Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

ΔΗΜ 60.32–37

Παραμυθία στους συγγενείς των νεκρών – Ἐπίλογος

Πέρα από τα ψυχικά χαρίσματα ή τις ηθικές αξίες των τιμώμενων νεκρών, στην αυτοπροαίρετη ηρωική τους θυσία συνέβαλε το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Αξιοποιώντας το γεγονός ότι καθεμιά από τις δέκα φυλές χρωστούσε το όνομά της στους ήρωες του αθηναϊκού παρελθόντος, ο ρήτορας έκανε στη συνέχεια λόγο για την ιδιαίτερη συνεισφορά καθεμιάς από τις δέκα φυλές στο πεδίο της μάχης, την οποία παρουσίασε εμπνευσμένη και ανάλογη προς την ηρωική συμπεριφορά εκείνων. Έφτασε η ώρα να περάσει στην παραμυθία προς τους συγγενείς των νεκρών.

[32] Οἱ μὲν οὖν ζῶντες οἰκεῖοι τούτων ἐλεινοί, τοιούτων
ἀνδρῶν ἐστερημένοι καὶ συνηθείας πολλῆς καὶ φιλανθρώπου
διεζευγμένοι, καὶ τὰ τῆς πατρίδος πράγματ’ ἔρημα καὶ
δακρύων καὶ πένθους πλήρη· οἱ δ’ εὐδαίμονες τῷ δικαίῳ
λογισμῷ. πρῶτον μὲν ἀντὶ μικροῦ χρόνου πολὺν καὶ τὸν
ἅπαντ’ εὔκλειαν ἀγήρω καταλείπουσιν, ἐν ᾗ καὶ παῖδες οἱ
τούτων ὀνομαστοὶ τραφήσονται καὶ γονεῖς [οἱ τούτων] περί-
βλεπτοι γηροτροφήσονται, παραψυχὴν τῷ πένθει τὴν
τούτων εὔκλειαν ἔχοντες. [33] ἔπειτα νόσων ἀπαθεῖς τὰ
σώματα καὶ λυπῶν ἄπειροι τὰς ψυχάς, ἃς ἐπὶ τοῖς συμβε-
βηκόσιν οἱ ζῶντες ἔχουσιν, ἐν μεγάλῃ τιμῇ καὶ πολλῷ ζήλῳ
τῶν νομιζομένων τυγχάνουσιν. οὓς γὰρ ἅπασα μὲν ἡ
πατρὶς θάπτει δημοσίᾳ, κοινῶν δ’ ἐπαίνων μόνοι τυγχάνου-
σιν, ποθοῦσι δ’ οὐ μόνοι συγγενεῖς καὶ πολῖται, ἀλλὰ πᾶσαν
ὅσην Ἑλλάδα χρὴ προσειπεῖν, συμπεπένθηκεν δὲ καὶ τῆς
οἰκουμένης τὸ πλεῖστον μέρος, πῶς οὐ χρὴ τούτους εὐδαί-
μονας νομίζεσθαι; [34] οὓς παρέδρους εἰκότως ἄν τις φήσαι
τοῖς κάτω θεοῖς εἶναι, τὴν αὐτὴν τάξιν ἔχοντας τοῖς προ-
τέροις ἀγαθοῖς ἀνδράσιν ἐν μακάρων νήσοις. οὐ γὰρ ἰδών
τις οὐδὲ περὶ ἐκείνων ταῦτ’ ἀπήγγελκεν, ἀλλ’ οὓς οἱ ζῶντες
ἀξίους ὑπειλήφαμεν τῶν ἄνω τιμῶν, τούτους τῇ δόξῃ
καταμαντευόμενοι κἀκεῖ τῶν αὐτῶν τιμῶν ἡγούμεθ’ αὐτοὺς
τυγχάνειν. [35] ἔστι μὲν οὖν ἴσως χαλεπὸν τὰς παρούσας
συμφορὰς λόγῳ κουφίσαι· δεῖ δ’ ὅμως πειρᾶσθαι καὶ πρὸς
τὰ παρηγοροῦντα τρέπειν τὴν ψυχήν, ὡς τοὺς τοιούτους
ἄνδρας γεγεννηκότας καὶ πεφυκότας αὐτοὺς ἐκ τοιούτων
ἑτέρων καλόν ἐστιν τὰ δείν’ εὐσχημονέστερον τῶν ἄλλων
φέροντας ὁρᾶσθαι καὶ πάσῃ τύχῃ χρωμένους ὁμοίους εἶναι.
[36] καὶ γὰρ ἐκείνοις ταῦτ’ ἂν εἴη μάλιστ’ ἐν κόσμῳ καὶ τιμῇ,
καὶ πάσῃ τῇ πόλει καὶ τοῖς ζῶσιν ταῦτ’ ἂν ἐνέγκοι
πλείστην εὐδοξίαν. χαλεπὸν πατρὶ καὶ μητρὶ παίδων
στερηθῆναι καὶ ἐρήμοις εἶναι τῶν οἰκειοτάτων γηροτρόφων·
σεμνὸν δέ γ’ ἀγήρως τιμὰς καὶ μνήμην ἀρετῆς δημοσίᾳ
κτησαμένους ἐπιδεῖν, καὶ θυσιῶν καὶ ἀγώνων ἠξιωμένους
ἀθανάτων. [37] λυπηρὸν παισὶν ὀρφανοῖς γεγενῆσθαι πατρός·
καλὸν δέ γε κληρονομεῖν πατρῴας εὐδοξίας. καὶ τοῦ μὲν
λυπηροῦ τούτου τὸν δαίμον’ αἴτιον εὑρήσομεν ὄντα, ᾧ
φύντας ἀνθρώπους εἴκειν ἀνάγκη, τοῦ δὲ τιμίου καὶ καλοῦ
τὴν τῶν ἐθελησάντων καλῶς ἀποθνῄσκειν αἵρεσιν.

Ἐγὼ μὲν οὖν οὐχ ὅπως πολλὰ λέξω, τοῦτ’ ἐσκεψάμην,
ἀλλ’ ὅπως τἀληθῆ. ὑμεῖς δ’ ἀποδυράμενοι καὶ τὰ προσ-
ήκονθ’ ὡς χρὴ καὶ νόμιμα ποιήσαντες ἄπιτε.

***
[32] Οι μεν λοιπόν ζώντες οικείοι τούτων είναι άξιοι λύπης στερηθέντες τοιούτων ανδρών, βλέποντες να θραύωνται τόσον στενοί και προσφιλείς δεσμοί, η δε πατρίς είναι πλέον έρημος, γεμάτη από δάκρυα και πένθος· αλλ' ούτοι είναι ευτυχείς, αν σκεφθή κανείς δικαίως. Πρώτον, διότι εις αντάλλαγμα της βραχείας ταύτης ζωής, αφίνουν οπίσω των δόξαν, η οποία πάντοτε νέα θα υπάρχη εις τους αιώνας και θα αποτελή την παρηγορίαν των δοξασμένων από αυτήν τέκνων των και ανατραφέντων υπό της πολιτείας, και των γονέων των, των οποίων το γήρας, περιβαλλόμενον από τιμάς, θα γίνη αντικείμενον περιποιήσεων υπό της πόλεως. [33] Έπειτα απρόσβλητοι από νόσους κατά τα σώματα και άπειροι λύπης κατά τας ψυχάς, πράγματα τα οποία έν τυχαίον γεγονός δύναται να προκαλέση εις τους ζώντας, τυγχάνουσι πομπώδους και μεγαλοπρεπούς ταφής. Διότι εκείνους τους οποίους όλη μεν η πατρίς θάπτει δημοσία, μόνους δε τούτους κρίνουν αξίους κοινών επαίνων, ποθούν δε όχι μόνον οι συγγενείς και πολίται αλλά και όλη πρέπει να είπη τις η Ελλάς, πενθεί δε το πλείστον μέρος της οικουμένης, τούτους πώς δεν πρέπει να θεωρή τις ευτυχείς; [34] Ευλόγως δε ήθελε τις είπει, ότι οι νεκροί ούτοι κάθηνται πλησίον των κάτω θεών, ευρισκόμενοι εις την ιδίαν σειράν εις την νήσον των μακάρων με εκείνους που πρότερον ανεδείχθησαν αγαθοί. Διότι βεβαίως κανείς δεν μας ανήγγειλε τίποτε περί των τιμών τούτων, αφού τας είδε, αλλ' εκείνους τους οποίους ημείς ζώντες ενομίσαμεν αξίους των ανωτέρω τιμών, ούτοι συμπεραίνομεν με τον νουν μας ότι και εκεί θα τυγχάνουν των αυτών τιμών. [35] Είναι μεν λοιπόν δύσκολον ίσως να ανακουφίση κανείς με λόγους τας παρούσας συμφοράς· πρέπει όμως να προσπαθώμεν να τρέπωμεν τας ψυχάς προς τας ιδέας που παρηγορούν, ότι δηλαδή οι αναδειχθέντες, αυτοί οι ίδιοι, τοιούτοι άνδρες και καταγόμενοι από άλλους τοιούτους, είναι καλόν να φαίνωνται, ότι υποφέρουν ευπρεπέστερον από τους άλλους τα δεινά και ότι είναι σταθεροί και εις την μίαν και εις την άλλην τύχην. [36] Διότι τοιαύτα συναισθήματα αποτελούν εξαιρετικόν στόλισμα και τιμήν δι' εκείνους και εις όλην την πόλιν και εις τους ζώντας ήθελον φέρει μεγάλην δόξαν. Είναι λυπηρόν διά τον πατέρα και την μητέρα να στερηθούν τα παιδιά των και να είναι έρημοι των πλησιεστάτων συγγενών που θα τους περιποιηθούν εις τα γηρατειά των· αλλά είναι ευγενής ικανοποίησις να βλέπουν τα παιδιά των να λαμβάνουν παρά της πατρίδος αιωνίας τιμάς και να τιμώνται με θυσίας και εορτάς, ωσάν αθάνατοι. [37] Είναι λυπηρόν αφ' ετέρου τα παιδιά να μείνουν ορφανά πατρός, αλλά είναι καλόν να κληρονομήσουν την πατρικήν δόξαν. Και του μεν λυπηρού τούτου θα εύρωμεν ότι αιτία είναι η τύχη, εις την οποίαν πρέπει να υποκύπτωμεν, εφ' όσον είμεθα άνθρωποι, εκείνο όμως που είναι τίμιον και καλόν προέρχεται από την εκλογήν ανθρώπων που θέλουν να αποθνήσκουν ενδόξως.

Εγώ μεν λοιπόν δεν επεζήτησα να είπω πολλά, αλλά την αλήθειαν, σεις δε, αφού κλαύσετε και αφού εκτελέσετε όσα είναι δίκαια και νόμιμα, αποσυρθήτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου