Έτσι, οι άνθρωποι περνούν από τη μία γυναίκα στην άλλη, στην άλλη, στην άλλη… από τον έναν άντρα στον άλλο, στον άλλο, στον άλλο… από τη μία επιχείρηση στην άλλα, από τη μία δουλειά στην άλλη – τα πάντα για την επιδίωξη τής ευτυχίας. Και η ευτυχία μοιάζει ότι πάντοτε βρίσκεται κάπου αλλού κι ότι κάποιος άλλος την απολαμβάνει, οπότε εσύ αρχίζεις να την κυνηγάς.
Όταν φτάσεις εκεί που νόμιζες ότι επρόκειτο να τη βρεις, δεν βρίσκεται εκεί. Το χορτάρι πέρα από το φράχτη σου είναι πάντοτε πιο πράσινο, αλλά μην πηδάς το φράχτη, για να δεις αν είναι πράγματι έτσι. Απόλαυσέ το! Αν είναι πιο πράσινο από την άλλη μεριά τού φράχτη, απόλαυσέ το. Γιατί να καταστρέφεις τα πράγματα πηδώντας φράχτες και ανακαλύπτοντας ότι είναι χειρότερο από το δικό σου χορτάρι; Οι άνθρωποι όμως κυνηγούν το κάθε τι, θεωρώντας ότι αυτό θα τους δώσει εκείνο που έχουν χάσει. Τίποτα δεν βοηθάει. Μπορείς να ζεις σε ένα παλάτι, θα είσαι όμως το ίδιο δυστυχισμένος, μπορεί και περισσότερο, από το αν ζούσες σε μια καλύβα. Στην καλύβα τουλάχιστον υπάρχει η παρηγοριά ότι εκεί ήσουν δυστυχισμένος, επειδή η καλύβα ήταν παλιά και κατεστραμμένη. Εκεί υπήρχε δικαιολογία. Εκεί μπορούσες να εξηγήσεις τη δυσαρέσκειά σου, τη στενοχώρια σου, τη μιζέρια σου, τη δυστυχία σου, τα βάσανά σου. Και εκεί υπήρχε επίσης η ελπίδα ότι μια μέρα θα ήσουν σε θέση να φτιάξεις ένα καλύτερο σπίτι, αν όχι παλάτι, τουλάχιστον ένα όμορφο, μικρό δικό σου σπίτι. Η ελπίδα είναι που κρατάει τους ανθρώπους ζωντανούς και η επιδίωξη τής ευτυχίας είναι που τους κάνει να προσπαθούν ξανά και ξανά.
Υπάρχουν όμως μερικά πράγματα που δεν επιτυγχάνονται μέσα στο βασίλειο της προσπάθειας, τα οποία συμβαίνουν μόνο όταν έχεις τελειώσει για τα καλά με την προσπάθεια. Απλώς ησυχάζεις και λες: «Αρκετά ως εδώ! Δεν πρόκειται να προσπαθήσω!»
Έτσι συνέβη η φώτιση στον Γκωτάμα Βούδα.
Εξαιτίας της επιδίωξης της ευτυχίας, εγκατέλειψε το βασίλειό του. Είναι πρωτοπόρος σε πολλά πράγματα. Είναι ο πρώτος που απαρνήθηκε την κοινωνία και το κατεστημένο.
Οι χίπις δεν έχουν απαρνηθεί και πολλά. Για να απαρνηθείς κάτι, πρέπει πρώτα να το έχεις. Εκείνος είχε πολύ περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Ο Βούδας περιβαλλόταν από όμορφες γυναίκες από ολόκληρο το βασίλειο. Έτσι, καμία επιθυμία δεν έμενε ανεκπλήρωτη. Είχε το καλύτερο φαγητό, εκατοντάδες υπηρέτες, τεράστιους κήπους.
Ο Βούδας είπε: «Τα απαρνιέμαι όλα. Δεν έχω βρει την ευτυχία εδώ. Θα την ψάξω, θα την επιδιώξω, θα κάνω ό,τι χρειάζεται για να βρω την ευτυχία.» Και επί έξι χρόνια, ο Βούδας έκανε το κάθε τι που μπορούσε να κάνει. Πήγε σε κάθε είδους δασκάλους, λόγιους, σοφούς, αγίους. Και η Ινδία είναι τόσο γεμάτη από τέτοιους ανθρώπους, που δεν χρειάζεται να ψάξεις και πολύ.
Όπου κι αν πας, τους συναντάς. Βρίσκονται παντού. Κι αν δεν τους ψάξεις εσύ, θα σε ψάξουν εκείνοι. Και ιδιαίτερα στην εποχή του Βούδα, όλο αυτό βρισκόταν στην κορύφωσή του. Υστέρα όμως από έξι χρόνια τρομακτικής προσπάθειας — στερήσεις, νηστείες και στάσεις τής Γιόγκας, δεν συνέβη τίποτα. Και μια μέρα…
Ο Νιράντζανα είναι ένα μικρό ποτάμι, όχι πολύ βαθύ. Ο Βούδας νήστευε και βασάνιζε τον εαυτό του με κάθε δυνατό τρόπο και είχε γίνει τόσο αδύναμος, που όταν πήγε να πλυθεί στον Νιράντζανα, δεν μπορούσε να κατέβει στο ποτάμι. Ήταν τόσο αδύναμος, που έπρεπε να κρατιέται από τη ρίζα ενός δέντρου, διαφορετικά θα τον παράσερνε το ποτάμι.
Καθώς κρατιόταν από τη ρίζα, τού ήρθε η ιδέα: «Οι σοφοί λένε ότι η ύπαρξη είναι σαν ωκεανός. Αν η ύπαρξη είναι ωκεανός, τότε αυτό που κάνω δεν είναι σωστό, επειδή αν δεν μπορώ να διασχίσω αυτό το μικρό ποτάμι, τότε πώς πρόκειται να διασχίσω τον ωκεανό της ύπαρξης; Με όλα αυτά που έχω κάνει, απλώς έχω χάσει τον χρόνο μου, τη ζωή μου, την ενέργειά μου, το σώμα μου.»
Με κόπο, κατάφερε να βγει από το ποτάμι, αποφασισμένος να σταματήσει κάθε προσπά0εια και κάθισε κάτω από το δέντρο.
Εκείνο το βράδυ -ήταν νύχτα πανσελήνου – για πρώτη φορά μέσα σε έξι χρόνια κοιμήθηκε καλά, επειδή δεν υπήρχε τίποτα να κάνει την επόμενη μέρα, πουθενά να πάει. Την επόμενη μέρα δεν χρειαζόταν ούτε καν να σηκωθεί νωρίς το πρωί για να ασκηθεί.
Την επόμενη μέρα μπορούσε να κοιμηθεί όσο ήθελε. Για πρώτη φορά, ένιωσε πλήρη ελευθερία από κάθε προσπάθεια, από κάθε αναζήτηση, από κάθε επιδίωξη. Ασφαλώς κοιμήθηκε πολύ χαλαρά και το πρωί, όταν άνοιξε τα μάτια του, εξαφανιζόταν το τελευταίο αστέρι. Λέγεται ότι με το που εξαφανίστηκε το τελευταίο αστέρι, εξαφανίστηκε και ο Βούδας. Με την ξεκούραση όλης της νύχτας, χωρίς κανένα σκοπό, χωρίς να χρειάζεται να κάνει τίποτα,. Με το που ξάπλωσε χωρίς καν να βιάζεται να σηκωθεί, είδε ότι όλα εκείνα τα έξι χρόνια έμοιαζαν με εφιάλτη. Αυτό όμως ήταν παρελθόν. Το αστέρι εξαφανίστηκε και εξαφανίστηκε και ο Σιντάρτα.
Αυτή ήταν η εμπειρία της ευδαιμονίας, της αλήθειας, της υπέρβασης, όλων εκείνων που αναζητάς κι εσύ, αλλά τα έχεις χάσει ακριβώς επειδή τα αναζητάς. Ούτε καν οι βουδιστές δεν έχουν αντιληφθεί το νόημα αυτής τής ιστορίας. Αυτή είναι η σημαντικότερη ιστορία στη ζωή του Γκωτάμα Βούδα. Τίποτε άλλο δεν συγκρίνεται με αυτό.
Εγώ δεν είμαι βουδιστής και δεν συμφωνώ με τον Βούδα σε χίλια δυο πράγματα, είμαι όμως ο πρώτος άνθρωπος μετά από είκοσι πέντε αιώνες που έχει δώσει έμφαση σε αυτή την ιστορία και έχει επικεντρωθεί εκεί, επειδή εκεί ακριβώς είναι που συνέβη η φώτιση του Βούδα.
Ένα βασικό πράγμα πρέπει να γίνει κατανοητό: Ο άνθρωπος θέλει την ευτυχία, γι’ αυτό και είναι δυστυχισμένος. Όσο περισσότερο θέλεις να είσαι ευτυχισμένος, τόσο περισσότερο δυστυχισμένος θα είσαι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου