ΘΟΥΚ 1.126.1–1.127.3
(ΘΟΥΚ 1.126.1–1.134.4: Οι προφάσεις για την έναρξη του πολέμου και το τέλος του Παυσανία) Αιτιάσεις των Λακεδαιμονίων για το "Κυλώνειον άγος"
Αθηναίοι απεσταλμένοι, που έτυχε να βρίσκονται στην Σπάρτη, απάντησαν στις αιτιάσεις των Κορινθίων (βλ. ΘΟΥΚ 1.66.1–1.71.7), οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, αποφάσισαν ότι οι Αθηναίοι είχαν παραβιάσει τις "τριαντάχρονες σπονδές" και ζήτησαν από τους συμμάχους τους να συναινέσουν στην κήρυξη κοινού πολέμου εναντίον της. Στο δεύτερο συνέδριο που έγινε στη Σπάρτη οι Πελοποννήσιοι αποφάσισαν να ξεκινήσουν τις προετοιμασίες για πόλεμο ενάντια στους Αθηναίους.
[1.126.1] ἐν τούτῳ δὲ ἐπρεσβεύοντο τῷ χρόνῳ
πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήματα ποιούμενοι, ὅπως σφίσιν ὅτι
μεγίστη πρόφασις εἴη τοῦ πολεμεῖν, ἢν μή τι ἐσακούωσιν.
[1.126.2] Καὶ πρῶτον μὲν πρέσβεις πέμψαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι
ἐκέλευον τοὺς Ἀθηναίους τὸ ἄγος ἐλαύνειν τῆς θεοῦ· τὸ
δὲ ἄγος ἦν τοιόνδε. [1.126.3] Κύλων ἦν Ἀθηναῖος ἀνὴρ Ὀλυμ-
πιονίκης τῶν πάλαι εὐγενής τε καὶ δυνατός, ἐγεγαμήκει δὲ
θυγατέρα Θεαγένους Μεγαρέως ἀνδρός, ὃς κατ’ ἐκεῖνον τὸν
χρόνον ἐτυράννει Μεγάρων. [1.126.4] χρωμένῳ δὲ τῷ Κύλωνι ἐν
Δελφοῖς ἀνεῖλεν ὁ θεὸς ἐν τοῦ Διὸς τῇ μεγίστῃ ἑορτῇ
καταλαβεῖν τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν. [1.126.5] ὁ δὲ παρά τε τοῦ
Θεαγένους δύναμιν λαβὼν καὶ τοὺς φίλους ἀναπείσας,
ἐπειδὴ ἐπῆλθεν Ὀλύμπια τὰ ἐν Πελοποννήσῳ, κατέλαβε
τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι, νομίσας ἑορτήν τε τοῦ
Διὸς μεγίστην εἶναι καὶ ἑαυτῷ τι προσήκειν Ὀλύμπια
νενικηκότι. [1.126.6] εἰ δὲ ἐν τῇ Ἀττικῇ ἢ ἄλλοθί που ἡ μεγίστη
ἑορτὴ εἴρητο, οὔτε ἐκεῖνος ἔτι κατενόησε τό τε μαντεῖον οὐκ
ἐδήλου (ἔστι γὰρ καὶ Ἀθηναίοις Διάσια ἃ καλεῖται Διὸς
ἑορτὴ Μειλιχίου μεγίστη ἔξω τῆς πόλεως, ἐν ᾗ πανδημεὶ
θύουσι πολλὰ οὐχ ἱερεῖα, ἀλλ’ <ἁγνὰ> θύματα ἐπιχώρια),
δοκῶν δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν ἐπεχείρησε τῷ ἔργῳ. [1.126.7] οἱ δὲ
Ἀθηναῖοι αἰσθόμενοι ἐβοήθησάν τε πανδημεὶ ἐκ τῶν ἀγρῶν
ἐπ’ αὐτοὺς καὶ προσκαθεζόμενοι ἐπολιόρκουν. [1.126.8] χρόνου δὲ
ἐγγιγνομένου οἱ Ἀθηναῖοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον
οἱ πολλοί, ἐπιτρέψαντες τοῖς ἐννέα ἄρχουσι τήν τε φυλακὴν
καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι ᾗ ἂν ἄριστα διαγιγνώ-
σκωσιν· τότε δὲ τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες
ἔπρασσον. [1.126.9] οἱ δὲ μετὰ τοῦ Κύλωνος πολιορκούμενοι φλαύρως
εἶχον σίτου τε καὶ ὕδατος ἀπορίᾳ. [1.126.10] ὁ μὲν οὖν Κύλων καὶ
ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκδιδράσκουσιν· οἱ δ’ ἄλλοι ὡς ἐπιέζοντο
καί τινες καὶ ἀπέθνῃσκον ὑπὸ τοῦ λιμοῦ, καθίζουσιν ἐπὶ
τὸν βωμὸν ἱκέται τὸν ἐν τῇ ἀκροπόλει. [1.126.11] ἀναστήσαντες δὲ
αὐτοὺς οἱ τῶν Ἀθηναίων ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, ὡς
ἑώρων ἀποθνῄσκοντας ἐν τῷ ἱερῷ, ἐφ’ ᾧ μηδὲν κακὸν ποιή-
σουσιν, ἀπαγαγόντες ἀπέκτειναν· καθεζομένους δέ τινας
καὶ ἐπὶ τῶν σεμνῶν θεῶν τοῖς βωμοῖς ἐν τῇ παρόδῳ ἀπεχρή-
σαντο. καὶ ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ
ἐκεῖνοί τε ἐκαλοῦντο καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ’ ἐκείνων. [1.126.12] ἤλασαν
μὲν οὖν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς ἐναγεῖς τούτους, ἤλασε δὲ
καὶ Κλεομένης ὁ Λακεδαιμόνιος ὕστερον μετὰ Ἀθηναίων
στασιαζόντων, τούς τε ζῶντας ἐλαύνοντες καὶ τῶν τεθνεώτων
τὰ ὀστᾶ ἀνελόντες ἐξέβαλον· κατῆλθον μέντοι ὕστερον,
καὶ τὸ γένος αὐτῶν ἔστιν ἔτι ἐν τῇ πόλει. [1.127.1] τοῦτο δὴ τὸ
ἄγος οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκέλευον ἐλαύνειν δῆθεν τοῖς θεοῖς
πρῶτον τιμωροῦντες, εἰδότες δὲ Περικλέα τὸν Ξανθίππου
προσεχόμενον αὐτῷ κατὰ τὴν μητέρα καὶ νομίζοντες ἐκπε-
σόντος αὐτοῦ ῥᾷον <ἂν> σφίσι προχωρεῖν τὰ ἀπὸ τῶν
Ἀθηναίων. [1.127.2] οὐ μέντοι τοσοῦτον ἤλπιζον παθεῖν ἂν αὐτὸν
τοῦτο ὅσον διαβολὴν οἴσειν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ὡς καὶ
διὰ τὴν ἐκείνου ξυμφορὰν τὸ μέρος ἔσται ὁ πόλεμος. [1.127.3] ὢν
γὰρ δυνατώτατος τῶν καθ’ ἑαυτὸν καὶ ἄγων τὴν πολιτείαν
ἠναντιοῦτο πάντα τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ οὐκ εἴα ὑπείκειν,
ἀλλ’ ἐς τὸν πόλεμον ὥρμα τοὺς Ἀθηναίους.
[1.126.1] ἐν τούτῳ δὲ ἐπρεσβεύοντο τῷ χρόνῳ
πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήματα ποιούμενοι, ὅπως σφίσιν ὅτι
μεγίστη πρόφασις εἴη τοῦ πολεμεῖν, ἢν μή τι ἐσακούωσιν.
[1.126.2] Καὶ πρῶτον μὲν πρέσβεις πέμψαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι
ἐκέλευον τοὺς Ἀθηναίους τὸ ἄγος ἐλαύνειν τῆς θεοῦ· τὸ
δὲ ἄγος ἦν τοιόνδε. [1.126.3] Κύλων ἦν Ἀθηναῖος ἀνὴρ Ὀλυμ-
πιονίκης τῶν πάλαι εὐγενής τε καὶ δυνατός, ἐγεγαμήκει δὲ
θυγατέρα Θεαγένους Μεγαρέως ἀνδρός, ὃς κατ’ ἐκεῖνον τὸν
χρόνον ἐτυράννει Μεγάρων. [1.126.4] χρωμένῳ δὲ τῷ Κύλωνι ἐν
Δελφοῖς ἀνεῖλεν ὁ θεὸς ἐν τοῦ Διὸς τῇ μεγίστῃ ἑορτῇ
καταλαβεῖν τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν. [1.126.5] ὁ δὲ παρά τε τοῦ
Θεαγένους δύναμιν λαβὼν καὶ τοὺς φίλους ἀναπείσας,
ἐπειδὴ ἐπῆλθεν Ὀλύμπια τὰ ἐν Πελοποννήσῳ, κατέλαβε
τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι, νομίσας ἑορτήν τε τοῦ
Διὸς μεγίστην εἶναι καὶ ἑαυτῷ τι προσήκειν Ὀλύμπια
νενικηκότι. [1.126.6] εἰ δὲ ἐν τῇ Ἀττικῇ ἢ ἄλλοθί που ἡ μεγίστη
ἑορτὴ εἴρητο, οὔτε ἐκεῖνος ἔτι κατενόησε τό τε μαντεῖον οὐκ
ἐδήλου (ἔστι γὰρ καὶ Ἀθηναίοις Διάσια ἃ καλεῖται Διὸς
ἑορτὴ Μειλιχίου μεγίστη ἔξω τῆς πόλεως, ἐν ᾗ πανδημεὶ
θύουσι πολλὰ οὐχ ἱερεῖα, ἀλλ’ <ἁγνὰ> θύματα ἐπιχώρια),
δοκῶν δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν ἐπεχείρησε τῷ ἔργῳ. [1.126.7] οἱ δὲ
Ἀθηναῖοι αἰσθόμενοι ἐβοήθησάν τε πανδημεὶ ἐκ τῶν ἀγρῶν
ἐπ’ αὐτοὺς καὶ προσκαθεζόμενοι ἐπολιόρκουν. [1.126.8] χρόνου δὲ
ἐγγιγνομένου οἱ Ἀθηναῖοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον
οἱ πολλοί, ἐπιτρέψαντες τοῖς ἐννέα ἄρχουσι τήν τε φυλακὴν
καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι ᾗ ἂν ἄριστα διαγιγνώ-
σκωσιν· τότε δὲ τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες
ἔπρασσον. [1.126.9] οἱ δὲ μετὰ τοῦ Κύλωνος πολιορκούμενοι φλαύρως
εἶχον σίτου τε καὶ ὕδατος ἀπορίᾳ. [1.126.10] ὁ μὲν οὖν Κύλων καὶ
ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκδιδράσκουσιν· οἱ δ’ ἄλλοι ὡς ἐπιέζοντο
καί τινες καὶ ἀπέθνῃσκον ὑπὸ τοῦ λιμοῦ, καθίζουσιν ἐπὶ
τὸν βωμὸν ἱκέται τὸν ἐν τῇ ἀκροπόλει. [1.126.11] ἀναστήσαντες δὲ
αὐτοὺς οἱ τῶν Ἀθηναίων ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, ὡς
ἑώρων ἀποθνῄσκοντας ἐν τῷ ἱερῷ, ἐφ’ ᾧ μηδὲν κακὸν ποιή-
σουσιν, ἀπαγαγόντες ἀπέκτειναν· καθεζομένους δέ τινας
καὶ ἐπὶ τῶν σεμνῶν θεῶν τοῖς βωμοῖς ἐν τῇ παρόδῳ ἀπεχρή-
σαντο. καὶ ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ
ἐκεῖνοί τε ἐκαλοῦντο καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ’ ἐκείνων. [1.126.12] ἤλασαν
μὲν οὖν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς ἐναγεῖς τούτους, ἤλασε δὲ
καὶ Κλεομένης ὁ Λακεδαιμόνιος ὕστερον μετὰ Ἀθηναίων
στασιαζόντων, τούς τε ζῶντας ἐλαύνοντες καὶ τῶν τεθνεώτων
τὰ ὀστᾶ ἀνελόντες ἐξέβαλον· κατῆλθον μέντοι ὕστερον,
καὶ τὸ γένος αὐτῶν ἔστιν ἔτι ἐν τῇ πόλει. [1.127.1] τοῦτο δὴ τὸ
ἄγος οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκέλευον ἐλαύνειν δῆθεν τοῖς θεοῖς
πρῶτον τιμωροῦντες, εἰδότες δὲ Περικλέα τὸν Ξανθίππου
προσεχόμενον αὐτῷ κατὰ τὴν μητέρα καὶ νομίζοντες ἐκπε-
σόντος αὐτοῦ ῥᾷον <ἂν> σφίσι προχωρεῖν τὰ ἀπὸ τῶν
Ἀθηναίων. [1.127.2] οὐ μέντοι τοσοῦτον ἤλπιζον παθεῖν ἂν αὐτὸν
τοῦτο ὅσον διαβολὴν οἴσειν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ὡς καὶ
διὰ τὴν ἐκείνου ξυμφορὰν τὸ μέρος ἔσται ὁ πόλεμος. [1.127.3] ὢν
γὰρ δυνατώτατος τῶν καθ’ ἑαυτὸν καὶ ἄγων τὴν πολιτείαν
ἠναντιοῦτο πάντα τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ οὐκ εἴα ὑπείκειν,
ἀλλ’ ἐς τὸν πόλεμον ὥρμα τοὺς Ἀθηναίους.
***
[1.126.1] Σ' αυτό το μεταξύ έστειλαν αντιπροσωπείες στην Αθήνα, διατυπώνοντας διάφορες κατηγορίες, για να 'χουν όσο το δυνατό περισσότερες προφάσεις για τον πόλεμο, αν δεν τους εισακούσουν. [1.126.2] Και πρώτα έστειλαν πρέσβεις οι Σπαρτιάτες απαιτώντας να ξεκαθαρίσουν οι Αθηναίοι το άγος της θεάς. Το άγος αυτό ήταν το ακόλουθο: [1.126.3] Ο Κύλων ήταν τα παλιά χρόνια Αθηναίος Ολυμπιονίκης από ευγενική γενιά και με μεγάλη επιρροή· είχε πάρει γυναίκα του την κόρη του Θεαγένη από τα Μέγαρα, που τον καιρό εκείνο ήταν τύραννος των Μεγάρων. [1.126.4] Όταν ζήτησε χρησμό στους Δελφούς, τον πρόσταξε ο θεός να καταλάβει την ακρόπολη της Αθήνας την ημέρα της μεγαλύτερης γιορτής του Δία. [1.126.5] Αυτός λοιπόν παίρνοντας στρατό από το Θεαγένη, και αφού έπεισε και τους φίλους του να τον υποστηρίξουν, όταν ήρθαν τα Ολύμπια, η γιορτή της Πελοποννήσου, έπιασε την ακρόπολη με το σκοπό να γίνει τύραννος, νομίζοντας πως αυτή ήταν η μεγαλύτερη γιορτή ταυ Δία, και ταίριαζε σ' αυτόν που είχε νικήσει στην Ολυμπία. [1.126.6] Αν η μεγαλύτερη γιορτή που είχε πει ο χρησμός, ήτανε στην Αττική ή πουθενά αλλού, ούτε εκείνος τόβαλε στο νου του ούτε το φανέρωσε ο θεός καθαρά, (γιατί υπάρχουνε και στην Αττική τα Διάσια, που ονομάζονται η μεγαλύτερη γιορτή του Δία του Μειλίχιου, έξω από την πόλη, όπου βγαίνει όλος ο λαός, και θυσιάζει όχι ζώα, αλλά αγνά προϊόντα του τόπου) αλλά νομίζοντας ότι ερμήνευε το χρησμό σωστά, έκανε το πραξικόπημα του τότε. [1.126.7] Οι Αθηναίοι όμως, μόλις το κατάλαβαν όρμησαν από τα χωράφια όλοι μαζί ενάντια τους και στρατοπέδευαν γύρω από την Ακρόπολη και την πολιορκούσαν. [1.126.8] Επειδή όμως περνούσε ο καιρός, οι περισσότεροι Αθηναίοι, ταλαιπωρημένοι από την πολιορκία, γύρισαν στα σπίτια τους, και ανέθεσαν στους εννέα άρχοντες να εξακολουθήσουν να τη φρουρούν και να τα κανονίσουν όλα με απόλυτη εξουσία όπως το έκριναν καλύτερο· τον καιρό εκείνο οι εννέα άρχοντες έπαιρναν τα περισσότερα πολιτικά μέτρα. [1.126.9] Οι πολιορκημένοι μαζί με τον Κύλωνα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, γιατί τους έλειπαν η τροφή και το νερό. [1.126.10] Ο Κύλων λοιπόν και ο αδερφός του κατόρθωσαν να δραπετεύσουν, οι άλλοι όμως, ζορισμένοι από την πείνα, μερικοί μάλιστα είχαν πεθάνει, κάθισαν στο βωμό που είναι στην ακρόπολη σαν ικέτες. [1.126.11] Οι Αθηναίοι όμως, που είχαν αναλάβει τη φρούρηση, βλέποντας τους να πεθαίνουνε μέσα στο ιερό, τους ξεσήκωσαν με την υπόσχεση πως δε θα τους κάνουν κακό, και σαν τους πήραν μακρυά, τους σκότωσαν και μερικούς άλλους, που καθώς περνούσαν, έτρεξαν στους βωμούς των Σεμνών θεών τους σκότωσαν κι αυτούς, και απ' αυτό ονομάζονταν καταραμένοι κι αφορεσμένοι της θεάς κ' εκείνοι που το 'καμαν κι όλη τους η γενιά. [1.126.12] Τους αφορεσμένους αυτούς τους έδιωξαν λοιπόν οι Αθηναίοι από την πόλη τους, τους έδιωξε ύστερα και ο Κλεομένης ο Λακεδαιμόνιος μαζί με μιαν επαναστατική μερίδα των Αθηναίων, διώχνοντας τους ζωντανούς, και πετώντας έξω τα κόκκαλα των πεθαμένων ξαναγύρισαν όμως οι εξόριστοι αργότερα, και η γενιά τους υπάρχει ακόμα στην Αθήνα.
[1.127.1] Αυτή λοιπόν την κατάρα απαιτούσαν τώρα οι Λακεδαιμόνιοι να διώξουν οι Αθηναίοι, τάχα πως θέλουν να βοηθήσουν πρώτα τους θεούς, ξέροντας όμως πως ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου συγγένευε με τη γενιά εκείνη από τη μητέρα του, και νομίζοντας πως αν φύγει αυτός από τη μέση θα τους πάνε πιο εύκολα τα πράματα από μέρους των Αθηναίων. [1.127.2] Όχι πως έλπιζαν τόσο πως θα το πάθαινε, όσο για να δημιουργηθεί ραδιουργία ενάντιά του ανάμεσα στο λαό της πολιτείας, με την ιδέα πως ως ένα σημείο θα γινόταν ο πόλεμος επειδή τύχαινε να είναι αυτός αρχηγός. [1.127.3]Γιατί αυτός που είχε τη μεγαλύτερη επίδραση απ' όλους τους συγχρόνους του και ήταν ηγέτης της πολιτικής, εναντιωνόταν στους Λακεδαιμονίους σ' όλα τα ζητήματα και δεν άφηνε το λαό να υποχωρήσει, αλλά τους παρακινούσε να πολεμήσουν.
[1.126.1] Σ' αυτό το μεταξύ έστειλαν αντιπροσωπείες στην Αθήνα, διατυπώνοντας διάφορες κατηγορίες, για να 'χουν όσο το δυνατό περισσότερες προφάσεις για τον πόλεμο, αν δεν τους εισακούσουν. [1.126.2] Και πρώτα έστειλαν πρέσβεις οι Σπαρτιάτες απαιτώντας να ξεκαθαρίσουν οι Αθηναίοι το άγος της θεάς. Το άγος αυτό ήταν το ακόλουθο: [1.126.3] Ο Κύλων ήταν τα παλιά χρόνια Αθηναίος Ολυμπιονίκης από ευγενική γενιά και με μεγάλη επιρροή· είχε πάρει γυναίκα του την κόρη του Θεαγένη από τα Μέγαρα, που τον καιρό εκείνο ήταν τύραννος των Μεγάρων. [1.126.4] Όταν ζήτησε χρησμό στους Δελφούς, τον πρόσταξε ο θεός να καταλάβει την ακρόπολη της Αθήνας την ημέρα της μεγαλύτερης γιορτής του Δία. [1.126.5] Αυτός λοιπόν παίρνοντας στρατό από το Θεαγένη, και αφού έπεισε και τους φίλους του να τον υποστηρίξουν, όταν ήρθαν τα Ολύμπια, η γιορτή της Πελοποννήσου, έπιασε την ακρόπολη με το σκοπό να γίνει τύραννος, νομίζοντας πως αυτή ήταν η μεγαλύτερη γιορτή ταυ Δία, και ταίριαζε σ' αυτόν που είχε νικήσει στην Ολυμπία. [1.126.6] Αν η μεγαλύτερη γιορτή που είχε πει ο χρησμός, ήτανε στην Αττική ή πουθενά αλλού, ούτε εκείνος τόβαλε στο νου του ούτε το φανέρωσε ο θεός καθαρά, (γιατί υπάρχουνε και στην Αττική τα Διάσια, που ονομάζονται η μεγαλύτερη γιορτή του Δία του Μειλίχιου, έξω από την πόλη, όπου βγαίνει όλος ο λαός, και θυσιάζει όχι ζώα, αλλά αγνά προϊόντα του τόπου) αλλά νομίζοντας ότι ερμήνευε το χρησμό σωστά, έκανε το πραξικόπημα του τότε. [1.126.7] Οι Αθηναίοι όμως, μόλις το κατάλαβαν όρμησαν από τα χωράφια όλοι μαζί ενάντια τους και στρατοπέδευαν γύρω από την Ακρόπολη και την πολιορκούσαν. [1.126.8] Επειδή όμως περνούσε ο καιρός, οι περισσότεροι Αθηναίοι, ταλαιπωρημένοι από την πολιορκία, γύρισαν στα σπίτια τους, και ανέθεσαν στους εννέα άρχοντες να εξακολουθήσουν να τη φρουρούν και να τα κανονίσουν όλα με απόλυτη εξουσία όπως το έκριναν καλύτερο· τον καιρό εκείνο οι εννέα άρχοντες έπαιρναν τα περισσότερα πολιτικά μέτρα. [1.126.9] Οι πολιορκημένοι μαζί με τον Κύλωνα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, γιατί τους έλειπαν η τροφή και το νερό. [1.126.10] Ο Κύλων λοιπόν και ο αδερφός του κατόρθωσαν να δραπετεύσουν, οι άλλοι όμως, ζορισμένοι από την πείνα, μερικοί μάλιστα είχαν πεθάνει, κάθισαν στο βωμό που είναι στην ακρόπολη σαν ικέτες. [1.126.11] Οι Αθηναίοι όμως, που είχαν αναλάβει τη φρούρηση, βλέποντας τους να πεθαίνουνε μέσα στο ιερό, τους ξεσήκωσαν με την υπόσχεση πως δε θα τους κάνουν κακό, και σαν τους πήραν μακρυά, τους σκότωσαν και μερικούς άλλους, που καθώς περνούσαν, έτρεξαν στους βωμούς των Σεμνών θεών τους σκότωσαν κι αυτούς, και απ' αυτό ονομάζονταν καταραμένοι κι αφορεσμένοι της θεάς κ' εκείνοι που το 'καμαν κι όλη τους η γενιά. [1.126.12] Τους αφορεσμένους αυτούς τους έδιωξαν λοιπόν οι Αθηναίοι από την πόλη τους, τους έδιωξε ύστερα και ο Κλεομένης ο Λακεδαιμόνιος μαζί με μιαν επαναστατική μερίδα των Αθηναίων, διώχνοντας τους ζωντανούς, και πετώντας έξω τα κόκκαλα των πεθαμένων ξαναγύρισαν όμως οι εξόριστοι αργότερα, και η γενιά τους υπάρχει ακόμα στην Αθήνα.
[1.127.1] Αυτή λοιπόν την κατάρα απαιτούσαν τώρα οι Λακεδαιμόνιοι να διώξουν οι Αθηναίοι, τάχα πως θέλουν να βοηθήσουν πρώτα τους θεούς, ξέροντας όμως πως ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου συγγένευε με τη γενιά εκείνη από τη μητέρα του, και νομίζοντας πως αν φύγει αυτός από τη μέση θα τους πάνε πιο εύκολα τα πράματα από μέρους των Αθηναίων. [1.127.2] Όχι πως έλπιζαν τόσο πως θα το πάθαινε, όσο για να δημιουργηθεί ραδιουργία ενάντιά του ανάμεσα στο λαό της πολιτείας, με την ιδέα πως ως ένα σημείο θα γινόταν ο πόλεμος επειδή τύχαινε να είναι αυτός αρχηγός. [1.127.3]Γιατί αυτός που είχε τη μεγαλύτερη επίδραση απ' όλους τους συγχρόνους του και ήταν ηγέτης της πολιτικής, εναντιωνόταν στους Λακεδαιμονίους σ' όλα τα ζητήματα και δεν άφηνε το λαό να υποχωρήσει, αλλά τους παρακινούσε να πολεμήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου