Όλα τα αριστουργήματα του αρχαιοελληνικού κόσμου ο Νίτσε τα θεωρεί καρπό αναμετρήσεως ή αγαπητικής συνυπάρξεως των δύο αυτών στοιχείων. Δεν πρόκειται όμως για απλές αισθητικές αρχές∙ πρόκειται, και έτσι να τα βλέπουμε, για φυσικές δυνάμεις πού βγαίνουν από τα ίδια τα σπλάγχνα τής φύσεως: από την μια η αιώνια θέληση παραγωγής και αναπαραγωγής της ζωής, το αίσθημα της ενότητος μέσα από την δημιουργία και την καταστροφή∙ από την άλλη η πτήση προς την καθαρή ατομικότητα καί ό,τι συνιστά το μοναδικό. Υπ’ αυτή και μόνο την έννοια ή ύπαρξη ερμηνεύεται -σοπεναουερικά- ως αισθητικό φαινόμενο, το οποίο με την σειρά του προεκτείνεται στην θεμελιώδη για την νιτσεϊκή σκέψη πεσιμιστική αρχή, ένα κριτήριο-μεθόριο της ακμής και της παρακμής τού πολιτισμού. Ακμάζει ο πολιτισμός όπου απορρίπτεται κάθε άλλος σκοπός, κάθε τέλος έκτος από την ίδια την ζωή, κάθε λύτρωση άλλη από την χαρά της∙ παρακμάζει όπου θέτουμε έκτος της ζωής τον σκοπό της, όπως έκαναν, λόγου χάριν, ο Πλάτων και ο Χριστός. Πεσιμιστής, άρα, για τον Νίτσε δεν είναι ο απαισιόδοξος∙ πεσιμιστής είναι όποιος βλέπει μέσα στην ζωή και όχι έκτος της την αλήθεια της.
Στην ζωή του διονυσιακού πάθους αληθινή γνώσι είναι για τον Νίτσε εκείνη πού μας ελευθερώνει από μεταφυσικά νεφελώματα και όχι εκείνη πού τα θεραπεύει. Επομένως δεν έχουμε πράγματα προς ταυτοποίηση, έχουμε κόσμο ανοιχτό σε άπειρες ερμηνείες. Η ερμηνεία σημαίνει ότι αντικειμενική αλήθεια δεν υφίσταται∙ υφίσταται μόνο η αλήθεια της θελήσεως για δύναμι, κι αυτή προβαίνει ως ερμηνεία. Ο Νίτσε αναγνωρίζει στην θέληση για δύναμι την θεμέλια ορμή της υπάρξεως, ένα ένστικτο ελευθερίας και κυριαρχίας επί των άλλων θελήσεων, πού κινεί τα πάντα στην ιστορία και στο σύμπιαν ολόκληρο. Ως έννοια η θέληση για δύναμι είναι παράγωγο «προοπτικής αντιλήψεως» της αλήθειας, όπως την αντιλαμβάνεται εκείνος πού κάθε φορά νοιώθει να την φέρει στην ίδια του την δύναμι. Κατά τον Νίτσε η ένταση και η ανάπτυξη είναι νόμος της ζωής και αυτής της ανόργανης φύσεως, οπότε κάθε ζωντανός οργανισμός οφείλει να υπερβαίνη τον εαυτό του ή αλλιώς είναι καταδικασμένος να παρακμάζει. Αυτή την δυναμική αποτυπώνει η θέληση για δύναμι ως μορφοπλαστική ενέργεια απολλώνεια και ως καταστροφικότης διονυσιακή, πάθος αποστάσεως των δυνατών αντιπαρατιθέμενο στην μνησικακία των αδυνάτων, οι όποιοι προσπαθούν να καταργήσουν κάθε απόσταση - παραφορά στα ερωτικά, όπως και στην καλλιτεχνική δημιουργία, στην θρησκευτική πίστι ή στην φιλοσοφική ενόραση.
Υποκείμενο της παρακμής είναι ο «τελευταίος άνθρωπος», εσχάτη έκφραση ενός κόσμου πού ασθενεί από μηδενισμό, ένα αγελαίο ζώο το όποιο απεχθάνεται κάθε ανώτερη άξια, ανίκανο να αγαπήσει, να πονέσει, να δημιουργήσει, ακόμη και να περιφρονήσει τον εαυτό του, ώστε να βρή την γιατρειά του. Η εικόνα πού μπορεί να κάνη τον «τελευταίο άνθρωπο» να αλλάξει και να θεραπευθεί είναι ο «Υπεράνθρωπος». Υπεράνθρωπος είναι στην ορολογία του Νίτσε το υποκείμενο τής θελήσεως για δύναμι, εκείνος πού αντί να μιλά για «πράγμα καθ’ εαυτό», για «αλήθεια», για «ουσία» ή για «αιτιότητα» μιλά για ερμηνεία των φαινομένων είναι εκείνος ο οποίος δημιουργεί τις άξιες του και υποφέρει την μοναξιά του ελεύθερος από εξωτερικές επιρροές, ένας πλούτος μέσα από την ευτέλεια. Ο Νίτσε θέλει τον Υπεράνθρωπο πνευματικό γόνο του προφήτη Ζαρατούστρα, μεταρρυθμιστή του μαζδαϊσμοΰ της αιώνιας διαπάλης καλού και κακού σε υπερηθική θρησκεία - με την σειρά του διονυσιακού απόηχου. Ο Υπεράνθρωπος δημιουργεί τις άξιες ενός κόσμου χωρίς άλλο σκοπό και τέλος από τον εαυτό του, και βιώνει ένα χρόνο ξένο προς την υπερβατική αιωνιότητα - τον χρόνο τής «αιώνιας επιστροφής του ίδιου». Τον χρόνο τούτο εικονίζει ο Ζαρατούστρας με το φίδι (το γήινο στοιχείο) τυλιγμένο τρυφερά στον λαιμό του αητού (ο ουράνιος κόσμος των αρχαίων θρησκειών) και τον διδάσκει στην ανθρωπότητα εξηγώντας ότι πρόκειται για εμπειρία του ήδη γνωστού: κάθε στιγμή έχει υπάρξει και γίνεται χρόνος ακριβώς χάρι στην αίσθηση του ήδη γνωστού. Αιώνια επιστροφή του ίδιου είναι ο χρόνος τής ερμηνευτικής προοπτικής μας στον κόσμο, το «τώρα» τής θελήσεως για δύναμή. Μ’ άλλα λόγια ό,τι συμβαίνει αιωνίζεται στο «τώρα» τής θελήσεως χωρίς να μεταβάλλεται. Ο αδύνατος συντρίβεται στην κενότητα τής αιώνιας επιστροφής, ενώ ο Υπεράνθρωπος μεθά στο «ξανά» τής δυνάμεως ή όποια το καταφάσκει απροϋπόθετα. Αν αιχμή κάθε θελήσεως είναι να αναγνωρίσουμε ουσιαστικότητα στο γίγνεσθαι, τότε η αιώνια επιστροφή αποτελεί την κατηγορική προσταγή του Νίτσε, πού δεν απαιτεί να βγούμε από τον χρόνο αλλά να δώσουμε σε κάθε στιγμή τής ζωής όλη της την ένταση και την πληρότητα. Δεν πρόκειται συνεπώς για σκέψη αδιέξοδη αλλά μεταμορφωτική -στο πνεύμα τουλάχιστον του Νίτσε- αφού θέλει να εμπνεύση στο υποκείμενό της καλωσυνάτη στάση απέναντι στον εαυτό του και στην ζωή, να το κάνη να ξαναθέλη ό,τι επιθυμεί και ό,τι πράττει. Να το αγαπά διηνεκώς και αμετανόητα.
Η ιδέα τής αιώνιας επιστροφής συγκεντρώνει την ζωή στην ένταση του παρόντος, εναντίον του κόσμου των παλαιών αξιακών συστημάτων πού ιδρύθηκαν για λόγους επιβιώσεως και στρέφονταν εναντίον τής εδώ ζωής εν ονόματι μιας άλλης. Με τον χρόνο ή κατεστημένη επιβίωση εξελίχθηκε σε εχθρό τής ζωής, οι αξίες τής οποίας μαράθηκαν και διατηρούνται πια με την δύναμι τής συνήθειας και τής αδράνειας, χωρίς να αιμοδοτούν και να θερμαίνουν. Η έκπτωση των άλλοτε κυριάρχων αξιών είναι η αρρώστια του «μηδενισμού», συνιστά για τον Νίτσε την ουσία της νεωτερικότητος και σημαίνει απαξία τής ίδιας τής ιστορικής της πραγματικότητος, ή όποια μόνο με τον ενεργό μηδενισμό τής χαρούμενης γνώσεως και τής πνευματικής εντάσεως μπορεί να ξεπερασθεί. Έως τότε πρέπει οπωσδήποτε να φανή με μεγάλη σαφήνεια πόσο απατηλές είναι οι παλιές άξιες, όσο και αν επικαλούνται την συνείδηση∙ να φανεί δηλαδή πώς ο Θεός έχει πεθάνει ως εκφραστής τους. Ο Νίτσε θα αναλάβει το εγχείρημα και θα προχωρήση σε κριτική τής θρησκείας ως θεμελίου τής ηθικής, με μέθοδο την «γενεαλογία» τής τελευταίας - την ψυχολογική μ’ άλλα λόγια αρχή και εξέλιξη των ηθικών αξιών. Όπως το ζήτημα τής αλήθειας έγινε ζήτημα τής αξίας της, έτσι το ζήτημα της ηθικής γίνεται ζήτημα τής αξίας τής ηθικής, χωρίς ανάμιξη της ηθικής συνειδήσεως. Δεν υπάρχει συνείδηση, υποστηρίζει, η όποια να βασίζεται σε ηβικές προθέσεις∙ υπάρχει ένστικτο επιβολής, σκληρότητος, πού εκφράζει όσους αποδέχονται την ζωή και κυριαρχούν ως ισχυροί, αριστοκρατικοί εγωισμοί. Ηθική είναι γι’ αυτόν ένα σύστημα αξιολογικών κρίσεων συνδεδεμένο με τις συνθήκες τής άμεσης υπάρξεις και όχι με κάποιο ουράνιο κόσμο. Πρέπει να αναδειχθή η πραγματική καταγωγή και η γένεσι των αξιών πίσω από τα κηρύγματα των ιερέων, των προφητών και τον φιλοσόφων. Θα το κάνη ένα πνεύμα ελεύθερο και τολμηρό, ένας ψυχολόγος πού θα είναι ταυτόχρονα και φυσιολόγος. Αυτός μπορεί να λυτρώση τον άνθρωπο από το δηλητήριο το όποιο χορηγεί ως φάρμακο στον εαυτό του - ένας «αμοραλισμός» αποτελεσματικός εναντίον μιας ηθικής πού μάς αρρωσταίνει. ’Άλλωστε και ή χριστιανική αγάπη και ευσπλαχνία είναι κρυφός εγωισμός, μία πλευρά τής ηθικής των αδυνάτων και των δούλων, οι όποιοι την επικαλούνται ως ηθική αρχή για να πολεμήσουν την ηθική των κυρίων. Δημοκρατία, σοσιαλισμός, δικαιοσύνη, ισότης, άδελφοσύνη, όλα στην ηθική των δούλων ανήκουν και αποτελούν άξιες πλατωνικό-χριστιανικές, πού αφού πρώτα διαμόρφωσαν των ευρωπαϊκό κόσμο, τώρα τον εξοντώνουν. Επείγει να ανατραπή το σύστημα των καθιερωμένων αξιών με σύνθημα το «επιτρέπεται ό,τι προσφέρει χαρά και ευχαρίστησι». Αυτά τα γενικώτατα για την φιλοσοφία του Νίτσε.
Στην ζωή του διονυσιακού πάθους αληθινή γνώσι είναι για τον Νίτσε εκείνη πού μας ελευθερώνει από μεταφυσικά νεφελώματα και όχι εκείνη πού τα θεραπεύει. Επομένως δεν έχουμε πράγματα προς ταυτοποίηση, έχουμε κόσμο ανοιχτό σε άπειρες ερμηνείες. Η ερμηνεία σημαίνει ότι αντικειμενική αλήθεια δεν υφίσταται∙ υφίσταται μόνο η αλήθεια της θελήσεως για δύναμι, κι αυτή προβαίνει ως ερμηνεία. Ο Νίτσε αναγνωρίζει στην θέληση για δύναμι την θεμέλια ορμή της υπάρξεως, ένα ένστικτο ελευθερίας και κυριαρχίας επί των άλλων θελήσεων, πού κινεί τα πάντα στην ιστορία και στο σύμπιαν ολόκληρο. Ως έννοια η θέληση για δύναμι είναι παράγωγο «προοπτικής αντιλήψεως» της αλήθειας, όπως την αντιλαμβάνεται εκείνος πού κάθε φορά νοιώθει να την φέρει στην ίδια του την δύναμι. Κατά τον Νίτσε η ένταση και η ανάπτυξη είναι νόμος της ζωής και αυτής της ανόργανης φύσεως, οπότε κάθε ζωντανός οργανισμός οφείλει να υπερβαίνη τον εαυτό του ή αλλιώς είναι καταδικασμένος να παρακμάζει. Αυτή την δυναμική αποτυπώνει η θέληση για δύναμι ως μορφοπλαστική ενέργεια απολλώνεια και ως καταστροφικότης διονυσιακή, πάθος αποστάσεως των δυνατών αντιπαρατιθέμενο στην μνησικακία των αδυνάτων, οι όποιοι προσπαθούν να καταργήσουν κάθε απόσταση - παραφορά στα ερωτικά, όπως και στην καλλιτεχνική δημιουργία, στην θρησκευτική πίστι ή στην φιλοσοφική ενόραση.
Υποκείμενο της παρακμής είναι ο «τελευταίος άνθρωπος», εσχάτη έκφραση ενός κόσμου πού ασθενεί από μηδενισμό, ένα αγελαίο ζώο το όποιο απεχθάνεται κάθε ανώτερη άξια, ανίκανο να αγαπήσει, να πονέσει, να δημιουργήσει, ακόμη και να περιφρονήσει τον εαυτό του, ώστε να βρή την γιατρειά του. Η εικόνα πού μπορεί να κάνη τον «τελευταίο άνθρωπο» να αλλάξει και να θεραπευθεί είναι ο «Υπεράνθρωπος». Υπεράνθρωπος είναι στην ορολογία του Νίτσε το υποκείμενο τής θελήσεως για δύναμι, εκείνος πού αντί να μιλά για «πράγμα καθ’ εαυτό», για «αλήθεια», για «ουσία» ή για «αιτιότητα» μιλά για ερμηνεία των φαινομένων είναι εκείνος ο οποίος δημιουργεί τις άξιες του και υποφέρει την μοναξιά του ελεύθερος από εξωτερικές επιρροές, ένας πλούτος μέσα από την ευτέλεια. Ο Νίτσε θέλει τον Υπεράνθρωπο πνευματικό γόνο του προφήτη Ζαρατούστρα, μεταρρυθμιστή του μαζδαϊσμοΰ της αιώνιας διαπάλης καλού και κακού σε υπερηθική θρησκεία - με την σειρά του διονυσιακού απόηχου. Ο Υπεράνθρωπος δημιουργεί τις άξιες ενός κόσμου χωρίς άλλο σκοπό και τέλος από τον εαυτό του, και βιώνει ένα χρόνο ξένο προς την υπερβατική αιωνιότητα - τον χρόνο τής «αιώνιας επιστροφής του ίδιου». Τον χρόνο τούτο εικονίζει ο Ζαρατούστρας με το φίδι (το γήινο στοιχείο) τυλιγμένο τρυφερά στον λαιμό του αητού (ο ουράνιος κόσμος των αρχαίων θρησκειών) και τον διδάσκει στην ανθρωπότητα εξηγώντας ότι πρόκειται για εμπειρία του ήδη γνωστού: κάθε στιγμή έχει υπάρξει και γίνεται χρόνος ακριβώς χάρι στην αίσθηση του ήδη γνωστού. Αιώνια επιστροφή του ίδιου είναι ο χρόνος τής ερμηνευτικής προοπτικής μας στον κόσμο, το «τώρα» τής θελήσεως για δύναμή. Μ’ άλλα λόγια ό,τι συμβαίνει αιωνίζεται στο «τώρα» τής θελήσεως χωρίς να μεταβάλλεται. Ο αδύνατος συντρίβεται στην κενότητα τής αιώνιας επιστροφής, ενώ ο Υπεράνθρωπος μεθά στο «ξανά» τής δυνάμεως ή όποια το καταφάσκει απροϋπόθετα. Αν αιχμή κάθε θελήσεως είναι να αναγνωρίσουμε ουσιαστικότητα στο γίγνεσθαι, τότε η αιώνια επιστροφή αποτελεί την κατηγορική προσταγή του Νίτσε, πού δεν απαιτεί να βγούμε από τον χρόνο αλλά να δώσουμε σε κάθε στιγμή τής ζωής όλη της την ένταση και την πληρότητα. Δεν πρόκειται συνεπώς για σκέψη αδιέξοδη αλλά μεταμορφωτική -στο πνεύμα τουλάχιστον του Νίτσε- αφού θέλει να εμπνεύση στο υποκείμενό της καλωσυνάτη στάση απέναντι στον εαυτό του και στην ζωή, να το κάνη να ξαναθέλη ό,τι επιθυμεί και ό,τι πράττει. Να το αγαπά διηνεκώς και αμετανόητα.
Η ιδέα τής αιώνιας επιστροφής συγκεντρώνει την ζωή στην ένταση του παρόντος, εναντίον του κόσμου των παλαιών αξιακών συστημάτων πού ιδρύθηκαν για λόγους επιβιώσεως και στρέφονταν εναντίον τής εδώ ζωής εν ονόματι μιας άλλης. Με τον χρόνο ή κατεστημένη επιβίωση εξελίχθηκε σε εχθρό τής ζωής, οι αξίες τής οποίας μαράθηκαν και διατηρούνται πια με την δύναμι τής συνήθειας και τής αδράνειας, χωρίς να αιμοδοτούν και να θερμαίνουν. Η έκπτωση των άλλοτε κυριάρχων αξιών είναι η αρρώστια του «μηδενισμού», συνιστά για τον Νίτσε την ουσία της νεωτερικότητος και σημαίνει απαξία τής ίδιας τής ιστορικής της πραγματικότητος, ή όποια μόνο με τον ενεργό μηδενισμό τής χαρούμενης γνώσεως και τής πνευματικής εντάσεως μπορεί να ξεπερασθεί. Έως τότε πρέπει οπωσδήποτε να φανή με μεγάλη σαφήνεια πόσο απατηλές είναι οι παλιές άξιες, όσο και αν επικαλούνται την συνείδηση∙ να φανεί δηλαδή πώς ο Θεός έχει πεθάνει ως εκφραστής τους. Ο Νίτσε θα αναλάβει το εγχείρημα και θα προχωρήση σε κριτική τής θρησκείας ως θεμελίου τής ηθικής, με μέθοδο την «γενεαλογία» τής τελευταίας - την ψυχολογική μ’ άλλα λόγια αρχή και εξέλιξη των ηθικών αξιών. Όπως το ζήτημα τής αλήθειας έγινε ζήτημα τής αξίας της, έτσι το ζήτημα της ηθικής γίνεται ζήτημα τής αξίας τής ηθικής, χωρίς ανάμιξη της ηθικής συνειδήσεως. Δεν υπάρχει συνείδηση, υποστηρίζει, η όποια να βασίζεται σε ηβικές προθέσεις∙ υπάρχει ένστικτο επιβολής, σκληρότητος, πού εκφράζει όσους αποδέχονται την ζωή και κυριαρχούν ως ισχυροί, αριστοκρατικοί εγωισμοί. Ηθική είναι γι’ αυτόν ένα σύστημα αξιολογικών κρίσεων συνδεδεμένο με τις συνθήκες τής άμεσης υπάρξεις και όχι με κάποιο ουράνιο κόσμο. Πρέπει να αναδειχθή η πραγματική καταγωγή και η γένεσι των αξιών πίσω από τα κηρύγματα των ιερέων, των προφητών και τον φιλοσόφων. Θα το κάνη ένα πνεύμα ελεύθερο και τολμηρό, ένας ψυχολόγος πού θα είναι ταυτόχρονα και φυσιολόγος. Αυτός μπορεί να λυτρώση τον άνθρωπο από το δηλητήριο το όποιο χορηγεί ως φάρμακο στον εαυτό του - ένας «αμοραλισμός» αποτελεσματικός εναντίον μιας ηθικής πού μάς αρρωσταίνει. ’Άλλωστε και ή χριστιανική αγάπη και ευσπλαχνία είναι κρυφός εγωισμός, μία πλευρά τής ηθικής των αδυνάτων και των δούλων, οι όποιοι την επικαλούνται ως ηθική αρχή για να πολεμήσουν την ηθική των κυρίων. Δημοκρατία, σοσιαλισμός, δικαιοσύνη, ισότης, άδελφοσύνη, όλα στην ηθική των δούλων ανήκουν και αποτελούν άξιες πλατωνικό-χριστιανικές, πού αφού πρώτα διαμόρφωσαν των ευρωπαϊκό κόσμο, τώρα τον εξοντώνουν. Επείγει να ανατραπή το σύστημα των καθιερωμένων αξιών με σύνθημα το «επιτρέπεται ό,τι προσφέρει χαρά και ευχαρίστησι». Αυτά τα γενικώτατα για την φιλοσοφία του Νίτσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου