺς ὅσους μὴ ἀπεκρύψαντο
(πολλοὶ δὲ οὗτοι ἐγένοντο) ξυνεκόμισαν ζῶντας, καὶ ἐπὶ
τοὺς τριακοσίους, οἳ τὴν φυλακὴν διεξῆλθον τῆς νυκτός,
πέμψαντες τοὺς διωξομένους ξυνέλαβον. [7.85.3] τὸ μὲν οὖν
ἁθροισθὲν τοῦ στρατεύματος ἐς τὸ κοινὸν οὐ πολὺ ἐγένετο,
τὸ δὲ διακλαπὲν πολύ, καὶ διεπλήσθη πᾶσα Σικελία αὐτῶν,
ἅτε οὐκ ἀπὸ ξυμβάσεως ὥσπερ τῶν μετὰ Δημοσθένους
ληφθέντων. [7.85.4] μέρος δέ τι οὐκ ὀλίγον καὶ ἀπέθανεν· πλεῖ-
στος γὰρ δὴ φόνος οὗτος καὶ οὐδενὸς ἐλάσσων τῶν ἐν τῷ
[Σικελικῷ] πολέμῳ τούτῳ ἐγένετο. καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις
προσβολαῖς ταῖς κατὰ τὴν πορείαν συχναῖς γενομέναις οὐκ
ὀλίγοι ἐτεθνήκεσαν. πολλοὶ δὲ ὅμως καὶ διέφυγον, οἱ μὲν
καὶ παραυτίκα, οἱ δὲ καὶ δουλεύσαντες καὶ διαδιδράσκοντες
ὕστερον· τούτοις δ’ ἦν ἀναχώρησις ἐς Κατάνην.

***
[7.83.1] Την άλλη μέρα τον πρόφτασαν οι Συρακούσιοι και του είπαν πως ο Δημοσθένης κ' οι δικοί του είχαν παραδοθεί, και τον παρακίνησαν να κάνει κι αυτός το ίδιο· ο Νικίας δεν το πίστεψε, κ' έκλεισε προσωρινή ανακωχή ως να στείλει έναν καβαλλάρη να εξακριβώσει το πράγμα· [7.83.2] κι όταν αυτός γύρισε πίσω με την είδηση πως αλήθεια είχαν παραδοθεί, στέλνει ο Νικίας κήρυκα στο Γύλιππο και τους Συρακουσίους λέγοντας πως είναι έτοιμος να συνθηκολογήσει από μέρους των Αθηναίων, τάζοντας πως θα πληρώσουν όσα χρήματα ξόδεψαν οι Συρακούσιοι για τον πόλεμο, με τον όρο ν' αφήσουν αυτοί ελεύτερο το στρατό που είχε στις προσταγές του· κι όσο να επιστραφούν τα χρήματα, θα 'δινε ομήρους, άντρες από το στρατό των Αθηναίων, ένα για κάθε τάλαντο. [7.83.3] Οι Συρακούσιοι όμως κι ο Γύλιππος δε δέχτηκαν τις προτάσεις αυτές, αλλά τους επιτέθηκαν πιάνοντας θέσεις γύρω–γύρω στο στρατόπεδο, και τους χτυπούσαν ολούθε ως που βράδιασε. [7.83.4] Κ' ήταν κι όλας οι Αθηναίοι σε κακή κατάσταση, γιατί τους έλειπε το ψωμί κι όλα τα χρειαζούμενα. Παρ' ολ' αυτά περίμεναν να νυχτώσει για καλά, και σκόπευαν να πάρουν το δρόμο μεσ' στη νυχτερινή ησυχία. Ντύθηκαν λοιπόν τ' άρματά τους, κ' οι Συρακούσιοι τους πήραν είδηση πως έφευγαν, κι αρχίζουν τον παιάνα. [7.83.5] Όταν κατάλαβαν οι Αθηναίοι πως τους πήραν είδηση οι εχτροί, απόθεσαν πάλι τ' άρματα, εξόν από τρακόσιους άντρες απάνω–κάτω· αυτοί άνοιξαν δρόμο με τη βία μέσα από τους φρουρούς και προχώρησαν νύχτα όπου μπορούσαν.

[7.84.1] Ο Νικίας όμως μπήκε πάλι μπροστά σαν ξημέρωσε κι άρχισε να οδηγεί το στρατό του· οι Συρακούσιοι κ' οι σύμμαχοί τους τούς επιτέθηκαν πάλι κατά τον ίδιο τρόπο, ρίχνοντας μέσα στην παράταξή τους πυκνά βέλη και ακόντια. [7.84.2] Και βιάζονταν οι Αθηναίοι να φτάσουν στον Ασσίναρο ποταμό, τόσο γιατί τους βασάνιζε η αδιάκοπη επίθεση από παντού, από τους πολλούς καβαλλάρηδες και το άλλο πλήθος των ελαφρά οπλισμένων, όσο και γιατί νόμιζαν πως θα ξαλάφρωνε κάπως η θέση τους άμα περνούσαν τον ποταμό, συγχρόνως όμως από το μαρτύριο της δίψας και την επιθυμία να πιούνε νερό. [7.84.3] Και μόλις έφτασαν στην όχτη του, όρμησαν μέσα στο ποτάμι χωρίς τάξη πια καμιά, αλλά θέλοντας ο καθένας να περάσει πρώτος αυτός. Και οι εχτροί, κυνηγώντας τους κατά πόδι, έκαναν το πέρασμα πολύ δύσκολο· γιατί έτσι που ήταν αναγκασμένοι να προχωρούν πλήθος μαζί, έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο και πατούσαν όποιον έπεφτε χάμω, κι άλλοι χτυπιούνταν από τα ίδια τους τα κοντάρια και σκοτώνονταν αμέσως, κι άλλοι μπερδεύονταν στην αρματωσιά τους ή σ' όσα κουβαλούσαν και τους έπαιρνε το ρέμα μακρυά. [7.84.4] Στο μεταξύ οι Συρακούσιοι φάνηκαν στην απέναντι όχτη του ποταμού, και τους χτυπούσαν κι από πάνω (γιατί ήταν γκρεμός), κ' οι Αθηναίοι έπιναν ακόμα χορταίνοντας τη δίψα τους, κουβαριασμένοι όλοι μαζί σε μια βαθύτερη γούβα του ποταμού, με μεγάλο σπρωξίδι κι ανακατωσούρα. [7.84.5] Κ' οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν τον απέναντι γκρεμό κι άρχισαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν ακόμα μέσα στο ποτάμι. Το νερό είχε αμέσως θολώσει και μολευτεί, αλλά δεν έπιναν για τούτο με λιγότερη αχορτασιά νερό μαζί με ματωμένη λάσπη, κι ακόμα πολεμούσαν οι περισσότεροι αναμεταξύ τους γι' αυτό.

[7.85.1] Τέλος, τώρα που πολλοί νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο νερό, κ' είχε χαλαστεί όλος ο στρατός, άλλοι στο ποτάμι, κι άλλοι, αν τυχόν ξέφευγαν μερικοί, είχαν σκοτωθεί από το ιππικό, παραδίνεται ο Νικίας στο Γύλιππο, έχοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σ' αυτόν, παρά στους Συρακουσίους· «εμένα, είπε, κάντε με, εσύ κ' οι Λακεδαιμόνιοι ό,τι θέλετε, άλλα πάψτε να σκοτώνετε τους άλλους στρατιώτες». [7.85.2] Κ' ύστερ' απ' αυτό, πρόσταξε ο Γύλιππος να τους πιάνουνε ζωντανούς· κ' έτσι συγκέντρωσαν τους περισσότερους, όσους δεν έκρυψαν οι Συρακούσιοι (και δεν ήτανε λίγοι αυτοί) ζωντανούς, και στέλνοντας μερικούς να καταδιώξουν τους τρακόσιους που είχαν ξεφύγει μεσ' απ' τους φρουρούς τη νύχτα, τους έπιασαν κι αυτούς. [7.85.3] Έτσι λοιπόν, όσοι απ' αυτό το στρατό συγκεντρώθηκαν στο γενικό στρατόπεδο των αιχμαλώτων, δεν ήταν πολλοί, όσους όμως είχανε κλέψει κρυφά ο ένας κι ο άλλος ήτανε πάρα πολλοί και γέμισε ολόκληρη η Σικελία απ' αυτούς, γιατί δεν τους είχανε συλλάβει ύστερ' από συνθηκολόγηση όπως το στρατό του Δημοσθένη, [7.85.4] και δεν ήτανε μικρό το τμήμα του στρατού που σκοτώθηκαν· γιατί το φονικό αυτό ήταν το μεγαλύτερο που στάθηκε στον πόλεμο τούτο, και δεν ήταν λιγότερο φριχτό από κανένα άλλο. Είχαν επίσης σκοτωθεί πολλοί στις διάφορες επιθέσεις που τους γίνονταν όλη την ώρα κατά την πορεία. Ξέφυγαν όμως και πολλοί, άλλοι αμέσως, κι άλλοι που δραπέτευσαν αφού έκαναν κάμποσον καιρό δούλοι· αυτοί έβρισκαν τέλος καταφύγιο στην Κατάνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου