Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (408-443)

ΤΕ. εἰ καὶ τυραννεῖς, ἐξισωτέον τὸ γοῦν
ἴσ᾽ ἀντιλέξαι· τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ.
410 οὐ γάρ τι σοὶ ζῶ δοῦλος, ἀλλὰ Λοξίᾳ·
ὥστ᾽ οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι.
λέγω δ᾽, ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ᾽ ὠνείδισας·
σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν᾽ εἶ κακοῦ,
οὐδ᾽ ἔνθα ναίεις, οὐδ᾽ ὅτων οἰκεῖς μέτα.
415 ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ἀφ᾽ ὧν εἶ; καὶ λέληθας ἐχθρὸς ὢν
τοῖς σοῖσιν αὐτοῦ νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω,
καί σ᾽ ἀμφιπλὴξ μητρός τε καὶ τοῦ σοῦ πατρὸς
ἐλᾷ ποτ᾽ ἐκ γῆς τῆσδε δεινόπους ἀρά,
βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ᾽, ἔπειτα δὲ σκότον.
420 βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν,
ποῖος Κιθαιρὼν οὐχὶ σύμφωνος τάχα,
ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον, ὃν δόμοις
ἄνορμον εἰσέπλευσας, εὐπλοίας τυχών;
ἄλλων δὲ πλῆθος οὐκ ἐπαισθάνῃ κακῶν,
425 ὅσ᾽ ἐξισώσεις σοί τε καὶ τοῖς σοῖς τέκνοις.
πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα καὶ τοὐμὸν στόμα
προπηλάκιζε. σοῦ γὰρ οὐκ ἔστιν βροτῶν
κάκιον ὅστις ἐκτριβήσεταί ποτε.
ΟΙ. ἦ ταῦτα δῆτ᾽ ἀνεκτὰ πρὸς τούτου κλύειν;
430 οὐκ εἰς ὄλεθρον; οὐχὶ θᾶσσον; οὐ πάλιν
ἄψορρος οἴκων τῶνδ᾽ ἀποστραφεὶς ἄπει;
ΤΕ. οὐδ᾽ ἱκόμην ἔγωγ᾽ ἄν, εἰ σὺ μὴ ᾽κάλεις.
ΟΙ. οὐ γάρ τί σ᾽ ᾔδη μῶρα φωνήσοντ᾽, ἐπεὶ
σχολῇ σ᾽ ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην.
435ΤΕ. ἡμεῖς τοιοίδ᾽ ἔφυμεν, ὡς μὲν σοὶ δοκεῖ,
μῶροι, γονεῦσι δ᾽, οἵ σ᾽ ἔφυσαν, ἔμφρονες.
ΟΙ. ποίοισι; μεῖνον. τίς δέ μ᾽ ἐκφύει βροτῶν;
ΤΕ. ἥδ᾽ ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ.
ΟΙ. ὡς πάντ᾽ ἄγαν αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις.
440 ΤΕ. οὔκουν σὺ ταῦτ᾽ ἄριστος εὑρίσκειν ἔφυς;
ΟΙ. τοιαῦτ᾽ ὀνείδιζ᾽ οἷς ἔμ᾽ εὑρήσεις μέγαν.
ΤΕ. αὕτη γε μέντοι σ᾽ ἡ τύχη διώλεσεν.
ΟΙ. ἀλλ᾽ εἰ πόλιν τήνδ᾽ ἐξέσωσ᾽, οὔ μοι μέλει.

***
ΤΕΙ. Αν και κατέχεις την εξουσία
έχω κι εγώ δικαίωμα εξίσου
με τη σειρά μου να μιλήσω.
Δεν είμαι δούλος σου·
410 είμαι του Φοίβου, του Λοξία δούλος·
του Κρέοντος κηδεμονία δεν χρειάζομαι.
Είμαι τυφλός και χλευάζεις την τύφλα μου.
Σου λέω λοιπόν πως βλέπεις
κι όμως δε βλέπεις,
πως κολυμπάς στη συμφορά.
Δεν ξέρεις πού κατοικείς
και με ποιούς συνοικείς.
Ξέρεις πούθε κρατά η γενιά σου;
Στο πέλαγος της λήθης περιφέρεσαι
κι είσαι των προσφιλών σου εχθρός
των ζωντανών κι όλων των πεθαμένων.
Η φοβερή γοργοπόδαρη διπλή κατάρα
απ᾽ τον πατέρα και τη μάνα σου σταλμένη
από τη χώρα σου θα σ᾽ εξορίσει.
Και δεν θα βλέπεις πλέον φως·
θα πλέεις στο σκοτάδι.
420 Θ᾽ αντιλαλήσουν οι κορφές του Κιθαιρώνα
και τα λιμάνια θ᾽ αντηχήσουν στεναγμούς,
όταν υποπτευθείς σε ποιό γαμήλιο κόλπο
προσάραξες αλίμενο,
όταν σε θάρρεψε το καλοτάξιδο
τ᾽ αγέρι στα πανιά σου.
Δεν υποπτεύεσαι το πλήθος τ᾽ άλλα σου δεινά,
όταν θα εξομοιωθείς με τα παιδιά σου.
Προς το παρόν κάτσε και προπηλάκιζε
το στόμα το δικό μου και τον Κρέοντα.
Άλλος θνητός όπως εσύ
ποτέ του δεν θα λιώσει
στα δόντια της μυλόπετρας παγιδευμένος.
ΟΙΔ. Πώς ν᾽ αντέξει κανείς να τον ακούει;
430 Δε θα πας στο χαμό;
Δε θα χαθείς το γρηγορότερο;
Δε θα γυρίσεις να δω την πλάτη σου;
Δε θα μ᾽ αδειάσεις τη γωνιά;
ΤΕΙ. Με κάλεσες· μονάχος δε θα ᾽ρχόμουν.
ΟΙΔ. Δεν ήξερα πως θα ξεστόμιζες βλακείες
αλλιώς δε θα ᾽στελνα να σε καλέσω.
ΤΕΙ. Ανόητος νομίζεις πως γεννήθηκα
όμως σοφό με νόμιζαν
αυτοί που σε γεννήσανε.
ΟΙΔ. Για ποιούς μιλάς; Στάσου!
Ποιός μ᾽ έφερε στον κόσμο;
ΤΕΙ. Η μέρα τούτη θα σε γεννήσει
και θα σε σβήσει.
ΟΙΔ. Μιλάς μ᾽ αινίγματα θολά και μπερδεμένα.
440 ΤΕΙ. Μα δε γεννήθηκες αινίγματα να λύνεις;
ΟΙΔ. Να μη χλευάζεις το μεγαλείο μου.
ΤΕΙ. Η συγκυρία σε κατέστρεψε κι η τύχη.
ΟΙΔ. Και τί με νοιάζει; Την πόλη την έσωσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου