Το δεδομένο ότι τα κριτήρια για τη φιλία είναι η χρησιμότητα, η ευχαρίστηση και η αρετή, και η επίγνωση της ανωτερότητας που έχουν οι φιλίες της αρετής δεν αποκλείει το ενδεχόμενο της φιλίας ανάμεσα στον ενάρετο και τον κακό: «Ενδέχεται να είναι κι ένας καλός άνθρωπος φίλος με έναν κακό. Μπορεί να είναι χρήσιμος ο ένας στον άλλο, και να επιλέγει ο μεν εξαιρετικός άνθρωπος έναν κακό για φίλο, γιατί αυτός ο κακός τού ταιριάζει σε μια συγκεκριμένη πρόθεση, ενώ ο κακός επιλέγει τον καλό για την ίδια την καλοσύνη του» (1238b 1-4).
Τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων αποτελούν αδιαπραγμάτευτο κριτήριο για την επιλογή των συναναστροφών. Ο ενάρετος μπορεί να συναναστρέφεται ακόμη και τον κακό, αν υπάρχει κάτι που τους ενώνει.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να είναι φίλοι ακόμη και δύο κακοί: «Δεν αποκλείεται, όμως, να είναι ηδείς ο ένας στον άλλο και άνθρωποι κακοί· όχι όμως με αυτή τους την ιδιότητα, την κακία και των δύο, αλλά π.χ. να είναι μουσικοί και οι δύο, ή φιλόμουσος ο ένας, τραγουδιστής ο άλλος. Ή και κάτι άλλο: με το αγαθό που έχει κάθε άνθρωπος, με αυτό να δένουν μεταξύ τους» (1238a 46-50).
Το ενδιαφέρον για τη μουσική (ή οποιοδήποτε άλλο τέτοιου είδους) είναι σε θέση να φέρει κοντά ανθρώπους που διαφέρουν στην άσκηση της αρετής. Ο φιλόμουσος μπορεί να απολαμβάνει τη συντροφιά του τραγουδιστή, ακόμη κι αν ο τελευταίος είναι κατάφωρα ευτελής.
Όμως, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν όρια στη συναναστροφή, αφού οι σχέσεις καθορίζονται επακριβώς από το κοινό ενδιαφέρον. Η γνώση ότι πέραν αυτού δεν υπάρχει επικοινωνία καθορίζει και τα όρια των σχέσεων. Ο ενάρετος ξέρει ότι δεν μπορεί να υπολογίζει στην ουσιαστική φιλία του άλλου ούτε στο επίπεδο της συναισθηματικής μοιρασιάς ούτε της βοήθειας, αν αυτό χρειαστεί. Κι αν ο κακός επιχειρήσει να τον βλάψει, είναι βέβαιο ότι οι σχέσεις θα σταματήσουν. Οι φιλικές επαφές που δεν επισφραγίζονται από την αρετή είναι καταδικασμένες στη ρηχότητα της ευχαρίστησης που προσφέρουν.
Από κει και πέρα, η φιλία μεταξύ κακών ανθρώπων μπορεί να έχει κι ένα επιπλέον κίνητρο: «Μπορεί, ακόμα, να είναι χρήσιμοι και ωφέλιμοι ο ένας στον άλλο, όχι βέβαια με τη γενική χρησιμότητα και ωφέλεια αλλά με εκείνες που αντιστοιχούν στις προθέσεις τους, τις κοινές τους κακές προθέσεις» (1238a 50-51).
Κι αυτή ακριβώς είναι η οπτική της συνέργειας. Η επιδίωξη του ίδιου κακού μπορεί να φέρει κοντά τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο που το κοινό έγκλημα ενώνει τους δράστες. Οι φιλίες αυτού του είδους είναι οι ευτελέστερες που μπορεί να συμβούν. Στην καλύτερη περίπτωση είναι εφήμερες, αφού διαρκούν όσο μπορεί να διαρκέσει η επίτευξη του επιδιωκόμενου κακού. Αν, όμως, τα πράγματα δεν παν όπως τα είχαν σχεδιάσει, οι συνεργοί ενδέχεται να φτάσουν στα πιο ακραία μίση εκβιάζοντας ή και εξοντώνοντας ο ένας τον άλλο.
Το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι εκδοχές της φιλίας (είτε στα ανώτερα επίπεδά της είτε στα πιο ευτελή) εμπεριέχουν κατ’ ανάγκη την έννοια της ισότητας. Ακόμη και οι πιο εφήμερες προϋποθέτουν την ισότητα, έστω για το λίγο χρόνο που θα διαρκέσουν: «Τρία, λοιπόν, είναι τα είδη της φιλίας. Σε όλα πρόκειται για φιλία βασισμένη σε κάποια μορφή ισότητας – έτσι λέγεται τουλάχιστον. Όσον αφορά τους φίλους λόγω αρετής, αυτοί βασίζουν τη φιλία τους ακριβώς στην ισότητά τους στην αρετή» (1238b 18-21).
Το ανώτερο είδος φιλίας απαιτεί ισότητα ως προς την αρετή, αφού, αν αυτή δεν υπάρχει, δημιουργούνται σχέσεις ανισότητας που είναι αδύνατο να ικανοποιήσουν εκείνον που υπερέχει. Ο ενάρετος ικανοποιείται μονάχα με αντίστοιχης ποιότητας αρετή, καθώς σε περίπτωση που αυτό δε συμβαίνει οι σχέσεις υποβιβάζονται στα κατώτερα είδη της χρησιμότητας και της ευχαρίστησης. Γι’ αυτό και η πρωταρχική φιλία με τον ενάρετο είναι δύσκολη. Γιατί πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκριθεί κανείς στο ύψος της αρετής του.
Κι όσο μεγαλύτερο είναι αυτό το ύψος, τόσο ποιοτικότερη είναι και η φιλία που θα επέλθει. Από αυτή την άποψη, κάθε άνθρωπος θα απολαύσει την ποιότητα της φιλίας για την οποία κρίνεται άξιος, ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, η ποιότητα των σχέσεων κάθε ανθρώπου αντικατοπτρίζει το ύψος της αρετής στο οποίο μπορεί να ανταποκριθεί.
Οι σχέσεις ισότητας εξασφαλίζουν την άνεση της συναναστροφής ως υπέρτατη σύμπνοια. Κανείς δεν μπορεί να γίνει αληθινός φίλος με κάποιον που είναι ανώτερος, καθώς οι σχέσεις που θα διαμορφωθούν είναι αδύνατο να βασιστούν στην άνεση και τον αυθορμητισμό της ισοτιμίας. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την ψευδαίσθηση που μπορεί να έχει κάποιος θεωρώντας τον εαυτό του ανώτερο ενώ δεν είναι (που επίσης υπονομεύει τις σχέσεις, αφού κανείς δεν μπορεί να ανεχτεί έναν φαντασμένο), αλλά για την πραγματική κι αναγνωρισμένη από όλες τις πλευρές ανωτερότητα που καθιστά τις σχέσεις απόμακρες.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Μπορεί, βέβαια, η αρετή να είναι ανισοβαρής, όπως ξεχωρίζει η αρετή του θεού έναντι της αρετής του ανθρώπου. Εδώ πρόκειται για διαφορετικό είδος φιλικής σχέσης, ανάλογης με τη σχέση άρχοντος και αρχομένου, και υπόκειται σε διαφορετικές αρχές δικαιοσύνης. Η ισότητα είναι αναλογική και όχι αριθμητική. Τέτοιου είδους σχέση φιλίας και αγάπης είναι του πατέρα με το γιο, και του ευεργέτη με τον ευεργετημένο» (1238b 21-27).
Η αδιαπραγμάτευτη ανωτερότητα του θεού καθιστά αδύνατη τη σύναψη αληθινής φιλίας μαζί του. Η σχέση αγάπης που μπορεί να υπάρχει δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως φιλία, αφού φιλία με τέτοια ανισοβαρή κατάθεση αρετής κρίνεται ανέφικτη. Με τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να γίνουν πραγματικοί φίλοι ο πατέρας με το γιο και ο ευεργέτης με τον ευεργετούμενο.
Κι όχι μόνο αυτό: «Αλλά και εδώ συναντώνται περαιτέρω διακρίσεις: διότι άλλη είναι η σχέση πατέρα-γιου και άλλη άνδρα-γυναίκας· η πρώτη είναι σχέση ευεργέτη-ευεργετημένου, ενώ η δεύτερη άρχοντος-αρχομένου» (1238b 28-31).
Το ότι ο γιος κρίνεται ευεργετούμενος από τον πατέρα έχει να κάνει με το ότι του οφείλει την ύπαρξή του. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια σχέση αιώνιας υποτέλειας, αφού ο γιος πρέπει οπωσδήποτε, σταδιακά, να αποκτήσει σχέσεις ανεξαρτησίας.
Εκείνο που θέλει να τονίσει ο Αριστοτέλης είναι ότι όσο κι αν αλλάξουν οι εποχές μεταβάλλοντας τους συσχετισμούς ανάμεσα στο γιο και τον πατέρα, δεν πρέπει να εκλείψει ο σεβασμός του πρώτου προς το δεύτερο. Είναι αλήθεια ότι η περιουσία του πατέρα θα περάσει στο γιο κι ότι η συνέχεια της εκμετάλλευσής της (από ένα σημείο και μετά) θα αφορά περισσότερο το γιο και λιγότερο τον πατέρα. Ο πατέρας, όταν φτάσει στα γηρατειά, είναι πιθανό να μην κατανοεί πλήρως τις επιταγές της νέας εποχής και να διατυπώνει εσφαλμένες κρίσεις που θα οδηγήσουν σε κακές επιλογές.
Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση ο γιος, όσο δίκαια κι αν απορρίπτει τις προτροπές του πατέρα, δεν έχει το δικαίωμα να φερθεί χωρίς σεβασμό. Ο πατέρας, αν άθελά του αδικήσει σε κάτι το γιο μπορεί να συγχωρεθεί. Ο γιος, όμως, αν φερθεί αχάριστα στον πατέρα θα γνωρίσει σαφώς εντονότερη κοινωνική επίκριση. Το ενδεχόμενο του κακού πατέρα που αδικεί συστηματικά το γιο προκειμένου να ικανοποιήσει προσωπικά του πάθη δε λαμβάνεται υπόψη, αφού μια τέτοια συμπεριφορά ακυρώνει την ίδια την έννοια της πατρότητας.
Ο επαίσχυντος πατέρας δεν είναι πατέρας, αφού θυσίασε τη σχέση του με το γιο αδυνατώντας να εκπληρώσει την αρετή που επιβάλλει ο ρόλος του. Όμως, και σε αυτό ακόμη το ενδεχόμενο, ο γιος, όσο κι αν έχει απομακρυνθεί από τον πατέρα, όταν εκείνος γεράσει κι είναι αδύνατο να ζήσει χωρίς φροντίδα, θα δεχτεί επίσης πικρά σχόλια από τον περίγυρο, αν δε δείξει ούτε την ελάχιστη μέριμνα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι σχέσεις του πατέρα με το γιο δεν μπορούν να είναι φιλικές, αφού δεν εκπληρώνεται το κριτήριο της ισότητας. Ο πατέρας θα είναι πάντα πατέρας νιώθοντας ότι πρέπει να συμβουλέψει και να προστατέψει το γιο κι από την άλλη ο γιος είναι αδύνατο να απαλλαχτεί από το δικό του ρόλο δείχνοντας πάντα τον πρέποντα σεβασμό. Κι αυτή ακριβώς είναι η σχέση του ευεργέτη με τον ευεργετούμενο.
Αντιστοίχως, κατά τον Αριστοτέλη πάντα, είναι αδύνατο να υπάρξει αληθινή φιλία ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Ο άντρας, ως φύση ανώτερος της γυναίκας, δεν μπορεί να αναπτύξει ισότιμες σχέσεις μαζί της. Δεν υπονοείται, όμως, και η σχέση του αφέντη με το δούλο. Ο προσδιορισμός των σχέσεων άντρα-γυναίκας ως άρχοντος και αρχόμενου υποδεικνύει την ανωτερότητα του άντρα που όμως δεν πρέπει να εκδηλωθεί δεσποτικά. (Η δεσποτική εξουσία αρμόζει στο δούλο, που πρέπει να τον διατάζει κανείς).
Ο άντρας πρέπει να κατευθύνει τη γυναίκα βοηθώντας τη να αναγνωρίσει το σωστό κι εκείνη, φυσικά, να τον υπακούει βελτιώνοντας τον εαυτό της. Αυτός είναι και ο λόγος που για τον Αριστοτέλη άλλες είναι οι δραστηριότητες που αρμόζουν στη γυναίκα κι άλλες στον άντρα. Αντίστοιχα, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να αναπτυχθεί φιλία ανάμεσα σε αφέντη και σε δούλο.
Κι εδώ δε χρειάζεται να γίνει λόγος για τις πάγιες θέσεις του Αριστοτέλη που ασφαλώς υποτιμούν τη γυναίκα (οι θέσεις αυτές έχουν αναλυθεί στο έργο του «Πολιτικά») ούτε και για τις απόψεις του περί δουλείας (που επίσης αναπτύσσονται στα «Πολιτικά»). Το ζήτημα εδώ είναι η φιλία και η προϋπόθεση της ισοτιμίας για την ύπαρξή της. Το ότι σήμερα οι απόψεις που θέλουν τη φιλία μεταξύ ανδρών και γυναικών ανέφικτη (λόγω της φυσικής υπεροχής των πρώτων) κρίνονται σεξιστικές κι απαράδεκτες δεν αναιρεί ότι και σε αυτές τις σχέσεις προϋπόθεση είναι ξανά η ισοτιμία στην αρετή.
Διορθώνοντας τον Αριστοτέλη θα έλεγε κανείς σήμερα ότι μπορεί να υπάρχει αληθινή φιλία ανάμεσα στα δύο φύλα αρκεί να μην υπάρχει ερωτική έλξη (η φιλία του έρωτα είναι μια υπόθεση εντελώς διαφορετική) και να πληρούνται όλα τα αριστοτελικά κριτήρια της αρετής που έχουν ήδη διατυπωθεί. Μια ενάρετη γυναίκα δεν μπορεί να είναι φίλη παρά με έναν αντίστοιχης αρετής άντρα και το αντίστροφο. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε η φιλία τους υποβαθμίζεται στα κατώτερα είδη της χρησιμότητας και της ευχαρίστησης και κρίνονται επισφαλείς.
Στην ουσία, οι σχέσεις ανισότητας εκμηδενίζουν τη φιλία λόγω της ανισοτιμίας στην εκδήλωση της αγάπης, όσο κι αν κρίνεται δικαιολογημένη: «Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να λειτουργεί άνισα η ανταπόδοση της αγάπης ή και να μην υπάρχει καθόλου ανταπόδοση. Θα ήταν γελοίο να κατηγορούσε κανείς το θεό ότι δεν ανταποδίδει την αγάπη όπως τη δέχεται» (1238b 31-33).
Η παραδοξολογία να απαιτεί κανείς την ανταπόδοση της αγάπης από το θεό καθιστά σαφές ότι σε τελική ανάλυση είναι αδύνατο να γίνει φίλος του. Υπό αυτή την έννοια, η φιλία υφίσταται μονάχα από τη δυνατότητα της ισότιμης ανταπόδοσης αγάπης (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ισχύει και το αντίστροφο, αφού κάθε ανταπόδοση αγάπης δε συνιστά κατ’ ανάγκη φιλία).
Αυτός είναι και ο λόγος που η μάνα δεν μπορεί να έχει φιλία με το παιδί (είναι αδύνατο να ανταποδοθεί η αγάπη που έχει γι’ αυτό), ο πατέρας με το γιο κλπ. Αν κάποιος δεχτεί αγάπη που δεν μπορεί να ανταποδώσει καθίσταται ευεργετούμενος και η φιλία του προς τον ευεργέτη καταδικάζεται στο ανολοκλήρωτο, ως σχέση ανισοτιμίας. Γι’ αυτό ο ευεργετούμενος θα νιώσει ιδιαίτερα ευτυχής αν καταφέρει να ανταποδώσει την ευεργεσία. Γιατί αποκαθιστά την ισοτιμία στη σχέση εκπληρώνοντας τις προϋποθέσεις της φιλίας.
Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Το ίδιο και για έναν άρχοντα· διότι ίδιον του άρχοντος είναι να αγαπιέται και όχι να αγαπά, ή έστω να αγαπά με άλλον τρόπο» (1238b 34-35).
Το ότι ο άρχοντας οφείλει περισσότερο να αγαπιέται παρά να αγαπά ή ότι η αγάπη του γίνεται με άλλο τρόπο (σαν να επρόκειτο για επίγειο θεό) είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Αυτό που θεωρείται, όμως, βέβαιο είναι ότι η αδυναμία ανταπόδοσης της αγάπης με ισότιμο τρόπο υποβαθμίζει τη φιλία μετατρέποντάς τη σε φιλία της ευχαρίστησης (ή και της χρησιμότητας).
Και βέβαια υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που μπορούν να επιφέρουν σχέσεις ανισοτιμίας: «Άλλοτε πάλι η διαφορά ηλικίας καθιστά ανάξια την ισότιμη φιλία, όπως συμβαίνει και με διαφορές στην αρετή, στην καταγωγή ή σε κάποια άλλη ανισότητα των φίλων» (1239a 11-13).
Η ανισότητα για λόγους καταγωγής μπορεί σήμερα να μην είναι τόσο έκδηλη (ασφαλώς στην εποχή του Αριστοτέλη ήταν εντονότερη), αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχει εκλείψει εντελώς. Στα σύγχρονα δεδομένα μια αναφορά στην ταξική ανισότητα θα ήταν περισσότερο κατανοητή.
Ο παράγοντας του χρόνου παραμένει αναλλοίωτος, αφού όλοι κατανοούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ισότιμη φιλία ανάμεσα σε έναν ενήλικο και ένα παιδί. Οι σχέσεις αυτές μπορεί να εμπεριέχουν την αμοιβαία αγάπη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ισότιμες. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι φίλοι είναι μόνο με ισότητα, ενώ η ανταπόδοση φιλίας και αγάπης δε συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι διαμείβεται μεταξύ ανθρώπων φίλων» (1239a 23-25).
Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει φιλία χωρίς ισότιμη ανταπόδοση αγάπης δε σημαίνει ότι η ανταπόδοση της αγάπης εξασφαλίζει κατ’ ανάγκη και τη φιλία. Η φιλία, πέρα από τη δυνατότητα της ανταπόδοσης της αγάπης προϋποθέτει και την εκπλήρωση όλων των συνθηκών (αρετής, ηλικίας, καταγωγής, ακόμη και οικονομικής ισχύος) που εξασφαλίζουν την ισότητα
Όμως, το κριτήριο της ισότητας δεν αφορά μονάχα τη φιλία της αρετής: «Ό,τι ισχύει στη φιλία λόγω αρετής, ισχύει και στις φιλίες λόγω χρησιμότητας ή λόγω ηδονής: άλλες βασίζονται στην ισότητα, άλλες είναι ανισοβαρείς. Γι’ αυτό και όσοι τέτοιοι φίλοι νομίζουν ότι οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει ισότητα, αρχίζουν τις αντεγκλήσεις όποτε δε βρίσκουν ισοδύναμη χρησιμότητα ή ευεργεσία» (1238b 38-42).
Η παραδοχή ότι η ανισότητα υποβαθμίζει τις φιλίες της αρετής καθιστά σαφές και το μέγεθος της υποβάθμισης που θα έχουν τα άλλα είδη φιλίας υπό τη συγκεκριμένη προϋπόθεση. Οι φιλίες της χρησιμότητας και της ευχαρίστησης ως από θέση αρχής κατώτερες και περισσότερο ευάλωτες, αν κριθεί ότι δεν υπάρχει ισοτιμία στην προσφορά, είναι βέβαιο ότι θα διαλυθούν.
Ο άνθρωπος που συνάπτει σχέσεις λόγω χρησιμότητας είναι αδύνατο να τις διατηρήσει όταν κρίνει ότι η άλλη πλευρά κερδίζει απείρως περισσότερα, τα οποία δε θα του ανταποδοθούν, έστω και στο υποθετικό επίπεδο μιας καλύτερης μελλοντικής συνθήκης. Η αίσθηση ότι βγαίνει ζημιωμένος καθιστά αδύνατη την περαιτέρω συναναστροφή. Η συνέχιση μιας τέτοιας σχέσης τον καθιστά περισσότερο θύμα παρά ευεργέτη.
Όμως και στις σχέσεις ευχαρίστησης τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά: «Τα ίδια και στη φιλία λόγω ηδονής, πράγμα προφανές κατεξοχήν στα ερωτικά, όπου μάλιστα γίνεται συχνά και αιτία συγκρούσεων μεταξύ των εραστών. Διότι αγνοεί ο εραστής ότι έχουν διαφορετικούς λόγους για να συμβάλουν στη σχέση αυτοί έρχονται σε σύγκρουση με την ιδέα ότι πρόκειται για μια ισοδύναμη σχέση» (1238b 43-49).
Ο εραστής που αντιλαμβάνεται ότι δεν εισπράττει εξίσου την αγάπη που προσφέρει αισθάνεται προδομένος. Μοιραία, η ευχαρίστηση που νιώθει υποβαθμίζεται. Ως ένα βαθμό μπορεί να νιώθει ότι τον εκμεταλλεύονται. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του. Μια τέτοια ερωτική σχέση δεν μπορεί να έχει ευοίωνο μέλλον.
Αυτό που μένει είναι η διατύπωση του τελικού συμπεράσματος: «Είναι πλέον δεδομένο ότι τρία είναι τα είδη της φιλίας, φιλία κατά την αρετή, κατά τη χρησιμότητα και κατά την ηδονή. Η καθεμιά τους, τώρα, διαιρείται σε δύο υποκατηγορίες και έτσι έχουμε φιλίες με ισότητα ανάμεσα στα μέλη τους και φιλίες με ανισότητα (ανισοβαρείς φιλίες). Μολονότι είναι φιλίες, τόσο η μία όσο και η άλλη, φίλοι είναι μόνο όσοι έχουν ισότητα στη σχέση τους· γιατί δε στέκει να πούμε ότι ένας άντρας είναι φίλος με ένα παιδί, έστω κι αν όντως το αγαπά και αγαπιέται από αυτό. Σε κάποιες, πάλι περιπτώσεις, το πρέπον είναι να δέχεται ο ανώτερος την αγάπη του κατώτερου, ενώ αν δείχνει και αυτός αγάπη, τον ονειδίζουν που αγαπά έναν ανάξιό του. Διότι η αξία των φίλων του γίνεται μέτρο με το οποίο συγκρίνεται και με κάποιον ίσο του» (1239a 1-10).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια